Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Φ. Παναγιωτόπουλος, «Μια πρόταση για την τραπεζική μεταχείριση των μικρομεσαίων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και επιχειρήσεων»


Του Φώτη Παναγιωτόπουλου
Πρώην Υποδιοικητή της Πρώην ΑΤΕ

1.ΕΠΙΤΟΚΙΑ
Η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος συνοδεύτηκε και από τη διαφοροποίηση των επιτοκίων ανάλογα με το ύψος των καταθέσεων και των δανείων. Η μικροκαταθέτες εισπράττουν χαμηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με τους μεγαλοκαταθέτες και οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και τα νοικοκυριά επιβαρύνονται με υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με όσους δανείζονται μεγάλα ποσά.
Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από τις οικονομίες κλίμακας που εξασφαλίζουν οι τράπεζες από τα μεγάλα ποσά καταθέσεων και δανείων (μικρότερο κόστος διαχείρισης, περισσότερα τραπεζικά προϊόντα συνδεδεμένα με καταθέσεις και δάνεια). Ειδικότερα η ευνοϊκότερη μεταχείριση των μεγάλων επιχειρηματικών μονάδων οφείλεται και στην προσπάθεια των τραπεζών να μην χάσουν πελάτες από τον ανταγωνισμό. Αντίθετα επιδιώκουν να προσελκύσουν και νέους.
Ωστόσο, δεν στερούνται πλεονεκτημάτων για τις τράπεζες και οι μικροί καταθέτες και δανειολήπτες. Οι πρώτοι αποτελούν σταθερή βάση καταθέσεων, γιατί δεν μετακινούν τις αποταμιεύσεις τους με οριακές μεταβολές των επιτοκίων. Οι δεύτεροι, σε περίπτωση αδυναμίας εξόφλησης των δανείων τους δεν θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της τράπεζας. Η ως άνω διαφοροποίηση στο ύψος των επιτοκίων έχει και ηθική διάσταση. Ισοδυναμεί με έμμεση επιδότηση των ισχυρών από τους αδύναμους.
Τα ανωτέρω δικαιολογούν σμίκρυνση της διαφοράς των επιτοκίων μεταξύ μικρών και μεγάλων καταθετών και δανειοληπτών.

2. ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΗΣΗΣ
Με τη σημερινή δομή του τραπεζικού συστήματος της χώρας, οι μικροί δανειολήπτες (νοικοκυριά, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και ιδίως οικογενειακής μορφής γεωργοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις) βρίσκονται σε χαμηλότερη κλίμακα προτεραιότητας έναντι των μεγάλων, για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο (οικονομίες κλίμακας κτλ).
Δεδομένης της παρουσίας στην ελληνική οικονομία μεγάλου αριθμού μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της σημασίας των στην απασχόληση και στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το κενό αυτό , που αφήνει η σημερινή δομή του τραπεζικού συστήματος της χώρας, επιβάλλεται να καλυφθεί το συντομότερο. Ήδη, η Πολιτεία και οι συλλογικές οργανώσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προωθούν την ίδρυση νέας εξειδικευμένης τράπεζας. Ωστόσο, η ίδρυση και λειτουργία μιας νέας τράπεζας και μάλιστα με πυκνό περιφερειακό δίκτυο, που απαιτεί η διασπορά στο χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χρειάζεται χρόνο ίσως και δεκαετία, ενώ οι σημερινές ανάγκες απαιτούν άμεση λύση.
3.ΠΡΟΤΑΣΗ
Άμεση λύση μπορεί να επιτευχθεί με τον αναπροσανατολισμό μιας συστημικής τράπεζας, ώστε να χρηματοδοτεί κατά προτεραιότητα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, διατηρώντας τη σημερινή της θέση στην τραπεζική αγορά. Τα πρόσθετα κεφάλαια που θα απαιτηθούν μπορεί να αντληθούν από πηγές όπως οι ειδικές ενισχύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον αγροτικό τομέα, τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλων αναπτυξιακών τραπεζών, όπως η Γερμανική Kreditanstalt fur Wiederaufbau (KfW).
Παραδείγματα τραπεζών όπως η προτεινόμενη, στο χώρο της ΕΕ, αποτελούν η Credit Agricole Γαλλίας και η Rabobank Ολλανδίας. Οι τράπεζες αυτές ξεκίνησαν με την άσκηση της αγροτικής πίστης και, με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, επεκταθήκαν σταδιακά στο ανταγωνιστικό τμήμα της εθνικής τους και της διεθνούς τραπεζικής αγοράς. Η υπό αναπροσανατολισμό συστημική ελληνική τράπεζα θα ακολουθήσει αντίστροφη, πιο εύκολη, πορεία. Διατηρώντας τη θέση της στο ανταγωνιστικό τμήμα της τραπεζικής αγοράς θα επεκταθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, των γεωργοκτηνοτροφικών περιλαμβανομένων, που βρίσκονται στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των άλλων συστημικών τραπεζών. Έτσι, θα δημιουργήσει μια σχετικά σταθερή βάση καταθέσεων και χαρτοφυλακίου δάνειων, που θα διευκολύνει τη διατήρηση και επέκταση της θέσης της στην τραπεζική αγορά.

Σεπτέμβριος 2015