Κυριακή 16 Ιουλίου 2023

Μητροπούλου Α., Σημείωση για την Απόφαση 43/2022 του Αρείου Πάγου «Ένσταση συμψηφισμού . Αξία μερίδας Αγροτικού Συνεταιρισμού» , Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη

 

Μητροπούλου Ανδριανή-Άννα, Σημείωση για την Απόφαση 43/2022 του Αρείου Πάγου «Ένσταση συμψηφισμού. Αξία μερίδας Αγροτικού Συνεταιρισμού» , Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ελληνική Δικαιοσύνη

 

Έχει πολλές φορές υποστηριχθεί  στην θεωρία του συνεταιριστικού δικαίου αλλά και στην νομολογία, κυρίως του ΣΤΕ[1] ότι, η συνεταιριστική νομοθεσία πρέπει να ερμηνεύεται πάντοτε υπό το φως των διεθνών συνεταιριστικών αρχών και αξιών που διέπουν τον συνεταιρισμό και συγκροτούν την ταυτότητά του, ως οντότητα οικονομικο-κοινωνική. Η γνώση των συνεταιριστικών αρχών, οδηγεί στην ορθή ερμηνεία του συνεταιριστικού δικαίου. Ακόμη και ο νομοθέτης, ο οποίος μπορεί ν΄ αποκλίνει από τις συνεταιριστικές αρχές, δεν μπορεί όμως να τις θίγει στην ουσία τους, αν θέλει το νομικό πρόσωπο, που δημιουργεί και ρυθμίζει να είναι συνεταιρισμός. [2]

Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, στην άνω απόφασή του  φοβούμεθα ότι διολίσθησε σε σφάλμα, διότι σχημάτισε την κρίση του, χωρίς να λάβει υπόψιν του τις αρχές του συνεταιρισμού, δεχόμενο ότι, ειδικά στον αγροτικό συνεταιρισμό και ειδικά υπό την ισχύ των νόμων  2810/2000 και 4015/2011, η συνεταιριστική μερίδα αποδίδεται στα αποχωρούντα μέλη του αγροτικού συνεταιρισμού στην πραγματική και όχι στην ονομαστική της αξία, που είναι το ορθό.

Στην απόφαση δεν γίνεται επίκληση αντίστοιχης καταστατικής διάταξης, η οποία ρητά να αναφέρει ότι το μέλος που αποχωρεί από τον συνεταιρισμό, λαμβάνει την πραγματική αξία της συνεταιρικής του μερίδας και όχι την ονομαστική.  Πιστεύουμε ότι  δεν την επικαλείται, διότι δεν υφίσταται τέτοια ρύθμιση ούτε στα καταστατικά των αγροτικών συνεταιρισμών[3] και βεβαίως ούτε στο νόμο. Αλλά και αν υφίστατο τέτοια καταστατική διάταξη, όφειλε να την κρίνει μη νόμιμη.

Ο ν.2810/2000, είχε συνταχθεί με απόλυτο σεβασμό στις 7  διεθνείς συνεταιριστικές αρχές και τις  αξίες,[4] οι  οποίες μάλιστα αναφέρονται,  με πλήρη ανάλυση, στην Εισηγητική του έκθεση. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό,  η συνεταιρική μερίδα είναι το ελάχιστο χρηματικό ποσό συμμετοχής κάθε μέλους στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού (άρθρο 8 παρ.1,εδ.α).  Η συνεταιριστική ιδιότητα αποκτάται από την ημερομηνία, που λαμβάνεται η απόφαση για την αποδοχή της αίτησης εγγραφής του ενδιαφερομένου  και με την προϋπόθεση ότι έχει καταβάλει τη συνεταιριστική μερίδα ή το ποσό που αντιστοιχεί στην πρώτη δόση, αν η καταβολή της συνεταιριστικής μερίδας προβλέπεται από το καταστατικό σε δόσεις.(άρθρο 6 παρ.2). Η αύξηση ή μείωση της συνεταιρικής μερίδας γίνεται με απόφαση της γενικής συνέλευσης (άρθρο 8 παρ. 2) και αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού ( άρθρο 4 παρ.1 περ. ε) .Ο τρόπος καταβολής και η διαδικασία απόδοσης της συνεταιρικής μερίδας ,ορίζεται από το καταστατικό, καθώς και οι όροι και ο χρόνος απόδοσης των συνεταιρικών μερίδων, στην περίπτωση αποχώρησης και διαγραφής μέλους.  ( άρθρα 4 παρ.1 περ. ε) κα 6 παρ.3). Σε περίπτωση θανάτου μέλους η μερίδα, αν δεν υποδειχθεί κληρονόμος, ο οποίος έχει τις προϋποθέσεις να γίνει μέλος στον συνεταιρισμό και να λάβει την μερίδα της συνεταιριστικής του συμμετοχής, αποδίδεται στους κληρονόμους στην ονομαστική της  αξία, στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης προσαυξημένη ή μειωμένη εφόσον υπάρχουν ζημίες. Που σημαίνει ότι, αν στο τέλος της χρήσης υπάρχουν πλεονάσματα και αποφασισθεί από την γενική συνέλευση  η διανομή τους στην τελευταία χρήση, τότε οι κληρονόμοι θα λάβουν και τα πλεονάσματα [5]της τελευταίας χρήσης και βεβαίως όχι τα τυχόν κέρδη που πραγματοποιεί ο συνεταιρισμός, διότι στον αγροτικό συνεταιρισμό, υπό το καθεστώς των προαναφερόμενων νόμων, και ορθά, απαγορεύεται η διανομή κερδών ( άρθρα 8 παρ.6 και 19 ). Τα πλεονάσματα που δεν διανέμονται και παραμένουν σε ειδικό αποθεματικό στον συνεταιρισμό είναι αφορολόγητα, ενώ φορολογούνται όταν διανεμηθούν στα μέλη, ως εισόδημα του μέλους.  ( άρθρο 35 παρ.13 ) .Τα αφορολόγητα αποθεματικά χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη του συνεταιρισμού με την δημιουργία κυρίως συνεταιριστικής περιουσίας ( άρθρο 19 παρ.4).Ο νόμος δεν αναφέρει σε καμία του διάταξη για τρόπο υπολογισμού της αξίας της μερίδας, παρά μόνο σε χρόνο και διαδικασία απόδοσης (ως άνω), διότι η αξία της μερίδας είναι σταθερή (ονομαστική αξία), όπως κάθε φορά ορίζεται,  αλλά σε περίπτωση, που ο συνεταιρισμός αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας για παράδειγμα, μπορεί να συμφωνηθεί η απόδοση της μερίδας να καταβληθεί σε δόσεις ή σε μεταγενέστερο χρόνο κυρίως στις περιπτώσεις που τυχόν η μερίδα έχει προσδιοριστεί σε μεγάλο ύψος, ή σε περίπτωση που αποχωρούν πολλά μέλη ταυτόχρονα, όπως για παράδειγμα ,όταν δεν συμφωνούν με  τυχόν συγχώνευση που αποφασίζει η γενική συνέλευση.   

Περαιτέρω  στους  συνεταιρισμούς (διεθνώς)  ισχύει η αρχή της «ανοικτής Θύρας»,  της δημιουργίας «περιουσίας γενεών»,   της μη διανομής της περιουσίας στα μέλη «αρχή αφιλοκερδούς διανομής»,[6] η δε οικονομική συμμετοχή των μελών στον συνεταιρισμό, περιγράφεται στην 3η συνεταιριστική αρχή «οικονομική συμμετοχή των μελών»,  ως εξής : « Τα μέλη συμμετέχουν ισότιμα και διαχειρίζονται δημοκρατικά το κεφάλαιο του συνεταιρισμού. Ένα μέρος τουλάχιστον από το κεφάλαιο αυτό αποτελεί συνήθως την κοινή περιουσία του συνεταιρισμού. Τα μέλη συνήθως απολαμβάνουν περιορισμένη αποζημίωση ή καθόλου, για το κεφάλαιο που καταθέτουν να γίνουν μέλη. Τα μέλη  διαθέτουν τα πλεονάσματα για οποιονδήποτε ή για όλους από τους ακόλουθους σκοπούς: α) Ανάπτυξη του συνεταιρισμού .ενδεχομένως με την δημιουργία αποθεματικών, από τα οποία μέρος, τουλάχιστον, θα είναι αδιανέμητα,  β) Απόδοση στα μέλη ανάλογα με τις συναλλαγές τους με το συνεταιρισμό και γ)Υποστήριξη άλλων δραστηριοτήτων, που εγκρίνονται από τα μέλη». [7]

Η αρχή αυτή αναδεικνύει δυο ακόμη από τις πιο ευγενείς τάσεις του συνεταιρισμού. Η πρώτη αναφέρεται στην χρησιμοποίηση των πλεονασμάτων διαχειρίσεως , που ουσιαστικά αποτελούν εισφορές των μελών (παρακράτημα από τις συναλλαγές τους  με τον συνεταιρισμό), για την δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου. Η συνεταιριστική αρχή ορίζει ότι ένα μέρος   τουλάχιστον από το κεφάλαιο του συνεταιρισμού αποτελεί κοινή δηλαδή αδιανέμητη περιουσία του συνεταιρισμού. Πράγματι οι συνεταιριστικές επενδύσεις αποτελούν κοινωνικό κεφάλαιο, που τίθεται στην διάθεση των γεωργών, όχι μόνο αυτών, που συντελούν στην δημιουργία του αλλά και των επερχόμενων, χωρίς να ζητείται από αυτούς αναλογική συμμετοχή, για την απόκτησή του. Το κεφάλαιο αυτό παραμένει αδιανέμητο ,αφού κατά κανόνα με την αποχώρηση των μελών δεν επιστρέφεται το ποσόν της συμβολής τους στην δημιουργία του. Η δεύτερη απορρέει από την διάθεση των πλεονασμάτων, για υποστήριξη άλλων δραστηριοτήτων .Στις δραστηριότητες αυτές υπάγονται πολλές, που απευθύνονται στο κοινωνικό σύνολο και όχι στα μέλη.[8]

Στον συνεταιρισμό,  ως εθελοντική ένωση προσώπων, τα μέλη εισέρχονται και εξέρχονται χωρίς περιορισμούς, (ανοικτή θύρα)  πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τις οποίες μπορεί να ρυθμίσει το καταστατικό. Οι συνεταιρισμοί ιδρύονται ,για να υπάρχουν στο διηνεκές . Οι διαδοχικές γενεές είναι ιδιοκτήτες της συνεταιριστικής περιουσίας όχι ως άτομα αλλά ως σύνολο.[9] Η συνεταιριστική περιουσία δημιουργείται με την συμβολή όλων των παρελθόντων και των παρόντων μελών(περιουσία γενεών) και δεν δικαιούνται τα μέλη, που υπάρχουν σε μια δεδομένη στιγμή να διαμοιραστούν μεταξύ τους την περιουσία που συσσώρευσαν όλα τα παρελθόντα μέλη. Ένα μέρος τουλάχιστον της περιουσίας αυτής είναι αδιανέμητος (3η αρχή).  Ανήκει στον συνεταιρισμό και δεν μπορεί να εξατομικευτεί.  Τέλος το μέλος, που εγγράφεται στον αγροτικό συνεταιρισμό, υποχρεούται να καταβάλει μόνο την  συνεταιρική του μερίδα, η οποία είναι συνήθως μικρής αξίας[10] ,και το ύψος της αναγράφεται στο καταστατικό  και δεν καταβάλει  εισφορά πρόσθετη, ανάλογη προς την καθαρή περιουσία του συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ισολογισμό της τελευταίας χρήσης . Η αξία της μερίδας μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί με απόφαση της γενικής συνέλευσης του συνεταιρισμού και αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού.

Με βάση τα ανωτέρω είναι αυτονόητο ότι το μέλος που αποχωρεί λαμβάνει  την ονομαστική αξία της μερίδας του και όχι την πραγματική. Αν δεχθούμε το αντίθετο, στον αγροτικό συνεταιρισμό, τότε καταλήγουμε σε παραλογισμό: Για παράδειγμα: Ένας αγροτικός συνεταιρισμός λειτουργεί για περισσότερο από 50 χρόνια. Εχει δημιουργήσει μεγάλη περιουσία από πολλές γενιές συνεταιριστών και μάλιστα από αποθεματικά κεφάλαια, που προέρχονται από το παρακράτημα, που κανει ο συνεταιρισμός από τις συναλλαγές με τα μέλη του και το οποίο δεν φορολογείται,  νομίμως, λόγω της συνταγματικής προστασίας του συνεταιρισμού (Σ. άρθρο 12 παρ.4, μέριμνα του κράτους για τους συνεταιρισμούς)[11]Ένα μέλος εγγράφεται στο συνεταιρισμό την χρονική αυτή στιγμή, καταβάλει την ονομαστική αξία της μερίδας του π.χ 200 ευρώ, κατά το καταστατικό,  ώστε να αποκτήσει την συνεταιριστική ιδιότητα. Με βάση την αρχή της ανοικτής θύρας, το μέλος, μετα την πάροδο δυο ετών αποχωρεί από τον συνεταιρισμό. Ενδέχεται αυτά τα δυο έτη της παραμονής του μέλους, ο συνεταιρισμός (γ.σ) να αποφάσισε να μη παρακρατήσει ένα ποσοστό από τις συναλλαγές με τα μέλη του, διότι έχει για παράδειγμα συγκεντρώσει μεγάλα αποθεματικά κεφάλαια ή διότι ήταν μια κακή χρονιά για τους γεωργούς και θέλει να τους ενισχύσει.  Εάν το μέλος αυτό, έπαιρνε την πραγματική αξία της μερίδας του κατά την αποχώρησή του, όπως δέχεται η απόφαση,  τότε μέσα σε δυο χρόνια έχοντας προσφέρει στον συνεταιρισμό μόνο 200 ευρώ, θα διεκδικούσε μια επιστροφή, ενδεχομένως πολλών χιλιάδων ευρώ.[12]

Θα μπορούσε να αποδίδεται στο μέλος που αποχωρεί η πραγματική αξία της μερίδας του, υπό την προϋπόθεση ότι το μέλος κατά την είσοδο του, συνεισέφερε στην δημιουργηθείσα συνεταιριστική περιουσία, ώστε τα παλαιά και τα νέα μέλη να αντιμετωπίζονται  ισότιμα. Όμως, η άποψη αυτή καθιστά την αρχή της ελεύθερης εισόδου και εξόδου του μέλους γράμμα κενό. [13]Τα οικονομικά αδύναμα άτομα δεν θα μπορούν να γίνονται μέλη των αγροτικών συνεταιρισμών ,ενώ οι συνεταιρισμοί έχουν σκοπό να προσφέρουν υπηρεσίες ακριβώς σε αυτά τα άτομα. Η άνω ρύθμιση, ειδικά, σύμφωνα με το εθνικό μας συνεταιριστικό –φορολογικό δίκαιο, για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς , δεν θα μπορούσε ποτέ να ισχύσει, διότι θα έθετε σε κίνδυνο , όλες τις φορολογικές διευκολύνσεις που παρέχει ο φορολογικός νομοθέτης στους συνεταιρισμούς ( κρατικές ενισχύεις, αλλοίωση ανταγωνισμού).

Αποτελεί κατά την άποψή μας εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, η καθιέρωση του αφορολογήτου των αποθεματικών  στους αγροτικούς συνεταιρισμούς με τους ν.2810/2000 και 4015/2011, αλλά και από τους μεταγενέστερους συνεταιριστικούς νόμους (4384/2016, άρθρο 23 και 4673/2020 άρθρο 26,δυστυχώς με πολλές αντιφάσεις στις ρυθμίσεις του ). Ο νομοθέτης εισάγει μια ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης [14] ακριβώς για να ευνοήσει την δημιουργία κοινωνικής περιουσίας, η οποία ουδέποτε διανέμεται στα μέλη (αρχή αφιλοκερδούς διανομής) αλλά μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές. 

Επιπρόσθετα δεν μπορεί να διανεμηθεί αδιανέμητος συνεταιριστική περιουσία, ούτε περιουσία, για την οποία μέλη δεν συνεισέφεραν στην δημιουργία της, όπως για παράδειγμα είναι τα αδρανή μέλη, από τα οποία οι συνεταιρισμοί δεν αντλούν οφέλη, αφού τα μέλη αυτά δεν συναλλάσσονται με τον συνεταιρισμό  ή το μέλος του παραδείγματός μας.

Συνεπώς η συνεταιρική μερίδα στον αγροτικό συνεταιρισμό, αποδίδεται σε όλα τα μέλη, που αποχωρούν ή διαγράφονται από τον συνεταιρισμό στην ονομαστική της αξία  κατά τους όρους του καταστατικού του συνεταιρισμού. 

 



[1] ΣΤΕ 1967/2019

[2] Σ . Κιντής «Το Δίκαιο των συνεταιρισμών»  σελ.19.

[3] Τα καταστατικά των αγροτικών συνεταιρισμών υπό το καθεστώς των άνω νόμων , συντάσσοντο από την ΠΑΣΕΓΕΣ και προωθούντο στα μέλη της αγροτικούς συνεταιρισμούς και προγενέστερα  στις Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών πριν την κατάργησή τους. (Κ. Παπαγεωργίου , Βιώσιμη συνεταιριστική οικονομία 2004  : Σχέδιο καταστατικού αγροτικού συνεταιρισμού ΠΑΣΕΓΕΣ».

[4]  Και τούτο, διότι θεσπίστηκε με κύριο γνώμονα τις διεθνείς συνεταιριστικές αρχές και αξίες, όπως αυτές διατυπώθηκαν το έτος 1995 ( 193  Σύσταση  ΔΟΕ- OHE)

[5] Τα πλεονάσματα στο συνεταιρισμό δημιουργούνται από  τις συναλλαγές των μελών με τον συνεταιρισμό τους, ενώ τα κέρδη από τις συναλλαγές, που πραγματοποιεί ο συνεταιρισμός με τρίτους .

[6] Κανονισμό 1435/2003 σχετικά με το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συνεταιρισμού (SCE),Αιτιολογική έκθεση.

[7] Βλ.  Εισηγητική έκθεση ν.2810/2000.

[8] .Κ. Παπαγεωργίου «Βιώσιμη συνεταιριστική οικονομία Γ΄ έκδοση ,σελ. 60.

[9] .Κ. Παπαγεωργίου ,ο.π  11.3.4

[10] Κ. Παπαγεωργίου ,ο.π. παρ. 2.4.3

[11] Κιντής ο.π σελ. 69

[12] Το αποτέλεσμα της παραίτησης/αποχώρησης είναι η άμεση ή μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου παύση ισχύος των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του μέλους που παραιτείται / αποχωρεί. Παραμένοντας κάτω από ορισμένους όρους οικονομικά υπόλογο, το παραιτούμενο/ αποχωρούν μέλος έχει το δικαίωμα ανάληψης των μερίδων του, κατά κανόνα στην ονομαστική τους αξία. Ωστόσο, ο συνεταιρισμός πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καθυστερήσει προσωρινά την επιστροφή τους εάν μια άμεση επιστροφή θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στη λειτουργία του. Σε αυτήν την περίπτωση, ο συνεταιρισμός θα πληρώσει έναν περιορισμένο τόκο επί του ποσού που επιστρέφεται. Το χρονικό διάστημα παρακράτησης του επιστρεφόμενου ποσού πρέπει να ορίζεται  και να είναι εύλογο.( Hagen Henrÿ Κατευθυντήριες γραμμές για την Συνεταιριστική Νομοθεσία –Έκδοση ΔΟΕ-ΟΗΕ- Ηλ. Περ. Κοινωνική Οικονομία-ΙΣΕΜ-2016).

 

[13] Κ. Παπαγεωργίου «Βιώσιμη συνεταιριστική οικονομία παρ.11.3.4

[14] (Συν-εκδικαζόμενες Υποθέσεις C-78/08 - C-80/08  Απόφαση 8.9.2011).