Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

Αποστολόπουλος Κ., “ Ο συνεταιριστικός θεσμός και η βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας: Δυνατότητες, αδυναμίες και εκτιμήσεις για το μέλλον περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας: Δυνατότητες, αδυναμίες και εκτιμήσεις για το μέλλον” (19ο Συνέδριο Συνδέσμου Ελλήνων Περιφερειολόγων, Λαμία)

Ο συνεταιριστικός θεσμός και η βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας: Δυνατότητες, αδυναμίες και εκτιμήσεις για το μέλλον
Κωνσταντίνος Δ. Αποστολόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας, Βιώσιμης Ανάπτυξης και Ανθρωπο-οικολογίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών c.d.apostolopoulos@gmail.com

Περίληψη
Στην παρούσα εισήγηση δίδονται αρχικά τα χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού θεσμού και στη συνέχεια επιδιώκεται μία διασύνδεση των χαρακτηριστικών αυτών με την περιφέρεια και την περιφερειακή ανάπτυξη. Παράλληλα, για να καταδειχθεί η σημασία του θεσμού, παρατίθενται ορισμένα στοιχεία από το ευρωπαϊκό και διεθνές συνεταιριστικό γίγνεσθαι. Κι ενώ τα στοιχεία αυτά εκθειάζουν τον συνεταιριστικό θεσμό σε παγκόσμιο επίπεδο, ειδικότερα στοιχεία για τη χώρα μας καταδεικνύουν την οπισθοδρόμησή του, παρά τα όποια επιτεύγματα από τις αρχές του 20ού αιώνα και για εξήντα πέντε περίπου χρόνια (μέχρι το 1980). Η κακοδαιμονία του κομματισμού και των κρατικών παρεμβάσεων στους αγροτικούς (κυρίως) συνεταιρισμούς της χώρας, σε συνδυασμό με μία «περιποιητική κακομεταχείρισή» τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες (κυρίως μετά το 1982), προξένησαν ανυπολόγιστες ζημιές στο θεσμό και τον απαξίωσαν στο μέγιστο βαθμό. Η απαξίωση αυτή του θεσμού για την Ελλάδα, είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της περιφερειακής ανάπτυξης στις αγροτικές περιφέρειες της χώρας, σε συνδυασμό και με την κακή αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία θα είχαν πολύ καλύτερη τύχη εάν ο συνεργατισμός στις αγροτικές περιφέρειες ήταν ανάλογος με εκείνον που κυριαρχεί στην ΕΕ και σε διεθνές επίπεδο.

Λέξεις-κλειδιά: Συνεταιριστικός θεσμός, Συνεταιρισμός, Συνεργατισμός, Περιφερειακή ανάπτυξη, Βιώσιμη ανάπτυξη, Ελλάδα.

1.             Τα χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού θεσμού
Το 1995 αποτελεί έτος-ορόσημο για το συνεταιριστικό θεσμό, καθώς τον Σεπτέμβριο του έτους αυτού πραγματοποιήθηκε το παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Συνεταιριστικής Ένωσης στο Μάντσεστερ του Ηνωμένου Βασιλείου. Στο συνέδριο αυτό, για πρώτη φορά, υιοθετήθηκε ένας ορισμός του συνεταιρισμού, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως εξής: «Συνεταιρισμός είναι μία αυτόνομη ένωση προσώπων, η οποία συγκροτείται εθελοντικά για την αντιμετώπιση των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αναγκών και επιδιώξεών τους, διά μέσου μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης» (ICA News, No 5/6, 1995, p.3, και ICA Principles, 1995, p.3, στο ICA Europe, 2001˙ Παπαγεωργίου, 2015, σ. 34).
Το νέο και σημαντικό στοιχείο που προέβαλε ο ορισμός αυτός (έναντι των παλαιοτέρων), ήταν το στοιχείο της αυτονομίας. Κι αυτό γιατί σε αρκετές χώρες, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, η συσπείρωση των μελών στους συνεταιρισμούς συνοδεύτηκε από εξωτερικές παρεμβάσεις, με τις οποίες επιδιώκονταν η δημιουργία εξαρτημένων φορέων, για προώθηση αλλότριων σκοπών (βλπ. Ελλάδα, κομματικές παρεμβάσεις και όχι μόνον!). Με βάση τον παραπάνω ορισμό, αλλά και την ιστορία του συνεργατισμού από τον 18ο αιώνα και επέκεινα, ο συνεργατισμός αποτελεί ένα ιδιόμορφο «υβρίδιο» οικονομικής επιχείρησης, στο οποίο έχουν «εμφυτευθεί» «γονίδια» κοινωνικής ευαισθησίας.
Παρά το γεγονός ότι ο συνεταιριστικός θεσμός αποδέχεται την πρόκληση του ανταγωνισμού, παραμένει παράλληλα προσκολημένος σε ορισμένες αξίες, καθώς θεωρεί την επιτυχία στον οικονομικό στίβο ως μέσο για την προαγωγή των συνεργαζόμενων ατόμων (και κατ’ επέκταση του κοινωνικού συνόλου) και όχι ως αυτοσκοπό. Οι αξίες, τις οποίες αποδέχεται ο συνεταιριστικός θεσμός και από τις οποίες ανελλιπώς πρέπει να εμφορείται, είναι σύμφυτες με τη φυσιογνωμία του, όπως εξάλλου προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία και την ιστορική του θεμελίωση και διαδρομή. Σύμφωνα με τη διατύπωση που έγινε αποδεκτή από το παγκόσμιο συνεταιριστικό συνέδριο του Μάντσεστερ, που προαναφέραμε: «οι συνεταιρισμοί στηρίζονται στις αξίες της αυτοβοήθειας, της αυτευθύνης, της δημοκρατίας, της ισότητας, της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης. Κι ακόμα, τα μέλη των συνεταιρισμών, ακολουθώντας την παράδοση των πρωτεργατών-σκαπανέων της Ροτσντέϊλ 1845, 1854 (Holyoake, 1893˙ Watknis, 1986), στηρίζονται πάντοτε στις ηθικές αξίες της εντιμότητας, της διαφάνειας, της κοινωνικής υπευθυνότητας και της φροντίδας για τους άλλους». Ως συνεργατικές (συλλογικές) προσπάθειες, οι συνεταιρισμοί δε θα μπορούσαν να υπολογίζουν σε συλλογική επιτυχία χωρίς αλληλεγγύη και γενικότερα χωρίς βασική τους υποδομή τις ηθικές (διαχρονικές) αξίες. Και βέβαια, ούτε χωρίς την καταβολή ατομικών και υπεύθυνων προσπαθειών, με πνεύμα αμοιβαιότητας και ειλικρίνειας, θα ήταν δυνατόν να επιβιώσουν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Από τα προηγούμενα γίνεται εύκολα κατανοητό ότι τα χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού θεσμού συνδέονται άμεσα με τις αξίες του και τις αξίες των μελών του, δηλαδή εκείνων των ανθρώπων που εμπλέκονται στις συλλογικές προσπάθειες των συνεταιρισμών και όλων των φορέων της κοινωνικής οικονομίας, ως τρίτου τομέα στις ανθρώπινες, οικονομικές, δραστηριότητες (πέραν του δημόσιου και του ιδιωτικού).
Η αυτοβοήθεια, η αυτευθύνη, η αξία της δημοκρατίας, η ισότητα μεταξύ των συνεργαζόμενων μελών, η ισοτιμία και η αλληλεγγύη, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού θεσμού. Παράλληλα, η εντιμότητα, η διαφάνεια, η κοινωνική υπευθυνότητα και η φροντίδα για τους άλλους, πρέπει ν’ αποτελούν τα βασικά και αναγκαία χαρακτηριστικά για τα μέλη των συνεταιρισμών.

2.             Η διασύνδεση των χαρακτηριστικών του θεσμού με την περιφέρεια και την περιφερειακή ανάπτυξη
Η αυτοβοήθεια, ως βασικό χαρακτηριστικό του συνεταιριστικού θεσμού, προδίδει την ανάληψη πρωτοβουλίας από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους για τη βελτίωση της θέσης τους. Αυτό σημαίνει ότι οι συνεταιρισμοί στήριξαν και στηρίζουν τις προσδοκίες τους στις δικές τους ακόμα και ελάχιστες δυνατότητες, οι οποίες αξιοποιούμενες, δυνατόν να προσδώσουν ισχύ μεγαλύτερη από το απλό άθροισμα των επιμέρους συνεργαζόμενων οικονομικών μονάδων. Το χαρακτηριστικό αυτό προσδίδει στην περιφέρεια ξέχωρη δύναμη ευθύνης και διαμορφώνει άτομα υπεύθυνα και ικανά να ορθοποδήσουν στην περιοχή τους. Εάν μάλιστα συνδυαστεί με εκείνο της αυτευθύνης, μπορεί να διαμορφώσει δράσεις αυτόνομες, χωρίς κρατικά στηρίγματα. Γιατί ο συνεταιριστικός θεσμός δεν στηρίζεται (και δεν πρέπει!) σε ενισχύσεις τρίτων ή σε προνομιακή μεταχείριση.
Θέλοντας οι συνεταιρισμοί να παραμείνουν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι και να αποφασίζουν οι ίδιοι για τις δράσεις τους, είναι αυτονόητο ότι πρέπει και να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις επιλογές τους. Η ανεξαρτησία, όμως, των συνεταιρισμών στην περιφέρεια, καθώς και η αυτονομία τους, διαμορφώνει θετικές προοπτικές αυτόνομης οικονομικής και κοινωνικής ευμάρειας σε περιφερειακό επίπεδο, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνεταιριστικός θεσμός θα υπηρετείται από τα μέλη του «καθαρά και ανόθευτα». Αυτή η τελευταία προϋπόθεση, για να υφίσταται, απαιτεί από όλους εκείνους που υπηρετούν το θεσμό, να πιστέψουν σ’ αυτόν, χωρίς ιδεοληψίες και ιδιοτέλεια.
Το δημιουργικό χαρακτηριστικό των συνεταιρισμών αποτελεί πρωτεύουσα επιλογή τους και τρανή απόδειξη της ανθρωποκεντρικότητας του συνεταιριστικού θεσμού, ο οποίος υποτάσσει την οικονομική λειτουργία στον άνθρωπο, «τον οποίο θεωρεί ως το επίκεντρο του ενδιαφέροντός του και στον οποίο αναγνωρίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις» (Παπαγεωργίου, 2015). Τα αξιακά στοιχεία της δημοκρατίας, της ισότητας και της ισοτιμίας, κυριαρχούν στη φιλοσοφία και στην πράξη του συνεταιριστικού θεσμού, ώστε να εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση προς όλα τα συνεταιρισμένα μέλη και να αποφεύγεται η κάρπωση οικονομικού οφέλους από ορισμένα μέλη, εις βάρος εκείνων που τα παρήγαγαν. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά ενδυναμώνονται ακόμα περισσότερο εάν προστεθεί σ’ αυτά και το στοιχείο της αλληλεγγύης, το οποίο αποτελεί και την κατακλείδα των αξιακών στοιχείων του θεσμού, βαθειά κοινωνική και ανθρώπινη για την πρόοδο της τοπικής κοινωνίας μιας περιφέρειας, ώστε να επεκτείνεται μακρυά και πέρα από τα στενά όρια του ατομικού συμφέροντος.
Το ηθικό υπόβαθρο των παραπάνω χαρακτηριστικών, στα οποία στηρίζεται ο συνεταιριστικός θεσμός, αναδεικνύεται μέσα από τις ηθικές αξίες, προς τις οποίες θα πρέπει να στοχεύουν διαρκώς τα μέλη των συνεταιρισμών και να είναι προσηλωμένα σ’ αυτές με «θρησκευτική ευλάβεια». Γι’ αυτό, υπαρξιακή προϋπόθεση του θεσμού καθίσταται η εντιμότητα στις συναλλαγές μεταξύ συνεταιρισμού και τρίτων. Επίσης, έναντι τρίτων, τα συνεταιρισμένα μέλη πρέπει να στηρίζονται στην τιμιότητά τους κατά τις εμπορικές τους πράξεις. Ταυτόχρονα, όμως, η διαφάνεια στους συνεταιρισμούς αποτελεί και επιλογή και ανάγκη. Συλλογικοί φορείς του θεσμού πρέπει να υπόκεινται διαρκώς στον έλεγχο των μελών τους και παράλληλα να είναι ανοιχτοί στην τοπική κοινωνία και στην περιφέρεια. Προβάλλοντας τα επιτεύγματά τους και αναδεικνύοντας τις μεθόδους των δραστηριοτήτων τους, οι θεσμοθετημένοι συλλογικοί φορείς (συνεταιρισμοί) επιδιώκουν, με το παράδειγμά τους, να πείσουν την ευρύτερη κοινότητα στην οποία κινούνται, για την αποτελεσματικότητα του τρόπου δράσης τους, ώστε να διευρύνεται η χρησιμοποίηση του συνεταιριστικού θεσμού στην περιφέρεια (βλπ. και ILO, 1960).
Πέραν, όμως, της εντιμότητας και της διαφάνειας, και η κοινωνική υπευθυνότητα των συνεταιρισμένων μελών συνιστά δική τους επιλογή. Ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος αποτελεί το χώρο μέσα στον οποίο ζουν και δραστηριοποιούνται τα μέλη αυτά και επομένως μία τοπική κοινωνία για την οποία φροντίζουν τα υπεύθυνα μέλη της, θα είναι και η ίδια σε θέση να τα φροντίζει, ώστε να προάγονται ο τοπικός πληθυσμός και η περιφέρεια στο σύνολό τους. Τέλος, η φροντίδα για τους άλλους, ως αξιακού χαρακτηριστικού των μελών του συνεταιριστικού θεσμού, αποτελεί μία προέκταση της αλληλεγγύης, ως χαρακτηριστικού του θεσμού αυτού (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω), υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται στα στενά πλαίσια των μελών των συνεταιρισμών, αλλά γενικά στους συνανθρώπους. Και για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό, καλόν είναι να αναφερθούμε σε μία ιδιωτική οικονομική επιχείρηση (της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς), η οποία λειτουργεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων των εταίρων-μετόχων της. Η επιχείρηση αυτή, ακόμα και αν εμφορείται από σύγχρονα ιδεολογήματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, δε θα μπορεί να λειτουργεί με τον περιορισμό ότι θα μεριμνά και για τους άλλους. Γι’ αυτό επισημαίνεται η διαφορά, ότι δηλαδή η αλληλεγγύη και η φροντίδα για τον συνάνθρωπο είναι στοιχεία του συνεργατισμού και του συνεταιριστικού θεσμού ή του τρίτου τομέα της οικονομίας (της κοινωνικής οικονομίας) και όχι της ιδιωτικής, που στηρίζεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη πρωτοβουλία για τη μεγιστοποίηση του προσωπικού (οικονομικού) οφέλους και μόνον γι’ αυτήν.
Η παραπάνω αναλυτική, κατά το δυνατόν, περιγραφή των χαρακτηριστικών του συνεταιριστικού θεσμού και των ανθρώπων που εντάσσονται σ’ αυτόν και ενστερνίζονται τις απαράμιλλες ηθικές του αξίες, προδίδει και τη διασύνδεσή τους με την περιφέρεια και κυρίως με την περιφειακή ανάπτυξη. Η τελευταία, μάλιστα, φαντάζει ολοκληρωμένη (και όχι μόνον οικονομική), καθώς τα χαρακτηριστικά του συνεταιριστικού θεσμού μπορούν να συντελέσουν σε μία ανάπτυξη κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική, με σεβασμό στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον μιας περιφέρειας. Συνοπτικά, για την εναργέστερη διασύνδεση θεσμού και περιφερειακής ανάπτυξης, θα πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα:
·      Ο παραγόμενος πλούτος από τους συνεταιρισμούς παραμένει στην περιφέρεια και αξιοποιείται από αυτήν (και μόνον από αυτήν, καθώς δεν υπεισέρχονται ιδιώτες-επιχειρηματίες με οργανωμένα συμφέροντα εκτός της περιφέρειας).
·      Ο πολλαπλασιαστής εισοδήματος και απασχόλησης καθίσταται υψηλότερος με επενδύσεις στην περιφέρεια από τους συνεταιρισμούς.
·      Οι συνεταιρισμοί, που έχουν οργανωθεί σωστά και στηρίζονται εξολοκλήρου στις ηθικές αξίες του συνεργατισμού, καθίστανται ανθεκτικότεροι σε περιόδους κρίσης, έναντι της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης.
·      Ο επιμερισμός του παραγόμενου, μέσω του συνεταιριστικού θεσμού, πλούτου είναι πάντοτε δικαιότερος, καθώς το επίκεντρο της ανθρώπινης δράσης είναι ο άνθρωπος και όχι το κεφάλαιο.
·      Ο συνεργατισμός δίδει πάντοτε προτεραιότητα στις τοπικές επενδύσεις. Οι επενδύσεις αυτές ενδιαφέρουν, σχεδόν αποκλειστικά, τα συνεταιρισμένα μέλη, που δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια.
·      Αν ο παραγόμενος πλούτος δεν αξιοποιείται με τοπικές επενδύσεις, κατά κανόνα αποταμιεύεται στην περιφέρεια (τοπικές αποταμιεύσεις στις τοπικές-περιφερειακές συνεταιριστικές τράπεζες).
·      Και από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι ιδιοκτήτες και πελάτες είναι τα ίδια άτομα, προς όφελος της ολοκληρωμένης περιφερειακής ανάπτυξης.
·   Και τέλος, από τη διεθνή εμπειρία και πρακτική, προκύπτει ότι τα συνεταιρισμένα μέλη ευαισθητοποιούνται καλύτερα στην προστασία του περιβάλλοντος, ώστε η περιφερειακή ανάπτυξη μέσω του συνεταιριστικού θεσμού να καθίσταται πιο ολοκληρωμένη (integrated) αντί της άλλοτε κλαδικής ανάπτυξης.

3.             Μερικά στοιχεία για τη σημασία του θεσμού σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο
Στην παγκόσμια οργάνωση των συνεταιρισμών, τη Διεθνή Συνεταιριστική Ένωση – ΔΣΕ (ICAInternational Co-operative Alliance) μετέχουν 269 συνεταιριστικοί φορείς από 94 χώρες (στοιχεία τέλους 2013). Ο συνολικός αριθμός των φυσικών προσώπων που μετέχουν στους συνεταιρισμούς των χωρών που εκπροσωπούνται στην ICA ήταν (το 2013) περίπου ένα δισεκατομμύριο. Με την απλή παραδοχή ότι τα μέλη των συνεταιρισμών είναι αρχηγοί τετραμελών οικογενειών, μπορεί να λεχθεί ότι τουλάχιστον ο μισός πληθυσμός της γης συνδέεται (κατά κάποιον τρόπο) με τον συνεταιριστικό θεσμό. Η εκτίμηση αυτή θεωρείται διεθνώς ότι βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα. Η έδρα της ICA βρίσκεται στην Γενεύη και γραφεία της υπάρχουν σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη. Μέλη της είναι εθνικές και διεθνείς συνεταιριστικές οργανώσεις, από όλους τους τομείς της ανθρώπινης-οικονομικής δραστηριότητας, όπως γεωργία, ενέργεια, βιομηχανία, αλιεία στέγαση, τράπεζες, ασφάλειες, στέγαση, τουρισμός, κατανάλωση και καταναλωτές. Κύριος στόχος της ICA είναι η προώθηση και η ενδυνάμωση του ανεξάρτητου και αυτόνομου συνεταιριστικού θεσμού σε ολόκληρο τον κόσμο.
Πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι η ICAαπό το 1946 (πριν εβδομήντα χρόνια), αποτέλεσε την πρώτη μη κυβερνητική οργάνωση (NGOστην οποία δόθηκε καθεστώς συμβούλου από τα Ηνωμένα Έθνη. Να τονιστεί ακόμαότι η ICA δραστηριοποιείται μέσω εξειδικευμένων φορέων και επιτροπών, που λειτουργούν πάντοτε υπό την εποπτεία της.
Σ’ αυτή τη σύντομη παρουσίαση του συνεταιριστικού θεσμού σε ό,τι αφορά τη διεθνή του διάδοση και οργάνωση, προκύπτουν δύο βασικά στοιχεία, ήτοι: η συστηματική του οργάνωση και το μέγεθος αυτής της οργάνωσης αφενός και αφετέρου η κατεύθυνση των λαών προς τον συνεργατισμό, άρα και η αναγκαιότητα  αυτού για την πρόοδό τους και για την ανάπτυξη των κοινοτήτων τους και των περιφερειών τους.
Εν κατακλείδι, η σημασία του συνεταιριστικού θεσμού σε διεθνές επίπεδο είναι πολύ σημαντική. Δυστυχώς, όμως, αυτό το παγκόσμιο συνεργατικό φαινόμενο αγνοείται σχεδόν παντελώς στη χώρα μας, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες ο συνεταιριστικός θεσμός και ο συνεργατισμός αποτελούν έννοιες σχεδόν ταυτόσημες με τη διαφθορά.
Στις χώρες της ΕΕ, στις οποίες δεν υφίστανται κρατικές και κομματικές παρεμβάσεις στους συνεταιρισμούς, λειτουργεί σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των κορυφαίων παγκοσμίως συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην ΕΕ βρίσκονται:
·      οι 11 από τις 20 μεγαλύτερες παγκοσμίως αγροτικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις,
·      οι 12 από τις 20 μεγαλύτερες τραπεζικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις,
·      οι 16 από τις 20 μεγαλύτερες ασφαλιστικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, και τέλος
·      οι 14 από τις 20 μεγαλύτερες καταναλωτικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις.

Μερικά φωτεινά παραδείγματα από τους παραπάνω ευρωπαϊκούς κολοσσούς του συνεταιριστικού θεσμού είναι: η γαλλική Credit Agricole και η DZ Bank της Γερμανίας από την πλευρά των τραπεζών, η KF των καταναλωτών της Σουηδίας, η ασφαλιστική Macif της Γαλλίας, η Royal Friesland Campina της Ολλανδίας που παράγει το γάλα ΝΟΥΝΟΥ και τα λοιπά γαλακτοκομικά, κ.ά.
Οι 53 από τις 80 κορυφαίες συνεταιριστικές οργανώσεις του κόσμου (στους τομείς της γεωργίας, των καταναλωτών, των τραπεζών και των ασφαλειών), δηλαδή το 66%, βρίσκονται στην ΕΕ, με έναν σημαντικότατο κύκλο εργασιών, ο οποίος υπερβαίνει ήδη το ένα τρισεκατομμύριο.
Όλα τα παραπάνω αναφέρονται προκειμένου να καταδειχθεί η σπουδαιότητα των συνεταιριστικών επιχειρήσεων στην ΕΕ, ώστε να σταματήσουν ορισμένοι να υποστηρίζουν ότι ο συνεταιριστικός θεσμός είναι πλέον «ξεπερασμένος» και ότι είναι δήθεν καιρός να στραφεί η ΕΕ προς τις ιδιωτικές εταιρείες, ανώνυμες ή μη. Κι ακόμα, να παύσουν κάποιοι άλλοι να θεωρούν τους συνεταιρισμούς ως φορείς άσκησης «κοινωνικής» πολιτικής (βλπ. παρακάτω). Για την ΕΕ οι συνεταιρισμοί είναι φορείς του ιδιωτικού τομέα, αυτόνομες και ανεξάρτητες-αυτοδιοικούμενες επιχειρήσεις, οι οποίες ενεργούν ανταγωνιστικά στην ελεύθερη αγορά. Συγκεκριμένα, στο ευρωπαϊκό «γίγνεσθαι» του συνεταιριστικού θεσμού, οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις προάγουν τα συνεταιριστικά τους μέλη, τόσον οικονομικά όσο και (προπάντων) κοινωνικά, και συμβάλλουν το ίδιο και στον κοινωνικό τους περίγυρο (ΙΣΕΜ, 1992, 1995, 1999, 2000).

4.             Ειδικότερα στοιχεία για τον συνεταιριστικό θεσμό στην Ελλάδα
Ύστερα και από τα προηγούμενα και προκειμένου να γίνει μία καθαρή τοποθέτηση στην πορεία του συνεταιριστικού θεσμού στην Ελλάδα, επισημαίνεται ότι η κύρια αποστολή του θεσμού είναι η συνένωση των πολλών και μικρών οικονομικών μονάδων σε μία νέα, ενιαία και μεγάλη, η οποία θα πρέπει να διαθέτει πολλές περισσότερες δυνατότητες εξυπηρέτησης των μελών της. Αυτό σημαίνει ότι τα μεμονωμένα μέλη έχουν συμφέρον να συνεταιρίζονται όταν διαβλέπουν ότι η έμμεση (μέσω του συνεργατισμού) απόκτηση μεγάλου μεγέθους, συνοδεύεται με την επίτευξη θετικών οικονομιών κλίμακας (economies of scale).
Η αδιαιρετότητα (δηλαδή η μη διάσπαση) των μέσων παραγωγής, κυρίως του μηχανολογικού εξοπλισμού και των μηχανημάτων, τα οποία είναι διαθέσιμα (άρα και αξιοποιήσιμα) σε μεγάλα μεγέθη, επιβάλλει την καθιέρωση του συνεταιριστικού θεσμού, δεδομένου ότι τα αναγκαία μέσα παραγωγής μεγάλου μεγέθους μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους μικρούς Έλληνες παραγωγούς μόνον μέσω του θεσμού (συνεταιρισμών, ομάδων παραγωγών).
Εφαρμογές και παραδείγματα από τη χώρα μας δυστυχώς καταδεικνύουν την αδυναμία των Ελλήνων για συνενώσεις, συνεργασίες και γενικά συλλογικές προσπάθειες, παρά το γεγονός ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι πρώτοι έδειξαν την αναγκαιότητα της συνεργασίας (Αρχαίες Συμπολιτείες, Αμφικτιονίες). Η αδυναμία αυτή αποτελεί σημαντικό αναχρονισμό και έλλειψη δυνατότητας του ελληνικού στοιχείου για προσαρμογή του στο σήμερα. Είναι αυτονόητο ότι η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και η επιχειρηματικότητα των μικρών μονάδων συνδέονται άρηκτα με τις σύγχρονες μορφές του συνεργατισμού που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Κι ενώ, από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1980, τα συνεταιριστικά επιτεύγματα στη χώρα μας ήταν ιδιαίτερα εμφανή και επηρέασαν θετικά την περιφερειακή ανάπτυξη, από τη δεκαετία αυτή και εντεύθεν η κακοδαιμονία των ελληνικών αγροτικών συνεταιρισμών, όπως αυτή παγιώθηκε μέχρι τις μέρες μας, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας του θεσμού σε υπέρτατο βαθμό, ώστε πολλοί σήμερα στην Ελλάδα να θεωρούν δυστυχώς την έννοια του συνεταιριστικού θεσμού ταυτόσημη με τη διαφθορά και την ατιμία!
Το τελαυταίο, μάλιστα, αποτελεί το ειδικότερο στοιχείο του θεσμού σήμερα για τη χώρα μας και χαρακτηρίζει την αδυναμία των Ελλήνων να συνεργαστούν και να αποδώσουν ανταγωνιστικά μέσω του συνεργατισμού τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία των μικρών για να επιβιώσουν μεταξύ των μεγάλων, είτε είναι παραγωγοί αγαθών, είτε είναι απλοί καταναλωτές. Ειδικότερα, η καταρράκωση του συνεταιριστικού θεσμού στην αγροτική περιφέρεια αποτελεί οδυνηρή ππραγματικότητα, παρά την εμφάνιση, τελευταία, ορισμένων φωτεινών παραδειγμάτων, κυρίως από νέους και μορφωμένους αγρότες, με τη μορφή των «ομάδων παραγωγών» και των «συνεταιρισμών νέας γενιάς». Σ’ αυτά τα ελάχιστα επιτυχή παραδείγματα κάνουν τώρα την εμφάνισή τους οι θετικές οικονομίες κλίμακας, συνοδευόμενες επίσης από την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και την επιχειρηματικότητα των νέων παραγωγών.
Για να φθάσουμε, όμως, σ’ αυτά τα καλά και τα παρήγορα του σήμερα, θα πρέπει προηγουμένως να δούμε (ιστορικά) τα επιτεύγματα και τη μετέπειτα κατάρρευσή τους.

5.             Τα συνεταιριστικά επιτεύγματα της χώρας πριν το 1980

Η ψήφιση του νόμου 602 του 1915 «περί συνεταιρισμών» αποτέλεσε μάλλον τον σημαντικότερο σταθμό στην ιστορία της ελληνικής συνεταιριστικής κίνησης. Ο νόμος αυτός, κατά τον αείμνηστο Καθηγητή Χρυσό Ευελπίδη (Ευελπίδης, 1923, σ. 126) βασίστηκε στους δοκιμασμένους συνεταιριστικούς νόμους της Γερμανίας και της Αυστρίας, με κάποιες προσαρμογές, για να ανταποκρίνεται στην ελληνική πραγματικότητα. Στην πράξη, ο Ν.602/1915 αποδείχτηκε ιδιαίτερα πετυχημένος· γι’ αυτό και ήταν μακροβιότατος! Ο αριθμός των συνεταιρισμών που ιδρύονταν κάθε χρόνο, μετά την ψήφιση του νόμου,  ήταν επίσης ανέλπιστα μεγάλος! Έτσι, το 1930, δεκαπέντε χρόνια μετά την εφαρμογή της συνεταιριστικής νομοθεσίας, ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν στην Ελλάδα περισσότεροι από 7.500 συνεταιρισμοί. Η πύκνωση της παρουσίας των συνεταιρισμών στην ελληνική ύπαιθρο, αλλά και η ιδεολογική τους ταύτιση, μαζί με τη δυνατότητα για βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών και την αύξηση της δύναμής τους με συσπείρωση σε μεγαλύτερες συνεταιριστικές μονάδες, οδήγησαν στην ίδρυση συνεταιριστικών μονάδων β' βαθμού, των Ενώσεων, κατά νομό ή επαρχία, όπου εξάλλου είχε προβλεφθεί από τον Ν.602/1915. Η ανάγκη συγκρότησης εκ μέρους των συνεταιρισμών (και των Ενώσεών τους) μιας κεντρικής συνεταιριστικής οργάνωσης, που να εκφράζει το σύνολο των αγροτικών συνεταιρισμών της χώρας (καθώς σ’ αυτούς σημειώνονταν και οι κυριότερες επεμβάσεις), να ενεργεί προγραμματισμένα για το σύνολο και να βρίσκεται στην κορυφή της συνεταιριστικής πυραμίδας έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά το 1931. Έτσι, μετά από μακρόχρονη προσπάθεια, τον Φεβρουάριο του 1935, ιδρύθηκε η «Πανελλήνιος Συνομοσπονδία Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών» (ΠΑΣΕΓΕΣ). Με την εμπλοκή της χώρας μας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την επελθούσα κατοχή, το συνεταιριστικό κίνημα αδράνησε, όπως, εξάλλου, ήταν αναμενόμενο. Η ανασυγκρότηση των συνεταιρισμών άρχισε το 1945, όταν σχετικός αναγκαστικός νόμος όριζε ότι οι συνεταιρισμοί και η ΠΑΣΕΓΕΣ θα διέπονται από τον Ν.602/1915.
Η περίοδος 1945-1949, με τη συχνή εναλλαγή των κυβερνήσεων και τα δραματικά γεγονότα του αδελφοκτόνου διχασμού και την απανθρωπιά ορισμένων περιστατικών, σημαδεύτηκε από τον αγώνα επαναφοράς των συνεταιρισμών σε κανονική πορεία. Ειδικότερα, σε εθνικό επίπεδο, ο συντονισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων είχε ήδη ξεκινήσει από το 1940, με την ίδρυση της ΚΥΔΕΠ («Κεντρικής Υπηρεσίας Διαχείρισης Εγχώριων Προϊόντων»), η οποία, από κρατική αρχικά υπηρεσία, μετατράπηκε (το 1945) σε Κοινοπραξία Συνεταιριστικών Οργανώσεων. Μαζί με την ΚΥΔΕΠ (το 1940) ιδρύθηκε η ΚΣΟΣ (Κοινοπραξία Συνεταιριστικών Οργανώσεων Σουλτανίνας). Συνολικά, μετά τον πόλεμο (1945) η συνεταιριστική κίνηση είχε στη δύναμή της 750.000 μέλη, ενταγμένα σε 6.522 συνεταιρισμούς. Και ακόμα, λειτουργούσαν εκατό (100) Ενώσεις Συνεταιρισμών, δύο (2) Κοινοπραξίες (ΚΥΔΕΠ, ΚΣΟΣ) και, φυσικά η ΠΑΣΕΓΕΣ στην κορυφή όλων αυτών (Κλήμης, 2001).
Και στη συνέχεια έχουμε: την ΣΕΚΕ (Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος, 1947), την Ελαιουργική και την ΚΕΟΣΟΕ των Οινοποιών (1949), την Συνεταιριστική Προμηθευτική Ένωση (ΣΠΕ, 1949), την Συκική (1953), την Συνεταιριστική Σχολή της ΠΑΣΕΓΕΣ (1949), την ΣΠΕΚΑ (Συνεταιριστική Τεχνική και Εμπορική Εταιρεία, 1957), την Κτηνοτροφική και την ΣΚΟΠ των Οπωροκηπευτικών (1963), την ΕΛΒΙΖ (Ελληνική Βιομηχανία Ζωοτροφών, 1963), τις ΑΣΕ (Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, 1958), την ΕΛΣΥ (Ανώνυμη Συνεταιριστική Εταιρεία, 1977), την Συνεταιριστική Ασφαλιστική (1978), την ΣΥΝΕΔΙΜ (Συνεταιριστική Εταιρεία Διεθνών Μεταφορών, 1980), την ΣΥΝΕΔΙΑ (Συνεταιριστική Διαφημιστική, 1981).
Επίσης, το 1945, ιδρύθηκαν στην Ξάνθη οι συνεταιριστικές εταιρείες (νέα μορφή συνεργατισμού) ΣΕΚΑΠ και ΣΕΒΑΘ και το 1977 οι (επίσης συνεταιριστικές) εταιρείες «Δήμητρα» και «Νέστος». Και τέλος, το 1981, ιδρύθηκε η ΣΥΝΕΛ (Συνεταιριστική Εταιρεία Λιπασμάτων), με τη συνεργασία της ΑΤΕ (Αγροτικής Τράπεζας) και των Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών.
Στο τέλος αυτής της περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από τη σημαντικότατη συμμετοχή του συνεργατισμού (κυρίως του αγροτικού) στην προπολεμική αλλά και στη μεταπολεμική περιφερειακή ανάπτυξη, λειτουργούσαν στην ελληνική περιφέρεια 640 πρατήρια καταναλωτικών αγαθών και 245 σούπερ- μάρκετ, όλα ανήκοντα σε συνεταιριστικές ενώσεις, με συνολικό κύκλο εργασιών τα πέντε (5) δισεκατομμύρια δραχμές (ΑΤΕ, 1982).

6.             Τα αίτια τηςκακοδαιμονίαςτωνελληνικών συνεταιρισμώνκαι οι επιπτώσειςαυτήςστην ελληνική περιφέρεια
Ως κυριότερο χαρακτηριστικό τής μετά το 1980 κακοδαιμονίας (για την ακρίβεια, από τις αρχές του 1982) μπορεί να θεωρηθεί η ενθάρρυνση επέκτασης των συνεταιριστικών δραστηριοτήτων, βασικά στη μεταποίηση και στην εμπορία των γεωργικών προϊόντων. Η προσπάθεια αυτή της Πολιτείας έπαιρνε τη μορφή «εντολών παρέμβασης» στην αγορά, για εξασφάλιση υψηλότερων τιμών των προϊόντων για τους παραγωγούς και χαμηλότερων τιμών για τα μέσα παραγωγής (γεωργικά εφόδια). Από τη νέα κυβέρνηση, οι συνεταιρισμοί θεωρήθηκαν ως φορείς άσκησης κοινωνικής πολιτικής, με ευθύνη της Πολιτείας και των κυβερνώντων και με βασικό σκοπό την αύξηση του αγροτικού οικογενειακού εισοδήματος. Κι έτσι, όλα έδειχναν ότι το κράτος εξασφάλιζε ήρεμο πολιτικό κλίμα στις αγροτικές περιοχές και άνοδο του βιοτικού επιπέδου στους παραγωγούς. Εν τούτοις, αυτό το ίδιο κράτος ήταν καθημερινά ασυνεπές στην κάλυψη των ζημιών που προέκυπταν από τις κομματικές παρεμβάσεις του, καθώς διευκόλυνε πάντοτε με δάνεια την κάλυψη των αναγκών των συνεταιρισμών. Κι όταν, σταδιακά, έγινε αντιληπτό ότι τα χρέη που συσσωρεύονταν λόγω των κρατικών παρεμβάσεων ήταν υπέρογκα, τα πολιτικά κόμματα δεσμεύτηκαν ότι θα ρυθμίσουν τα χρέη των αγροτικών συνεταιρισμών. Κι όμως, τα υψηλά επιτόκια, η αναβλητικότητα και οι χρονοβόρες διαδικασίες διαπίστωσης της βαριάς ευθύνης του κράτους, διόγκωσαν το πρόβλημα. Η κατάσταση αυτή φανερώνει «πανηγυρικά» ότι ο αείμνηστος Ξενοφών Ζολώτας είχε μέγιστο δίκιο, όταν από το 1934 τόνιζε ότι το μίγμα «συνεργατισμού και πολιτικών κομμάτων», το μόνο αποτέλεσμα που θα φέρει θα είναι η καταστροφή του οικονομικού έργου των συνεταιρισμών (Ζολώτας, 1934, σ. 233).
Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η παρέμβαση της Πολιτείας (μέσω των πολιτικών της και των κομμάτων της), αναφέρεται ενδεικτικά ότι, κατά τη δεκαετία του 1980, το προσωπικό των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων αυξήθηκε μάλλον στο διπλάσιο, με αθρόες προσλήψεις κομματικού και όχι αξιοκρατικού χαρακτήρα. Οι δραματικές και συγχρόνως τραγελαφικές συνέπειες του κομματισμού οδήγησαν, αναγκαστικά, σε τάσεις συμβιβασμού, οι οποίες (κατά τη δεκαετία του ’90) έλαβαν τη μορφή σύμπραξης των πολιτικών παρατάξεων στα διοικητικά συμβούλια των συνεταιριστικών οργανώσεων. Παράλληλα,  οι  αγροτικοί συνεταιρισμοί έγιναν συνώνυμοι της διαφθοράς και της κατάχρησης του δημοσίου χρήματος, αναγκάζοντας νέους, κυρίως, παραγωγούς με επιχειρηματικό πνεύμα και υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης να αποστασιοποιούνται από τον αγροτικό συνεργατισμό και (άθελά τους) να τον κατεβάζουν ακόμα χαμηλότερα.
Από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και μέχρι σήμερα, η κακοδαιμονία των αγροτικών συνεταιρισμών, συνυφασμένη με την κρατικοδίαιτη κομματοκρατία, συνεχίζει να προκαλεί απογοήτευση στην ελληνική περιφέρεια, καθώς η Πολιτεία συμπεριφέρεται προς τον συνεταιριστικό θεσμό ανορθόδοξα,  αντιευρωπαϊκά  και με μεθόδους «παλαιάς κοπής», εισάγοντας αναγκαστικές διατάξεις εκβιαστικού χαρακτήρα, στο σαθρό αγροτικό συνεταιριστικό οικοδόμημα. Με τον Ν. 4015/2011, η Πολιτεία θέτει τους συνεταιρισμούς υπό κρατική (άρα και κομματική) κηδεμονία, με «αρχές» τελείως διαφορετικές από τις καθιερωμένες και  ισχύουσες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Είναι «αρχές» που ανακαλύπτονται κάθε τόσο από αδαείς, αλλά  συγχρόνως ισχυρούς της ημέρας κομματικούς εγκάθετους, που εξωθούν τον αγροτικό συνεργατισμό σε άλλες
«καινοτομίες», οι οποίες μόνον εχθρικά αντιμετωπίζουν τον ευγενή συνεταιριστικό θεσμό!
Σε μία εποχή, κατά την οποία ο αγροτικός συνεργατισμός στις περισσότερες χώρες (σχεδόν όλες) της ΕΕ, αποτελεί το «κλειδί» της περιφερειακής ανάπτυξης, στην Ελλάδα, η κακοδαιμονία του κομματισμού και της κακής παρέμβασης του κράτους, λειτουργεί σε βάρος της ελληνικής περιφέρειας, της ανάπτυξής της και της εύρρυθμης λειτουργίας της. Και το αποτέλεσμα αυτό γίνεται διαρκώς εμφανέστερο στις περισσότερες αγροτικές περιφέρειες. Σ’ αυτές τις περιφέρειες βρίσκονται ολόκληρα «νεκτροταφεία» παλαιότερων συνεταιριστικών υποδομών, με υψηλής αξίας κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, για να θυμίζουν ότι ένας ακόμα επιτυχής και διεθνούς κύρους θεσμός απαξιώνεται σ’ αυτή τη χώρα! Και όπως είναι αυτονόητο, είναι ένας από τους πολλούς που απαξιώθηκαν και απαξιώνονται, ενώ οι εταίροι μας στην ΕΕ τα βλέπουν και αδυνατούν (δυστυχώς) να μας αλλάξουν αυτή την αρνητική ρότα!

7.             Δυνατότητες, αδυναμίες και εκτιμήσεις για το μέλλον
Και ενώ η κακοδαιμονία των αγροτικών συνεταιρισμών της χώρας είχε πολύ δυσμενείς επιπτώσεις στην ελληνική (αγροτική) περιφέρεια, οι αστικοί συνεταιρισμοί (καταναλωτικοί, προμηθευτικοί, πιστωτικοί, επαγγελματικοί κ.ά.), κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου (δηλαδή στις μέρες μας) είχαν ανάλογη «αναιμική» διαδρομή, παρά το γεγονός ότι δεν «εισέπραξαν» σε μεγάλο βαθμό την ανασταλτική παρέμβαση της Πολιτείας και των πολιτικών της κομμάτων. Κι αυτό, γιατί στην πράξη αποδείχτηκε ότι καταναλωτές, αστοί παραγωγοί και επαγγελματίες, όλοι με την ελληνική νοοτροπία του εγωκεντρισμού και του ηγεμονισμού, δεν κατάφερναν να συνεργαστούν σε υγιή βάση και η ελληνική διχόνοια συχνά υπερτερούσε του άδολου και καθαρού συνεργατισμού.
Πέραν όμως αυτών, εκείνο που η ιστορική τους πορεία μάς δείχνει, είναι ότι οι αστικοί συνεταιρισμοί ουδεμία μέχρι σήμερα θετική επίδραση είχαν στην ελληνική περιφέρεια και προπαντός σε κάποια αξιόλογη ανάπτυξή της. Ως εκ τούτου, όταν τίθεται το θέμα της σχέσης τού συνεταιριστικού θεσμού με την  περιφερειακή ανάπτυξη, σύμφωνα με τα ελληνικά δρώμενα, θα πρέπει να ανατρέχουμε στις δυνατότητες  μόνον του αγροτικού συνεργατισμού να επιδράσει θετικά σ’ αυτήν. Και όπως γίνεται κατανοητό, οι δυνατότητες αυτές είναι (τουλάχιστον για την ώρα) αρκετά περιορισμένες, καθώς «η εποχή των πράσινων, γαλάζιων και κόκκινων καφενείων» στιγμάτισε τον συνεταιριστικό θεσμό στην ελληνική αγροτική περιφέρεια. Και το στίγμα αυτό δεν φεύγει εύκολα, γιατί, όπως δίδαξαν οι μεγάλοι διδάσκαλοι του συνεργατισμού «όταν ο κομματισμός μπαίνει από την πόρτα, ο συνεργατισμός αυτοκτονεί πηδώντας από το παράθυρο»!
Μία ακτίνα αισιοδοξίας αποτελούν ορισμένες μικρές ομάδες νέων και μορφωμένων επαγγελματιών αγροτών, οι οποίοι συνειδητά και με σοβαρή περίσκεψη επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν σύγχρονες μορφές συνεταιριστικής δράσης («συνεταιρισμοί νέας γενιάς») για να ασκήσουν επιχειρηματικά τη γεωργία (πρωτογενή τομέα), με προέκτασή της στη μεταποίηση (δευτερογενή) και στην εμπορία (τριτογενή τομέα) των τελικών προϊόντων. Όσο η πίεση από τη διευρυνόμενη παγκοσμιοποίηση θα γίνεται ολοένα και πιο αισθητή, τόσον η ανάγκη καταφυγής σε συλλογικές δράσεις θα εντείνεται και η τήρηση των ορθώς λειτουργούντων κανόνων θα καθίσταται επιβεβλημένη. Αυτή είναι μία εκτίμηση του γράφοντος για το εγγύς μέλλον του θεσμού και εμφορείται, οπωσδήποτε, από κάποια αισιοδοξία, καθόλου ευκαταφρόνητη!
Αναμφίβολα, όμως, οι αδυναμίες παραμένουν και σήμερα ατόφιες, στο βαθμό που στα προηγούμενα καταγράφηκαν, καθώς εδράζονται στην αδυναμία των Ελλήνων Πολιτών (παραγωγών και καταναλωτών) να συνεργαστούν, μακριά από κομματικές παρεμβάσεις και με γνώμονα το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου. Ως εκ τούτου, κάθε εκτίμηση για το μέλλον παραμένει, προς το παρόν, παρακινδυνευμένη. Ίσως, η οικονομική κρίση που μαστίζει σήμερα τη χώρα να εξυγιάνει το νοσηρό κλίμα που επικρατεί στην ελληνική περιφέρεια για τον θεσμό και να δώσει το καινούριο και υγιές. Ίσως...

Βιβλιογραφία
ΑΤΕ, 1982, Έκθεση Πεπραγμένων Διεύθυνσης Συνεταιρισμών για το 1981. 
Ζολώτας, Ξ., 1934, Αγροτική Πολιτική, Εκδ. Οίκος Ν.Δ. Τζάκα - Σ. Δελαγραμμάτικα & Σία, Αθήναι. 
ΙΣΕΜ, 1992, Συνεταιρισμοί και ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά (εισηγήσεις συνεδρίου), Ινστιτούτο
Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών, Αθήνα.
ΙΣΕΜ, 1995, Σύγχρονη θεώρηση του συνεταιριστικού θεσμού στην Ελλάδα (εισηγήσεις συνεδρίου), Ινστιτούτο Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών, Αθήνα.
ΙΣΕΜ, 1999, Ανασυγκρότηση των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και Βελτίωση της Επιχειρηματικής τους Θέσης, Έκθεση Εμπειρογνωμόνων, Ινστιτούτο Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών.
ΙΣΕΜ, 2000, Ανασυγκρότηση των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και Βελτίωση της Επιχειρηματικής τους Θέσης, Έκθεση Εμπειρογνωμόνων.
Κλήμης, Α. Ν., 2001, Τα 100 Χρόνια των Συνεταιρισμών στην Ελλάδα, εκδ. Συγγραφέα, Αθήνα. Παπαγεωργίου, Κ., 2015, Βιώσιμη Συνεταιριστική Οικονομία (Θεωρία και Πρακτική), γ' έκδοση,
εκδόσεις Αθ. Σταμούλης.
Holyoake, G.J., 1893, The history of the Rochdale pioneers, 3rd ed., New York, C. Scribner’s sons. ICA Europe, 2001, Co-operatives in the New Europe Interacting with Governments and the
European Union’s Institutions, ICA Europe Seminar.
ILO, 1960, Co-operative Management and Administration, International Labour Office, Geneva, 7th impression, 1978.
Watkins, W.P., 1986, Cooperative Principles Today and Tomorrow, Holyoake Books, Manchester.


The cooperative institution and the sustainable regional development of Greece: Opportunities, weaknesses and future prospects

Konstantinos D. Apostolopoulos
Emeritus Professor of Harokopio University of Athens President, Institute of Co-operation of Greece c.d.apostolopoulos@gmail.com

Abstract
This paper initially presents the characteristics of the cooperative institution in general, and following this an attempt is made to relate these characteristics with the Regions and Regional Development. Further, in order to demonstrate the importance of the cooperative institution, some factual information is presented, deriving from the European and international cooperative scene. But whilst these pictures exalt the cooperative institution worldwide, corresponding information for Greece demonstrate the backwardness of the institution (at national level), despite its achievements from the early 20th century and for about sixty- five years (until 1980). This misfortune of political party and governmental interventions in rural cooperatives (principally), coupled with a "caring looking, misuse" of the institution in the last few decades (particularly after 1982), caused incalculable damage to the institution and disdained it almost irreparably. The downgrading of the cooperative institution in Greece resulted in a slowdown of the regional development in the rural regions of the country. This slowdown was enhanced with the improper use of European funds that would have had a better chance if cooperation in rural regions was similar to the one dominating in the EU and at the international level.
Keywords: Cooperative institution, Cooperation, Regional development, Sustainable development, Greece.