Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Αυγέρης Α., Σεργάκη Π., Κοντογεώργος Α. "Η ύπαρξη της αμοιβαιότητας μεταξύ των φοιτητών: Μια εμπειρική διερεύνηση από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης"


Η αμοιβαιότητα σε κοινωνικές ομάδες: Μια εμπειρική διερεύνηση σε φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Αντώνιος Αυγέρης
Μεταπτυχιακός Φοιτητής Α.Π.Θ.
Τμήμα Γεωπονίας, Κατεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας
antoavge@agro.auth.gr

Παναγιώτα Σεργάκη
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Α.Π.Θ.
Τμήμα Γεωπονίας, Κατεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας
gsergaki@auth.gr

Αχιλλέας Κοντογεώργος
Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών
Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων & Τροφίμων
akontoge@upatras.gr


Περίληψη
Τα Κλασσικά Οικονομικά Μοντέλα αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως ένα όν που δρα και συμπεριφέρεται απόλυτα ορθολογικά. Δηλαδή, υποθέτουν ότι ο άνθρωπος μεγιστοποιεί την οικονομική του ευημερία αδιαφορώντας ταυτόχρονα για κάθε είδος κοινωνικού χαρακτηριστικού όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη και η αμοιβαιότητα. Έτσι λοιπόν, η μακροχρόνια παράδοση της οικονομικής επιστήμης αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως απόλυτα ιδιοτελή υποκείμενα και την οικονομία ως μια  αυτορυθμιζόμενη μηχανή. Ωστόσο, εμπειρικές μελέτες αποδεικνύουν ότι τα συγκεκριμένα μοντέλα δεν αντιπροσωπεύουν μια ρεαλιστική εικόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Κοινωνικά χαρακτηριστικά όπως η δικαιοσύνη και η αμοιβαιότητα επηρεάζουν τις αποφάσεις ενός σημαντικού αριθμού ανθρώπων. Επιπρόσθετα,  υποστηρίζουν ότι αυτές οι έννοιες είναι ιδιαίτερα έντονες σε συλλογικές προσπάθειες και δράσεις. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η εξέταση, με πειραματικό τρόπο, της ύπαρξης της αμοιβαιότητας ή του ορθολογισμού σε μια κοινωνική ομάδα, τους φοιτητές και τις φοιτήτριες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.. Τα αποτελέσματα αυτής έδειξαν ότι η συμπεριφορά των φοιτητών επηρεάζεται από το κοινωνικό χαρακτηριστικό της αμοιβαιότητας.

1. Εισαγωγή
Τόσο η Κλασσική Οικονομική Θεωρία (Κ.Ο.Θ.) όσο και η Θεωρία της Αναμενομένης Χρησιμότητας (Θ.Α.Χ.) υποθέτουν ότι τα άτομα υποκινούνται αποκλειστικά από το ατομικό τους συμφέρον και από εγωιστικές προτιμήσεις με σκοπό τη μεγιστοποίηση της οικονομικής τους ευημερίας χωρίς φυσικά να ενδιαφέρονται για την συλλογική ή/και κοινωνική πρόοδο (Fehr and Gächter, 2000; Bicskei, Lankau and Bizer, 2016). Πιο συγκεκριμένα η Κ.Ο.Θ. ορίζει τον τρόπο συμφώνα με τον οποίο τα άτομα παίρνουν αποφάσεις προσπαθώντας να επιτύχουν έναν συγκεκριμένο στόχο και όταν αυτά βρίσκονται σε καταστάσεις κινδύνου και αβεβαιότητας (Bernoulli, 1954). Την ίδια στιγμή η Θ.Α.Χ. ορίζει τα βήματα, τις συνιστώσες δηλαδή σύμφωνα με τις οποίες οι άνθρωποι καλούνται να λάβουν μια απόφαση προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την ικανοποίηση και την αναμενόμενη χρησιμότητα τους. Η πορεία δράσης έχει τα ακόλουθα βήματα: 1) εξέταση των δεδομένων ή εναλλακτικών επιλογών και λύσεων, 2) εξέταση των πεποιθήσεων και των προσδοκιών που τα άτομα έχουν από την επίτευξη των στόχων τους και 3) παρουσίαση των αναμενόμενων αποτελεσμάτων (θετικών ή αρνητικών) που προκύπτουν από τις αποφάσεις τους (Hastie and Davies, 2010).
Συνεπώς, τόσο η Κ.Ο.Θ. όσο και η Θ.Α.Χ. θεωρούν τον άνθρωπο ως ένα συγχρονισμένο γρανάζι μιας απόλυτα ορθολογικής μηχανής που δρα και συμπεριφέρεται ορθολογικά (Dufwenberg and Kirchsteiger, 2004). Η προαναφερθείσα υπόθεση αποτελεί το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο στηρίχθηκαν πολυάριθμα οικονομικά μοντέλα της μακροοικονομικής και μικροοικονομικής θεωρίας, στα οποία δεν περιλαμβάνονται κοινωνικά χαρακτηριστικά (π.χ. αμοιβαιότητα, εμπιστοσύνη, πίστη) (Shen and Takahashi, 2013). Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη απλουστευμένη υπόθεση διευκολύνει τις εμπειρικές αναλύσεις, οδηγεί αρκετά συχνά σε μη-ρεαλιστικές προβλέψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς με αποτέλεσμα την εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων και παρερμηνειών (Charness, 2004).
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, αρκετοί διάσημοι οικονομολόγοι και πειραματιστές, κατόπιν πολυάριθμων επιστημονικών εργασιών και πειραμάτων, υποστηρίζουν πως έννοιες όπως η δικαιοσύνη και η αμοιβαιότητα παρακινούν ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων στις καθημερινές τους αποφάσεις (Samuelson, 1993; Sen, 1995; Fehr and Schmidt, 2006). Απόρροια τούτου αποτελεί η δημιουργία μοντέλων «μη προσδοκώμενης» χρησιμότητας με σκοπό την ανάδειξη μιας διαφορετικής εικόνας της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενός πιο ευέλικτου και ψυχολογικά πιο λογικού υποκειμένου (Panas, 2007).
Έτσι λοιπόν, ενώ στο οικονομικό και ακαδημαϊκό σύμπαν βασίλευε ο "Homo Economicus", δηλαδή ο οικονομικός εκείνος άνθρωπος που ενεργεί αποκλειστικά με γνώμονα τη δική του οικονομική ευημερία έχοντας πάντα τέλεια πληροφόρηση και τέλειες προτιμήσεις, τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχει κάνει την εμφάνιση της μια άλλη οικονομική οντότητα αυτή του "Homo Reciprocans", του ατόμου δηλαδή που καθοδηγείται και παρακινείται αποκλειστικά από αμοιβαία κίνητρα (Rabin, 1993; Falk and Fischbacher, 2006). Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής:

Ποιές από τις δυο οικονομικές οντότητες αντιπροσωπεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ανθρώπινη συμπεριφορά στον πραγματικό κόσμο;

Προκειμένου να διερευνηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, δεκάδες θεωρητικές και εμπειρικές έρευνες έχουν διεξαχθεί κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες με σκοπό την προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και σκέψης (βλ. Gintis, 2000; Sobel, 2005; Stanca, Bruni and Corazzini, 2009; Maximiano, 2012; Carpenter, 2017; Avgeris, Kontogeorgos and Sergaki, 2017). Τα γενικά αποτελέσματα αυτών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά όχι μόνο δεν πλησιάζει την έννοια της ορθολογικότητας, που αποτελεί το θεμέλιο των οικονομικών θεωριών, αλλά ταυτόχρονα καμία ανθρώπινη πτυχή δεν μένει ανεπηρέαστη από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αλληλεπιδρά υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την ύπαρξη της αμοιβαιότητας στις ανθρώπινες αποφάσεις. Για παράδειγμα, οι Fehr και Falk (1997) έδειξαν ότι τα άτομα είναι πιθανότερο να αποδίδουν αμοιβαιότητα όταν αυτά ανήκουν σε μια κλειστή κοινωνική ομάδα με κοινές αξίες, οράματα και στόχους, όπως οι φοιτητές.
Στις συλλογικές δράσεις, όπως για παράδειγμα στους συνεταιρισμούς, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά μελετώνται εκτενώς γιατί επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργία τους.  Για παράδειγμα, ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συνεταιρισμοί και αποτελεί απόρροια της έλλειψης αυτών των κοινωνικών χαρακτηριστικών είναι ο καιροσκοπισμός ή αλλιώς το πρόβλημα του «ελεύθερου καβαλάρη» ή «λαθρεπιβάτη» ("Free-rider" problem, όπως συναντάται στη διεθνή βιβλιογραφία). Το συγκεκριμένο φαινόμενο λαμβάνει χώρα όταν κάποιο άτομο που συμμετέχει στη συλλογική δράση επιλέγει να εκμεταλλευτεί τις κοινές προσπάθειες και τους καρπούς των υπολοίπων μελών χωρίς το ίδιο να συνεισφέρει σε αυτές. Δηλαδή, απολαμβάνει τις επιτυχίες χωρίς να συνεισφέρει στη προσπάθεια (Baumol, 2004).
Σε έναν συνεταιρισμό, το πρόβλημα του «λαθρεπιβάτη ή καιροσκόπου» μπορεί να εντοπιστεί στις σχέσεις μεταξύ των μελών (νέων και παλιών) ή ακόμη και μεταξύ των μελών και της διοίκησης (πρόβλημα εντολέα - εντολοδόχου ή αντιπροσώπευσης) (Κοντογεώργος και Σεργάκη, 2015). Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν η αμοιβαιότητα μπορεί να λειτουργήσει αφενός ως ένας άτυπος μηχανισμός ολοκλήρωσης των συμφωνιών αφετέρου να συμβάλλει τα μέγιστα στη μείωση του προβλήματος της αντιπροσώπευσης (Sloof et al., 2003).
Μερικοί από τους λόγους που εξηγούν τη χαμηλή αμοιβαιότητα από την πλευρά των μελών ενός συνεταιρισμού είναι η υψηλή ετερογένεια μεταξύ των μελών, η δυσπιστία τους για την μακροπρόθεσμη πορεία του συνεταιρισμού, η δυσκολία στην επικοινωνία με τη διοίκηση του συνεταιρισμού, η έλλειψη συνεταιριστικής κουλτούρας και η εσωστρέφεια των μελών (Κοντογεώργος και Σεργάκη, 2015).
Από τη σκοπιά της κοινωνικής ψυχολογίας και οικονομίας η αμοιβαιότητα αναφέρεται ως ένας κοινωνικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι επιστρέφουν χάρες, ωφέλειες και ευνοϊκές μεταχειρίσεις (θετική αμοιβαιότητα) καθώς και κυρώσεις, τιμωρίες και αντίποινες πράξεις (αρνητική αμοιβαιότητα) (Cialdini, 2009). Παράλληλα, η αμοιβαιότητα αποτελεί, μαζί με την αρχή της αγοραίας ανταλλαγής και την αρχή της αναδιανομής, μια από τις κυρίαρχες λειτουργικές αρχές του Τρίτου τομέα ενώ ταυτόχρονα είναι η βασική λειτουργία στη μη χρηματική οικονομία, όπου οι πράξεις του δώρου και του αντιδώρου πραγματοποιούνται από τα υποκείμενα (Αδάμ, 2014). Εννοιολογικά λοιπόν η αμοιβαιότητα συγκαταλέγεται στην έννοια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και αυτό διότι μέσω αυτής και σε συνδυασμό με πόρους από την αγορά, από τη μια, και την αναδιανομή, από την άλλη, επιχειρείται η δημιουργία οικονομικών σχέσεων (Αδάμ και Παπαθεοδώρου, 2010).

Οι Κοντογεώργος και Σεργάκη (2015, σελ. 108) αναφέρουν σχετικά με τη θεωρία της αμοιβαιότητας ῾... Η οικονομική θεωρία της συμπεριφοράς εξηγεί τις πιο βασικές διαφορές στις συλλογικές δράσεις (όπως οι συνεταιρισμοί) μεταξύ μελών που έχουν συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό αμοιβαιότητας και «συμβατικών» μελών χωρίς υψηλή αμοιβαιότητα.


Θεωρία “Συμβατική”
Θεωρία “Αμοιβαιότητας”
Πράκτορας (εκπρόσωπος)
Μεγιστοποίηση κέρδους
Συναισθηματική /ηθική ανταπόδοση
Συλλογική συμπεριφορά
Μοναδικό σημείο ισορροπίας
Πολλαπλά σημεία ισορροπίας
Προώθηση της συνεργασίας
Κίνητρα
Εμπιστοσύνη
Προτιμήσεις
Ομοιογένεια
Ετερογένεια
Πίνακας Σύγκριση των χαρακτηριστικών των δύο θεωριών στους συνεταιρισμούς (Προσαρμογή από Kahan, 2002)
Σύμφωνα με τη συμβατική θεωρία, οι πράκτορες (υψηλόβαθμα στελέχη) συμπεριφέρονται έχοντας ως κύριο στόχο την μεγιστοποίηση του κέρδους και γι’ αυτό συχνά έχουν συμπεριφορά καιροσκόπου και αδιαφορούν για την απόκτηση κοινών αγαθών. Σχετικά με τη συμπεριφορά που έχουν τα μέλη συλλογικών δράσεων, η «συμβατική» θεωρία μεταχειρίζεται τα φαινόμενα καιροσκοπίας με αποκλεισμό των μελών από τον συνεταιρισμό και προβλέπει ένα μοναδικό σημείο ισορροπίας: καθολική άρνηση συνεργασίας. Σχετικά με την προώθηση της συνεργασίας, η συμβατική θεωρία προτείνει τη χρήση κινήτρων (ή ποινών) ως λύση των προβλημάτων που προκύπτουν από τη συμπεριφορά των μελών στις συλλογικές δράσεις. Τέλος, σχετικά με την ποικιλία των προτιμήσεων μεταξύ των μελών, αυτή η θεωρία πρεσβεύει ότι υπάρχει ομοιογένεια.
Σύμφωνα με τη θεωρία της αμοιβαιότητας, τα μέλη έχουν το χαρακτηριστικό της συναισθηματικής/ ηθικής ανταπόδοσης προς εκείνους που φέρονται με πνεύμα συνεργασίας. Ενδιαφέρονται για τη γνώμη των άλλων και είναι πρόθυμοι να συνεισφέρουν το μερίδιο που τους αναλογεί, προκειμένου να διασφαλιστεί το όφελος του συνεταιρισμού. Ωστόσο, εάν αντιληφθούν την ύπαρξη ελεύθερων σκοπευτών (καιροσκόπων), εύκολα αλλάζουν συμπεριφορά για να μην απογοητευτούν (Kahan, 2002).Στη συλλογική συμπεριφορά, τα μέλη επίσης έχουν την τάση να συνεισφέρουν, εάν πιστεύουν ότι και τα υπόλοιπα μέλη κάνουν το ίδιο. Αντίθετα, εάν πιστεύουν ότι τα υπόλοιπα μέλη εμφανίζουν καιροσκοπική συμπεριφορά, τότε και εκείνοι υιοθετούν την ίδια στάση με αποτέλεσμα να ζημιώνεται σημαντικά ο συνεταιρισμός. Σχετικά με την πολιτική που ακολουθείται, η θεωρία της αμοιβαιότητας προτείνει μια εναλλακτική πολιτική που στηρίζεται στην προώθηση της «εμπιστοσύνης». Τέλος, σχετικά με τις προτιμήσεις, η θεωρία της αμοιβαιότητας πρεσβεύει ότι η διάθεση για συνεργασία ποικίλει.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία της αμοιβαιότητας, υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ αμοιβαιότητας και αποδοτικότητας του συνεταιρισμού. Τα μέλη που χαρακτηρίζονται από υψηλή αμοιβαιότητα τείνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τον συνεταιρισμό και υποστηρίζουν τα επενδυτικά σχέδια της διοίκησης (επειδή έχουν αντιληφθεί την ύπαρξη αμοιβαίου οφέλους). Επιπλέον, επειδή συμμετέχουν ενεργά, ελέγχουν ικανοποιητικά τις δράσεις του συνεταιρισμού, με αποτέλεσμα όχι μόνο την μεγαλύτερη αποδοτικότητα του συνεταιρισμού και το χαμηλότερο κόστος συναλλαγής αλλά επίσης την απουσία ακριβών μέτρων ελέγχου της διοίκησης (Bijman and Verhees, 2011). Επιπλέον, μειώνεται η πολυπλοκότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το οποίο παραμένει μια πρόκληση για τις επιχειρήσεις που θέλουν να είναι ανταγωνιστικές. Τέλος, τα μέλη που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αμοιβαιότητας είναι πιο πρόθυμα να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά σχέδια του συνεταιρισμού (Bijman and Verhees, 2011; Ekeh, 1974).

2. Σκοπός
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει και να μετρήσει το επίπεδο αμοιβαιότητας (θετικής ή αρνητικής) σε μια κοινωνική ομάδα όπως είναι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Δηλαδή,  η ταυτοποίηση των συμμετεχόντων με την οικονομική εκείνη οντότητα που περιγράφει καλύτερα την συμπεριφορά τους στις οικονομικές συναλλαγές, του "Homo Economicus" ή του "Homo Reciprocans". Με άλλα λόγια, αν τα άτομα διακατέχονται από αισθήματα αμοιβαιότητας ή καιροσκοπισμού.

3. Δεδομένα και Μεθοδολογία
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Γεωπονίας σε 100 προπτυχιακούς φοιτητές με κατεύθυνση την Αγροτική Οικονομία. Η διάρκεια της έρευνας ήταν δυο μήνες (Νοέμβριος - Δεκέμβριος, 2017).
Η πειραματική μέτρηση της αμοιβαιότητας έγκειται στη χρήση μεθοδολογιών και εννοιών πειραματικής οικονομίας. Συγκεκριμένα δυο από τα πιο γνωστά παίγνια της Θεωρίας των Παιγνίων, το Ultimatum Game και το  Dictator Game, συνδυάστηκαν και δημιούργησαν το "Reciprocity Game" (Avgeris, Kontogeorgos and Sergaki, 2018). Οι φοιτητές έπρεπε να εκτελέσουν με το συγκεκριμένο παίγνιο τρία διαφορετικά σενάρια, 10€, 100€ και 1000€ ανά φοιτητή. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούσαν σε εικονικές νομισματικές αξίες.
Αναλυτικότερα, το "Reciprocity Game" απαρτίζεται από δυο γύρους. Κατά την εκτέλεση του πρώτου γύρου πραγματοποιείται το Ultimatum Game. Σε αυτό το παίγνιο δυο άτομα αλληλεπιδρούν για να συναποφασίσουν τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο θα διαιρεθεί ένα ποσό που τους δίνεται. Συγκεκριμένα, ο πρώτος παίχτης (P1) λαμβάνει ένα ποσό (C) από τον πειραματιστή και κατόπιν προτείνει ένα τρόπο διαίρεσης (X) του συγκεκριμένου ποσού ανάμεσα στον εαυτό του και τον δεύτερο παίχτη (P2). Ο δεύτερος παίχτης έχει την δυνατότητα να αποδεχτεί ή να απορρίψει τη συγκεκριμένη προσφορά. Αν την απορρίψει τότε κανείς από τους δυο παίχτες δεν παίρνει κάτι από το ποσό (0,0). Αν την αποδεχτεί τότε το ποσό διαιρείται σύμφωνα με την πρόταση του πρώτου (C-X, X).
Το δεύτερο κατά σειρά που εφαρμόζεται κατά την εκτέλεση του δεύτερου γύρου του "Reciprocity Game" είναι το Dictator Game. Εδώ, ο δεύτερος παίχτης (P2) του προηγούμενου γύρου αποτελεί τον πρώτο παίχτη (P1) αυτού του γύρου ο οποίος παίρνει και το προσωνύμιο του «Δικτάτορα». Ο «Δικτάτορας» αφού λάβει ένα αντίστοιχο ποσό αποφασίζει και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα διαιρεθεί το συγκεκριμένο ποσό πάλι ανάμεσα στον εαυτό του και τον δεύτερο παίχτη. Ωστόσο σε αυτό το γύρο του παιχνιδιού ο ρόλος του δεύτερου παίχτη (P2) είναι εντελώς παθητικός αφού δεν μπορεί να επηρεάσει με κανέναν τρόπο την έκβαση του παιγνίου.


4. Αποτελέσματα
Αναφορικά με το προφίλ των συμμετεχόντων – φοιτητών, το 50% αυτών ήταν άνδρες ενώ το υπόλοιπο 50% γυναίκες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας η μεταβλητή που αφορά στο φύλο των συμμετεχόντων δεν ασκεί καμία ιδιαίτερη επιρροή στα μετέπειτα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας.
Στο σημαντικότερο μέρος της έρευνας, αυτό της πειραματικής διαδικασίας, παρατηρήθηκαν ποικίλες ενέργειες και αντιδράσεις από τους συμμετέχοντες. Συγκεκριμένα, κατά την εφαρμογή του πρώτου μισού του Ultimatum Game (της προσφοράς από την πρώτο παίχτη στον δεύτερο) αξίζει να τονιστούν δυο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο αφορά στο ότι οι φοιτητές σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και για τα τρία σενάρια προσέφεραν το ήμισυ της διαθέσιμης χρηματοδότησης τους (48% - 24% - 22%) (βλ. σχήμα 2). Μια εξήγηση που μπορεί να δοθεί εδώ είναι ότι με αυτόν τον τρόπο τα άτομα θέλησαν να παρακινήσουν τους «Δικτάτορες» του επόμενου γύρου να φερθούν με αμοιβαιότητα, δηλαδή να αποδεχτούν τις αρχικές προσφορές και να ανταποδώσουν εξίσου. Το δεύτερο αξιοσημείωτο σχετίζεται με τις «άδικες προσφορές». Γενικότερα μια τέτοια προσφορά θεωρείται αυτή που είναι ίσης ή μικρότερης αξίας από το 30% του διαθέσιμου ποσού, και αυτό οφείλεται στο ότι σύμφωνα με πολλούς ερευνητές μια τέτοια προσφορά αντιμετωπίζει ιδιαίτερα μεγάλες πιθανότητες απόρριψης (Oosterbeek, et al., 2004; Burnham, 2007; Knight, 2012). Αυτά τα ποσοστά στη συγκεκριμένη έρευνα αντιστοιχούν σε 24% για το πρώτο, 40% για το δεύτερο και σε 46% για το τρίτο σενάριο.

Κατόπιν, εφαρμόζεται το δεύτερο μισό του Ultimatum Game (της αποδοχής ή της απόρριψης των προσφορών από τους συμμετέχοντες παίχτες). Σε αυτόν τον γύρο του παιχνιδιού παρατηρήθηκαν διάφορες συμπεριφορές από τους «Δικτάτορες» (βλ σχήμα 3). Πιο συγκεκριμένα, οι προηγούμενες προσφορές έγιναν αποδεκτές σε ποσοστό 76% για το σενάριο των 10€, 62% για το σενάριο των 100€ και 58% για το σενάριο των 1000€. Ιδιαίτερη βαρύτητα αξίζει να δοθεί στα ποσοστά των απορριφθέντων προσφορών. Αυτά αντιστοιχούν σε 24%, 38% και 42% αντίστοιχα για τα τρία σενάρια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυτά τα ποσοστά (των απορριφθέντων προσφορών) ταυτίζονται ή σχεδόν ταυτίζονται με τα ποσοστά των άδικων προσφορών (≤ 30% των διαθέσιμων) του προηγούμενου γύρου.
Ταυτόχρονα όμως τα άτομα που απέρριψαν τις προσφορές ήρθαν αντίθετοι με την οικονομική θεωρία που ορίζει ότι τα άτομα προκειμένου να έχουν μια ορθολογική συμπεριφορά και να μεγιστοποιούν την οικονομική τους ευημερία και χρησιμότητα οφείλουν να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά τους γίνει, ακόμη και μικρή, διότι το λίγο είναι πάντα καλύτερο από το τίποτα.
    Στη συνέχεια της διαδικασίας οι «Δικτάτορες» κατά την εφαρμογή του Dictator Game αφενός επιβράβευσαν τις καλές προσφορές που έλαβαν ανταποδίδοντας και προσφέροντας αντίστοιχες, αφετέρου τιμώρησαν τις κακές και άδικες προσφέροντας ανάλογες χαμηλές διαιρέσεις του ποσού . Πιο συγκεκριμένα σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά (56%, 40%, 34%) προσέφεραν πίσω τα μισά από τα διαθέσιμα χρήματα σε κάθε ένα από τα τρία σενάρια. Μάλιστα, τα πιο πάνω ποσοστά είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα που έλαβαν στον πρώτο γύρο . Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι «Δικτάτορες» με εξίσου χαμηλές και άδικες προσφορές ανταπέδωσαν τις αντίστοιχες άδικες που είχαν λάβει, τιμωρώντας με αυτόν τον τρόπο τα άτομα που τους τις είχαν προσφέρει . Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη συμπεριφορική διάθεση των «Δικτατόρων» εμπεριέχουν το στοιχείο της αμοιβαιότητας διότι από τη μια ανταπέδωσαν τις καλές προσφορές που έλαβαν στον πρώτο γύρο (θετική αμοιβαιότητα) και από την άλλη τιμώρησαν με τον τρόπο τους τις κακές και άδικες προσφορές (αρνητική αμοιβαιότητα). Απόρροια των παραπάνω στρατηγικών είναι η μη ορθολογική συμπεριφορά και η αποτυχία μεγιστοποίησης της οικονομικής ευημερίας, αφού τα άτομα, σύμφωνα με την Οικονομική Θεωρία, θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα του ρόλου του «Δικτάτορα» και να κρατήσουν ολόκληρο το ποσό για τον εαυτό τους προσφέροντας 0€.


5. Συμπεράσματα - Προτάσεις
  Τα συμπεράσματα που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έρευνα αποδεικνύουν ότι τα άτομα τάσσονται υπέρ της θεωρίας της αμοιβαιότητας. Δηλαδή, και στους δυο γύρους του "Reciprocity Game" οι φοιτητές φέρθηκαν με αμοιβαιότητα (αρνητική ή θετική). Ειδικότερα τώρα, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο γύρο οι φοιτητές προσέφεραν σε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά τα μισά από τα διαθέσιμα χρήματα που είχαν στην κατοχή τους για την εκτέλεση των σεναρίων. Κινήσεις που υποδεικνύουν συμπεριφορά θετικής αμοιβαιότητας από τους συμμετέχοντες. Παράλληλα, κινήσεις αμοιβαιότητας, αλλά αρνητικής αυτήν την φορά, έκαναν τους συμμετέχοντες από τη μια να απορρίψουν άδικες αλλά θετικές προσφορές και από την άλλη να μην εκμεταλλευτούν προς όφελός τους το πλεονέκτημα που προσφέρει ο «Δικτάτορας» για μεγιστοποίηση της χρησιμότητας τους. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν με την ύπαρξη αμοιβαιότητας μεταξύ των φοιτητών (θετικής ή αρνητικής) και επομένως ταύτισης τους με τον επονομαζόμενο "Homo Reciprocans". Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα μέλη των κοινωνικών ομάδων/ συνεταιρισμών, με τη βοήθεια της συνεταιριστικής εκπαίδευσης, μπορούν να βελτιώσουν το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινωνικής ομάδας/συνεταιρισμού που συμμετέχουν και να αυξήσουν με αυτό τον τρόπο τις πιθανότητες αποδοτικότερης λειτουργίας της/του.
Η εφαρμογή του συγκεκριμένου παιγνίου για την εξακρίβωση της ύπαρξης της αμοιβαιότητας μπορεί να υιοθετηθεί από ποικίλες μελλοντικές έρευνες. Αρχικά, ο εμπλουτισμός του δείγματος με φοιτητές από περισσότερα τμήματα ή πανεπιστήμια θα επιβεβαίωνε ή θα αντέκρουε το συμπέρασμα αυτής της έρευνας. Παράλληλα, η εκτέλεση του σε συλλογικές δράσεις π.χ. αγροτικός συνεταιρισμός, κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις κλπ θα εφοδίαζε την βιβλιογραφία με σημαντικά ευρήματα όσον αφορά στο φαινόμενο του καιροσκοπισμού που απασχολεί αυτούς τους θεσμούς. Τέλος, η παροχή μιας πραγματικής χρηματοδότησης σίγουρα θα εξασφάλιζε εγκυρότερα αποτελέσματα και, ίσως, διαφορετικές αντιδράσεις από τους συμμετέχοντες μιας και θα έρχονταν αντιμέτωποι με πραγματικά ποσά.

Βιβλιογραφία
Αδάμ, Σ. (2014). «Κοινωνική Οικονομία: Οδηγός Δημιουργίας Κοινωνικών Επιχειρήσεων», Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας διαθέσιμο στο: http://gr.boell.org/el/2014/08/29/odigos-dimioyrgias-koinonikonepiheiriseon
Αδάμ, Σ. και Παπαθεοδώρου, Χ. (2010). «Η εμπλοκή των φορέων της κοινωνικής οικονομίας στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού: μια κριτική προσέγγιση», Παρατηρητήριο Φτώχειας, Εισοδημάτων και Κοινωνικών Ανισοτήτων, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Κοντογεώργος, Α. και Σεργάκη, Π. (2015). «Αρχές Διοίκησης Αγροτικών Συνεταιρισμών, Προκλήσεις και Προοπτικές». Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα, Αθήνα: ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΩΝ.
Avgeris, A., Kontogeorgos, A. and Sergaki, P. (2018). The “reciprocity” game: a theoretical basis for measuring reciprocity in human socio-economic interactions. International Journal of Social Sciences, VII(1), pp.13-33.
Avgeris, A., Kontogeorgos, A. and Sergaki, P. (2017). Reciprocity in trades: an experimental game approach. International Journal of Sustainable Agricultural Management And Informatics, 3(4), 298-313.
Baumol, W. (2004). Welfare Economics and the Theory of the State. In: C. Rowley and F. Schneider, ed., The Encyclopedia of Public Choice, 1st ed. Boston, MA: Springer, pp.937-940.
Bernoulli, D. (1954). Exposition of a New Theory on the Measurement of Risk. Econometrica, 22(1), p.23.
Bicskei, M., Lankau, M. and Bizer, K. (2016). Negative reciprocity and its relation to anger-like emotions in identity-homogeneous and -heterogeneous groups. Journal of Economic Psychology, 54, pp.17-34.
Bijman, J. and Verhees, F. (2011). Member or customer? Farmer commitment to supply cooperatives. Paper presented at the International Conference on the Economics and Management of Networks (EMNET), 1-3 Dec 2011, Limassol, Cyprus.
Burnham, T. (2007). High-testosterone men reject low ultimatum game offers. Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences, Vol. 274, No. 1623, pp.2327–2330.
Carpenter, J. (2017). The sequencing of gift exchange: a field trial. Journal of Economic Behavior & Organization, Vol. 139, pp.26–31.
Charness, G. (2004). Attribution and Reciprocity in an Experimental Labor Market. Journal of Labor Economics, 22(3), pp.665-688.
Cialdini, R. (2009). Influence. New York: HarperCollins e-books.
Dufwenberg, M. and Kirchsteiger, G. (2004). A theory of sequential reciprocity. Games and Economic Behavior, 47(2), pp.268-298.
Ekeh, P.P. (1974). Social Exchange Theory: The Two Traditions, Heinemann Educational Books, London.
Falk, A. and Fischbacher, U. (2006). A theory of reciprocity. Games and Economic Behavior, 54(2), pp.293-315.
Fehr, E. and Falk, A. (1997). Reciprocity in experimental markets. In: C. Plott and V. Smith, ed., Handbook of Experimental Economics Results. Amsterdam: North Holland Publications Co., pp.325-334.
Fehr, E. and Gächter, S. (2000). Fairness and Retaliation: The Economics of Reciprocity. Journal of Economic Perspectives, 14(3), pp.159-182.
Fehr, E. and Scmidt, K. (2006). The Economics of Fairness, Reciprocity and Altruism - Experimental Evidence and New Theories. In: S. Kolm and M. Mercier Ythier, ed., Handbook of the Economics of Giving, Altruism and Reciprocity. Amsterdam: North Holland Publication Co, pp.615-691.
Gintis, H. (2000). Strong reciprocity and human sociality, Journal of Theoretical Biology,
     Vol. 206, No. 2, pp.169–179.
Hastie, R., and Dawes, R. (2010). Rational choice in an uncertain world. Los Angeles: SAGE.
Kahan, D.M., (2002). The Logic of Reciprocity: Trust, Collective Action, and Law. John M. Olin Center for Studies in Law, Economics, and Public Policy Working Papers, Paper 281.available at: http://digitalcommons.law.yale.edu/lepp_papers/281.
Knight, S. (2012). Fairness or anger in ultimatum game rejections?. Journal of European Psychology Students, 3(1), pp.2–14.
Maximiano, S. (2012). Measuring reciprocity: Do survey and experimental data correlate?. Working Paper. Prurdue University - Department of Economics - Krannert School of Management.
Oosterbeek, H., Sloof, R. and van de Kuilen, G. (2004). Cultural Differences in Ultimatum Game Experiments: Evidence from a Meta-Analysis. Experimental Economics, 7(2), pp.171-188.
Panas, E. (2007). Experimental Economics: An Empirical Analysis. SPOUDAI, 83(2), pp.89-105.
Rabin, M. (1993). Incorporating fairness into game theory and economics. The American Economic Review, 83(5), pp. 1281-1302.
Samuelson, P. (1993). Altruism as a Problem Involving Group versus Individual Selection in Economics and Biology. American Economic Review, 83(2), pp.143-148.
Sen, A. (1995). Moral Codes and Economic Success. In: S. Brittan and A. Hamlin, ed., Market Capitalism and Moral Values, 1st ed. Aldershot: Edward Eldar Publishing, pp.23-34.
Shen, J. and Takahashi, H. (2013). A cash effect in ultimatum game experiments. The Journal of Socio-Economics, 47, pp.94-102.
Sobel, J. (2005). Interdependent Preferences and Reciprocity. Journal of Economic Literature, 43(2), pp.392-436.
Sloof, R., Leuven, E., Oosterbeek, H. and Sonnemans, J. (2003). An Experimental Comparison of Reliance Levels under Alternative Breach Remedies. The RAND Journal of Economics, 34(2), p.205-222.
Stanca, L., Bruni, L. and Corazzini, L. (2009). Testing theories of reciprocity: Do motivations matter?. Journal of Economic Behavior & Organization, 71(2), pp.233-245.



The existence of reciprocity among students: An empirical case form Aristotle University of Thessaloniki

Antonios Avgeris
MSc Student, A.U.Th.
Dpt. of Agricultural Economics
antoavge@agro.auth.gr

Panagiota Sergaki
Ass. Professor, A.U.Th
 Dpt. of Agricultural Economics
gsergaki@auth.gr

Achilleas Kontogeorgos
Asst. Professor, Univ. Patras
Dpt. of Business Administration of Food and Agricultural Enterprises
akontoge@upatras.gr

Classical Economic Models treat man as a person who acts and behaves completely rationally. Therefore, they assume that man maximizes his economic prosperity,  ignoring any kind of social norm such as equality, justice and reciprocity. So, the long-run tradition of economic science treats people as completely self-interested beings and the economy as a totally self-regulating machine. However, several empirical researches indicate that these models do not represent a realistic image of human behavior. Social attributes such as justice and reciprocity motivate a significant portion of people. Moreover, they argue that these social attributes are particularly visible in collective actions. The aim of this research is to empirically investigate, the existence of reciprocity or rationality in social groups like students in universities. The research results indicate that students’ behavior is influenced by reciprocity.

Keywords: Experimental Economics, Reciprocity, "Reciprocity" Game,