Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Δουβίτσα Ι., « Ο κατακερματισμός της ελληνικής συνεταιριστικής νομοθεσίας»


Ο κατακερματισμός της ελληνικής συνεταιριστικής νομοθεσίας[1]
Ιφιγένεια Δουβίτσα[2]

Περίληψη
Η ελληνική νομική πραγματικότητα για τους συνεταιρισμούς αποτελεί το αντικείμενο που θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο. Ειδικότερα, θα μελετηθεί ο κατακερματισμός της συνεταιριστικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, επιχειρώντας να εντοπιστούν οι ρίζες του φαινομένου αυτού, οι σύγχρονες διαστάσεις του και τα σημεία ύπαρξής του στην ισχύουσα νομοθεσία. Στη συνέχεια και αφού έχει σχηματιστεί μια εικόνα για το φαινόμενο του συνεταιριστικού κατακερματισμού θα εξεταστεί εάν ο Έλληνας νομοθέτης υιοθετεί μια αντίστοιχη πρακτική και σε άλλες εταιρικές μορφές ή εάν ο θεσμικός κατακερματισμός αποτελεί εν τέλει ιδίωμα της συνεταιριστικής νομοθεσίας. Τέλος, με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και διαπιστώσεις θα εξαχθούν συμπεράσματα για το εάν στην περίπτωση της Ελλάδας είναι αναγκαίος ή και επιθυμητός ένας τέτοιος κατακερματισμός και θα εντοπίσουμε τους λόγους οι οποίοι υπαγορεύουν την ενοποίηση της συνεταιριστικής νομοθεσίας.

Α. Η ελληνική συνεταιριστική νομοθεσία[3]
Στα συντάγματα προ του 1952 (Συντάγματα του 1864, του 1911 και του 1927) ο όρος «συνεταιρισμός» (και τα γλωσσικά του παράγωγα) χρησιμοποιούνται ως συνώνυμο της ένωσης και του σωματείου[4]. Με το Σύνταγμα όμως του 1952 ο συνεταιρισμός, αν και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο αρθ. 11 ως συνώνυμο της ένωσης, κατοχυρώνεται για πρώτη φορά υπό ειδικότερη έννοια και μάλιστα σε ξεχωριστή συνταγματική διάταξη (αρθ. 109). Συγκεκριμένα, το αρθ. 109 ορίζει ότι «οι συνεταιρισμοί, γεωργικοί και αστικοί, τελούσιν υπό την προστασίαν του Κράτους, μεριμνώντος συστηματικώς υπέρ της αναπτύξεως αυτών.» Η αναφορά που κάνει ο νομοθέτης στην προστασία και τη συστηματική μέριμνα που καλείται να επιδείξει το κράτος υπέρ του συνεταιρισμού υποδηλώνει τη σημασία που αποκτά πλέον ο θεσμός αυτός για τα ελληνικά δεδομένα[5]. Στη συνέχεια, ο συνεταιριστικός θεσμός κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα του 1975 και ειδικότερα στο αρθ. 12 παρ. 5 το οποίο προβλέπει ότι «οι πάσης φύσεως γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί αυτοδιοικούνται κατά τους όρους του νόμου και του καταστατικού των, τελούντες υπό την προστασίαν και εποπτείαν του Κράτους, υποχρεωμένου να μεριμνά δια την ανάπτυξιν αυτών».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τόσο στο Σύνταγμα του 1952 όσο και στο Σύνταγμα του 1975 ενσωματώνεται η διάκριση των συνεταιρισμών σε γεωργικούς και αστικούς, υπό την επίδραση του πρώτου συνεταιριστικού νόμου, του Ν. 602/1915 (όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. της 12ης Δεκεμβρίου 1925), στο αρθ. 1 παρ. 3 του οποίου εισάγεται η διάκριση αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια[6]. Κατά τις συζητήσεις στο πλαίσιο της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, με αφορμή πρόταση βουλευτή για αντικατάσταση του όρου «γεωργικός συνεταιρισμός» από τον ευρύτερο «αγροτικός συνεταιρισμός», προτάθηκε αντ’ αυτού και έγινε δεκτή η προσθήκη «πάσης φύσεως» ως προσδιοριστική των γεωργικών και αστικών συνεταιρισμών, προκειμένου να συμπεριληφθούν και συνεταιρισμοί που ενδεχομένως αμφισβητείται εάν ανήκουν στην κατηγορία των γεωργικών ή αστικών συνεταιρισμών[7]. Η παραπάνω διάταξη μεταφέρθηκε στη δημοτική γλώσσα κατά την πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 [8] και στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 μεταβλήθηκε απλώς η αρίθμησή της (από 12 παρ. 5 σε 12 παρ. 4).
Πριν όμως κατοχυρωθεί συνταγματικά ο συνεταιριστικός θεσμός, κατοχυρώθηκε νομοθετικά. Συγκεκριμένα, το 1915 θεσπίστηκε ο πρώτος συνεταιριστικός νόμος, ο οποίος ήταν ένας γενικός νόμος που περιείχε διατάξεις κατ’ αρχήν για όλους τους συνεταιρισμούς, πλην των συνεταιρισμών ασφάλισης ζωής βάσει του αρθ. 94. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, σκοπός του νόμου ήταν να προωθήσει την ανάπτυξη κάθε κατηγορίας συνεταιρισμών. Το αρχικό, λοιπόν, κείμενο του νόμου στο αρθ. 1 παρ. 2 ενδεικτικά επεσήμανε ορισμένους συνήθεις τύπους συνεταιρισμών, χωρίς ωστόσο να διακρίνει τους συνεταιρισμούς σε συγκεκριμένες κατηγορίες, λόγω του ότι οι συνεταιρισμοί –σύμφωνα και πάλι με την αιτιολογική έκθεση– είναι πολυποίκιλοι και συχνά επιδιώκουν διάφορους οικονομικούς σκοπούς[9]. Παρόλα αυτά, μετά από μια δεκαετία εφαρμογής του, με το ν.δ. της 12ης Δεκεμβρίου του 1925, τροποποιήθηκε το αρθ. 1 και προστέθηκε στο αρχικό κείμενο παράγραφος η οποία διέκρινε τους συνεταιρισμούς σε γεωργικούς και αστικούς με κριτήριο το επάγγελμα των μελών τους[10]. Με βάση τη διάκριση αυτή η νέα παράγραφος όρισε διαφορετικά υπουργεία ως αρμόδια για την έγκριση του εκάστοτε συνεταιριστικού καταστατικού (το Υπουργείο Γεωργίας για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και το Υπουργείο Εργασίας για τους αστικούς).
Ο νόμος αυτός του 1915 αποτελεί έναν από τους μακροβιότερους συνεταιριστικούς νόμους. Εν τούτοις, κατά τη διάρκεια ισχύος του τροποποιήθηκαν οι περισσότερες από τις διατάξεις του, με αποτέλεσμα να χάσει την αρχική του συνοχή. Παράλληλα, θεσπίστηκαν ειδικότερες διατάξεις, τόσο στο κείμενό του όσο και σε άλλους νόμους για ορισμένες κατηγορίες συνεταιρισμών, οι οποίες, παρόλο που υπάγονταν σε ειδικό καθεστώς, εξακολουθούσαν να δεσμεύονται από τις γενικές ρυθμίσεις του N. 602/1915[11].
Το 1979 διασπάστηκε η συνεταιριστική νομοθεσία με την εισαγωγή του N. 921/1979, ο οποίος αφορούσε αποκλειστικά τους γεωργικούς συνεταιρισμούς, ρυθμίζοντας με τις διατάξεις του κάθε ζήτημα που αφορούσε τηv σύσταση, οργάνωση, διοίκηση, λύση αλλά και την γενικότερη λειτουργία των συνεταιρισμών αυτών[12]. Στην αιτιολογική του έκθεση, ο νομοθέτης, προκειμένου να αιτιολογήσει τη διάσπαση αυτή επικαλέστηκε τη διάταξη του Συντάγματος που αναφέρεται στους γεωργικούς συνεταιρισμούς, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης προσδίδει σε αυτούς «βασικό λειτουργικό ρόλο στην οργάνωση της οικονομίας της χώρας, καθώς και υποβοηθητικό των κρατικών δραστηριοτήτων στον τομέα της γεωργίας»[13]. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των γεωργικών συνεταιρισμών και ο σπουδαίος ρόλος που διαδραμάτισαν στην ελληνική οικονομία συγκριτικά με τους αστικούς συνεταιρισμούς οδήγησε στην ανάγκη αυτοτελούς και διακριτής νομοθετικής αντιμετώπισής τους [14].
Η σημασία του νόμου αυτού δεν αφορά στις καθαυτές διατάξεις που εισήγαγε, καθώς η σύντομη εξαετής διάρκειά του δεν επέτρεψε να εξαγάγουμε σαφή συμπεράσματα για τον αντίκτυπο που είχαν στην συνεταιριστική κίνηση. Αυτό όμως που επέφερε είναι να δημιουργήσει ένα προηγούμενο θέσπισης ειδικών νόμων για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς εν απουσία ενός γενικού συνεταιριστικού νόμου, πρακτική η οποία υιοθετήθηκε και για άλλες κατηγορίες συνεταιρισμών. Έκτοτε, οι γεωργικοί συνεταιρισμοί διέπονται από ειδικούς συνεταιριστικούς νόμους, οι οποίοι τροποποιούνται και αντικαθίστανται από νεότερους νόμους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Συγκεκριμένα, ο Ν. 921/1979 αντικαταστάθηκε από τον Ν. 1541/1985 και αυτός με τη σειρά του από τον Ν. 2169/1993, ο οποίος καταργήθηκε από τον Ν. 2810/2000[15]. Ο τελευταίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεών του από τον Ν. 4015/2011, ο οποίος, αντικαταστάθηκε από τον Ν. 4384/2016, ο οποίος καταργήθηκε με την σειρά του και αντικαταστάθηκε με τον προσφάτως ψηφισθέντα Ν. 4673/2020.
Σήμερα, οι συνεταιρισμοί εξακολουθούν να μην υπάγονται σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο αλλά σε ειδικούς νόμους οι οποίοι διέπουν τις διάφορες κατηγορίες τους. Ειδικότερα, υπό το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που διέπονται από τον Ν. 4673/2020 δραστηριοποιούνται στον τομέα της αγροτικής οικονομίας. Οι δασικές συνεταιριστικές οργανώσεις έχουν πλέον αυτονομηθεί από την άνω κατηγορία και διέπονται από τον δικό τους νόμο, τον Ν. 4423/2016 έχοντας ως αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια δασικών εργασιών. Από την άλλη, οι αστικοί συνεταιρισμοί διέπονται από τον Ν. 1667/1986, ο οποίος εισάγει γενικές διατάξεις για όλους τους συνεταιρισμούς που δραστηριοποιούνται σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας, πλην του αγροτικού (όπως οι παραγωγικοί, καταναλωτικοί, προμηθευτικοί, πιστωτικοί, μεταφορικοί και τουριστικοί). Για ορισμένες όμως κατηγορίες αστικών συνεταιρισμών έχουν θεσπιστεί περαιτέρω ειδικές διατάξεις, ενώ συμπληρωματικά εφαρμόζεται και ο Ν. 1667/86 (όπως π.χ. για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Περιορισμένης Ευθύνης - ΚΟΙΣΠΕ, τους Πιστωτικούς Συνεταιρισμούς, τις Ενεργειακές Κοινότητες - ΕΚ, τις Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις - ΚΟΙΝΣΕΠ, τους Συνεταιρισμούς Εργαζομένων - ΣΥΝΕΡΓ και προσφάτως τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς Ένταξης - ΚΟΙΝΣΕΝ)[16].
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ο νομοθέτης ρυθμίζει τους συνεταιρισμούς με τη θέσπιση ειδικών νόμων και διατάξεων, προκειμένου να προωθήσει την ανάπτυξη μιας ορισμένης κατηγορίας συνεταιρισμών μέσω της οποίας επιχειρείται η κάλυψη μιας οικονομικής και κοινωνικής ανάγκης για τη δεδομένη χρονική περίοδο (π.χ. για την ενεργειακή μετάβαση της χώρας μέσω των ΕΚ[17] ή την ενδυνάμωση της παραγωγικής δραστηριότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω των ΚΟΙΝΣΕΠ και ΣΥΝΕΡΓ αντίστοιχα, εν μέσω οικονομικής κρίσης[18]), χωρίς όμως να λαμβάνεται μέριμνα για την εναρμόνιση των ειδικών νόμων μεταξύ τους ή να δίνεται προτεραιότητα στην αναπροσαρμογή ήδη υφιστάμενων νόμων προς αποφυγή θέσπισης νέων. Κατά συνέπεια, εντείνεται ο ασυστηματοποίητος και ακωδικοποίητος χαρακτήρας του συνεταιριστικού δικαίου.
Σύμφωνα με τη σύντομη επισκόπηση που προηγήθηκε, διαπιστώνεται ότι η εξέλιξη της ελληνικής συνεταιριστικής νομοθεσίας από το αρχικό μοντέλο ενός γενικού νόμου στη θέσπιση ολοένα και περισσότερων ειδικών νόμων, συχνά με αλληλοσυγκρουόμενες και επικαλυπτόμενες διατάξεις, οδήγησε στον σταδιακό κατακερματισμό της συνεταιριστικής νομοθεσίας και, μέσω αυτής, στη διάσπαση της ενότητας του συνεταιριστικού θεσμού. Τα βασικότερα σημεία στη συνεταιριστική νομοθεσία τα οποία διατηρούν και διευρύνουν το φαινόμενο του κατακερματισμού, εισάγοντας ανορθολογικές/αναιτιολόγητες αποκλίσεις μεταξύ των συνεταιρισμών, αποτυπώνονται στη συνέχεια.

α) Ο ορισμός του συνεταιρισμού στην ελληνική νομοθεσία
Το πρόβλημα του κατακερματισμού του συνεταιριστικού θεσμού και της διάσπασης της ενότητάς του προκύπτει ήδη από τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται στα νομικά κείμενα η ίδια η έννοια του συνεταιρισμού. Συγκεκριμένα, κάθε ειδικός συνεταιριστικός νόμος στα πρώτα του άρθρα παρέχει έναν εξειδικευμένο ορισμό που προσδιορίζει την κατηγορία των συνεταιρισμών η οποία υπόκειται στις διατάξεις του, επισημαίνοντας –μεταξύ άλλων– τον επιδιωκόμενο σκοπό τους και ενίοτε τον τομέα της οικονομικής τους δραστηριότητας. Για παράδειγμα:
Α) Ο Ν. 4673/2020 στο αρθ.1 παρ. 1 ορίζει ότι ο αγροτικός συνεταιρισμός αποτελεί  μια αυτόνομη εθελοντική ένωση προσώπων, η οποία επιδιώκει την οικονομική ανάπτυξη και προαγωγή των μελών της, μέσω μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης αγροτικής συνεταιριστικής επιχείρησης.
Β) Ο Ν. 4423/2016 στο αρθ.1 παρ. 1 ορίζει ότι ο o δασικός συνεταιρισμός εργασίας ΔΑΣΕ είναι μια αυτόνομη ένωση προσώπων, εθελοντικά συγκροτούμενη, η οποία επιδιώκει την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη των μελών της με ισότιμη συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια.
Γ) Ο Ν. 1667/1986 στο αρθ. 1 παρ. 1 ορίζει ότι ο αστικός συνεταιρισμός είναι μια εκούσια ένωση προσώπων με οικονομικό σκοπό, η οποία δεν αναπτύσσει δραστηριότητες αγροτικής οικονομίας και, ιδίως με τη συνεργασία των μελών της, αποβλέπει στην οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική ανάπτυξή τους και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αυτών, γενικά.
Συνέπεια της πολυνομίας αυτής είναι το γεγονός ότι έχουν διατυπωθεί τόσοι εξειδικευμένοι συνεταιριστικοί ορισμοί όσοι και οι ειδικοί συνεταιριστικοί νόμοι εν ισχύ. Συγκρίνοντας, όμως, τους ορισμούς αυτούς διαπιστώνονται ορισμένα κοινά σημεία μεταξύ τους· ο συνεταιρισμός ως ένωση προσώπων εθελοντικά συγκροτούμενη, που επιδιώκει έναν ορισμένο σκοπό[19] μέσω μιας κοινής και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης[20]. Τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά κατοχυρώνονται άμεσα, στην καθαυτή διάταξη για τον ορισμό του συνεταιρισμού, ή έμμεσα, στις διατάξεις που έπονται του ορισμού και ρυθμίζουν τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσής του[21]. Παρά τα κοινά αυτά σημεία που εντοπίζονται, απουσιάζει από το ελληνικό συνεταιριστικό δίκαιο ένας γενικός ορισμός περί συνεταιρισμών ο οποίος θα ενσωματώνει τα εν λόγω στοιχεία και θα διακρίνει τον συνεταιρισμό από οποιαδήποτε άλλη μορφή επιχείρησης ή οργάνωσης.
Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν εντοπίζεται στην ύπαρξη εξειδικευμένων συνεταιριστικών ορισμών, οι οποίοι επιχειρούν να προσδώσουν ειδικά χαρακτηριστικά στις διάφορες κατηγορίες συνεταιρισμών. Απεναντίας, το ζήτημα δημιουργείται με τη θέσπιση των ειδικών αυτών ορισμών χωρίς παράλληλα να προβλέπεται στον νόμο ένας γενικός ορισμός, ως κοινός παρονομαστής μεταξύ των διαφόρων συνεταιρισμών. Η εισαγωγή ενός τέτοιου ορισμού κρίνεται σημαντική διότι θα κατοχυρώσει δια νόμου τον ελάχιστο πυρήνα κοινών δομικών χαρακτηριστικών μεταξύ των συνεταιρισμών. Η εισαγωγή μιας τέτοιας διάταξης θα μπορέσει να επικοινωνήσει τα κοινά στοιχεία που μοιράζονται οι διάφοροι συνεταιρισμοί, λειτουργώντας από τη μια πλευρά συσπειρωτικά και καθιστώντας σαφές από την άλλη, με βάση τα στοιχεία αυτά, πώς και γιατί ο συνεταιριστικός θεσμός διακρίνεται εν τέλει από οποιαδήποτε άλλη μορφή επιχείρησης ή οργάνωσης.
Για τον λόγο αυτό, η ενοποίηση της συνεταιριστικής νομοθεσίας πρέπει να εκκινήσει από την εισαγωγή ενός κοινού, ενιαίου ορισμού του συνεταιρισμού, προκειμένου:
·       να διασκευαστούν τυχόν αμφιβολίες γύρω από την ενότητα του θεσμού,
·       να συμμορφωθεί και να επικαιροποιηθεί η ελληνική συνεταιριστική νομοθεσία με το γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης της Συνεταιριστικής Ταυτότητας της Διεθνούς Συνεταιριστικής Ένωσης («ΔΣΕ» εφεξής)[22], ιδίως δε με την ενσωμάτωση του διεθνώς αποδεκτού ορισμού της ΔΣΕ στην ελληνική νομοθεσία,
·       να ενισχυθεί η συνεταιριστική ταυτότητα και κατά προέκταση η συνεταιριστική συνείδηση και
·       να δοθεί έμφαση στην ενότητα του συνεταιριστικού θεσμού, χωρίς όμως να καταργούνται οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων ειδών συνεταιρισμών.

β) Η κατηγοριοποίηση των συνεταιρισμών από τη νομική σκοπιά
Μέσα από τις συνταγματικές διατάξεις οι (εθελούσιοι) συνεταιρισμοί διακρίνονται σε γεωργικούς και αστικούς. Η διάκριση των συνεταιρισμών αυτών, με τη διαφορά ότι ο όρος «γεωργικός συνεταιρισμός» πλέον αντικαταστάθηκε με τον ευρύτερο «αγροτικός συνεταιρισμός»[23], διατηρείται στη νομοθεσία, ωστόσο έχει χάσει την αρχική της σημασία. Αυτό οφείλεται στο ότι ο νομοθέτης εισάγει στα νομικά κείμενα και άλλες κατηγορίες και υποκατηγορίες συνεταιρισμών, που υπάγονται σε δικό τους διακριτό νομικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα η αυτονόμηση των ΔΑΣΕ από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και η υπαγωγή τους στον ειδικό Ν. 4423/2016 περί ΔΑΣΕ, η πρόσφατη περίπτωση των ΕΚ, οι οποίες είναι αστικοί συνεταιρισμοί, διέπονται όμως από τον δικό τους νόμο (Ν. 4513/2018) και συμπληρωματικά από τον νόμο περί αστικών συνεταιρισμών (Ν. 1667/1986) καθώς  και η θέσπιση μιας νέας μορφής αστικού συνεταιρισμού με ενταξιακό σκοπό, των ΚΟΙΝΣΕΝ, με διατάξεις παρεμφερείς με τις αντίστοιχες περί ΚΟΙΣΠΕ με τη διαφορά ότι απευθύνονται στην ένταξη ατόμων με προβλήματα εξαρτήσεων και υπάγονται στο μακροσκελές άρθρο 143 του Ν. 4600/2019.
Καθώς η κατηγοριοποίηση των συνεταιρισμών δεν έχει γίνει μεθοδικά και συστηματικά, έχουν δημιουργηθεί υπό το ισχύον θεσμικό πλαίσιο ποικίλες αλληλοεπικαλύψεις. Για παράδειγμα:
·       Α) Ένα συνεργατικό σχήμα που επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ενέργειας, μπορεί να ιδρύσει μια ΕΚ (βάσει Ν. 4513/2018) ή έναν αστικό συνεταιρισμό (βάσει Ν. 1667/1986) ή μια ΚΟΙΝΣΕΠ συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας (βάσει Ν. 4430/2016).
·       Β) Ένα συνεργατικό σχήμα που έχει ως στόχο την ένταξη ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας μπορεί να ιδρύσει μια ΚΟΙΝΣΕΠ ένταξης ευάλωτων ομάδων (βάσει αρθ. 24 επ. του Ν. 4430/2016) ή έναν ΚΟΙΣΠΕ (βάσει αρθ. 12 Ν 2716/1999).
·       Γ) Ένα συνεργατικό σχήμα, που έχει ως στόχο την ένταξη ατόμων με προβλήματα εξαρτήσεων μπορεί να ιδρύσει μια ΚΟΙΝΣΕΠ ένταξης ευάλωτων ομάδων (βάσει αρθ. 24 επ. του Ν. 4430/2016) ή έναν ΚΟΙΝΣΕΝ (βάσει αρθ. 143 Ν. 4600/2019).
Καθότι οι διατάξεις των παραπάνω νόμων δεν είναι εναρμονισμένες μεταξύ τους, προβλέπουν διαφορετικές διευκολύνσεις και όρους, με αποτέλεσμα οι νομικές μορφές των ανωτέρω παραδειγμάτων, παρότι έχουν συνεταιριστική δομή και δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα (βλ. παράδειγμα Α) ή έχουν τον ίδιο σκοπό (βλ. παράδειγμα Β και Γ) να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από τον νομοθέτη[24]. Παράλληλα, δημιουργούνται ποικίλα ερωτήματα ως προς το ποια ανάγκη εν τέλει εξυπηρετεί η ύπαρξη πολλών και παρεμφερών νομικών μορφών για συνεταιρισμούς που, όπως αναφέρθηκε, δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα (παράδειγμα Α) ή έχουν τον ίδιο σκοπό και απευθύνονται στην ίδια ομάδα-στόχο (παραδείγματα Β και Γ);
Μέσα από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι η κατηγοριοποίηση των συνεταιρισμών είναι προβληματική, καθώς δεν γίνεται στη βάση ορισμένων, σαφών και εξ αρχής προσδιορισμένων κριτηρίων, ενώ παράλληλα οδηγεί σε άνιση νομοθετική αντιμετώπιση συνεταιρισμών με ίδια δραστηριότητα ή ίδιο σκοπό. Επιπρόσθετα, αν ληφθεί υπ’ όψιν  η περιπλοκότητα της συναλλακτικής και οικονομικής ζωής, θα οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι πάντοτε σαφές σε ποια κατηγορία ανήκει ένας συνεταιρισμός και άρα σε ποιον ειδικό νόμο υπάγεται. Ένας αντίστοιχος προβληματισμός αναφύεται στα πρακτικά της Βουλής στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη διαμόρφωση της συνταγματικής διάταξης περί συνεταιρισμών. Συγκεκριμένα, κατόπιν πρότασης βουλευτή προστέθηκε στους γεωργικούς και αστικούς συνεταιρισμούς η επεξήγηση «πάσης φύσεως» προκειμένου να μην βρεθεί εκτός συνταγματικής προστασίας ένας συνεταιρισμός, που δεν είναι σαφές εάν ανήκει σε μια από τις κατηγορίες αυτές[25].
Οφείλουμε επίσης να προσθέσουμε ότι η εκ του νόμου διάκριση των συνεταιρισμών σε κατηγορίες, πέραν του ότι αποτελεί μια τεχνητή οριοθέτηση τους, συχνά μπορεί να τους περιορίσει στη διεξαγωγή μιας ορισμένης δραστηριότητας ή επιδίωξης ενός ορισμένου σκοπού, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε άλλους τομείς ή τη διεύρυνση του σκοπού τους. Για παράδειγμα, οι ΕΚ έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον τομέα της ενέργειας και έτσι δεν μπορούν να αναπτύξουν παράλληλα και αγροτικές δραστηριότητες. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις ΚΟΙΝΣΕΠ και τους ΣΥΝΕΡΓ, που, ως αστικοί συνεταιρισμοί, δεν μπορούν εκ του νόμου να δραστηριοποιούνται στην αγροτική οικονομία. Στην πράξη, ωστόσο, η διάταξη αυτή κατέστη ανενεργή, καθώς ένας αριθμός των εγχειρημάτων αυτών ανέπτυξε αγροτικές δραστηριότητες.
Αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερο να καταργηθεί κάθε κατηγοριοποίηση των συνεταιρισμών, ούτε ότι πρέπει να παραγνωρίζονται οι ανάγκες που φέρουν ορισμένοι συνεταιρισμοί και δικαιολογούν τη διακριτή μεταχείρισή τους. Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα έως ποιο βαθμό η κατάτμηση του συνεταιριστικού θεσμού και η κατασκευή τεχνητών κατηγοριών, πόσο μάλλον παρεμφερών, είναι θεμιτή και υπαγορεύεται από τις ιδιαιτερότητες των συνεταιρισμών αυτών. Απεναντίας, διαπιστώθηκε παραπάνω ότι η πρακτική αυτή δεν συμπορεύεται με τη ζέουσα κοινωνική πραγματικότητα, αλλά εν τέλει παρεμβαίνει με έναν αποσπασματικό και συγκυριακό τρόπο στην οικονομική και κοινωνική ζωή, ενώ μακροπρόθεσμα διασπά τον συνεταιριστικό θεσμό, χωρίς να λαμβάνεται παράλληλα κάποιο μέτρο υπέρ της ενότητάς του.
Για τον λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαία η εναρμόνιση, οργάνωση και συστηματοποίηση των κριτηρίων διάκρισης των συνεταιρισμών, παρέχοντας ωστόσο την ευελιξία στους συνεταιρισμούς να επεκτείνουν τις δραστηριότητες ή τους σκοπούς τους, πέραν των προβλεπόμενων στην κατηγορία στην οποία ανήκουν, εφόσον αυτό εξυπηρετεί τα μέλη τους ή/και την κοινωνία στο σύνολό της.

γ) Η σύσταση του συνεταιρισμού
Το κατακερματισμένο θεσμικό πλαίσιο για τους συνεταιρισμούς προβλέπει διαφορετικές αρμόδιες αρχές[26] που αποφασίζουν για τη σύσταση των συνεταιρισμών υπό διαφορετικές προθεσμίες[27], αναλόγως της κατηγορίας συνεταιρισμού στην οποία ανήκουν. Οι παραπάνω αποκλίσεις δεν είναι ορθές, διότι οι αρμοδιότητες της εκάστοτε αρμόδιας αρχής, αλλά και η καθαυτή διαδικασία σύστασης, δεν διαφέρουν εν τέλει από συνεταιρισμό σε συνεταιρισμό[28]. Αυτό σημαίνει ότι ο νομοθέτης ορίζει ως αρμόδια για τη σύσταση συνεταιρισμού διαφορετικά όργανα, προκειμένου να ασκήσουν παρεμφερή καθήκοντα ακολουθώντας ίδια διαδικασία. Επιπρόσθετα, η κατηγορία του συνεταιρισμού δεν μπορεί να είναι καθοριστική για την προθεσμία εντός της οποίας ολοκληρώνεται η διαδικασία σύστασής του. Πιθανότατα, αυτές οι αποκλίσεις οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους της εποχής στην οποία ο κάθε νόμος ψηφιζόταν, σε έλλειψη ευρείας μελέτης του συνόλου της συνεταιριστικής νομοθεσίας που θα απέτρεπε τέτοιες αστοχίες, αλλά και στη γνώση και εμπειρία των στελεχών των εκάστοτε αρμόδιων αρχών, η οποία περιορίζεται σε ορισμένη μόνο κατηγορία συνεταιρισμών.
Κατά συνέπεια, οι λόγοι, που υπαγορεύουν μια αρχή ή υπηρεσία να αποφασίζει για τη σύσταση των συνεταιρισμών εντός κοινής και σύντομης προθεσμίας, είναι οι εξής:
·       Ισότιμη μεταχείριση των διαφόρων συνεταιρισμών κατά το στάδιο σύστασής τους.
·       Αποτροπή διατήρησης αλλά και μελλοντικής νομοθέτησης διαδικασιών διαφορετικών ταχυτήτων με κριτήριο την κατηγορία του συνεταιρισμού.
·       Μεγαλύτερη ευχέρεια καταγραφής, συλλογής και επεξεργασίας στατιστικών στοιχείων για το σύνολο των συνεταιρισμών[29] και συγκεκριμένα του αριθμού νεοσυσταθέντων συνεταιρισμών ανά κατηγορία και συνολικά, γεγονός το οποίο θα καλύψει την εθνική και διεθνή ανάγκη στατιστικής αποτύπωσης του συνεταιριστικού κινήματος, πράγμα το οποίο αποτελεί βασική προτεραιότητα της ΔΣΕ[30].
·       Συμμόρφωση με το αρθ. 6(a) ILO R. 193/2002[31], κατά το οποίο η σύσταση κάθε συνεταιρισμού, ανεξαρτήτως κατηγορίας ή πεδίου δράσης θα πρέπει να υπάγεται σε σύντομες και συνοπτικές διαδικασίες σύστασης.

δ) Η εποπτεία και ο έλεγχος του συνεταιρισμού
Ο νομοθέτης, όπως και κατά το στάδιο σύστασης, έτσι και κατά το στάδιο λειτουργίας των συνεταιρισμών, προβλέπει για κάθε κατηγορία τους διαφορετικά εποπτικά και ελεγκτικά όργανα[32]με παρεμφερείς[33], ωστόσο, αρμοδιότητες[34].
Το γεγονός ότι οι αρμοδιότητες είναι κατά βάση κοινές δεν εξηγεί γιατί πρέπει να ασκούνται από διαφορετικά όργανα. Απεναντίας, κρίνεται αναγκαία η εισαγωγή μιας κοινής ρύθμισης, με την πρόβλεψη ότι η εποπτεία και ο έλεγχος όλων των συνεταιρισμών διενεργείται από την ίδια αρχή ή υπηρεσία.
Οι λόγοι που υπαγορεύουν την ανωτέρω ενοποίηση είναι οι εξής:
·       Ενίσχυση της τεχνογνωσίας και εμπειρίας των ασκούντων την εποπτεία και τον έλεγχο, λόγω αύξησης του όγκου εργασίας και του αριθμού των εποπτευόμενων – ελεγχόμενων φορέων.
·       Διευκόλυνση της παρακολούθησης, καθοδήγησης και στατιστικής καταγραφής του συνεταιριστικού κινήματος στο σύνολό του καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του.
·       Δυνατότητα εντοπισμού των κυρίων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συνεταιρισμοί, τα οποία αναφύονται κατά την άσκηση εποπτείας/ελέγχου και λήψη αυτών υπ’ όψιν κατά τη χάραξη μελλοντικών δημοσίων πολιτικών.
·       Δυνατότητα προσαρμογής του ασκούμενου ελέγχου στο μοντέλο του συνεταιρισμού, όπως παροτρύνει η παρ. 6(c) ILOR. 193/2002[35], και κατά συνέπεια αποφυγή περιορισμού του σε οικονομικολογιστικό αντικείμενο, αλλά εξέταση εκπλήρωσης του ιδιαίτερου σκοπού του συνεταιρισμού, δηλαδή την κάλυψη των αναγκών των μελών του με τη χρήση των υπηρεσιών του και τήρησης συνεταιριστικών αξιών και αρχών.

ε) Η συγκρότηση ενώσεων συνεταιρισμών ανώτερων βαθμών
Υπό την ισχύουσα νομοθεσία, η πλειονότητα των συνεταιρισμών[36] μπορεί να οργανωθεί υπό πυραμιδοειδή δομή σε δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις, στις οποίες συμμετέχουν ως μέλη συνεταιρισμοί και συνεταιριστικές οργανώσεις που ανήκουν στην ίδια κατηγορία[37]. Οι περισσότερες δευτεροβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις μπορούν να αναλάβουν οικονομικές δραστηριότητες ή και συμβουλευτικό, υποστηρικτικό ρόλο προς τα μέλη τους, ενώ οι τριτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις ενισχύουν και εκπροσωπούν τα μέλη τους με κάθε πρόσφορο μέσο, χωρίς όμως να αναλαμβάνουν οικονομικές δραστηριότητες[38].
O Ν. 4430/2016 για την Κοινωνική Αλληλέγγυα Οικονομία προβλέπει τη σύσταση δευτεροβάθμιων οργανώσεων (Ενώσεις Φορέων ΚΑΛΟ), στις οποίες μπορεί να μετέχει κάθε νομικό πρόσωπο που έχει την ιδιότητα του Φορέα ΚΑΛΟ, χωρίς όμως να προβλέπεται η δημιουργία τριτοβάθμιων οργανώσεων. Οι Ενώσεις Φορέων ΚΑΛΟ αποτελούν ένα ανοικτό νομικό σχήμα, καθώς δεν αφορούν μόνο ορισμένη κατηγορία συνεταιρισμών, αλλά εν δυνάμει απευθύνονται σε κάθε συνεταιρισμό και έτερο νομικό πρόσωπο οποιασδήποτε κατηγορίας εφόσον αναγνωρίζεται ως Φορέας ΚΑΛΟ. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι περιορίζονται σε ένα συμβουλευτικό, εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό ρόλο προς τα μέλη τους, χωρίς να δύνανται να συναλλάσσονται με αυτά και να διεξάγουν οικονομικές δραστηριότητες. Επιπλέον, τα κριτήρια που θέτει ο Ν. 4430/2016 για την αναγνώριση έτερων νομικών προσώπων ως Φορέων ΚΑΛΟ δυσχεραίνουν την ένταξη παραδοσιακών συνεταιρισμών (π.χ. αγροτικοί συνεταιρισμοί)[39].
Με βάση τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η κατάτμηση της συνεταιριστικής νομοθεσίας έχει ως συνέπεια να μην ρυθμίζεται με ενιαίο τρόπο το ζήτημα της οργάνωσης των συνεταιρισμών σε δεύτερο και τρίτο βαθμό με αποτέλεσμα τη δυσμενή μεταχείριση των νεότερων νομικών μορφών (ΚΟΙΝΣΕΠ, ΣΥΝΕΡΓ) έναντι των λοιπών συνεταιρισμών και την υπαγωγή τους σε αυστηρότερες διατάξεις, που περιορίζουν την αυτονομία τους.
Ειδικότερα, το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται η δυνατότητα δημιουργίας τριτοβάθμιων οργανώσεων για τις ΚΟΙΝΣΕΠ και τους ΣΥΝΕΡΓ, περιορίζει τις εν λόγω συνεργασίες σε τοπικό επίπεδο. Ο περιορισμός αυτός δεν προάγει την αυτοδιοίκησή τους ούτε και την 6η διεθνή συνεταιριστική αρχή της «συνεργασίας μεταξύ των συνεταιρισμών», η οποία προτρέπει τους συνεταιρισμούς να οργανώνονται σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο και, υπό τη σύγχρονη συγκυρία, έχει καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας. Επισημαίνεται δε ότι η 6η διεθνής συνεταιριστική αρχή, όπως και κάθε άλλη διεθνής συνεταιριστική αρχή, απευθύνεται σε κάθε κατηγορία συνεταιρισμών, οι οποίοι μέσα από τη μεταξύ τους συνεργασία είναι σε θέση να καλύψουν αποτελεσματικότερα τις ανάγκες των μελών τους.
Πέραν αυτού, ο περιορισμός των Ενώσεων Φορέων ΚΑΛΟ σε έναν συμβουλευτικό – υποστηρικτικό ρόλο, χωρίς να μπορούν να αναπτύξουν οικονομικές δραστηριότητες δεν συνάδει με την παρ. 17(c) ILOR. 193/2002. Η τελευταία ορίζει ότι «οι συνεταιρισμοί και οι οργανώσεις που τους εκπροσωπούν πρέπει να ενθαρρύνονται να […] παρέχουν υπηρεσίες εμπορικής και οικονομικής φύσεως στους συνεταιρισμούς που είναι μέλη τους». Ο Ν. 4430/2016 προβλέπει αντ’ αυτού τη διενέργεια οικονομικών δραστηριοτήτων μεταξύ ΚΟΙΝΣΕΠ, ΣΥΝΕΡΓ και άλλων νομικών προσώπων που πληρούν τα κριτήρια του Ν. 4430/2016 και αναγνωρίζονται ως Φορείς ΚΑΛΟ με τη σύσταση κοινοπραξιών[40]. Ωστόσο, η επιλογή της συνεταιριστικής δομής θεωρείται ότι είναι η καταλληλότερη νομική μορφή για την οικονομική συνεργασία μεταξύ των συνεταιρισμών από τη διεθνή βιβλιογραφία. Αυτό οφείλεται στο ότι οι δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις οικονομικού σκοπού καλούνται να εφαρμόσουν τις ίδιες διεθνείς συνεταιριστικές αρχές που διέπουν τα μέλη-συνεταιρισμούς, διασφαλίζοντας την αυτονομία/ανεξαρτησία των μελών-συνεταιρισμών και τον δημοκρατικό έλεγχο από τη βάση[41].
Μια ακόμη συνέπεια από το πολυνομικό θεσμικό πλαίσιο με άμεσες επιπτώσεις στον τρόπο που οργανώνονται οι διάφοροι συνεταιρισμοί έγκειται στο ότι στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις μπορούν να μετέχουν αποκλειστικά και μόνο συνεταιρισμοί και συνεταιριστικές οργανώσεις της ίδιας κατηγορίας ή και του ίδιου κλάδου, αποτρέποντας έτσι την όποια διασυνεταιριστική συνεργασία.
Προς αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναφύονται από την πολυδιάσπαση της συνεταιριστικής νομοθεσίας, προτείνεται η ενοποίησή της ως προς την οργάνωση των συνεταιρισμών σε βαθμίδες για τους παρακάτω λόγους:
·       Δυνατότητα συνεργασίας των συνεταιρισμών, ανεξαρτήτως κατηγορίας και τομέα δράσης, σε δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις, η οποία είναι αναγκαία για τη βιώσιμη ανάπτυξη της κοινότητας σε τοπική, εθνική και διεθνή κλίμακα.
·       Ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των συνεταιρισμών με αυτοκαθορισμό του ρόλου των ενώσεών τους (δυνατότητα επιλογής των δραστηριοτήτων τους: εάν θα είναι δηλαδή οικονομικές, υποστηρικτικές ή και τα δυο).
·       Δυνατότητα δημιουργίας ενός πανελλήνιου φορέα εκπροσώπησης του συνεταιριστικού κινήματος στον οποίο θα μπορούν να συμμετέχουν ως μέλη οι συνεταιρισμοί και οι οργανώσεις συνεταιρισμών κάθε κατηγορίας[42].

ζ) Διανομή πλεονασμάτων – κερδών
Οι ειδικοί συνεταιριστικοί νόμοι υιοθετούν διαφορετική ορολογία, όταν καλούνται να ρυθμίσουν τη διανομή των πλεονασμάτων – κερδών τους. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης σε ορισμένους συνεταιρισμούς κάνει λόγο για πλεονάσματα και κέρδη (έννοιες τις οποίες διακρίνει μεταξύ τους προβλέποντας μάλιστα και διαφορετικό τρόπο διανομής για το καθένα), σε άλλες κατηγορίες συνεταιρισμών γίνεται αναφορά μόνο σε πλεονάσματα και στις λοιπές κατηγορίες συνεταιρισμών ο νομοθέτης κάνει λόγο μόνο σε κέρδη[43].
Η χρήση διαφορετικής ορολογίας δημιουργεί καταρχάς εννοιολογική σύγχυση ως προς το περιεχόμενο των όρων αυτών. Ειδικότερα, όταν ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο κέρδος με την έννοια που απαντάται σε άλλες μορφές εταιρειών (ή τον όρο πλεόνασμα εννοώντας το εταιρικό κέρδος) δημιουργείται σύγχυση ως προς την κατ’ αρχήν μη κερδοσκοπική φύση των συνεταιρισμών. Πέραν όμως αυτού, το εννοιολογικό ζήτημα που δημιουργείται έχει και πρακτικές προεκτάσεις, διότι η ορολογία την οποία χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στα νομικά κείμενα επιδρά και στον τρόπο διανομής. Για παράδειγμα, όταν ο νομοθέτης δεν διακρίνει την έννοια των πλεονασμάτων από εκείνη των κερδών σε έναν συνεταιρισμό, τότε δεν επιφυλάσσει και διαφορετικό τρόπο διανομής τους και κατ’ επέκταση διακριτής φορολογικής τους αντιμετώπισης.
Από τη στιγμή που ο νομοθέτης χρησιμοποιεί διαφορετική ορολογία μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών συνεταιρισμών, εισάγει κατά λογική ακολουθία και ετερόκλητους κανόνες ως προς τον τρόπο διανομής των πλεονασμάτων – κερδών. Κατά συνέπεια, σε ορισμένες κατηγορίες συνεταιρισμών ο νομοθέτης ενσωματώνει την 3η διεθνή συνεταιριστική αρχή[44] στους κανόνες διανομής, ενώ σε άλλες περιπτώσεις απομακρύνεται από την εν λόγω αρχή υιοθετώντας κανόνες που προσιδιάζουν σε κεφαλαιουχικές εταιρείες, με το να επιτρέπει για παράδειγμα να διανέμονται τα πλεονάσματα στα μέλη του συνεταιρισμού με μοναδικό κριτήριο τις κεφαλαιακές τους εισφορές ή να επιτρέπει τα κέρδη του συνεταιρισμού να διανεμηθούν στα μέλη[45].
Το πολυνομικό συνεταιριστικό πλαίσιο οδήγησε, όπως παρατηρήθηκε παραπάνω, σε διαφορετικές προσεγγίσεις γύρω από το ζήτημα της διανομής των πλεονασμάτων – κερδών δημιουργώντας ποικίλα προβλήματα, τα οποία για να αντιμετωπιστούν προϋποθέτουν μια ενιαία προσέγγιση του υπό ρύθμιση ζητήματος. Εκ τούτου προκύπτει η ανάγκη εισαγωγής μιας γενικής ρύθμισης για όλους τους συνεταιρισμούς, η οποία:
·       α) θα διακρίνει και θα προσδιορίζει τις έννοιες πλεόνασμα και κέρδος, σύμφωνα με τη συνεταιριστική θεωρία,
·       β) θα θέτει κοινούς κανόνες περί διανομής, που θα ισχύουν κατ’ αρχήν για όλους τους συνεταιρισμούς, διαμορφώνοντας έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή μεταξύ των διαφόρων συνεταιρισμών, σύμφωνο με τη συνεταιριστική θεωρία και ιδίως την 3η διεθνή συνεταιριστική αρχή, παρέχοντας ωστόσο ευελιξία στους συνεταιρισμούς για να εξειδικεύσουν και να προσαρμόσουν τους κανόνες αυτούς σύμφωνα με τις ανάγκες και επιδιώξεις τους.
Πιο συγκεκριμένα, οι λόγοι που υπαγορεύουν την εισαγωγή μιας τέτοιας διάταξης είναι οι εξής:
·       Η ανάγκη προσδιορισμού της έννοιας του κέρδους σύμφωνα με το ειδικό περιεχόμενο που έχει στους συνεταιρισμούς (ως οικονομικό αποτέλεσμα προερχόμενο από τις συναλλαγές τρίτων με τον συνεταιρισμό, καθώς οι συνεταιρισμοί δεν μπορούν να επιδιώκουν το κέρδος όταν συναλλάσσονται με τα μέλη τους)[46].
·       Η ανάγκη προσδιορισμού της έννοιας του πλεονάσματος σύμφωνα με το ειδικό περιεχόμενο που έχει στους συνεταιρισμούς (ως οικονομικό αποτέλεσμα προερχόμενο από τις συναλλαγές των μελών με τον συνεταιρισμό) και αποτροπή εσφαλμένης χρήσης του ως συνώνυμο του κέρδους.
·       Η διαφοροποίηση των άνω όρων θα επιτρέψει και έναν διαφορετικό τρόπο διανομής τους.
·       Η εναρμόνιση των ειδικών συνεταιριστικών νόμων με τους άνω ορισμούς θα επιτύχει τη χρήση κοινής ορολογίας μεταξύ τους.
·       Η εναρμόνιση της ελληνικής συνεταιριστικής νομοθεσίας με το PECOL [sec 3.6(1) και 3.7 (1)] και τη συνεταιριστική θεωρία, που υιοθετεί τη διάκριση πλεονασμάτων – κερδών, καθώς και τη διαφορετική διανομή τους.
·       Η αποτελεσματική υλοποίηση των διεθνών συνεταιριστικών αρχών, εφόσον προτρέπονται οι συνεταιρισμοί από τις γενικές διατάξεις να επενδύσουν τα πλεονάσματα και κέρδη τους σε δραστηριότητες που προάγουν τις συνεταιριστικές τους αρχές, ιδίως δε σε δράσεις συνεταιριστικής εκπαίδευσης (5η διεθνής συνεταιριστική αρχή), διασυνεταιριστικής συνεργασίας (6η διεθνής συνεταιριστική αρχή) και μέριμνας προς την κοινότητα (7η διεθνής συνεταιριστική αρχή).
·       Η επιβράβευση των μελών που συναλλάσσονται με τον συνεταιρισμό διανέμοντας τα πλεονάσματα (ή μέρος αυτών) στα μέλη με κριτήριο τις συναλλαγές τους με τον συνεταιρισμό, κατοχυρώνοντας έτσι δια νόμου και για όλους τους συνεταιρισμούς «τον παραδοσιακό τρόπο ανταμοιβής των μελών για την υποστήριξή τους προς τον συνεταιρισμό»[47].
·       Η αποτροπή διανομής κερδών στα μέλη[48], πράγμα το οποίο είναι αντίθετο με την κατ’ αρχήν μη κερδοσκοπική φύση των συνεταιρισμών και ως πρακτική μπορεί να επιφέρει αλλοιώσεις στο χαρακτήρα και τους σκοπούς των συνεταιρισμών.
·       Η αποτροπή εισαγωγής στους συνεταιρισμούς στοιχείων που προσιδιάζουν σε κεφαλαιουχικές-κερδοσκοπικές εταιρείες, με απώτερο στόχο την προστασία και ενδυνάμωση της συνεταιριστικής τους ταυτότητας.

η) Διανομή του προϊόντος εκκαθάρισης
Οι ειδικοί συνεταιριστικοί νόμοι δεν ρυθμίζουν με κοινό τρόπο το ζήτημα της διανομής του εναπομένοντος προϊόντος εκκαθάρισης, το οποίο είναι το υπόλοιπο που προκύπτει από τη ρευστοποιημένη συνεταιριστική περιουσία μετά από την εξόφληση των χρεών του συνεταιρισμού και την επιστροφή των συνεταιριστικών μερίδων στα μέλη. Ορισμένες κατηγορίες συνεταιρισμών οφείλουν να καταθέσουν το υπόλοιπο αυτό στον φορέα που υποδεικνύει ο νόμος, άλλοι συνεταιρισμοί μπορούν να το διανείμουν στα μέλη τους, ενώ οι λοιπές κατηγορίες συνεταιρισμών μπορούν να το διαθέσουν σε άλλους συνεταιρισμούς ή υπέρ κοινωφελών δράσεων[49].
Ο νομοθέτης εδώ υιοθετεί εκ διαμέτρου αντίθετες νομοθετικές λύσεις ως προς την τύχη του υπολοίπου της εκκαθάρισης: εκκινώντας από το ένα άκρο, όπου αναγνωρίζει σε ορισμένους υπό εκκαθάριση συνεταιρισμούς τη δυνατότητα να διαθέσουν το εναπομένον υπόλοιπο σε κοινωφελείς δράσεις, φτάνοντας στο άλλο άκρο όπου επιτρέπει σε άλλους συνεταιρισμούς τη διανομή στα μέλη τους, ενώ σε μια τρίτη περίπτωση υποχρεώνει ορισμένες κατηγορίες συνεταιρισμών να καταθέσουν το υπόλοιπο στον οργανισμό ή φορέα, που ορίζει ο νόμος.
Η εισαγωγή υποχρεωτικών και αυστηρών διατάξεων σε ορισμένους συνεταιρισμούς έναντι ελαστικών διατάξεων σε άλλους περιορίζει τον βαθμό αυτονομίας/αυτοδιοίκησης των μεν έναντι των δε με βάση την κατηγορία συνεταιρισμών στην οποία ανήκουν. Η κατηγορία, όμως, ενός υπό εκκαθάριση συνεταιρισμού ή ο τομέας στον οποίο δραστηριοποιούταν πριν από τη λύση του είναι στοιχείο αδιάφορο για την τύχη του προϊόντος εκκαθάρισης. Η διαφορετική αυτή νομοθετική μεταχείριση υφίσταται ακόμη και μεταξύ συνεταιρισμών με παρεμφερείς σκοπούς, όπως για παράδειγμα ένας υπό εκκαθάριση ΚΟΙΣΠΕ μπορεί να διανείμει το εναπομένον υπόλοιπο στα μέλη του, ενώ μια ΚΟΙΝΣΕΠ ένταξης οφείλει να το καταθέσει στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας.
Παράλληλα, η δυνατότητα που έχουν ορισμένοι συνεταιρισμοί να διανέμουν το προϊόν εκκαθάρισης στα μέλη τους αποτελεί στοιχείο που απαντάται σε κεφαλαιουχικές-κερδοσκοπικές κυρίως εταιρείες[50]. Η εισαγωγή του στοιχείου αυτού στους συνεταιρισμούς παραγνωρίζει το πνεύμα της 3ης διεθνούς συνεταιριστικής αρχής. Η τελευταία ορίζει –μεταξύ άλλων– ότι: «τα μέλη διαθέτουν τα πλεονάσματα για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς: την ανάπτυξη του συνεταιρισμού τους, ενδεχομένως με τη δημιουργία αποθεματικών, μέρος των οποίων τουλάχιστον θα είναι αδιανέμητα [….]»[51]. Σκοπός της αρχής αυτής είναι να προτρέψει τους συνεταιρισμούς να διατηρήσουν αδιανέμητο ένα μέρος των αποθεματικών τους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια λειτουργίας του συνεταιρισμού, αλλά και μετά από ενδεχόμενη λύση του. Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση συνεταιρισμού πρέπει να διανέμεται σε συνεταιρισμούς ή σε κοινωφελείς δράσεις υπέρ της κοινότητας και όχι στα μέλη[52]. Τα μέλη πρέπει να αποκλείονται από την ανωτέρω διανομή για να προστατευθεί ο συνεταιρισμός από μια πρόωρη και κακόπιστη λύση του από τα νυν μέλη του, τα οποία επιθυμούν να καρπωθούν την κοινή περιουσία του συνεταιρισμού όπως αυτή διαμορφώθηκε από προηγούμενες γενιές μελών[53].
Έναντι της διακριτής νομοθετικής μεταχείρισης που επιφυλάσσει η συνεταιριστική νομοθεσία στις διάφορες κατηγορίες συνεταιρισμών και των συνεπειών που αυτό επιφέρει, προτείνεται η εισαγωγή γενικής διάταξης, ισχύουσας για όλους τους συνεταιρισμούς, η οποία:
·       α) θα αποκλείει τα μέλη από τη διανομή του εναπομένοντος υπολοίπου[54],
·       β) θα επιτρέπει στον συνεταιρισμό να επιλέξει να διαθέσει το υπόλοιπο σε άλλους συνεταιρισμούς ή υπέρ κοινωφελών δράσεων.
Ειδικότερα, οι λόγοι που υπαγορεύουν την άνω ενιαία νομοθετική μεταχείριση των υπό εκκαθάριση συνεταιρισμών ως προς την τύχη του εναπομένοντος ενεργητικού τους είναι οι εξής:
·       Ίση νομοθετική μεταχείριση των συνεταιρισμών ως προς τη διανομή του υπολοίπου της εκκαθάρισης.
·       Αποτροπή εισαγωγής στοιχείων από τις κεφαλαιουχικές-κερδοσκοπικές εταιρείες στους συνεταιρισμούς.
·       Προστασία όλων των συνεταιρισμών από ενδεχόμενη κακόπιστη λύση τους.
·       Εναρμόνιση της συνεταιριστικής νομοθεσίας με την 3η διεθνή συνεταιριστική αρχή και sec 3.8(2) PECOL[55].
·       Η διανομή του εναπομένοντος προϊόντος μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο προώθησης συνεταιριστικών αρχών και αξιών, όπως για παράδειγμα με τη διάθεση υπολοίπου υπέρ νέων συνεταιρισμών (εμπέδωση της αλληλεγγύης μεταξύ συνεταιρισμών) ή υπέρ κοινωφελών δράσεων (εμπέδωση της 7ης διεθνούς συνεταιριστικής αρχής).

θ) Ευθύνη μελών για τα χρέη του συνεταιρισμού
Η έκταση της ευθύνης αλλά και η σειρά με την οποία ευθύνονται οι συνεταιριστές[56] διαφέρουν ανάλογα με την κατηγορία συνεταιρισμών. Ειδικότερα, η ευθύνη των μελών αγροτικού συνεταιρισμού και ΔΑΣΕ είναι επικουρική[57], ενώ των μελών αστικού συνεταιρισμού είναι άμεση[58]. Αναφορικά με την έκταση της ευθύνης, για τους ΚΟΙΣΠΕ, τις ΚΟΙΝΣΕΠ και τους ΣΥΝΕΡΓ, η ευθύνη των μελών τους δεν μπορεί να ξεπερνά την αξία της συνεταιριστικής τους μερίδας, ενώ στους αστικούς συνεταιρισμούς, τα ιδρυτικά μέλη μπορούν να επιλέξουν τη σύσταση αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ή απεριόριστης ευθύνης[59].
Οι παραπάνω αποκλίσεις δεν προκύπτουν από την κατηγορία των συνεταιρισμών, αλλά κάποιες εξ αυτών έχουν επηρεαστεί από τις αρχικές απόψεις που επικρατούσαν γύρω από την ευθύνη των συνεταιριστών για χρέη του συνεταιρισμού τους, ενώ άλλες αντανακλούν την πιο σύγχρονη οπτική επ’ αυτού. Συγκεκριμένα, η άμεση και απεριόριστη ευθύνη εμφανίστηκε κυρίως στα αρχικά στάδια ανάπτυξης των συνεταιρισμού, όπου υπήρχε ανάγκη διασφάλισης των απαιτούμενων πιστώσεων για την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος[60]. Με την ανάπτυξη όμως των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, η ευθύνη μετεξελίχθηκε σε επικουρική και περιορισμένη, η οποία αντανακλά και τη στάση του σύγχρονου νομοθέτη[61].
Για τον λόγο αυτό καθίσταται επιβεβλημένη η προσαρμογή και εναρμόνιση της συνεταιριστικής νομοθεσίας στα σύγχρονα δεδομένα, εισάγοντας μια γενική διάταξη η οποία θα ορίζει ότι τα μέλη ενός συνεταιρισμού ευθύνονται για τα χρέη του προς τρίτους επικουρικά και περιορισμένα έως το όριο που θέτει το καταστατικό, το οποίο ισούται με το ποσό της υποχρεωτικής συνεταιριστικής μερίδας ή με ακέραιο πολλαπλάσιο αυτής[62].

Β. Σύγκριση της νομοθεσίας περί ομόρρυθμων και ανωνύμων εταιρειών με την συνεταιριστική νομοθεσία
Αφού εξετάστηκαν τα βασικότερα σημεία της συνεταιριστικής νομοθεσίας, χρήσιμο θα ήταν να αναφερθεί σε αδρές γραμμές πώς ο νομοθέτης ρυθμίζει άλλες εμπορικές εταιρείες και πιο συγκεκριμένα την Ομόρρυθμη Εταιρεία (ΟΕ), η οποία αποτελεί τη βασικότερη κατηγορία προσωπικών εταιρειών, και την Ανώνυμη Εταιρεία (ΑΕ), η οποία αποτελεί τη βασικότερη κατηγορία κεφαλαιουχικών εταιρειών.      
Μια πρώτη παρατήρηση μέσα από την αντιπαραβολή αυτή είναι ότι το συνεταιριστικό δίκαιο είναι κατά 80 έτη νεότερο από το δίκαιο των ΟΕ και ΑΕ. Ειδικότερα, η ΟΕ όσο και η ΑΕ κατοχυρώθηκαν το 1835 για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την εισαγωγή του εμπορικού γαλλικού νόμου του 1807[63], ενώ οι συνεταιρισμοί πολύ αργότερα με τον Ν. 602/1915[64].
Στη συνέχεια, εξετάζοντας τον ρυθμό μεταβολής των ανωτέρω νομοθεσιών σημειώνουμε ότι οι διατάξεις του Εμπορικού Νόμου για τις ΟΕ ισχύουν κατά βάση έως την εισαγωγή του Ν. 4072/2012 και για τις ΑΕ έως την εισαγωγή του Ν. 2190/1920, ο οποίος πολλάκις τροποποιηθείς αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από τον πρόσφατο Ν. 4548/2018. Σύμφωνα με τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι παρότι και στο δίκαιο των ΟΕ και των ΑΕ επισυμβαίνουν μεταβολές, αυτές ακολουθούν πιο αργούς ρυθμούς έναντι των συνεταιρισμών και επιπρόσθετα οι βασικοί νόμοι περί ΟΕ και ΑΕ έχουν μακρά διάρκεια και δεν καταργούνται ολοσχερώς αλλά αντικαθίστανται σε βάθος χρόνου. Απεναντίας, στους συνεταιρισμούς το νομικό τοπίο είναι διαρκώς μεταβαλλόμενο με τη συχνή εισαγωγή ειδικών συνεταιριστικών νόμων, την τροποποίησή τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τέλος την αντικατάστασή τους από νεότερους .
Όσον αφορά το περιεχόμενο των διατάξεων, παρατηρούμε ότι ο νομοθέτης όταν καλείται να ρυθμίσει τις ΟΕ και ΑΕ θεσπίζει διατάξεις γενικής εφαρμογής, που ισχύουν κατ’ αρχήν για όλες τις ΟΕ και ΑΕ, πλην ορισμένων ειδικών περιπτώσεων, οι οποίες λόγω του τομέα δραστηριοποίησής τους υπόκεινται σε ειδικότερες ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις γενικές διατάξεις (όπως για π.χ. οι ΟΕ ειδικής σύνθεσης, στις οποίες μετέχουν εταιρείες που δεν διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης[65] ή οι τραπεζικές ΑΕ, οι ασφαλιστικές ΑΕ ή οι αθλητικές ΑΕ ή οι εισηγμένες ΑΕ[66]). Παράλληλα, ο νομοθέτης φέρεται να μεριμνά για τη συνοχή των σχετικών διατάξεων, καθώς τα βασικά θέματα σύστασης, λειτουργίας και οργάνωσης των ΑΕ συγκεντρώνονται σε έναν νόμο, ενώ για τις ΟΕ, όπου οι σχετικές διατάξεις απαντώνται σε πολυνομοσχέδιο, ο νομοθέτης με το αρθ. 330 παρ. 1 του Ν. 4072/2012 δεσμεύεται ρητώς ότι θα προχωρήσει στην έκδοση προεδρικού διατάγματος, που θα κωδικοποιεί την ισχύουσα νομοθεσία περί προσωπικών εταιρειών.
Πέραν όμως της κοινής νομοθεσίας, οι ΟΕ και ΑΕ, όπως άλλωστε και κάθε άλλη εμπορική εταιρεία προστατεύεται από το Σύνταγμα και ειδικότερα από αρθ. 5.1 ως έκφανση της οικονομικής ελευθερίας[67], χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά ή διάκριση στις επιμέρους κατηγορίες εταιρειών, όπως στο αρθ. 12 παρ. 4 περί συνεταιρισμών.
Απόρροια της ενότητας του δικαίου των ΟΕ και ΑΕ είναι η καταχώρισή τους στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ)[68], γεγονός το οποίο διευκολύνει τη στατιστική καταγραφή και εν γένει παρακολούθηση της πορείας τους. Μάλιστα η επίσημη ιστοσελίδα του ΓΕΜΗ παρέχει τη δυνατότητα στους επισκέπτες της να ενημερώνονται για τον αριθμό συστάσεων και διαγραφών των εμπορικών εταιρειών (συνολικά ή ανά νομική μορφή) ανά ημέρα, μήνα και έτος[69].
Με βάση τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίο νομοθετεί ο Έλληνας νομοθέτης διαφέρει σημαντικά, όταν θεσπίζει κανόνες δικαίου για τους συνεταιρισμούς σε σχέση με άλλες μορφές εμπορικών εταιρειών. Ειδικότερα, ο ευμετάβλητος χαρακτήρας και η πολυδιάσπαση του συνεταιριστικού δικαίου αποτελούν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εν λόγω κλάδου τα οποία δεν απαντώνται με την ίδια ένταση και έκταση στο δίκαιο άλλων εμπορικών εταιρειών όπως οι ΟΕ και οι ΑΕ (βλ. Εικόνα 1).

Συμπεράσματα
Σε αντίθεση με τα ισχύοντα σε άλλες εταιρικές μορφές, όπως για π.χ. στις ΟΕ ή στις ΑΕ, όπου ισχύει ένας γενικός νόμος, που διέπει κατ’ αρχήν όλες τις ΟΕ και ΑΕ, στους συνεταιρισμούς το φαινόμενο του θεσμικού κατακερματισμού τείνει να προσλάβει στοιχεία κανονικότητας, αποτελώντας μια χρόνια παθογένεια. Πιο συγκεκριμένα, ο Έλληνας νομοθέτης δεν προσεγγίζει τον συνεταιριστικό θεσμό με ενιαίο τρόπο, αλλά αντίθετα εισάγει ολοένα και περισσότερους ειδικούς συνεταιριστικούς νόμους, που διέπουν ορισμένες κατηγορίες και υποκατηγορίες συνεταιρισμών. Μεταξύ των ειδικών αυτών συνεταιριστικών νόμων εντοπίστηκαν αποκλίσεις, οι οποίες δεν υπαγορεύονται από την κατηγορία του συνεταιρισμού την οποία ρυθμίζουν, αλλά πιθανότατα προέκυψαν από τον αποσπασματικό, συγκυριακό τρόπο νομοθέτησης περί συνεταιρισμών, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η συνεταιριστική ταυτότητα του θεσμού ή να δίδεται μέριμνα για την εναρμόνιση των αλληλοεπικαλυπτόμενων και αλληλοσυγκρουόμενων διατάξεων.
Η πολυδιάσπαση αυτή δεν φέρεται να είναι ούτε ωφέλιμη ούτε αναγκαία για τον συνεταιριστικό θεσμό. Ειδικότερα, οι εξειδικευμένοι ορισμοί εν απουσία ενός γενικού συνεταιριστικού ορισμού ενισχύουν τη διασπασμένη αντίληψη περί συνεταιρισμών. Η διάκριση των συνεταιρισμών σε τεχνητές κατηγορίες και υποκατηγορίες εν τέλει εμποδίζει τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων και των σκοπών τους. Επιπρόσθετα, η σύστασή τους ενώπιον διαφορετικών αρχών και βάσει διαφορετικών προθεσμιών, καθώς και η υπαγωγή τους σε διαφορετικά εποπτικά και ελεγκτικά όργανα με ίδιες όμως αρμοδιότητες δεν διευκολύνει την παρακολούθηση και στατιστική καταγραφή του συνεταιριστικού κινήματος στο σύνολό του ενώ, η εμπόδιση συσπείρωσης των συνεταιρισμών σε δεύτερο και τρίτο βαθμό αντιτίθεται στην 6η διεθνή συνεταιριστική αρχή «συνεργασίας μεταξύ των συνεταιρισμών». Επίσης, η χαοτική πολυνομία επέτρεψε την εισαγωγή στοιχείων από κεφαλαιουχικές-κερδοσκοπικές εταιρείες ως προς τη διανομή κερδών και του προϊόντος εκκαθάρισης, τα οποία δεν συμφωνούν με την ιδιαίτερη μη κερδοσκοπική φύση των συνεταιρισμών. Τέλος, η διάταξη περί απεριόριστης και άμεσης ευθύνης των μελών για τα χρέη του συνεταιρισμού η οποία προβλέπεται για ορισμένες κατηγορίες συνεταιρισμών αντανακλά απαρχαιωμένες αντιλήψεις και χρήζει εναρμόνισης με τις αντίστοιχες διατάξεις των ειδικών συνεταιριστικών νόμων, αλλά και εκσυγχρονισμού της σύμφωνα με τα νέα δεδομένα.
Κατά συνέπεια, η πολυδιάσπαση αυτή διαμορφώνει μια κατακερματισμένη αντίληψη γύρω από το συνεταιριστικό θεσμό, οδηγεί σε άνιση μεταχείριση ορισμένων κατηγοριών συνεταιρισμών έναντι άλλων, και τέλος κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση από το πνεύμα που επικράτησε στο Συνέδριο του Μάντσεστερ το 1995, όπου η ΔΣΕ διαμόρφωσε έναν κοινό ορισμό και κοινές αξίες και αρχές, ως έναν ελάχιστο πυρήνα στοιχείων που απαρτίζουν τη συνεταιριστική ταυτότητα, υπό την οποία καλούνται να συσπειρωθούν όλοι οι συνεταιρισμοί, ανεξαρτήτως κατηγορίας ή τομέα δράσης.


Βιβλιογραφία
Α) Ξενόγλωσση
Fajardo, G., Fici, A., Henrÿ, H., Hiez, D., Meira, D., Münkner, H.H., Snaith, I., Principles of European cooperative law: Principles, commentaries and national reports, Intersentia, 2017
MacPherson, Ι. Συνεταιριστικές αρχές για τον 21ο αιώνα, Ινστιτούτο Συνεταιριστικών Μελετών,1997.
Principles Committee, Guidance Notes to the cooperative principles, International Co-operative Alliance, 2015

Β) Ελληνόγλωσση
Αβδελίδης, Π.Σ., Το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα – ιστορική εξέλιξη και δράση, προβλήματα και προοπτικές ανάπτυξης, (2η εκδ.), 1976.
Αδάμ, Σ., Κορνηλάκης, Α., Καβουλάκος, Κ., Το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στην Ελλάδα. Η εμπειρία της δημόσιας διαβούλευσης και μια κριτική αποτίμηση του Ν. 4430/2016, Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας, 2018.
Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου νόμου «Ενεργειακές Κοινότητες και άλλες διατάξεις», https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=24ac2366-281a-488b-97a9-a846014bc8bb
Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου νόμου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις», https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=de53343e-dbb3-4c24-b7c9-a69700b7f2bb Βλ. και αρθ. 1 Ν. 4430/2016.
Αλεξανδρίδου, Ε., Δίκαιο εμπορικών εταιριών. Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες, (2η έκδ.), Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
Δουβίτσα, Ι. Η εποπτεία και ο έλεγχος των αγροτικών συνεταιρισμών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Νομική Σχολή, Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης, 2016 (διδακτορική διατριβή).
Δουβίτσα, Ι. Στοχεύοντας στην εναρμόνιση του νομικού πλαισίου για τους συνεταιρισμούς. Τελική έκθεση υποβληθείσα στο πλαίσιο του προγράμματος «Τεχνική βοήθεια για την ανάπτυξη του σχεδίου Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στην Ελλάδα», 2018.
Εισηγητική Έκθεση του Ν. 602/1915 σε: Δ. Μαυρόγιαννη, Δ. Κασσαβέτη, Χ. Τσουραμάνη, Κείμενα ελληνικού, κοινοτικού και διεθνούς συνεταιριστικού δικαίου και πολιτικής, (2η εκδ., τ. 1), εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1998.
Εισηγητική Έκθεση του Ν. του 921/1979 σε: Δ. Μαυρόγιαννη, Δ. Κασσαβέτη, Χ. Τσουραμάνη, Κείμενα ελληνικού, κοινοτικού και διεθνούς συνεταιριστικού δικαίου και πολιτικής, (2η εκδ., τ. 1),, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998.
Καμινάρη, Ο., Παπαγεωργίου, Κ., Οι έννοιες πλεονάσματα, κέρδη και καθαρό εισόδημα στους συνεταιρισμούς, Κοινωνική Οικονομία, τεύχος Απριλίου, 2016, http://isem-journal.blogspot.gr/2016/04/blog-post_72.html
Κασσαβέτης, Δ. Κώδικας συνεταιρισμών: Με νομολογία κατ’ άρθρον & εισηγητικές εκθέσεις, Εκδόσεις Βασ. Ν. Κατσαρού, 2006, (πρόλογος).
Κασσαβέτης, Δ., Συνεταιριστικοί θεσμοί Ι. Αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις (θεωρία – νομοθεσία - νομολογία), εκδόσεις Βασ. Ν. Κατσαρού, 2005.
Κιντής, Σ., Δίκαιο συνεταιρισμών ΙΙ. Αστικοί συνεταιρισμοί, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2004.
Κιντής, Σ., Δίκαιο συνεταιρισμών: Εισαγωγικές γνώσεις, (2η έκδ. αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997.
Κλήμη-Καμινάρη, Ο., Παπαγεωργίου, Κ., Κοινωνική οικονομία. Μια πρώτη προσέγγιση, Ελληνοεκδοτική, 2010.
Κλήμης, Α. Οι συνεταιρισμοί (με την ειδική έννοια του ν. 602) και τα ελληνικά Συντάγματα, 1975.
Μάνεσης, Α. Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 1986, Παρατηρητής, 1989.
Μητροπούλου, Α.Α., Σχολιασμός του προτεινομένου σχεδίου νόμου για τους Δασικούς Συνεταιρισμούς Εργασίας, Κοινωνική Οικονομία, τεύχος Οκτωβρίου 2016, ΙΣΕΜ. http://isem-journal.blogspot.gr/2016/10/blog-post_66.html
Ρόκας, Ι., Εταιρίες. Εισαγωγή στο δίκαιο των εταιριών του εμπορικού δικαίου, (5η έκδ.), Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
Τζίβα, Ε., Η εταιρική συμμετοχή στο συνεταιρισμό και ειδικότερα τα δικαιώματα των συνεταίρων, εκδόσεις Σάκκουλας, 2009.
Χασαπόπουλος, Π. Το δίκαιον των συνεταιρισμών: Ερμηνεία του νόμου 602/1915 «περί συνεταιρισμών», 1967.
Ψυχομάνης, Σ., Δίκαιο εμπορικών εταιριών, εκδόσεις Σάκκουλα, (3η έκδ.), 2018




[1] Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα της μελέτης  Δουβίτσα, Ι. (2019). Η ελληνική συνεταιριστική νομοθεσία: Από τον κατακερματισμό στην ενοποίηση. Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ.
https://gr.boell.org/el/2020/03/10/i-elliniki-synetairistiki-nomothesia-apo-ton-katakermatismo-stin-enopoiisi
[2] Διδάκτορας συνεταιριστικού δικαίου, Καθηγήτρια Σύμβουλος ΕΑΠ
[3]Στo πλαίσιο της παρούσας μελέτης θα επικεντρωθούμε στους εθελούσιους συνεταιρισμούς, δηλαδή όσων η ίδρυση και η συμμετοχή των μελών είναι προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας, και όχι στους αναγκαστικούς συνεταιρισμούς. Οι τελευταίοι ιδρύονται με νόμο και η συμμετοχή σε αυτούς συνιστά νόμιμη υποχρέωση. Κατά συνέπεια, αμφισβητείται αν οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί αποτελούν γνήσιους συνεταιρισμούς από τη στιγμή που δεν τηρούν την πρώτη συνεταιριστική αρχή περί εθελοντικής και ελεύθερης συμμετοχής.
[4] Α. Κλήμης, Οι συνεταιρισμοί (με την ειδική έννοια του ν. 602) και τα ελληνικά Συντάγματα, 1975, σ.7. Βλ. και Ι. Δουβίτσα, Η εποπτεία και ο έλεγχος των αγροτικών συνεταιρισμών, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Νομική Σχολή, Τομέας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης, 2016, σ. 97επ. (διδακτορική διατριβή).
[5] Κλήμης, ο.π.,σ. 14.
[6] Κλήμης, ο.π.,σ. 23.
[7] Κλήμης, ο.π.,σ. 31.
[8] Για τη μεταφορά του Συντάγματος του 1975 στη δημοτική βλ. Α. Μάνεση, η Συνταγματική Αναθεώρηση του 1986, Παρατηρητής, 1989, σ. 98-110.
[9] Βλ. Εισηγητική Έκθεση του Ν. 602/1915 σε: Δ. Μαυρόγιαννη, Δ. Κασσαβέτη, Χ. Τσουραμάνη, Κείμενα ελληνικού, κοινοτικού και διεθνούς συνεταιριστικού δικαίου και πολιτικής, (2η εκδ., τ. 1), εκδόσεις Αντ.Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 425 (427).
[10]Π. Χασαπόπουλος, Το δίκαιον των συνεταιρισμών: Ερμηνεία του νόμου 602/1915 «περί συνεταιρισμών», 1967, σ. 169.
[11]Χασαπόπουλος, ο.π., σ. 75-76.
[12] Δ. Κασσαβέτης, Κώδικας συνεταιρισμών: Με νομολογία κατ’ άρθρον & εισηγητικές εκθέσεις, 2006, (πρόλογος), Ο. Κλήμη-Καμινάρη, Κ. Παπαγεωργίου, Κοινωνική οικονομία. Μια πρώτη προσέγγιση, 2010, σ.122.
[13]Βλ. Εισηγητική Έκθεση του Ν. του 921/1979 σε: Δ. Μαυρόγιαννη, Δ. Κασσαβέτη, Χ. Τσουραμάνη, Κείμενα ελληνικού, κοινοτικού και διεθνούς συνεταιριστικού δικαίου και πολιτικής, (2η εκδ., τ. 1),, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 243 (251).
[14]Βλ. Εισηγητική Έκθεση του Ν. του 921/1979 σε: Δ. Μαυρόγιαννη, Δ. Κασσαβέτη, Χ. Τσουραμάνη, ο.π., σ. 243 (251).
[15]Κασσαβέτης, Δ., Συνεταιριστικοί θεσμοί Ι. Αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις (θεωρία – νομοθεσία -
νομολογία), εκδόσεις Σταμάτη, 2005, σ. 67επ.
[16]Ι. Δουβίτσα, Στοχεύοντας στην εναρμόνιση του νομικού πλαισίου για τους συνεταιρισμούς. Τελική έκθεση υποβληθείσα στο πλαίσιο του προγράμματος «Τεχνική βοήθεια για την ανάπτυξη του σχεδίου Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας στην Ελλάδα», 2018, σ. 3.
[17]Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου νόμου «Ενεργειακές Κοινότητες και άλλες διατάξεις», σ. 1-2. https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=24ac2366-281a-488b-97a9-a846014bc8bb
[18]Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου νόμου «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις», σ. 1-2. https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=de53343e-dbb3-4c24-b7c9-a69700b7f2bb Βλ. και αρθ. 1 Ν. 4430/2016.
[19]Ο επιδιωκόμενος σκοπός του συνεταιρισμού να καλύψει τις ανάγκες των μελών του, αν και απαντάται στους περισσότερους ειδικούς συνεταιριστικούς νόμους, σε ορισμένες περιπτώσεις διευρύνεται. Ειδικότερα, ο σκοπός των αγροτικών συνεταιρισμών, των ΔΑΣΕ, των αστικών συνεταιρισμών και των συνεταιρισμών εργαζομένων συνίσταται στην προαγωγή και ανάπτυξη των μελών τους. Για τις ΚΟΙΝΣΕΠ, τους ΚΟΙΣΠΕ αλλά και τους φορείς που αποκτούν την ιδιότητα του Φορέα ΚΑΛΟ λόγω πλήρωσης των προϋποθέσεων του αρθ. 3 παρ. 1(δ) του ν. 4430/2016, ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν περιορίζεται στη συλλογική ωφέλεια, όπως αυτή ορίζεται στο αρθ. 2.2 του ίδιου νόμου, δηλαδή την κάλυψη των αναγκών των μελών τους, αλλά επεκτείνεται και στην κοινωνική ωφέλεια, όπως αυτή ορίζεται στο αρθ. 2 παρ. 2 του ν. 4430/2016, την κάλυψη δηλαδή των αναγκών κοινωνικών ομάδων, της κοινότητας ή της κοινωνίας, εν γένει. Δουβίτσα, ο.π., 2018, σ. 14.
[20]Δουβίτσα, ο.π., 2018, σ. 14-15.
[21]Δουβίτσα, ο.π., 2018, σ. 14-15.
[22]Ι. MacPherson, Συνεταιριστικές αρχές για τον 21ο αιώνα, Ινστιτούτο Συνεταιριστικών Μελετών,1997, σ. 1.
[23]Βλ. αρθ. 1 Ν. 4673/2020.
[24]Για την άνιση μεταχείριση τόσο μεταξύ των νομικών προσώπων που αναγνωρίζονται ως αυτοδίκαιοι Φορείς ΚΑΛΟ, όσο και εκείνων που δεν αναγνωρίζονται από τη σύστασή τους ως Φορείς ΚΑΛΟ βλ. Σ. Αδάμ, Α. Κορνηλάκης, Κ. Καβουλάκος, Το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας στην Ελλάδα. Η εμπειρία της δημόσιας διαβούλευσης και μια κριτική αποτίμηση του Ν. 4430/2016, Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας, 2018, σ. 84-85.
[25] Α.Κλήμης, ο.π.,σ. 31.
[26] Για την πλειονότητα των συνεταιρισμών παρατηρείται ότι η αρχή που αποφασίζει για τη σύστασή τους, είναι το Ειρηνοδικείο της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα του ο υπό σύσταση συνεταιρισμός. Στην περίπτωση όμως των ΚΟΙΝΣΕΠ και των ΣΥΝΕΡΓ, ως αρμόδια αρχή ορίζεται η Διεύθυνση Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (πρώην Ειδική Γραμματεία ΚΑΛΟ) και συγκεκριμένα το Τμήμα Μητρώου Φορέων ΚΑΛΟ.
[27]Για τους αστικούς συνεταιρισμούς (αρθ. 1 παρ. 6 του Ν. 1667/1986) και τους ΚΟΙΣΠΕ (αρθ. 12 παρ. 3 του Ν. 2716/1999) ο νομοθέτης προβλέπει σύντομη προθεσμία (10 ημέρες), ενώ η προθεσμία είναι τριπλάσια για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς (αρθ. 4 παρ. 3 του Ν. 4673/2020) και τους ΔΑΣΕ (αρθ. 3 παρ. 2 του Ν. 4423/2016) (30 ημέρες). Στην περίπτωση των ΚΟΙΝΣΕΠ και των ΣΥΝΕΡΓ το Τμήμα Μητρώου εντός 30 ημερών εξετάζει την αίτηση εγγραφής, πέραν όμως αυτού δεν διευκρινίζεται εντός ποιας προθεσμίας θα πρέπει να ολοκληρωθεί η αντιπαραβολή του ηλεκτρονικού και με το πρωτότυπο καταστατικό για την έκδοση της βεβαίωσης εγγραφής (αρθ.11 παρ. 5. της υπ. αριθμ. 61621/Δ5.2643 Υπουργικής Απόφασης της 18ης Ιανουαρίου 2017.
[28] Η διαδικασία σύστασης προσδιορίζεται ρητώς στη νομοθεσία, η οποία δεν σημειώνει σημαντικές αποκλίσεις από συνεταιρισμό σε συνεταιρισμό. Ειδικότερα, κάθε υπό σύσταση συνεταιρισμός συντάσσει καταστατικό το οποίο υπογράφουν τα ιδρυτικά του μέλη. Στη συνέχεια ακολουθεί σχετικός έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές και η εγγραφή στο αντίστοιχο μητρώο ή βιβλίο που τηρείται από τις αρχές αυτές. Με την ως άνω καταχώριση, ο συνεταιρισμός αποκτά νομική προσωπικότητα και εμπορική ιδιότητα. Αν όμως το καταστατικό έχει ελλείψεις ή δεν συνάδει με την ισχύουσα νομοθεσία, τότε ο νομοθέτης δεν είναι υπέρμετρα αυστηρός οδηγώντας σε μια πρόωρη απόρριψη του αιτήματός σύστασης του συνεταιρισμού. Αντιθέτως, ορίζει ότι η αρμόδια για την έγκριση αρχή οφείλει να υποδείξει τις αναγκαίες διορθώσεις για την έγκριση του καταστατικού.
[29]Δουβίτσα, ο.π., 2018, σ. 168.
[30]«The ICA has teamed up with Euricse to continue production of the Global 300 list, but under a new name, the World Co-operative Monitor, at http://www.euricse.eu/en/WorldCooperativeMonitor. They will be collecting statistics on all co-operatives worldwide, not just the top cooperatives» https://www.ica.coop/en/global-co-operative-statistics
[31]Αρθ. 6 (a) ILO R. 193/2002: «Governments should provide a supportive policy and legal framework consistent with the nature and function of cooperatives and guided by the cooperative values and principles set out in Paragraph 3, which would: (a) establish an institutional framework with the purpose of allowing for the registration of cooperatives in as rapid, simple, affordable and efficient a manner as possible».
[32] Εξετάζοντας κανείς τις διατάξεις περί ελέγχου που εισάγει ο συνεταιριστικός νομοθέτης παρατηρεί τα εξής: α) οι αγροτικοί συνεταιρισμοί υπάγονται σε εξωτερικό έλεγχο (από νόμιμους ελεγκτές/ελεγκτικά γραφεία/ελεγκτές με άδεια άσκησης οικονομολογικού επαγγέλματος), β) οι ΔΑΣΕ σε εσωτερικό έλεγχο (Εποπτικό Συμβούλιο), γ) οι αστικοί συνεταιρισμοί και οι ΚΟΙΣΠΕ σε εσωτερικό και εξωτερικό έλεγχο (Εποπτικό Συμβούλιο /ειδικοί σύμβουλοι, εμπειρογνώμονες). Στην περίπτωση των ΚΟΙΝΣΕΠ και των ΣΥΝΕΡΓ δεν υπάρχει κάποια ρητή διάταξη στον ν. 4430/2016 που να προβλέπει έναν διακριτό τρόπο και όργανα για τον έλεγχό τους, πλην της μνείας στο εργαλείο κοινωνικού αντίκτυπου.
[33] Η υποβοήθηση του συνεταιρισμού, ο έλεγχος τήρησης της νομοθεσίας, του καταστατικού και των αποφάσεων των οργάνων του από το ΔΣ, καθώς και η τήρηση του μητρώου στο οποίο εγγράφεται ο εν λόγω συνεταιρισμός αποτελούν κοινά καθήκοντα που ασκούν οι εποπτικές αρχές. Επιπρόσθετα, η διεξαγωγή οικονομικού, διαχειριστικού, λογιστικού ελέγχου αποτελούν κοινά καθήκοντα που ασκούν οι ελεγκτικές αρχές και τα ελεγκτικά όργανα.
[34] Το γεγονός ότι οι ασκούμενες αρμοδιότητες παρουσιάζουν ομοιότητες δεν σημαίνει ότι και τα υποβαλλόμενα προς εξέταση έγγραφα και στοιχεία ταυτίζονται.
[35] Sec. 6(c)  ILO R. 193/2002: «Governments should provide a supportive policy and legal framework consistent with the nature and function of cooperatives and guided by the cooperative values and principles set out in Paragraph 3, which would: (c) provide for the adoption of measures for the oversight of cooperatives, on terms appropriate to their nature and functions, which respect their autonomy, and are in accordance with national law and practice, and which are no less favourable than those applicable to other forms of enterprise and social organization».
[36] Όπως για π.χ. οι ΔΑΣΕ, οι αστικοί συνεταιρισμοί, οι ΚΟΙΣΠΕ και οι ΕΚ.
[37]Οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις είναι οι εξής: οι Ενώσεις Δασικών Συνεταιρισμών Εργασίας, οι Ενώσεις και Ομοσπονδίες (αστικών) Συνεταιρισμών, οι Ενώσεις ΚΟΙΣΠΕ, οι Ενώσεις Ενεργειακών Κοινοτήτων. Οι τριτοβάθμιες οργανώσεις είναι οι εξής: η Εθνική Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών, η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Δασικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, η Συνομοσπονδία Συνεταιρισμών Ελλάδας, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Κοινωνικών Συνεταιρισμών και η Ομοσπονδία Ενώσεων Ενεργειακών Κοινοτήτων Ελλάδας.
[38] Το αρθ. 10 παρ. 2 του Ν. 4513/2018 για τις ΕΚ αναφέρει ότι οι ενώσεις ΕΚ συντονίζουν και προωθούν τις δραστηριότητες των μελών τους. Από την ανωτέρω διάταξη δεν προκύπτει εάν στις παραπάνω δραστηριότητες συμπεριλαμβάνονται και οι οικονομικές. Καθώς η διάταξη δεν αποκλείει τη διεξαγωγή οικονομικών δραστηριοτήτων και αφής στιγμής παραπέμπει στο αρθ. 12 του Ν. 1667/1986, συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν αποκλείει τη διεξαγωγή οικονομικών δραστηριοτήτων από τις ενώσεις αυτές.
[39]Αδάμ, Κορνηλάκης, Καβουλάκος, ο.π., σ.49-50.
[40] Οι κοινοπραξίες αποτελούν μια μορφή εταιρειών ευκαιρίας, καθώς ο επιδιωκόμενος από τους συμμετέχοντες εταίρους σκοπός είναι ορισμένος και έχει κατά κανόνα παροδικό χαρακτήρα (για π.χ. η διεξαγωγή και ολοκλήρωση ενός τεχνικού έργου). Στην περίπτωση που ο επιδιωκόμενος σκοπός τους είναι οικονομικός τότε ιδρύονται ως αστικές εταιρείεςμε νομική προσωπικότητα των αρθ. 741 επ. ΑΚ, ενώ εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός τους είναι εμπορικός, τότε αποτελούν ΟΕ βάσει αρθ. 293 παρ. 2-3 του Ν. 4072/2012. Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο εμπορικών εταιριών, εκδόσεις Σάκκουλα, (3η έκδ.), 2018, σ. 194. Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο εμπορικών εταιριών. Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες, (2η έκδο.), Νομική Βιβλιοθήκη, 2016, σ. 189 επ.
[41] H. Henrÿ, Cooperation among cooperatives in: G. Fajardo, A. Fici, H. Henrÿ, D. Hiez, D. Meira, H.H. Münkner, I. Snaith, Principles of European cooperative law: Principles, commentaries and national reports, Intersentia, 2017, σ. 132.
[42]Δουβίτσα, ο.π., 2018, σ. 169.
[43] Ο μόνος ειδικός συνεταιριστικός νόμος ο οποίος διακρίνει τα πλεονάσματα (τα οποία λογίζονται ότι προέρχονται από τις συναλλαγές των μελών με τον συνεταιρισμό) από τα κέρδη (τα οποία λογίζονται ότι προέρχονται από τις συναλλαγές τρίτων με τον συνεταιρισμό) είναι ο νόμος περί αγροτικών συνεταιρισμών. Ο νομοθέτης στους ΔΑΣΕ και τις ΕΚ κάνει λόγο για πλεονάσματα, ενώ στους λοιπούς συνεταιριστικούς νόμους αναφέρεται σε κέρδη.
[44] Η 3η διεθνής συνεταιριστική αρχή με τίτλο «Οικονομική συμμετοχή των μελών» ορίζει ότι τα μέλη συμμετέχουν ισότιμα και διαχειρίζονται δημοκρατικά το κεφάλαιο του συνεταιρισμού. Ένα μέρος τουλάχιστον από το κεφάλαιο αυτό αποτελεί συνήθως την κοινή περιουσία του συνεταιρισμού. Τα μέλη συνήθως απολαμβάνουν περιορισμένη αποζημίωση ή καθόλου για το κεφάλαιο που καταθέτουν για να γίνουν μέλη. Τα μέλη διαθέτουν τα πλεονάσματα για οποιονδήποτε ή για όλους από τους ακόλουθους σκοπούς: α) Ανάπτυξη του συνεταιρισμού, ενδεχομένως με τη δημιουργία αποθεματικών, από τα οποία μέρος τουλάχιστον θα είναι αδιανέμητα, β) Απόδοση στα μέλη ανάλογα με τις συναλλαγές τους με τον συνεταιρισμό και γ) Υποστήριξη άλλων δραστηριοτήτων που εγκρίνονται από τα μέλη. Επίσημη ιστοσελίδα ΙΣΕΜ - Ινστιτούτου Συνεταιριστικών Μελετών https://isem-journal.blogspot.com/2015/07/blog-post_31.html
[45]Στους αστικούς συνεταιρισμούς και στους ΚΟΙΣΠΕ τα πλεονάσματα μπορούν να διανεμηθούν στα μέλη με κριτήριο τις συναλλαγές τους με τον συνεταιρισμό και τις συνεταιριστικές τους μερίδες. Στους αγροτικούς συνεταιρισμούς, στις ΔΑΣΕ και στις «κερδοσκοπικές» ΕΚ, που δεν καθορίζονται τα κριτήρια διανομής στα μέλη καθώς και στους αστικούς συνεταιρισμούς και στους ΚΟΙΣΠΕ, που αυτά καθορίζονται με μη υποχρεωτικούς κανόνες, το καταστατικό μπορεί να προσδιορίσει τον τρόπο διανομής πλεονασμάτων στα μέλη ή να προβλέψει διαφορετικό τρόπο διανομής από τον προτεινόμενο στο νόμο. 
[46]Σ. Κιντής, Δίκαιο συνεταιρισμών: Εισαγωγικές γνώσεις, (2η έκδ. αναθεωρημένη και συμπληρωμένη), εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997, σ. 45 επ. Βλ. Η. Henrÿ, ο.π., 2012, σ. 94 και Principles Committee, Guidance Notes to the cooperative principles, International Co-operative Alliance, 2015, σ. 40: « In the co-operative business world we talk of co-operatives making “a surplus” rather than “a profit"». Βλ. επίσης Ο. Καμινάρη, Κ. Παπαγεωργίου, Οι έννοιες πλεονάσματα, κέρδη και καθαρό εισόδημα στους συνεταιρισμούς, Κοινωνική Οικονομία, τεύχος Απριλίου, 2016, http://isem-journal.blogspot.gr/2016/04/blog-post_72.html όπου αναφέρουν ότι: «όπου μεσολαβεί συναλλαγή του συνεταιρισμού με μέλη του, οποιαδήποτε θετική διαφορά προκύπτει μεταξύ εισπράξεων και δαπανών συνιστά πλεόνασμα, το οποίο ισοδυναμεί με εθελοντική εισφορά των μελών στο συνεταιρισμό. Το ποσό αυτό μπορεί να διανεμηθεί στα μέλη ως επιστρεφόμενο πλεόνασμα. Όταν δεν μεσολαβεί συναλλαγή με μέλος, τότε προκύπτει κέρδος».
[47] Ι. MacPherson, Συνεταιριστικές αρχές για τον 21ο αιώνα, Ινστιτούτο Συνεταιριστικών
Μελετών,1997, σ. 25.
[48]PECOL sec. 3.7(1).
[49]Τα μέλη των αστικών συνεταιρισμών βάσει αρθ. 9 παρ. 4 Ν. 1667/1986, των ΚΟΙΣΠΕ βάσει αρθ. 12 παρ. 12 Ν. 2716/1999 και των «κερδοσκοπικών» ΕΚ βάσει αρθ. 6 παρ. 4 του Ν. 4513/2018 μπορούν να συμμετέχουν στην εν λόγω διανομή (εφόσον δεν ορίζει διαφορετικά το καταστατικό), όπως και τα μέλη των αγροτικών συνεταιρισμών (αρθ. 26 Ν. 4673/2020)ΔΑΣΕ βάσει αρθ. 29 Ν. 4423/2016. Αντιθέτως, το υπόλοιπο του ενεργητικού (πέραν της επιστροφής των υποχρεωτικών μερίδων στα μέλη) στην περίπτωση των ΚΟΙΝΣΕΠ και στους ΣΥΝΕΡΓ κατατίθεται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας βάσει αρθ. 22 παρ. 3 και αρθ. 32 παρ. 3 Ν. 4430/2016 αντίστοιχα και στις ΕΚ οι οποίες δεν ανήκουν στο αρθ. 6 παρ. 4 του Ν. 4513/2018 διανέμεται σε φορείς, σωματεία, συλλόγους ή άλλα ΝΠ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας και προστασίας του περιβάλλοντος βάσει αρθ. 9 παρ. 2 Ν. 4513/2018. 
[50]Βλ. για παράδειγμα το αρθ. 168 παρ. 8 του Ν. 4548/2018 για τις ανώνυμες εταιρείες: «Με βάση τις εγκεκριμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις πέρατος της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές διανέμουν το προϊόν της εκκαθάρισης στους μετόχους, σύμφωνα με τα δικαιώματα τούτων. Αν συμφωνούν όλοι οι μέτοχοι, η διανομή μπορεί να γίνει και με αυτούσια απόδοση σε αυτούς των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας».
[51]Επίσημη ιστοσελίδα ΙΣΕΜ https://isem-journal.blogspot.com/2015/07/blog-post_31.html
[52] Principles Committee, ο.π., σ. 33, 38. Fajardo et at., (2017), σ. 94 (with commentary by G. Fajardo and D. Meira). Henrÿ.ο.π., 2012, σ. 99. Βλ. και A.A. Μητροπούλου, Σχολιασμός του προτεινομένου σχεδίου νόμου για τους Δασικούς Συνεταιρισμούς Εργασίας, Κοινωνική Οικονομία, τεύχος Οκτωβρίου 2016, ΙΣΕΜ. http://isem-journal.blogspot.gr/2016/10/blog-post_66.html
[53] Henrÿ, ο.π., 2012, σ. 99. Principles Committee, ο.π., σ. 99. Ε. Τζίβα, Η εταιρική συμμετοχή στο συνεταιρισμό και ειδικότερα τα δικαιώματα των συνεταίρων, εκδόσεις Σάκκουλας, 2009, σ. 305-308.
[54]Αδαμ, Κορνηλάκης, Καβουλάκος, ο.π., σ. 84.
[55]Βάσει sec 3.8(2) PECOL αποκλείεται η διανομή του υπολοίπου της εκκαθάρισης στα μέλη, αντιθέτως αυτό διανέμεται σε άλλους συνεταιρισμούς ή σε κοινωφελείς δράσεις υπέρ της κοινότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό. Fajardo et al., ο.π., 93επ.
[56]Οι συνεταιριστές μπορεί να ευθύνονται ως πρωτοφειλέτες  ή ως δεύτεροι οφειλέτες με πρωτοφειλέτη τον ίδιο τον συνεταιρισμό.
[57] Ο δανειστής πρώτα θα στραφεί κατά της περιουσίας του συνεταιρισμού, και εάν αυτή δεν επαρκεί, τότε στρέφεται κατά του συνεταιριστή προς ικανοποίηση της αξίωσής του. Βλ. αρθ. 10 παρ. 1 του Ν. 4673/2020 (αγροτικοί συνεταιρισμοί), αρθ. 12 παρ. 1 Ν. 4423/2016 (ΔΑΣΕ).
[58] Ο συνεταίρος είναι πρωτοφειλέτης έναντι τρίτων, οι οποίοι μπορούν να στραφούν πρώτα κατά αυτού για την ικανοποίηση της αξίωσής τους. Σ. Κιντής, Δίκαιο συνεταιρισμών ΙΙ. Αστικοί συνεταιρισμοί, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2004, σ. 56.
[59]Αρθ. 4.4 Ν. 1667/1986 (αστικοί συνεταιρισμοί), αρθ. 12 παρ. 8 Ν. 2716/1999 (ΚΟΙΣΠΕ), αρθ. 16 παρ. 5 Ν. 4430/2016 (ΚΟΙΝΣΕΠ) αρθ. 26 παρ. 5 Ν. 4430/2016 (ΣΥΝΕΡΓ).
[60] Χασαπόπουλος, ο.π. σ. 22-23
[61]PECOL, sec. 3.5, ο.π., σ. 87επ.
[62] Χασαπόπουλος, οπ., σελ. 22-23. Fajardo et al., οπ., σ. 87-88.
[63]Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 68, 221.
[64] Οι συνεταιρισμοί προ του Ν. 602/1915 ιδρύονταν ως σωματεία ή ως ανώνυμες εταιρείες. Ο Μετοχικός Γεωργικός Σύλλογος Αλμυρού για παράδειγμα, ο οποίος θεωρείται η αφετηρία του ελληνικού συνεταιριστικού κινήματος ιδρύθηκε το 1900 ως σωματείο. Βλ. Π.Σ. Αβδελίδη, Το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα στην Ελλάδα – ιστορική εξέλιξη και δράση, προβλήματα και προοπτικές ανάπτυξης, (2η εκδ.), 1976, σ. 35. Βλ. επίσης και Χασαπόπουλο, ο.π., σ. 16.
[65] Ψυχομάνης, ο.π., σ. 180-182.
[66] Ι. Ρόκας, Εταιρίες. Εισαγωγή στο δίκαιο των εταιριών του εμπορικού δικαίου, (5η έκδ.), Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 13, 17.Ψυχομάνης, ο.π., σ. 461 επ. Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 222.
[67]Αλεξανδρίδου, ο.π., σ. 20-21.
[68]Ψυχομάνης, ο.π., σ. 66 και 278.
[69]Επίσημη ιστοσελίδα Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Στατιστικά συστάσεων διαγραφών) http://backoffice.businessportal.gr/stats/publicity/openings