Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Εξώφυλλο - Περιεχόμενα

 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ (ΙΣΕΜ)      

ISSN 2407-9626

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ- SOCIAL ECONOMY

Τεύχος 22 – Mάρτιος 2022

Πίνακας Περιεχομένων

1. Συμβούλιο της Έκδοσης

2. Σημείωμα της Έκδοσης

3. Επιστημονικές Εργασίες

Α. Σιάρδος Γ., «Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση της αειφόρου γεωργίας»

Β. Μπέκας Α. , Φεφές Μ.,  «Αγροτικά συνεργατικά σχήματα και η σημασία τους»

4. Αξιόλογα Κείμενα

Α. Μητροπούλου Α. - «Noμοθετικό καθεστώς αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών και ενώσεών τους»

Β. Μητροπούλου Α. – «Η διεθνής συμβολή των συνεταιρισμών στην πανδημία του covid»

Γ. Μητροπούλου Α. –«Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τα μέλη εποπτείας καιδιοίκησης των αγροτικών συνεταιρισμών»

5. Σχόλια–Ανακοινώσεις

Α. Διεθνές ΦθινοπωρινόΣχολείο στο Συνεταιριστικό Δίκαιο και τις Δημόσιες Πολιτικές

Β. Έργο Social B «Οικοσύστημα εκπαίδευσης για την Βιωσιμότητα και Ανάπτυξη του Κοινωνικού Επιχειρείν

6. Βιβλία

Α. Προτεινόμενα Βιβλία

Β. Ανακοινώσεις για Βιβλία 

 

Για να διαβάσετε το Τεύχος σε εκτυπώσιμη μορφή πατήστε εδώ

Συμβούλιο της Έκδοσης

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ (Ι.Σ.Ε.Μ.)

Ιστοσελίδα περιοδικού: Το περιοδικό αναρτάται στην ακόλουθη διεύθυνση:

isem-journal.blogspot.com

 

 

Συμβούλιο Έκδοσης ( κριτές επιστημονικών εργασιών):

 

 

Αλεξόπουλος Γεώργιος

Δρ Γεωργοοικονομολόγος, ΕΕΔΙΠ Γεωπονικό Πανεπιστήμιο

Ανεσιάδης Αντώνιος

Πρώην Γενικός Διευθυντής Ένωσης Αγρ. Συν. Ν. Σερρών

Αποστολόπουλος Κωνσταντίνος

Ομ. Καθηγητής Χαροκοπείου Πανεπιστημίου

Bήκας Ιωάννης

Διδάκτωρ Χαροκοπείου Πανεπιστημίου

Γαλάτουλας Ιωάννης

Διδάκτωρ Χαροκοπείου Πανεπιστημίου

Δημάκης Ιωάννης

Γενικός Διευθυντής Ένωσης Αγροτών Αργολίδας «ΡΕΑ»

Καμενίδης Χρίστος

Ομ. Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης

Καραμέτου Παναγιώτα

Διδάκτωρ Χαροκοπείου Πανεπιστημίου

Καρυπίδης Φίλιππος

Καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλονίκης

Κλήμη-ΚαμινάρηΟλυμπία

Αν. Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

Κοντογεώργος Αχιλλέας

Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

Κουτσού Σταυριανή

Kαθηγήτρια Διεθνούς Πανεπιστημίου

Μητροπούλου

Ανδριανή-Άννα

Δικηγόρος, π. Νομικός Σύμβουλος ΠΑΣΕΓΕΣ

Σδράλη Δέσποινα

Επ. Καθηγήτρια Χαροκοπείου Πανεπιστημίου

Σέμος Αναστάσιος

Ομότιμος Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης

Σεργάκη Παναγιώτα

Αν. Καθηγήτρια Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης

ΦεφέςΜιχαήλ

Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

 

 

 

Διεύθυνση επικοινωνίας με το ΙΣΕΜ: isem-institute@gmail.com

Σημείωμα της Έκδοσης

 Σημείωμα της Έκδοσης

 

Αγαπητοί αναγνώστες,

 

Με μία σημαντική καθυστέρηση (δύο και πλέον μηνών) σας δίδουμε το 22o τεύχος του περιοδικού μας. Ύστερα από μια σειρά δυσχερειών και σημαντικών εμποδίων και με το δεδομένο της διατήρησης της ποιότητας του περιοδικού μας, φτάσαμε στο τέλος του Φεβρουαρίου του 2022, ενώ θα έπρεπε να έχετε το τεύχος αυτό στο τέλος του χρόνου που έφυγε.

Παρά τις αναπόφευκτες αντιξοότητες απολογούμεθα για την καθυστέρηση αυτή. Έχουμε όμως τώρα τη δυνατότητα να σας δώσουμε δύο σημαντικές επιστημονικές εργασίες, οι οποίες πιστεύουμε ότι θα αμβλύνουν την όποια δυσθυμία δημιουργήθηκε.

Καταρχάς η εργασία του κ. Γεωργίου Σιάρδου, Ομότιμου Καθηγητή του ΑΠΘ και νέστορα των γεωπονικών επιστημών με θέμα την ανθρωποκεντρική προσέγγιση της αειφόρου γεωργίας μας καθιστά ιδιαίτερα χαρούμενους και προπάντων υπερήφανους, καθώς παρουσιάζουμε την εργασία αυτή ως απόσταγμα μακρόχρονης μελέτης και εμπειρίας πάνω στο αντικείμενο της αειφορίας. Παράλληλα, η δεύτερη εργασία του συναδέλφου κ. Μιχ. Φεφέ και του συνεργάτη του Α. Μπέκα για τα αγροτικά συνεργατικά σχήματα έρχεται να συμπληρώσει το ανεξάντλητο θέμα των σχημάτων αυτών.

Ιδιαίτερα χαρούμενοι είμαστε και για την παρουσίαση των τριών αξιόλογων κειμένων της κ. Άννας Μητροπούλου, καθώς η νομική μας σύμβουλος και μέλος της Διοίκησης του ΙΣΕΜ, κάθε φορά μας εκπλήσσει. Τόσο το νομικό καθεστώς των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών και των ενώσεών τους, όσο και η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τα μέλη της εποπτείας και διοίκησης των αγροτικών συνεταιρισμών είναι δύο αντικείμενα τα οποία μόνο επιστήμονες όπως η κ.Μητροπούλου μπορούν να αναπτύξουν και συνάμα να μας καταστήσουν κοινωνούς σε δύο άκρως ενδιαφέροντα θέματα. Τέλος, αφήσαμε τελευταία την άκρως ενδελεχή ανάλυση για τη διεθνή συμβολή των συνεταιρισμών στην πανδημία του Covid.

Ειλικρινά πιστεύουμε ότι η εν λόγω μετάφραση της κ. Μητροπούλου θα ικανοποιήσει το αναγνωστικό μας κοινό και ακόμη επειδή όπως γνωρίζετε είναι δίγλωσσο (ελληνικά αγγλικά) εμείς, στο τέλος του τεύχους σας δίδουμε και το πρωτότυπο κείμενο.

Σχετικά με τα σχόλια και τις ανακοινώσεις πιστεύουμε ότι τόσο το διεθνές φθινοπωρινό σχολείο όσο και το έργο Social B «Οικοσύστημα εκπαίδευσης για το κοινωνικό επιχειρείν αποτελούν σημαντικές νύξεις για όλους μας σχετικά με τα τεκταινόμενα στο χώρο μας.

 

Καλή ανάγνωση,


Ο Συντονιστής της Έκδοσης

Ομ. Καθηγητής Κωνσταντίνος Δ. Αποστολόπουλος 


Ο Αρχισυντάκτης της Έκδοσης

Δρ. Ιωάννης Βήκας

Σιάρδος Γ., «Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση της αειφόρου γεωργίας»

Η ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣTHE 

ANTHROPOCENTRIC APPROACH OF SUSTAINABLE AGRICULTURE


Γεώργιος Σιάρδος

 Ομότιμος Καθηγητής

 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωπονίας, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τη βιώσιμη ανάπτυξη η οποία επιδιώκει την αρμονία μεταξύ των ατόμων της κοινωνίας καθώς και μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση της αειφορικής γεωργίας είναι ο άξονας περί τον οποίο πρέπει να κατευθυνθεί το ενδιαφέρον μας και η δυναμική ιδέα της βιωσιμότητας είναι η προτεραιότητα στην προστασία του πλανήτη με την υιοθέτηση μεθόδων παραγωγής που σέβονται το περιβάλλον. Η αειφορική γεωργία είναι μια περισσότερο ολιστική προσέγγιση απ’ ό,τι η συμβατική, καθόσον βασίζεται σε οικοσυστήματα και είναι συνήθως πολύ λιγότερο επιζήμια για το περιβάλλον τοπίο. Η αειφορική γεωργία συνιστά τον φυσικό τρόπο παραγωγής τροφίμων με κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη.

 

SUMMARY

Man is at the centre of interest in sustainable development that seeks harmony between the people themselves and between human being and nature. The dynamic idea of sustainability is the priority in protecting the planet by adopting production methods that are more respectful of the environment. It is a more holistic approach to farming than conventional in that it relies on ecosystem services and is typically much less detrimental to the surrounding landscape. Sustainable agriculture is a natural way to produce food and has a number of social, economic, and environmental benefits.

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     Η γεωργία παγκοσμίως έχει επιτρέψει στον άνθρωπο να κυριαρχήσει στoν κόσμο για πολλές χιλιάδες χρόνια και έχει διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας, επιτρέποντάς τον να χειραγωγήσει τα οικοσυστήματα και να ελέγξει την ανάπτυξη του πληθυσμού. Διαχρονικά, με την πληθυσμιακή ανάπτυξη των κοινοτήτων, όλο και λιγότερη γη έχει υπάρξει διαθέσιμη για την παραγωγή τροφίμων με τις υπάρχουσες καλλιεργητικές γαίες βαθμιαία να εμφανίζονται εξαντλούμενες. Η επισιτιστική ανασφάλεια εξαιτίας της ταχείας αύξησης του πληθυσμού άσκησε πιέσεις στην τεχνολογία να εντείνει τις προσπάθειές της στην παραγωγή πολλών συνθετικών χημικών ουσιών και τεχνικών γονιδιακής μεταχείρισης, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τη δυναμική των φυτών, ενώ ταυτόχρονα η γεωργική παραγωγή παγκοσμίως έχει αυξηθεί υπέρμετρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας 100ετίας.

   Με καινοτομίες στη γεωργία, οι πληθυσμοί αυξήθηκαν και η ανάπτυξη εξαπλώθηκε. Από τις αρχές του 21ου αιώνα ο πλανήτης διέρχεται περιβαλλοντική κρίση και ο άνθρωπος μάχεται μεταξύ των παλιών καταστροφικών δραστηριοτήτων του και της αναζήτησης βιώσιμων και αρμονικών λύσεων για να ζήσει χωρίς να βλάπτει τη φύση.

    Σήμερα, σε μια προσπάθεια προσαρμογής στις εκθετικά αυξητικές τάσεις του πληθυσμού, είναι απαραίτητο, χωρίς να διακυβεύεται η ακεραιότητα του περιβάλλοντος, να υπάρξει μια παγκόσμια μετάβαση προς την αειφορική γεωργία (Σιάρδος και Κουτσούρης, 2020). Με τον σημερινό πληθυσμό να ανέρχεται στα 7,6 δις άτομα (με πρόβλεψη να φτάσει τα 9 δις το 2050 και τα 12 δις το δεύτερο μισό του αιώνα αυτού), πρέπει να απαντηθεί ένα σημαντικό ερώτημα: Πώς, κάτω από αυτές τις συνθήκες θα μπορέσει η γεωργία να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του πληθυσμού που θα αυξηθεί κατά 1,4 περίπου δισεκατομμύρια ως το 2050, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η απαραίτητη αύξηση της γεωργικής παραγωγής δεν θα πρέπει να συντελεστεί σε βάρος του περιβάλλοντος και της ποιότητας της διατροφής μας;

    Προκειμένου να διερευνηθούν όλες οι πτυχές που συνδέονται με τον παραπάνω προβληματισμό, χρειάζεται, κατά βάση, να αναλυθούν και να συγκριθούν δύο τύποι γεωργίας, η αειφορική και η συμβατική. Για τη σύγκριση των τύπων αυτών, στόχος είναι να εκτιμηθεί η επίδραση της κάθε πρακτικής και, στη συνέχεια, να αναγνωριστεί  η  καλύτερη μέθοδος διαχείρισης της γεωργικής γης. 

    Η ανθρωποκεντρική θεώρηση της αειφορικής γεωργίας, η οποία αποδίδει ανάλογη λειτουργική αξία στο περιβάλλον, είναι ο άξονας περί τον οποίο πρέπει να κατευθυνθεί το ενδιαφέρον μας. Θα ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την κατανόηση του δυναμικού μιας βιώσιμης γεωργίας, καθώς και για τη βελτίωση των γεωργικών τεχνικών γενικότερα, η διεξαγωγή εκτεταμένων μακροπρόθεσμων ερευνών για δεδομένες καλλιέργειες σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Συνεπώς, λόγω των πολλών διαφορετικών παραγόντων που καθορίζουν την υγεία και την παραγωγικότητα των καλλιεργειών, ανακύπτει ανάγκη για πολύ πιο εκτεταμένη έρευνα επί του θέματος. Η υιοθέτηση των συμβατικών μεθόδων παραγωγής είναι διαπιστωμένο ότι έχει οδηγήσει στην υπερβολική από τους γεωργούς χρήση βιομηχανικών γεωργικών εισροών, καθόσον οι καλλιέργειες σχετίζονται με υψηλές εισροές ενέργειας, συνθετικά χημικά και γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Διαπιστωμένο είναι, ακόμη, ότι μόλις οι γεωργοί αυτοί προσκολλήθηκαν στις συμβατικές πρακτικές, έχουν υπάρξει δέσμιοι ενός αέναου κύκλου δανείων, επιδοτήσεων και χρεών.

 

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

   Η ανάπτυξη της Δύσης έχει βασιστεί στην εφαρμογή παραγωγικών τεχνικών τόσο στον αγροτικό όσο και στον βιομηχανικό τομέα. Στον πρώτο, ο τετραπλασιασμός της γεωργικής παραγωγής έχει μειώσει τον φόβο της έλλειψης τροφίμων που ταλάνιζε την ανθρωπότητα από την εμφάνισή της. Όμως, αυτό πραγματοποιήθηκε με μαζική χρήση χημικών προϊόντων (λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα, κλπ.) και με υπεράντληση των υδάτινων πηγών, με αρνητικά αποτελέσματα σε περιοχές τόσο του Βορρά όσο και του Νότου. Οι καταστροφικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης άρχισαν να γίνονται αισθητές και στον αναπτυγμένο κόσμο, έτσι που το 1968 στη Διάσκεψη της Ουνέσκο για τη βιόσφαιρα εμφανίστηκε η ιδέα μιας ανάπτυξης οικολογικά βιώσιμης (αειφορικής). Οι πρώτοι θεωρητικοί της βιώσιμης ανάπτυξης αμφισβήτησαν το παραγωγικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι βιομηχανικές κοινωνίες και το οποίο ήταν θεμελιωμένο στον κανόνα “όλο και περισσότερο”.

    Η δεκαετία του 1970 αποτελεί περίοδο δυναμικής ανόδου του οικολογικού λόγου. Εξαιτίας των ελλειμμάτων του παραγωγικού μοντέλου και μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι οικολογικές ανησυχίες συνυπήρχαν με την ανάγκη εξοικονόμησης ενέργειας, οι καταναλωτές στις χώρες του Βορρά έγιναν περισσότερο ευαίσθητοι στις καταγγελίες για την καταστροφή της φύσης τόσο στις αναπτυγμένες χώρες, όσο και στις χώρες του Νότου. Ήδη, από τη δεκαετία αυτή έχουν τεθεί όλα τα ζητήματα που προσδιόριζαν την αειφορική ανάπτυξη όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί σήμερα.  

   Το 1971 ο γεωγράφος George Pierre με το δημοσιευμένο προφητικό έργο του “L΄ environnement” επισημαίνει την αύξηση των ειδών της μόλυνσης και “τις αποσπασματικές αντιδράσεις μιας κοινής γνώμης που συνειδητοποιεί τους κινδύνους τους οποίους προκαλεί η ξέφρενη αναζήτηση του κέρδους με την εφαρμογή οποιασδήποτε τεχνικής και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μακροχρόνιες συνέπειες”. Σημειώνει χαρακτηριστικά: “Το περιβάλλον έχει γίνει μια επονείδιστη νόσος του βιομηχανικού και τεχνολογικού πολιτισμού".

    Ήδη, από το 1972, η περίφημη έκθεση της Λέσχης της Ρώμης με τον τίτλο “Τhe limits of growth”, με βάση τις παραμέτρους της πληθυσμιακής αύξησης, της εκβιομηχάνισης, της χρήσης μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων, της παραγωγής τροφίμων και της μόλυνσης, εξορκίζει τις αναπτυγμένες χώρες να αναθεωρήσουν το παραγωγικό μοντέλο τους.

    Το 1982, με την έκθεση της Επιτροπής Brundtland τίθενται επισήμως οι αρχές της αειφορικής ανάπτυξης, όπου δίνεται σαφής και διαυγής ορισμός αυτής, με παγκόσμια ταυτόχρονα διάσταση. Στην ευρύτερη έννοια η αειφορική ανάπτυξη “επιδιώκει την αρμονία μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων και μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Η δυναμική ιδέα της έκθεσης είναι η προτεραιότητα στην προστασία του πλανήτη με την υιοθέτηση τρόπων παραγωγής που να σέβονται περισσότερο το περιβάλλον.

    Από τη Διάσκεψη του Ρίο το 1992 μέχρι τη Διάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ το 2002, η αειφορική ανάπτυξη κυριαρχεί στις πολιτικές για συνεργασία. Υποδηλώνει την ανάγκη εφαρμογής αποτελεσματικών οικονομικών πολιτικών, οι οποίες θα συνδυάζουν την κοινωνική ισότητα με την περιβαλλοντική προστασία. Στο Ρίο, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η εκπομπή αερίων λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα των συζητήσεων. Παράλληλα, τονίζεται η παγκόσμια ανάγκη να συμβαδίσουν η βιοποικιλότητα με την ανθρώπινη πρόοδο, με άξονα τον σεβασμό στην αειφορική ανάπτυξη, όπως περιγράφεται στη Διεθνή Σύμβαση για τη βιοποικιλότητα η οποία υιοθετήθηκε στο Ναϊρόμπι τον Μάϊο του 1992, την “Παγκόσμια Ημέρα Βιοποικιλότητας”. Οι περιβαλλοντικές ανησυχίες καταλαμβάνουν προεξάρχουσα θέση, όπως διαπιστώνεται από την πρώτη αρχή της Διάσκεψης, την: “Οι άνθρωποι βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος για τη βιώσιμη (αειφορική) ανάπτυξη. Έχουν δικαίωμα σε μια ζωή παραγωγική, σε αρμονία με τη φύση και με εξασφαλισμένη πρόσβαση στην υγεία” και με την τέταρτη αρχή να ορίζει ότι: “Για να πετύχουμε την αειφορική ανάπτυξη, η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της ανάπτυξης και να μη διαχωρίζεται από αυτή”.

   Στην Παγκόσμια Σύνοδο για την αειφορική ανάπτυξη στο Γιοχάνεσμπουργκ το 2002 υπήρξε αναστροφή του κλίματος των ολιστικών περιβαλλοντικών προθέσεων, έτσι που εντοπίζονται τάσεις διαχωρισμού μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, παρά κατευθύνεται από ζητήματα που καθοδηγούνταν από “καλές προθέσεις”, σε βαθμό που η Σύνοδος υπήρξε απογοητευτική (χαρακτηρισμένη από τα ΜΜΕ ως “Σύνοδος για το τίποτα”).

 

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

    Στόχος της συμβατικής γεωργίας υπήρξε η μεγιστοποίηση της δυνητικής απόδοσης των καλλιεργειών, που επιτεύχθηκε με την εφαρμογή συνθετικών χημικών ουσιών, γενετικά τροποποιημένων οργανισμών και μιας σειράς άλλων βιομηχανικών παρεμβάσεων. Στη διατήρηση ενός συμβατικού συστήματος, διακυβεύθηκαν η βιοποικιλότητα, η γονιμότητα του εδάφους και η υγεία των οικοσυστημάτων (Huntley et al., 2013). Η παραγωγή προϊόντων υπήρξε επωφελής μόνο για την επισιτιστική ασφάλεια και την οικονομία, αμέσως δε μετά την καθιέρωση ενός οποιουδήποτε  συμβατικού καλλιεργητικού συστήματος διαπιστώθηκε ότι η γεωργική εκμετάλλευση απαιτεί συνεχή συντήρηση προκειμένου να παράγει μέγιστες αποδόσεις.

    Η εφαρμογή της συμβατικής γεωργίας είναι σχετικά διαχειρίσιμη για τους γεωργούς, αφού συνήθως αναφέρεται σε μονοκαλλιέργειες, ωστόσο έχει αποδειχθεί ταυτόχρονα πολύ δαπανηρή. Σε ένα συμβατικό σύστημα οι γεωργοί δεσμεύουν μεγάλες εκτάσεις ως προς ένα μόνο προϊόν, στοιχείο που συμβάλλει στην ομοιομορφία. Όμως, η ομοιομορφία χαρακτηρίζεται τόσο από την επιτυχία όσο και από την αποτυχία του συστήματος. Η ομοιόμορφη καλλιέργεια είναι ιδανική, αφού μειώνει το εργατικό κόστος και καθιστά τη συγκομιδή εύκολη, ωστόσο επηρεάζει τη βιοποικιλότητα και καθιστά τις καλλιέργειες ευάλωτες στους παθογόνους οργανισμούς (Gabriel, et al., 2013). Οι χημικές ουσίες και οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί καθιστούν τη διατήρηση των συμβατικών συστημάτων σχετικά απλή για τους γεωργούς, απαιτούν όμως σταθερή εισροή ενέργειας και οικονομικών πόρων. Δεδομένου ότι ο στόχος της συμβατικής γεωργίας είναι η μεγιστοποίηση των αποδόσεων, η περιβαλλοντική υγεία και η βιοποικιλότητα συνήθως δεν διατηρούνται.

   Όπου η συμβατική γεωργία αντιπροσωπεύει το ένα άκρο της γεωργίας, η αειφορική γεωργία αντιπροσωπεύει το άλλο. Η αειφορική γεωργία είναι σύστημα παραγωγής που συντηρεί την υγεία των εδαφών, των οικοσυστημάτων και των ανθρώπων. Συνδυάζει την παράδοση, την καινοτομία και την επιστήμη προς όφελος του κοινού περιβάλλοντος και την προώθηση δίκαιων σχέσεων και καλής ποιότητας ζωής για όλους τους εμπλεκομένους. Είναι μια περισσότερο ολιστική προσέγγιση της γεωργίας απ’ ό,τι η συμβατική, αφού βασίζεται σε λειτουργίες οικοσυστήματος και είναι, συνήθως, πολύ λιγότερο επιζήμια για το περιβάλλον τοπίο. Είναι ο φυσικός τρόπος παραγωγής τροφίμων και παρέχει αρκετά κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Με άλλα λόγια, προστατεύει το περιβάλλον (ποιότητα εδαφών, φυσικά τοπία κ.ά) προσφεύγοντας σε λιγότερο επιθετικά μέσα. Ως κεντρική ιδέα έχει τη διαχείριση κατά το βέλτιστο των αγροσυστημάτων και την κληροδότηση στις επόμενες γενεές ενός περιβάλλοντος που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους.

   Υπάρχουν πολλοί τύποι αειφορικής γεωργίας που όλοι, όμως, βασίζονται σε φυσικούς κύκλους για τη διασφάλιση της υγείας των φυτών και την απόδοση των καλλιεργειών. Με την αειφορική γεωργία αποφεύγεται η χρήση συνθετικών φυτοφαρμάκων, ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων για την παραγωγή τροφίμων. Οι γεωργοί καλλιεργούν ποικιλίες φυτών από κοινού για να προωθήσουν τη βιοποικιλότητα και να αποκρούσουν τους παθογόνους οργανισμούς και τα παράσιτα. Ενώ τα συμβατικά συστήματα προωθούν την ομοιομορφία και εξαρτώνται από τα συνθετικά χημικά προϊόντα για την προστασία από ασθένειες και επιβλαβείς οργανισμούς, τα αειφορικά συστήματα βασίζονται στη βιοποικιλότητα ως μέσο για την προστασία τους από αυτά.

 

Η ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ

    Η αειφορική γεωργία θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους ως περιβαλλοντικό ζήτημα. Η έννοιά της πρωτοεμφανίστηκε στη δημόσια πολιτική αρένα κατά τη διάρκεια του 1980 από τους υποστηρικτές της βιολογικής γεωργίας –με πρωταγωνιστή το Ινστιτούτο Rodale, από μακρού ασχολούμενο με περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα. Συνεπώς, είναι περιβαλλοντικό ζήτημα μόνο για εκείνους που σχετίζουν την αειφορία με το περιβάλλον. 

    Η αειφορική γεωργία απόκτησε την αρχική της αξιοπιστία στον δημόσιο τομέα της πολιτικής ως οικονομική αρχή κατά τη διάρκεια της εμφάνισης οικονομικής κρίσης εξαιτίας της συμπίεσης των τιμών των παραγόμενων γεωργικών αγαθών και της συνεχούς αύξησης του κόστους παραγωγής τους (λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, καυσίμων, κ.λπ.). Ειδικότερα, η βιολογική γεωργία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία στην αρχή, προσπάθησε, μέσω εφαρμογής έρευνας και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, να περιορίσει την εξάρτηση των παραγωγών από τα εμπορικά χημικά. Αντιπαράθεση μεταξύ των συμβατικών γεωργών που ήθελαν να περιορίσουν τις εισροές για οικονομικούς λόγους από τη μια και των βιοκαλλιεργητών που ήθελαν τη μείωση των εισροών με βάση τη φιλοσοφική σκέψη από την άλλη, οδήγησε σε έρευνα και σε εκπαιδευτικά προγράμματα αναφορικά με την εφαρμογή της Αειφορικής Γεωργίας με Λιγότερες Εισροές, γνωστής με το αρκτικόλεξο LISA (Less Input Sustainable Agriculture) (Ikerd, 2001, Norman et al., 2010), εξέλιξη της οποίας υπήρξε το πρόγραμμα της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης Καλλιεργειών (Integrated Farm Management). Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που βλέπουν την αειφορική γεωργία ως ένα απλό ζήτημα οικονομικής (υποστηρίζουν ότι εφόσον αυτή είναι επικερδής, θα είναι και αειφορική).

    Από την άλλη, σοβαρές υπήρξαν οι αντιρρήσεις των συμβατικών γεωργών ως προς την αποτελεσματικότητα του προγράμματος LISA. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν προγράμματα που θα περιόριζαν, ενδεχομένως, την εξάρτησή τους από την παραγωγή και συνεπώς τη μείωση του κέρδους τους. Έτσι, το πρόγραμμα LISA βαθμιαία εγκαταλείφθηκε και δόθηκε έμφαση στη μετάβαση από τη μείωση των εισροών στη φυσική διαχείριση των πόρων μέσω ενός νέου προγράμματος, του προγράμματος της Αειφορικής Γεωργίας, Έρευνας και Εκπαίδευσης, γνωστού με το αρκτικόλεξο SARE (Sustainable Agriculture Research and Education).

    Η κοινωνική διάσταση αύξησε το δημόσιο ενδιαφέρον πέρα από το πρόγραμμα SARE, έτσι που η αειφορική γεωργία ορίστηκε ως το γεωργικό σύστημα το οποίο, μεταξύ άλλων, θα βελτίωνε την ποιότητα ζωής των γεωργών και της κοινωνίας στο σύνολό της. Η ποιότητα ζωής ορίστηκε με περιεχόμενο την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, ιδιαίτερα αυτοαπασχόλησης, των ευκαιριών στη γεωργία και την αγροτική κοινωνία και της ενδυνάμωσης του συστήματος της οικογενειακής γεωργικής εκμετάλλευσης, συστήματος που χαρακτηρίζεται από μικρού και μεσαίου μεγέθους γεωργικές εκμεταλλεύσεις, κατά κύριο λόγο ιδιόκτητες. 

    Συνεπώς, η αειφορική γεωργία είναι αυτή που περιλαμβάνει την περιβαλλοντική (οικολογική) υγεία, την οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, με άλλα λόγια που, τελικά, προορίζεται για τον άνθρωπο, αφού ο ουσιαστικός στόχος της είναι να αντιμετωπιστούν οι ανθρώπινες ανάγκες -να εξασφαλιστεί η οικολογική ισορροπία χάρη στους ανθρώπους σε σχέση με τα άλλα έμβια όντα. Όμως, η γεωργία έχει τις ρίζες της στη φύση -έδαφος, νερό, φυτά, ζώα και λοιπά στοιχεία του φυσικού οικοσυστήματος. Η γη και οτιδήποτε άλλο επάνω σ΄ αυτή, περιλαμβανομένων και των ανθρώπων, είναι μέρος του φυσικού οικοσυστήματος και, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της οικολογίας, εάν επιχειρήσουμε να διαταράξουμε σοβαρά ή επί μακρόν την ισορροπία του, θα καταστρέψουμε την ολότητα του οικοσυστήματος του οποίου είμαστε μέρος. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο, για τη μακροβιότητα και ευζωία των ανθρώπινων όντων, ένα υγιές και με ποιότητα περιβάλλον. Με την καταστροφή της ποιότητάς του (καθαρότητα αέρα και νερού) υποβαθμίζεται η υγεία και η ευζωία των ανθρώπινων όντων και άλλων ζώντων ειδών επάνω στη γη, που τελικά θα οδηγήσει μοιραία στην αχρήστευση της ικανότητας της γης να υποστηρίξει την ανθρώπινη υπόσταση.

    Σε μια οικονομία αγοράς, εάν κάποιος γεωργός δεν μπορεί να ζήσει επιτυχώς με τη γεωργία θα εξαναγκαστεί να αναζητήσει κάποια άλλη εργασία. Συνεπώς, εάν ο τρέχων τρόπος γεωργίας δεν είναι επικερδής ή οικονομικά βιώσιμος, οι γεωργοί θα εξαναγκαστούν είτε να βρουν έναν εναλλακτικό επικερδή τρόπο είτε να επινοήσουν κάτι άλλο που θα τους εξασφαλίσει ικανοποιητικό τρόπο διαβίωσης. Συμπερασματικά, θα εφαρμόσουν οικολογικά υγιείς γεωργικές πρακτικές εφόσον είναι ταυτόχρονα και οικονομικά βιώσιμες. Αν ο γεωργός είναι οικονομικά ανήμπορος, η λειτουργικότητα της εκμετάλλευσής του δεν μπορεί να είναι αειφορική ακόμη κι αν ήταν οικολογικά υγιής. Όμως, και αν ακόμη ένα σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης είναι βραχυχρονίως κερδοφόρο, δεν σημαίνει ότι είναι αειφορικό μακροχρονίως. Η οικονομική βιωσιμότητα είναι αναγκαία συνθήκη για αειφορία, όχι όμως και ικανή (Ikerd, 2002).

    Εάν ένα γεωργικό σύστημα δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει τις ανάγκες της κοινωνίας, τότε η κοινωνία δεν θα είναι σε θέση να υποστηρίξει τον τύπο αυτής της γεωργίας. Σύστημα που δεν είναι κοινωνικά υπεύθυνο θα υποβαθμίσει, τελικά, τη βάση των φυσικών πόρων του, θα χάσει την ικανότητα για παραγωγή και δεν θα μπορέσει να επιβιώσει οικονομικά.

    Η αειφορική γεωργία πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις διατροφικές ανάγκες και τις ανάγκες σε βιομηχανικά αγαθά όλων των ατόμων, ενώ θα παρέχει ίσες ή καλύτερες ευκαιρίες για τους γεωργούς του μέλλοντος. Για να είναι αειφορική πρέπει να είναι οικολογικά υγιής, οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη (δίκαιη). Οι τρεις διαστάσεις της αειφορίας δεν είναι ζήτημα ενός τυποποιημένου ορισμού ή μιας κυρωμένης νομικής πράξης, αλλά θέμα κοινής λογικής. Αν η γη χάσει την ικανότητά της να παράγει, η γεωργική εκμετάλλευση δεν μπορεί να είναι αειφορική. Αν ο γεωργός αποτύχει οικονομικά, η γεωργική εκμετάλλευση δεν μπορεί να είναι αειφορική. Και αν ένα σύστημα εκμετάλλευσης αποτύχει να στηρίξει την κοινωνία δεν θα υποστηριχθεί απ’ αυτή, και κατά συνέπεια δεν είναι αειφορικό. Η οικονομική, η οικολογική και η κοινωνική διάσταση της αειφορίας είναι όλες απαραίτητες και καμιά από μόνη της αρκετή. Γεωργικό σύστημα που στερείται της οικολογικής ακεραιότητάς του, της οικονομικής βιωσιμότητας ή της κοινωνικής ευθύνης του απλά δεν είναι αειφορικό. 

    Μελέτες έχουν υποδείξει την αειφορική γεωργία ως την καλύτερη λύση για τη διαχείριση του αυξανόμενου πληθυσμού σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αν και τα οφέλη της αειφορικής γεωργίας είναι πολλά, υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί για την υιοθέτηση αυτού του τύπου γεωργίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κλιματικές συνθήκες ποικίλλουν ανάλογα με το γεωγραφικό σύστημα, όπου η αειφορική γεωργία είναι περισσότερο αποδοτική σε ένα μέρος του κόσμου, που ίσως να μην είναι απολύτως εφικτή η εφαρμογή της σε κάποιο άλλο. Ορισμένοι ειδικοί επιστήμονες προτείνουν την υιοθέτηση ολοκληρωμένης γεωργίας παρά την προάσπιση αποκλειστικά των βιολογικών πρακτικών, οι οποίοι τη θεωρούν πιο επιβλαβή από τη συμβατική γεωργία, όπως, για παράδειγμα, στις τεχνολογίες διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών. Πολλοί είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την αποτελεσματικότητα των γεωργικών μεθόδων και πρακτικών και συχνά ο περισσότερο αποτελεσματικός τύπος γεωργίας απαιτεί συνδυασμό τεχνικών. Εκτός των τοπικών περιορισμών η αειφορική γεωργία, ακόμη, απαιτεί πολύ περισσότερη εργασία για τη διαχείριση  των εκμεταλλεύσεων.

Η γεωπονική επιστήμη έχει επιτρέψει τους ανθρώπινους πληθυσμούς να αναπτυχθούν και να κυριαρχήσουν παγκοσμίως. Οι εξελίξεις στην επιστήμη αυτή επέτρεψαν τους ανθρώπους να χειραγωγήσουν ολόκληρα οικοσυστήματα για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Όμως, καθώς οι πληθυσμοί συνεχίζουν να αυξάνονται, οι πόροι καθίστανται περιορισμένοι. Το νερό, τα καύσιμα και το έδαφος είναι τρεις σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν την επιβίωση του παγκόσμιου πληθυσμού και είναι ζωτικής σημασίας να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά. Στην αειφορική γεωργία οι γεωργικές μέθοδοι φαίνεται να λειτουργούν πολύ καλύτερα ως προς σημαντικά μεγάλο αριθμό δεικτών, σε αντίθεση με τη συμβατική που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σημερινού πληθυσμού χωρίς να διακυβεύεται η ακεραιότητα του περιβάλλοντος. 

 

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ

    Η αειφορική γεωργία δεν είναι απλώς μια μόδα που παρέρχεται. Προορίζεται τελικά για την ανθρώπινη αειφορία παρά για τη γεωργία, με την ακριβή έννοια του όρου. Οι άνθρωποι βαθμιαία ενδιαφέρονται για τη γεωργία του σήμερα, για την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τις σημερινές ανάγκες τους και παράλληλα δίνει την ευκαιρία στα άτομα για καλύτερο μέλλον. Ενδιαφέρονται για την ασφάλειά τους και την υγιεινή κατάσταση των τροφίμων στο μέτρο που μεγεθύνεται η εξάρτηση τους από ένα απρόσωπο παγκόσμιο διατροφικό σύστημα. Ενδιαφέρονται για το φυσικό περιβάλλον, στον βαθμό όπου η γεωργία κινείται προς τα τελικά στάδια της βιομηχανοποίησης. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν ως δεδομένο ότι οι βιομηχανικές επιχειρήσεις δεν είναι αυτές που ενδιαφέρονται για τους γεωργούς και γενικότερα για τους αγρότες ή ακόμη για τους καταναλωτές, με οποιαδήποτε άλλη έννοια, αφού το αποκλειστικό ενδιαφέρον τους είναι το κέρδος και η οικονομική μεγέθυνση. 

     Η αειφορική γεωργία προωθεί τις μικρότερες και περισσότερο ποικίλλουσες σε κλάδους παραγωγής οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις ακριβώς λόγω της εστίασής της στα άτομα. Αναζητά μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη για τους γεωργούς παρά περισσότερα κέρδη για τους προμηθευτές των ειδών εισροής και επιζητεί τρόπους σύνδεσης της γεωργικής εκμετάλλευσης σε αρμονία με τη φύση παρά κυριαρχία επί της φύσης. Επιδιώκει να στηρίξει τη γεωργία ως ένα ποιοτικό τρόπο ζωής καθώς και τρόπο διαβίωσης. Η αειφορία  απαιτεί από τους γεωργούς να αγαπούν τη γη. Μια τέτοια γεωργία προωθεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον μεταξύ των ανθρώπων που παίρνουν συνειδητές, σκοπούμενες αποφάσεις για κοινό καλό παρά στηρίζεται στις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς, αφού δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι οι πεινώντες θα τραφούν, ότι οι άνθρωποι που επιθυμούν να εργαστούν θα βρουν ευκαιρίες γι’ αυτό, ότι οι μελλοντικές γενιές θα έχουν επαρκείς πόρους για τρόφιμα, ένδυση και στέγαση.

    Αυτή είναι η εντολή της αειφορικής γεωργίας, η έγνοια για τους ανθρώπους της γενεάς αυτής αλλά και των επομένων. Είναι εντολή που πολλοί λίγοι είναι ακόμη πρόθυμοι να δεχτούν, όμως μια εντολή που τελικά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί. Η αειφορική γεωργία αφορά την ύπαρξη των ανθρώπων μέσω της γεωργίας και όχι ακριβώς την ύπαρξη της γεωργίας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Gabriel, D., Salt, S.M., Kunin, W.E., and Benton, T.G. 2013. Food Production vs. Biodiversity: Comparing Organic and Conventional Agriculture. Journal of Applied Ecology, vol. 50, Issue 2, pp. 355-364.

Huntley, E.E., Collins, E.E., and Swisher, M.E. 2013. Effects of Organic and Conventional Farm Practices on Soil Quality. University of Florida.

Ikerd, J. 2001. Sustainable Agriculture: It’s about people. Paper presented at Sustainable Agriculture Seminar, Bowling Green, Ohio, November 17, 2001.

Ikerd, J. 2002. Sustaining the profitability of agriculture. University of Missouri.

Norman, D., Janke, R., Freyenberger, S., Schurle, B., and Kok, Hans. 2010. Defying and Implementing Sustainable Agriculture. Kansas Sustainable Agricultural Series, Paper 1, Department of Agriculrural Economics, Kansas, Manhattan.

Pierre, George. 1971. L’ environnement. Que sais-je?:p.6, Universitairs de France.

Σιάρδος, Γ. και Κουτσούρης A. 2020. Αειφορική Γεωργία και Ανάπτυξη, 4η έκδ. Εκδόσεις ΖΥΓΟΣ, Θεσσαλονίκη.

Μπέκας Α,. Φεφές Μ. - «Αγροτικά συνεργατικά σχήματα και η σημασία τους»


ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Ανδρέα Μπέκα*-Μιχάλη Φεφέ**

 

*Ανδρέας Μπέκας, Υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής-Κόρινθος.

**Μιχάλης Φεφές, Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής-Κόρινθος

 

Περίληψη

Οι συνεργατικές μορφές των Ομάδων Παραγωγών και των Οργανώσεων Παραγωγών δημιουργήθηκαν πριν σχεδόν πενήντα χρόνια από τη νομοθεσία της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, νυν Ευρωπαϊκή Ένωση. Πλέον και οι δύο αυτές συσσωματώσεις είναι βασικοί μοχλοί στην αγροτική δραστηριότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των οποίων διανέμονται πόροι της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) κυρίως από τον Πυλώνα ΙΙ σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων.Με αυτές οι γεωργοί έχουν τη δυνατότητα μέσω της συλλογικής δράσης να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους, που σχετίζονται με τις γεωργικές τους δραστηριότητες, προκειμένου να ενισχυθεί η θέση τους στην αλυσίδα εφοδιασμού.Ο προγραμματισμός της παραγωγής, η διάθεση των προϊόντων στην αγορά, η από κοινού αγορά εισροών, η αποθήκευση, ο ποιοτικός έλεγχος, η βελτιστοποίηση των τιμών περιλαμβάνονται σε αυτά τα συλλογικά σχήματα. Μπορούν επίσης να συμπεριληφθούν δράσεις για την ποιότητα των προϊόντων, τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων, την καλή μεταχείριση των ζώων, την καινοτομία και έρευνα, αλλά και πολλά άλλα. Όλα αυτά αναγνωρίζονται θεσμικά από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1308/2013 δημιουργώντας υπεραξία μέσω της οριζόντιας συνεργασίας σε επίπεδο πρωτογενούς παραγωγής.

 

Abstract

The co-operative forms of Producer Groups and Producer Organizations were created almost fifty years ago by the legislation of the then European Economic Community, now the European Union. Both of these agglomerations are now key drivers in agricultural activity within the European Union, through which resources of the Common Agricultural Policy (CAP) are distributed, mainly from Pillar II, to agricultural producers. With them, farmers have the opportunity through collective action to serve their interests, related to their agricultural activities, in order to strengthen their position in the supply chain. Production planning, marketing of products, co-purchasing of inputs, storage, quality control, price optimization are included in these collective schemes. Actions on product quality, farm viability, animal welfare, innovation and research, and more can also be included. All these are institutionally recognized by Regulation (EC) 1308/2013, creating added value through horizontal co-operation at the level of primary production.


 

1. Εισαγωγή

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) δραστηριοποιούνται σχεδόν11 εκατομμύρια γεωργοί, πολλοί εκ των οποίωναπασχολούνταισεμικρές οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, που δεν έχουν επαφή και συνεργασία μεταξύ τους. Αντίθετα, τόσο ο δευτερογενής όσο και ο τριτογενής τομέας που εμπλέκονται στον αγροτικό τομέα έχουν αναπτύξει μεγαλύτερο δίκτυο συνεργασίας. Αυτή η δυσαναλογία δεν επιτρέπει στους γεωργούς να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους, όταν έρχεται η ώρα της διαπραγμάτευσης με τους λοιπούς συντελεστές της αγοράς, που έχουν ρόλο στην αλυσίδα εφοδιασμού. Η ΕΕ προκειμένουνα ενισχύσει τη συλλογική διαπραγματευτική ισχύ των γεωργών, στηρίζει όσους επιθυμούν να συνεργαστούν μεταξύ τουςδημιουργώνταςΟμάδες Παραγωγών (Ομ.Π.) και Οργανώσεις Παραγωγών (ΟΠ), αλλά και δευτεροβάθμια όργανα των οντοτήτων αυτών.[1]Ειδικότερα, τα συνεργατικά αυτά σχήματα βοηθούν τους γεωργούς να μειώνουν το κόστος των συναλλαγών και να συνεργάζονται για τη μεταποίηση και την εμπορική προώθηση των προϊόντων τους. Επίσης, επιτυγχάνουν τη συγκέντρωση της προσφοράς, τη βελτίωση της εμπορικής προώθησης, την παροχή υλικοτεχνικής υποστήριξης στα μέλη τους, τη συμβολή στη διαχείριση της ποιότητας των προϊόντων και τη μεταφορά γνώσεων.

Στη χώρα μας, με δεδομένα τα προβλήματα του αγροτικού χώρου, όπως η πολυδιάσπαση του κλήρου και η συνακόλουθη μικρή παραγωγή καθώς και η έλλειψη σύγχρονων μεθόδων διακίνησης των προϊόντων στην εγχώρια και διεθνή αγορά[2] δεν μπορεί ο πρωτογενής τομέας να στηρίξει τόσο τη διασφάλιση της σχετικής επάρκειας τροφής στην ελληνική αγορά όσο και την ανάγκη εξωστρέφειας και την είσοδο του προϊόντος στα μεγάλα κέντρα πώλησης στη διεθνή αγορά. Η διαχείριση και η επίλυση αυτών των προβλημάτων προϋποθέτει συμπράξεις, συνεργασίες και δημιουργία clusters[3] για την εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων παραγόμενου προϊόντος και την δυνατότητα προώθησής τους με τη στήριξη εθνικών brand names, καθώς και χρηματοδοτήσεις ανάλογες με την παραγωγική δυναμικότητα των συμπράξεων.Τα ανωτέρω προβλήματα κάλλιστα μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον σχηματισμό και λειτουργία των Ομ.Π και των ΟΠ. Η στήριξη για τη σύστασή τους είναι στις προτεραιότητες της Ε.Ε. για την αγροτική ανάπτυξη και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της πρωτογενούς παραγωγής. Ωστόσο, στην Ελλάδα έχουμε το μικρότερο ποσοστό δημιουργίας Ομ.Π. και ΟΠ σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[4]

 

2. Σύντομη περιγραφή νομικού πλαισίου

Οι ανωτέρω οργανωτικές μορφές ιστορικά έχουν τις ρίζες τους στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), πλέον ΕΕ. Η ΕΟΚ στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) χρησιμοποίησε τρεις όρους στο παράγωγο δίκαιο της, προκειμένου να εκφράσει τα είδη συνεργασίας των αγροτών, που επιδιώκουν έναν κοινό στόχο. Οι όροι αυτοί είναι αγροτικός συνεταιρισμός,  ομάδα παραγωγών και οργάνωση παραγωγών. Ο λόγος χρήσης τριών διαφορετικών όρων για τον προσδιορισμό ομοίων, αν όχι πανομοιότυπων, δράσεων γεννά προβληματισμό. Για ποιο λόγο ο κοινοτικός νομοθέτης δεν χρησιμοποίησε τον όρο «συνεταιρισμός», που ήταν λίγο πολύ κοινός σε όλα τα κράτη μέλη;[5]Προφανώς, η απροθυμία να υπάρξει ένας ενιαίος ορισμός υπήρξε λόγω της ποικιλίας των εθνικών κανόνων για τους συνεταιρισμούς και της πρόθεσης της ΕΟΚ να διευρύνει την κατηγορία των ωφελουμένων από τις εκάστοτε ρυθμίσεις της ΚΑΠ και να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες οντότητες,οι οποίες ουσιαστικά λειτουργούσαν βάσει των συνεταιριστικών αρχών.

Για πρώτη φορά αναφορά στις ΟΠ γίνεται μόνο ακροθιγώς στο άρθρο 10§1 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2141/1970 για τον αλιευτικό τομέα[6], χωρίς, όμως, να υπάρχει κάποιος ορισμός ή περιγραφή της έννοιας. Κατά συνέπεια, δεχόμαστε ότι η κατ’ ουσία πρώτη αναφορά σε Ομ.Π. ή ΟΠ έγινε στον Κανονισμός 1696/71περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του λυκίσκου.[7] Το άρθρο 7 αναφέρεται λεπτομερώς στις Ομ.Π. (και μάλιστα τις αναγνωρισμένες καθότι ο όρος εμφανίζεται πρώτη φορά) και συγκεκριμένα στο τι είναι, στον σκοπό και τα κριτήρια αναγνώρισης μιας Ομ.Π., ενώ γίνεται αναφορά και σε αναγνωρισμένες ενώσεις Ομ.Π.. Εν συνεχεία αναφορά στις Ομ.Π. γίνεται σε μια σειρά κανονισμών (π.χ., Κανονισμός 1035/72 στα οπωροκηπευτικά και Κανονισμός 707/76στους μεταξοσκώληκες), ενώ ιδιαίτερης προσοχής αξίζει ο Κανονισμός (ΕΟΚ) 1360/78 περί των ομάδων παραγωγών και των ενώσεων αυτών[8], μιας και αποτελεί το πρώτο οριζόντιο μέτρο, που περιέχει κανόνες ανεξαρτήτως είδους καλλιέργειας ή παραγωγής (άρθρα 4-9).Όσον αφορά δε στις ΟΠ σημαντικός είναι ο Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1035/72 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των οπωροκηπευτικών.[9] Στον Τίτλο ΙΙ «Οργανώσεις παραγωγών» (άρθρα 13-15) υπάρχουν όχι απλές αναφορές χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, αλλά συγκεκριμένες πλέον διατάξεις που αφορούν στις ΟΠ.

Ερχόμενοι σε εθνικό περιβάλλον, στην Ελλάδα (μετά την εισδοχή στην ΕΟΚ το 1981) οι οντότητες αυτές καθιερώθηκαν αρχικά ως παρεμβατικοί φορείς κυρίως για την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων (είτε ως κίνητρο σύστασης είτε ως κίνητρο για την υλοποίηση του μέτρου της απόσυρσης). Σήμερα οι Ομ.Π., οι ΟΠκαι οι Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών (Ε.Ο.Π)διέπονται από το άρθρο 37 του Ν. 4384/2016[10], όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 65§§5, 6 του Ν.4484/2017[11], καθώς και την Υπουργική Απόφαση (Υ.Α.). 397/18235/2017[12], όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 2430/110502/2017.[13]

Σύμφωνα με το άρθρο 37§1 του Ν. 4384/2016, οι Ομ.Π του Κανονισμού αριθ. 1305/2013[14] αποτελούν αυτοτελείς νομικές οντότητες του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου ή σαφώς οριζόμενα μέρη αυτών ή νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, που συγκροτούνται, αναγνωρίζονται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και τα συμπληρωματικά εθνικά μέτρα εφαρμογής του.

Σύμφωνα με το άρθρο 37§2, οι Ο.Π. αποτελούν αυτοτελείς νομικές οντότητες του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου ή σαφώς οριζόμενα μέρη αυτών, με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, οι οποίες συγκροτούνται, αναγνωρίζονται και λειτουργούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και τα συμπληρωματικά εθνικά μέτρα εφαρμογής του. Οι Ο.Π. προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας και οι ενώσεις τους, του Κανονισμού αριθ. 1379/2013[15], μπορούν να αποτελούν και νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 37§4, με πρωτοβουλία αναγνωρισμένων Ο.Π. συγκροτούνται Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών (Ε.Ο.Π.), που αποτελούν αυτοτελείς νομικές οντότητες του συνεταιριστικού ή εμπορικού δικαίου ή σαφώς οριζόμενα μέρη νομικών οντοτήτων, οι οποίες αναγνωρίζονται και λειτουργούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και τα συμπληρωματικά εθνικά μέτρα εφαρμογής του.

Με τις λέξεις «σαφώς οριζόμενα μέρη αυτών» εννοούνται οι περιπτώσεις Ομ.Π. και Ο.Π. που συγκροτούνται εντός ήδη υφισταμένων νομικών προσώπων, με συνηθέστερη περίπτωση τη δημιουργία τους εντός συνεταιρισμών. Οι Ομ.Π. και Ο.Π., που δημιουργούνται ως μέρη νομικών οντοτήτων, λειτουργούν με ξεχωριστή λογιστική ή/και διοικητική διαχείριση, ενώ με Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ρυθμίζεται ανά τομέα κάθε σχετικό θέμα.

Η αναφορά στον Κανονισμό 1305/2013 έχει σχέση με το άρθρο 27 του Κανονισμού, το οποίο αναφέρεται στη στήριξη που χορηγείται προκειμένου να διευκολυνθεί η σύσταση ομάδων και οργανώσεων παραγωγών στους τομείς της γεωργίας και της δασοπονίας. Η στήριξη παρέχεται σε Ομ.Π. και Ο.Π. που αναγνωρίζονται επίσημα από την αρμόδια αρχή των κρατών μελών με βάση επιχειρηματικό σχέδιο. Περιορίζεται σε Ομ.Π. και Ο.Π. που είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.Η στήριξη περιορίζεται σε ανώτατα ποσοστά και ποσά και, συγκεκριμένα, σε ποσοστό 10 % της παραγωγής που έχει διατεθεί στο εμπόριο κατά τα πέντε πρώτα έτη μετά την αναγνώριση (η στήριξη είναι φθίνουσα) και σε ποσό 100 000 ευρώ ανά έτος σε όλες τις περιπτώσεις.[16]Οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου που αφορούν σε Ο.Π. και, κατ’ επέκταση, σε Ομ.Π., είναι τα άρθρα 152-156, 159-161 και 164-175 του Κανονισμού 1308/2013.[17]Αντίστοιχα για τις οργανώσεις παραγωγών προϊόντων αλιείας και οι οργανώσεις παραγωγών προϊόντων υδατοκαλλιέργειας ισχύουν τα άρθρα 6 έως και 31 του Κανονισμού 1379/2013.[18]

Μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε τις βασικές διαφορές μεταξύ Ομ.Π. και Ο.Π.. Η νομική μορφή που μπορεί να πάρει μια Ομ.Π. είναι τόσο ευρεία, που μπορεί να εκτείνεται από την ΑΕ έως το σωματείο, ενώ μια Ο.Π. δεν έχει την επιλογή του νομικού προσώπου του αστικού δικαίου πλην της αναφερόμενης στο άρθρο 37§2 εξαίρεσης. Επίσης,, μια Ομ.Π. πρέπει ν’ αποτελείται από τουλάχιστον πέντε φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα μέλη, ενώ μια Ο.Π. από τουλάχιστον είκοσι μέλη. Επιπροσθέτως, για τις Ο.Π. απαιτείται ελάχιστη αξία εμπορευθείσας παραγωγής της τάξεως των 250.000 ευρώ. Τέλος, επισημαίνεται η διαφορά στον βαθμό οργάνωσης που έχει αντίκτυπο τόσο στην επιχειρηματική τους ικανότητα όσο και στον αριθμό των μελών τους. Οι Ομ.Π. συνήθως δεν έχουν τις απαιτούμενες υποδομές για τη διαχείριση της παραγωγής των μελών τους (πχ συσκευαστήριο, ψυγεία αποθήκευσης και συντήρησης των αγροτικών προϊόντων κλπ). Επίσης δεν διαθέτουν την αντίστοιχη οργάνωση τόσο σε λογιστικό όσο και σε διοικητικό επίπεδο. Στον αντίποδα οι ΟΠ έχουν μεγαλύτερο και καλύτερο εμπορικό προσανατολισμό, διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές και είναι καλύτερα δομημένες και οργανωμένες.

Τα κριτήρια αναγνώρισης των Ομ.Π., τωνΟΠ και των ΕΟΠ καθορίζονται στο άρθρο 6 της Υ.Α..Συγκεκριμένα, για την αναγνώριση των Ομ.Π:

Α)Απαιτούνται ανά τομέα αγροτικής παραγωγής τουλάχιστον πέντε φυσικά ή νομικά πρόσωπα μέλη παραγωγοί (κατ’ εξαίρεση, για τις Ομ.Π. φυτικής παραγωγής απαιτούνται δέκα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μέλη παραγωγοί).

Β) Απαιτείται επιχειρηματικό σχέδιο.

Γ) Δεν απαιτείται ελάχιστη αξία εμπορευθείσας παραγωγής.

Για την αναγνώριση ΟΠ:

Α) απαιτούνται κατ΄ ελάχιστο είκοσι μέλη (κατ’ εξαίρεσηγια την αναγνώριση αλιευτικών και βιολογικών ΟΠ καθώς και όσων βρίσκονται σε νησιά εκτός Κρήτης και Εύβοιας καθώς και σε ορεινές περιοχές απαιτούνται κατ΄ ελάχιστο δέκα μέλη).

Β) Η απαιτούμενη ελάχιστη αξία εμπορευθείσας παραγωγής, για όλα τα προϊόντα που δύνανται να αναγνωριστούν ως ΟΠ καθορίζεται σε 250.000 ευρώ(κατ’ εξαίρεση στους αλιευτικούς και βιολογικούς ΟΠ καθώς και όσους βρίσκονται σε νησιά εκτός Κρήτης και Εύβοιας καθώς και σε ορεινές περιοχέςαπαιτείται ελάχιστη εμπορευθείσα παραγωγή 100.000 ευρώ).

Για την αναγνώριση ΕΟΠ απαιτούνται τουλάχιστον δύο αναγνωρισμένες ΟΠ.

Η ελάχιστη διάρκεια συμμετοχής με την ιδιότητα του μέλους σε Ομ.Π., ΟΠ και ΕΟΠ δεν μπορεί να είναι κατώτερη από ένα έτος. Μέλη που αποχωρούν, απαγορεύεται να εγγραφούν σε άλλη Ομ.Π., ΟΠ και ΕΟΠ, που είναι αναγνωρισμένη για τα ίδια προϊόντα, ή να συστήσουν άλλη Ομ.Π., ΟΠ και ΕΟΠγια τα ίδια προϊόντα, εάν δεν παρέλθει ένα έτος από την αποχώρησή τους.

Οι Ομ.Π., ΟΠ και ΕΟΠ υποχρεούνται να ενημερώνουν άμεσα εγγράφως την αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) με το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία καθώς και τον Α.Φ.Μ. του μέλους, που εγγράφεται ή αποχωρεί. Η αρμόδια ΔΑΟΚ καταχωρεί τα σχετικά στοιχεία στο Μητρώο Ομ.Π., ΟΠ και ΕΟΠ του άρθρου 7 της Υ.Α..

 

3. Υφιστάμενη κατάσταση αναγνωρισμένων Ομ.Π., ΟΠ και ΕΟΠ

Σύμφωνα με μελέτη από το 2019 που πραγματοποιήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης (ΓΔ AGRI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[19], στην ΕΕκατεγράφησαν 3.505 αναγνωρισμένες οντότητες, εκ των οποίων οι 3.434αποτελούν αναγνωρισμένες Ομ.Π. και οι 71 αποτελούν αναγνωρισμένες ΟΠ.

 

Γράφημα: Αριθμός αναγνωρισμένων οντοτήτων

                    ΟΠ71

Ομ.Π3,434


 

Πηγή: ISAMM, μέχρι τις 23 Ιουλίου 2018

 

Στο σύνολό τους δραστηριοποιούνται σε 3 κυρίως τομείς: α) στον τομέα γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, κατέχοντας το9% της παραγωγής, β) στον τομέα των οπωροκηπευτικών με ένα ποσοστό σχεδόν στο52% και γ) σε άλλους τομείςμε ποσοστό 39%.

 

Η κατανομή των αναγνωρισμένων Ομ.Π.και ΟΠ ανά κράτος μέλος στην ΕΕαπεικονίζεται στο παρακάτω σχήμα. Αξίζει να αναφερθεί από τις 27 χώρες της ΕΕ, μόνο 3 χώρες δεν διαθέτουν καμία αναγνωρισμένη ΟΠ: η Εσθονία, η Λιθουανία και το Λουξεμβούργο.

 

 

Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται περίπου 540 αναγνωρισμένεςΟμ.Π. και ΟΠ και 4ΕΟΠ, όπως έχουν καταγραφεί για το 2020 στοΜητρώο «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις» (Μητρώο) του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠΑΑΤ). Συγκεκριμένα, στο Μητρώο,αν και έχουν καταγραφεί 270Ομ.Π. και 298 ΟΠ, σήμερα δραστηριοποιούνται περίπου 540, λόγω ανάκλησης αναγνώρισης των υπολοίπων. Οι ΟΠ/ΕΟΠ δραστηριοποιούνται στους τομείς κυρίως των οπωροκηπευτικών, του ελαιολάδου, του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, του βάμβακος, της ζάχαρης, του καπνού, του πρόβειου και του αίγειου γάλακτος, των σιτηρών, των οσπρίων και των χορτονομών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ο.Π. οπωροκηπευτικών ξεπερνούν τις 155 και του ελαιολάδου τις 120.

Τα μέλη που συμμετέχουν στις 540Ομ.Π. και ΟΠ μόλις που ξεπερνούν τις 30.000 ή 55 γεωργοί-φυσικά πρόσωπα κατά μέσο όρο σε κάθε Ομ.Π. και ΟΠ. Πολυπληθέστερες Ομ.Π. και ΟΠ είναι αυτές στα φρούτα και στο ελαιόλαδο.Ο μέσος όρος μελών στις Ομ.Π. και ΟΠ είναι μικρός σε σχέση με τις δυναμικές ομάδες της ΕΕ.Λόγου χάρη, στη χώρα μας το ποσοστό της πρωτογενούς παραγωγής από τις οντότητες αυτές είναι μόνον 13% της συνολικής παραγωγής,ενώ αντίστοιχα στο Βέλγιο μόλις 14 οντότητες εμπορεύονται το 86% της συνολικής παραγωγής. Η σύγκριση αυτή καταδεικνύει ότι η λύση για την αύξηση της συμμετοχής τους στην παραγωγή είναι η μεγέθυνση των υπαρχουσών οντοτήτων και όχι τόσο η δημιουργία νέων. Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι. Το σύνολο των αγροτικών συνεταιρισμών (ΑΣ) στη χώρα μας έχουν εγγεγραμμένα 142,000 μέλη. Οι Ομ.Π. και ΟΠ που είναι αναγνωρισμένες με τη νομική μορφή των ΑΣ έχουν εγγεγραμμένα 23.494 μέλη.[20]

 

4. Οφέλη

Η οργανωμένες αυτές μορφές συνεργασίας μπορούν να επιτύχουν ευχερέστερα:

-   Διάθεση μεγάλου όγκου παραγωγής.

-   Καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα των παραγωγών, επίτευξη καλύτερης τιμής για τα προϊόντα τους μέσω κοινών συμφωνιών με εταιρείες και εμπόρους.

-   Καλύτερο έλεγχο κόστους παραγωγής, μέσω της κοινής προμήθειας εισροών και εξασφάλιση ικανοποιητικού εισοδήματος για τα μέλη τους.

-   Δυνατότητα αξιόπιστης τεχνικής υποστήριξης,η οποία είναι πιο βιώσιμη στα συνεργατικά σχήματα από ότι σε μεμονωμένους παραγωγούς.

-   Δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα χρηματοδότησης.Έχουν πρόσβαση σε όλα τα αναπτυξιακά προγράμματα, τα οποία προκηρύσσονται από την χώρα μας και χρηματοδοτούνται από εθνικούς και ενωσιακούς πόρους.Για παράδειγμα, χρηματοδοτούνται από τον Αναπτυξιακό Νόμο,τα Επιχειρησιακά Προγράμματα,. τα Μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2020 (όπως το Μέτρο 4.1 Σχεδία βελτίωσης και άλλα)

-   Φορολογικές ελαφρύνσεις. Επωφελούνται από ένα σχετικά μεγάλο εύρος φορολογικών κινήτρων, όπως, π.χ., για αγορά ακινήτων για τη δημιουργία επιχειρήσεων εντός των διοικητικών ορίων της Περιφέρειας στην οποία δραστηριοποιούνται ή αγορά κινητών μέσων αγροτικής παραγωγής, οι οποίες τυγχάνουν παρόμοιας φορολογικής μεταχείρισης με το Ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτων απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος, εφόσον τα χρήματα χρησιμοποιηθούν ως ίδια συμμετοχή σε επενδυτικά προγράμματα, σύμφωνα με το επιχειρησιακό τους σχέδιο. Τέλος, οι συμβάσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται μεταξύ αυτών και του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ που αφορούν αγροτικά εφόδια, υπηρεσίες και αγροτικά προϊόντα δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ τρίτου.

-   Μεγαλύτερη μοριοδότηση στα Μέτρα του ΠΑΑ 2014-2020. Αναλυτικότερα, στο ΠΑΑ 2014-2020 αλλά και στο ΠΑΑ 2023-2030 δίδεται μεγάλη σημασία στηνπροστασία του περιβάλλοντος καιτηνεφαρμογή φιλικών για το περιβάλλον πρακτικών, κάτι που, σε μεγάλη κλίμακα, μπορεί να υπηρετηθεί πολύ καλύτερα από συνεργατικά σχήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα άντλησης ενωσιακών κονδυλίων και από άλλους άξονες του ΠΑΑ, όπως η πιστοποίηση των καλλιεργειών με εφαρμογή τεχνικών καλλιέργειας, οι οποίες εντάσσονται στον άξονα της προστασίας του περιβάλλοντος (πχ πρασίνισμα, βιολογική γεωργία κλπ)

-   Ευκολότερη σύνδεση με την αγορά. Αυτό οφείλεται στην ενίσχυση της δύναμης διαπραγμάτευσης μέσω της αύξησης του όγκου του διαπραγματευόμενου προϊόντος.

-   Δημιουργία Επωνύμου Προϊόντος(brand name) λόγω της μεγιστοποίησης των αποδόσεων, της βελτίωσης της ποιότητας και της δυνατότητας καθετοποίησης της παραγωγής.

-   Συνεχή προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, καλύτερη διαχείριση της παραγωγής και από κοινού αντιμετώπιση των προκλήσεων της αγοράς.

-   Απόκτηση δεξιοτήτων των παραγωγών. Για παράδειγμα, η εκπαίδευση των παραγωγών που ανήκουν στις ΟΠ και Ομ.Π.έχει συντελέσει στην υιοθέτηση ορθώνκανόνων γεωργικής πρακτικής.

 

5. Χρηματοδότηση

Η πολιτική της ΕΕ να ενθαρρύνει την κοινή δράση παραγωγών υλοποιείται μέσω διαφόρων προγραμμάτων. Ορισμένα προγράμματα χρηματοδότησης είναι σχεδιασμένα μόνο για Ομ.Π. ανεξαρτήτως προϊόντος, άλλα αφορούν Ομ.Π. για συγκεκριμένα προϊόντα ή κλάδους και άλλα πριμοδοτούν πρωτοβουλίες Ομ.Π. έναντι ιδιωτικών πρωτοβουλιών.[21]

5.1 Επιχειρησιακά Προγράμματα Ομ.Π. τομέα οπωροκηπευτικών

Τα Επιχειρησιακά Προγράμματα συμβάλλουν στην υλοποίηση. των στόχων των Ομ.Π.. Ενδεικτικά:

(α) Για την επίτευξη του στόχου του προγραμματισμού παραγωγής,χρηματοδοτούνται δράσεις,όπως, π.χ., η αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού για την παραγωγή, η εκρίζωση και επαναφύτευση καλλιεργειών, η αγορά μέσων συλλογής προϊόντων και συστημάτων άρδευσης, που αποσκοπούν στη μείωση κατανάλωσης νερού.

(β) Για την επίτευξη του στόχου της βελτίωσης ή και διατήρησης της ποιότητας χρηματοδοτούνται δράσεις,όπως, π.χ., η πιστοποίηση βιολογικής παραγωγής ή/ και η ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής, η οργάνωση και η πιστοποίηση της παραγωγής κατά ISO,HACCP κ.λπ., η μηχανοργάνωσητων συστημάτων ελέγχου παραγωγής, ιχνηλασιμότητα κ.λπ..

(γ) Για την επίτευξη του στόχου βελτίωσης της εμπορίας χρηματοδοτούνται δράσεις,όπως, π.χ., η κατασκευή ή αγορά νέων υποδομών ή/και ο εκσυγχρονισμός των υφιστάμενων, η δημιουργία τμήματος εμπορίας, οιμελέτες αγοράς, ο ψυκτικός εξοπλισμός μεταφορικών μέσων κ.λπ..

(δ) Η πρόληψη καιδιαχείριση κρίσεων στον αγροδιατροφικό τομέα αποτελεί ακόμα ένα στόχο που καλούνται οι Ομ.Π να υλοποιήσουν και επιτυγχάνεται μέσω χρηματοδότησης των εξής δράσεων:Ασφάλιση της παραγωγής,απόσυρση από την αγορά των προϊόντων τα οποία οδηγούνται για βιολογική αποσύνθεση, λιπασματοποίηση ή και παραγωγή ζωοτροφών, δωρεάν διανομή αγροτικών προϊόντων σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Η δράση της πρώιμης συγκομιδής, η οποία είναι η πλήρης συγκομιδή μη εμπορεύσιμων προϊόντων για συγκεκριμένη περιοχή σε συγκεκριμένο αγροτεμάχιο πριν την έναρξη της κανονικής συγκομιδής (εφαρμόζεται σε μήλα, ροδάκινα, και το 2020 για πρώτη φορά σε οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου). Τέλος οι διάφορες περιβαλλοντικές δράσεις, όπως η βιολογική μέθοδος καλλιέργειας, η ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής, η ορθή περιβαλλοντική διαχείριση των υπολειμμάτων της καλλιέργειας, η ίδρυση νέων εγκαταστάσεων ή η αντικατάσταση των υπαρχόντων εγκαταστάσεων με νέες που οδηγούν στη μείωση του ενεργειακού αποτυπώματος, η κατάρτιση, οι συμβουλές και η τεχνική βοήθεια χρηματοδοτούνται και προσφέρουν επιπλέον μόρια για την έγκριση των επιχειρησιακών προγραμμάτων.

Οι Ομ.Π.έχουν το προνόμιο ή τη δυνατότητα ειδικής ενίσχυσης από την ΕΕγια την υλοποίηση επενδύσεων μέσω της υποβολής Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, με χρονική διάρκεια 3-5 έτη.[22] Το ετήσιο ύψος της επένδυσης δύναται να φθάσει έως το 8,2% της εμπορικής αξίας της παραγωγής από την Ομ.Π. κατά την περίοδο αναφοράς.

Στον τομέα των οπωροκηπευτικών το ΥΠΑΑΤ, μετά την υπογραφή 129 τροποποιήσεων των επιχειρησιακών προγραμμάτων καθώς και εγκρίσεων νέων επιχειρησιακών προγραμμάτων, προέβησε χρηματοδότηση των 89 Ομ.Π., μετά από αίτηση τους, συνολικής αξίας 38.053.185 ευρώ. Στον Πίνακα 1 του Παραρτήματος παρουσιάζεται αναλυτικά η Χρηματοδότηση των επιχειρησιακών προγραμμάτων οργανώσεων παραγωγών για την περίοδο 2016-2020.

5.2Επιχειρησιακά Προγράμματα ΟΠ Ελαιουργικών Φορέων (Ο.Ε.Φ.)

Τα επιχειρησιακά προγράμματα των Ο.Ε.Φ. είναι προγράμματα με χρονική ισχύ τριών ετών στα ελαιοκομικά προϊόντα βάσει των Κανονισμών (Ε.Ε) 611/2014 και 1308/2013.Τα προγράμματα αυτά περιλαμβάνουν διάφορες δράσεις βελτίωσης των ελαιοκομικών προίόντων στους κάτωθι τομείς:

-   Βελτίωση περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις ελαιοκαλλιέργειες.

-   Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελαιοκαλλιέργειας μέσω εκσυγχρονισμού.

-   Σύστημα ιχνηλασιμότητας,πιστοποίηση και προστασία της ποιότητας του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών.

-   Παρακολούθηση και διοικητική διαχείριση της αγοράς στον κλάδο του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών.

-   Βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής ελαιολάδου και βρώσιμων ελιών.

-   Διάδοση πληροφοριών σχετικών με τις δραστηριότητες των Οργανώσεων φορέων που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του ελαιολάδου και των επιτραπέζιων ελιών.

Τα ποσοστά ενίσχυσης των διαφόρων επιλέξιμων δράσεων κυμαίνονται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα (75%- 87,5%) ανάλογα με το είδος της δαπάνης και τον τομέα[23] που αφορούνκαι οι αιτήσεις υποβάλλονται ανά τριετία.

5.3Μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης  (ΠΑΑ)

Τα Μέτρα του ΠΑΑστα οποία μπορούν να ενταχθούν οι Ομ.Π. και ΟΠ ενδεικτικά, είναι:

·  Μέτρο 3.1: Στήριξη για νέα συμμετοχή σε συστήματα ποιότητας –ενίσχυση για τα πάγια κόστη για τη συμμετοχή σε ένα ενωσιακό ή εθνικό σύστημα ποιότητας (βιολογική γεωργία,ολοκληρωμένη διαχείριση,GLOBALGAP).

·  Μέτρο 3.2: Στήριξη για δραστηριότητες πληροφόρησης και προώθησης στην εσωτερική αγορά. Αφορούν τα προϊόντα καλυπτόμενα από κοινοτικά ή εθνικά συστήματα ποιότητας γεωργικών προϊόντων και τροφίμων

·  Μέτρο 4.1: Στήριξη για επενδύσεις σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις ή αλλιώς Σχέδια Βελτίωσης. Οι Ομ.Π και ΟΠ πριμοδοτούνται με 10% επιπλέον ενίσχυση.

·  Μέτρο 9.1:Κίνητρα από την ΕΕ για τη σύσταση Ομ.Π. και ΟΠστους τομείς της γεωργίας και της δασοκομίας. Η στήριξη παρέχεται με την μορφή κατ’ αποκοπή ποσού για τα πρώτα πέντε έτη λειτουργίας τους,σε νέες Ομ.Π. και ΟΠ,οι οποίες αναγνωρίζονται επίσημα από την αρμόδια εθνική αρχή. Η ενίσχυση ανέρχεται έως και στο 100% των επιλέξιμων δαπανών που αφορούν κυρίως: Μίσθωση εγκαταστάσεων και χώρων απαραίτητων για τη λειτουργία των Ομ.Π. και ΟΠ, αντικατάσταση παραγωγικού εξοπλισμού ή αγορά νέου κ.λπ.. Το ΥΠΑΑΤ το 2019 χρηματοδότησε με το ποσό των 38.537.232,57 ευρώ τη σύσταση 190 Ομ.Π. και ΟΠ(Παράρτημα, Πίνακας 2).

 

6. Τα αγροτικά συνεργατικά σχήματα ως εργαλεία τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης

Στο παρόν κεφάλαιο θα περιγράψουμε αποτελέσματα που έχουν μέχρι στιγμής προκύψει από υπό εξέλιξη έρευνα, που έχει ως σκοπό να συμπληρώσει τα στοιχεία που προκύπτουν από τοΜητρώο. Στόχος της είναι η αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης των Ομ.Π. και ΟΠ και η καταγραφή του ρόλου που παίζουν στη διαμόρφωση του αγροτικού εισοδήματος των μελών τους καθώς και η διερεύνηση διαφόρων άλλων κοινωνικών παραμέτρων που συμβάλλουν στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, με την έρευνα αναζητούνται χαρακτηριστικά των οντοτήτων, όπως τα δημογραφικά (ηλικία, φύλλο, η νομική μορφή με την οποία έχουν αναγνωριστεί από το ΥΠΑΑΤ) και τα οικονομοτεχνικά (κύκλο εργασιών,αριθμός απασχολούμενων, ημεδαποί/αλλοδαποί). Επιπλέον, διερευνώνται τα οφέλη των μελών από τη συμμετοχή τους και τέλος ανιχνεύεται η συμβολή τους στην τοπική κοινωνία (εκπαιδευτικά προγράμματα, κοινωνική προσφορά στην κοινότητα).

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω διαμοιρασμού ερωτηματολογίου σε ηλεκτρονική μορφή googleform,το οποίο εστάλη στο σύνολο των καταγεγραμμένων οντοτήτων. Συγκεκριμένα, το ερωτηματολόγιο εστάλη στους προέδρους τους, καθώς κρίθηκαν ως οι καταλληλότεροι εκπρόσωποί τους. Στο ερωτηματολόγιο απάντησαν 277συνεργατικά σχήματα, από τα οποία41 ήτανΟΠ (14,8%) και 236 ήταν Ομ.Π. (85,2%).Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τα συλλεχθέντα δεδομένα έγινε με την εφαρμογή του spss έκδοσης 26.

Κατάτην έρευνα διευκρινίστηκε η νομική μορφή με την οποία έχουν αναγνωριστεί τα συνεργατικά σχήματα. Το 74,4% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι η νομική μορφή με την οποία έχουν αναγνωριστεί είναι η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία, το 18,4% αναγνωρίστηκαν υπό τη νομική μορφή των ΑΣ, το 2,5% αναγνωρίστηκαν ως Ανώνυμες Εταιρείες,μόλις το2,2%αναγνωρίστηκε ως Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις, το 1,8% αναγνωρίστηκε με τη μορφή Ομόρρυθμης Εταιρείαςκαι το 0,7 % δήλωσε άλλο (π.χ., ΚΟΙΝΣΕΠ).

Το 71,8% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι έχει 5 έως 10 μέλη, το 9,7%έχει 11 έως 30 μέλη, το 4,0% έχει 31 έως 50 μέλη, το 6,5% έχει 51 έως 100 μέλη, το 1,8 % έχει 101 έως 150 μέλη, το 2,9 % έχουν 151 έως 200 μέλη, το 0,7 έχει 201 έως 300 μέλη και το 2,5% έχει 301 και άνω. Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι το 80% των ΟΠ και Ομ.Π. έχουν από 5 έως 30 μέλη. Κάνοντας  αναγωγή στο σύνολο των 540 σχημάτων προκύπτει ότι οι 432 ΟΠ και Ομ.Π.έχουν 5-30 μέλη(540*80 %=432). Ο μεγάλος αριθμός με πολύ λίγα μέλη υποδηλώνει την αδυναμία τους να επιτελέσουν το σημαντικό ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν προς όφελος των μελών τους.

Το 79,8% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι ο μέσος όρος ηλικίας των μελών είναι 41-60 έτη, το 17,7%26 έως 40 έτη, το 1,8%61 και άνω, ενώ το 0,7% δήλωσαν ότι ο μέσος όρος είναι 18 έως 25 έτη. Συνεπώς, το μεγαλύτερο μέρος των μελών είναι ενεργοί αγρότες (σε παραγωγική ηλικία), ενώ εντυπωσιακό είναι το ποσοστό των πολύ νέων, οι οποίοι προφανώς δεν βρίσκουν ιδιαίτερα ελκυστική την απασχόληση στον αγροτικό τομέα από τόσο μικρή ηλικία. Επίσης, το μικρό ποσοστό των άνω των 61 ετών φανερώνει την απροθυμία τους να συμμετέχουν σε τέτοια σχήματα. Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει μια σύγκριση μεταξύ των μελών των ΑΣ, που είναι άνω των 61 ετών, ώστε να επιβεβαιωθεί/αποδειχθεί ο χαμηλός αριθμός των μελών αυτών σε ΟΠ και Ομ.Π..

Το 20,2% δήλωσαν ότι δεν απασχολούν κανέναν άνδρα, το 70,0% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν 1-5 άνδρες, το 4,3% δήλωσαν ότι απασχολούν6-10 άνδρες, το 2,2% δήλωσαν ότι απασχολούν11-20 άνδρες, το 0,4%, δήλωσαν ότι απασχολεί 21-40 άνδρες, το 0,4 % δήλωσαν ότι απασχολούν 41-60 άνδρες, το 1,1 % δήλωσε ότι απασχολεί 61-100 άνδρες και το 1,4% δήλωσαν ότι απασχολούν άνω των 100 ανδρών.

Το 20,6% συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν απασχολούν καμία γυναίκα, το 73,3% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν 1-5 γυναίκες, το1,1% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν 6-10 γυναίκες, το 1,1 % των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν 11-20 γυναίκες, το 1,8%των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν 21-40 γυναίκες, το 0,4% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν 41-60 γυναίκες και το 1,8%συμμετεχόντων δήλωσαν ότι απασχολούν άνω των 100 γυναικών.

Όσον αφορά στη μορφή απασχόλησης (μόνιμη ή εποχιακή), το 70,0% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι δεν απασχολούν κανέναν μόνιμο εργαζόμενο, το 25,6%απασχολεί 1-5 μόνιμους εργαζομένους, το 2,2% απασχολεί 6-10, μόνιμους εργαζομένους, το 1,1 % απασχολεί 11-20 μόνιμους εργαζομένους, το 0,4% απασχολεί 21-40 μόνιμους εργαζομένους, το 0,4% απασχολεί41-100 μόνιμους εργαζομένους και το 0,4% δήλωσε ότι απασχολεί άνω των 100 μονίμων εργαζομένων. Το 76,9% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι δεν απασχολεί εποχιακούς εργαζομένους, το 13,7%απασχολεί 1-5 εποχιακούς, το 2,5 % απασχολεί 6-10 εποχιακούς, το 1,8% απασχολεί 11-20 εποχιακούς, το 2,9%απασχολεί 21-40 εποχιακούς, το 0,4 % απασχολεί 61-100 εποχιακούς και το 1,8% απασχολεί άνω των 100 εποχιακών εργαζομένων.

Καταρχάς, δεν φαίνεται να γίνεται διάκριση στην απασχόληση μεταξύ ανδρών και γυναικών, άρα θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι προσφέρονται ίσες ευκαιρίες και στα δυο φύλλα για την εξεύρεση εργασίας, ενδυναμώνοντας έτσι τον κοινωνικό ιστό της οικείας κοινότητας. Επίσης, η μεγάλη πλειοψηφία(70% ) απασχολεί πολύ μικρό αριθμό ανθρωπίνου δυναμικού (1- 5 υπαλλήλους είτε άνδρες είτε γυναίκες), επιβεβαιώνοντας την αδυναμία ουσιώδους συμμετοχής-παρέμβασης των σχημάτων στην αγορά εργασίας. Τούτων δοθέντων, θα μπορούσε κάποιος να μπει στον πειρασμό να υποθέσει ότι τα συνεργατικά αυτά σχήματα μάλλον συστάθηκαν για να επωφεληθούν των τυχόν προνομίων-κινήτρων-επιδοτήσεων (εθνικών και ενωσιακών), παρά για να πραγματώσουν στο ακέραιο τους ιδρυτικούς τους στόχους, δηλαδή την παραγωγή-συγκέντρωση-τυποποίηση και διανομή του παραγόμενου προϊόντος.

Τέλος, όσον αφορά στην ιθαγένεια των εργαζομένων, το 69,3% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι δεν απασχολούν ημεδαπούς, το 22,4%απασχολεί 1-5, το 2,9% απασχολεί 6-10, το 1,8 % απασχολεί 11-20, το 1,4% δήλωσε ότι απασχολεί 21-40, το 0,4 % δήλωσε ότι απασχολεί 41-60 και το 1,8 % απασχολεί άνω των 100 ημεδαπών. Το 85,2% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι δεν απασχολεί αλλοδαπούς, το 11,2% απασχολεί 1-5, το 1,1% απασχολεί 6-10 και άλλο 1,1% 11-20, το 0,7 % απασχολεί 21-40,το 0,4% απασχολεί41-60 και το 0,4% δήλωσε ότι απασχολεί 61-100 αλλοδαπούς.

Από την έρευνα προκύπτουν τα εξής στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών των συνεργατικών σχημάτων. Το 7,9 % των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών κατά μ.ο τα έτη 2014-20190-50.000€, το 24,2% 50.00-100.000€, το 27,1% 100.000 – 250.000€, το 6,9% 251.000-300.000€, το 10,8 % 300.000-500.000€ και το ίδιο ποσοστό 500.000-1.000.000€ και τέλος το 12,3 % 1.000.000-50.000.000€.Αν αθροίσουμε τον κύκλο εργασιών των Ομ.Π. και των ΟΠ, όπως προκύπτει από την αναγωγή στο σύνολό τους, διαπιστώνεται ότι αυτός δεν ξεπερνά τα 280 εκατομμύρια ευρώ, αριθμός που καταδεικνύει την αδυναμία τους να προσεγγίσουν τον τζίρο των ΑΣ (1.300.000.000€).Κάτι τέτοιο είναι λογικό, διότι οι οντότητες αυτές έχουν 30.000 μέλη έναντι 142.000 μελών που έχουν οι ΑΣ. Επιπλέον οι ΑΣ συναλλάσσονται και με μη μέλη τους, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι Ομ.Π. και ΟΠ. Εν πάση περιπτώσει, όλα τα συνεργατικά σχήματα δυστυχώς παρουσιάζουν το ίδιο μειονέκτημα, είναι δηλαδή μικρές οντότητες με χαμηλό κύκλο εργασιών και με λίγα μέλη. 

Όσον αφορά στην ικανοποίηση των μελών από την συμμετοχή τους σε Ομ.Π.και ΟΠ το 75,1% των συμμετεχόντων δήλωσαν απόλυτα ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες του συνεργατικού σχήματος που συμμετέχουν, το 17,7% δήλωσαν πολύ ικανοποιημένοι, το 5,8% αρκετά ικανοποιημένοι ενώ το 1,4% λίγο ικανοποιημένοι.Το 69,3% τωνμελών (κατά δήλωση των προέδρων)θεωρούν ότι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας είναι απόλυτα ικανοποιημένα από τις υπηρεσίες του συνεργατικού σχήματος που συμμετέχουν, το 22% δήλωσαν ότι θεωρούν ότι είναι πολύ ικανοποιημένα, το 7,6% ότι τα άλλα μέλη είναι αρκετά ικανοποιημένα ενώ το 1,1% λίγο ικανοποιημένα.

Κατά την έρευνα αποτυπώθηκε η αντίληψη των συμμετεχόντων για τα οφέλη που απολαμβάνουν από την συμμετοχή τους στα εν λόγω συνεργατικά σχήματα. Το 69,3% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι πλεονέκτημα θεωρούν τη μείωση του κόστους παραγωγής προϊόντων, το 67,9% την εξασφάλιση καλύτερης τιμής πώλησης των προϊόντων και το 54,9% τον περιορισμό του κινδύνου μη πληρωμής των πωληθέντων προϊόντων.[24]Μόλις το 10,5% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι θεωρεί πλεονέκτημα από την συμμετοχή στο συνεργατικό σχήμα την εκπροσώπηση και διεκδίκηση αιτημάτων των αγροτών από τους θεσμικούς φορείς. Επίσης, το 15,2% δήλωσε ότι θεωρεί πλεονέκτημα την ενημέρωση και εκπαίδευση των μελών σχετικά με εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, το 51,6% την αλληλεγγύη και συνεργασία των μελών και το 28,9% όλα τα ανωτέρω.

Όσον αφορά στη συμβολή στην τοπική κοινωνία, το 64,3% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι η ομάδα/οργάνωση παραγωγών στην οποία ανήκουν δεν έχει καμία δράση στην τοπική κοινωνία, ενώ ένα ποσοστό 20,6% αναφέρει ότι έχουν γίνει δωρεές σε Ιδρύματα, την Εκκλησία και τον Δήμο. Άρα, η7η συνεταιριστική αρχή (ενδιαφέρον για την κοινότητα)φαίνεται ότι δεν έχει εμπεδωθεί από το σύνολο των αγροτικών συνεργατικών σχημάτων.Βέβαια, είναι πιθανόν αυτό το ποσοστό του 64,3% να αποτελείται από νεοσύστατες οντότητες και ίσωςη νομική μορφή με την οποία έχουν αναγνωριστεί επιφέρει μεγάλη φορολογία (30-34%) και γι’ αυτό δεν καταγράφεταικάποια σημαντικήδράση-προσφορά στην τοπική κοινωνία.

 

7. Προτάσεις

Η παραπάνω ανάλυση φιλοδοξεί να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για κάθε προβληματισμό σχετικά με το ποια μέσα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της συμμετοχής των παραγωγών στα εν λόγω συνεργατικά σχήματα,προκειμένου να καταστήσουν το έργο των ΟΠ και των Ομ.Π. πιο αποτελεσματικό προς όφελος των μελών τους σε όλα τα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Οι προτάσεις που παρουσιάζονται παρακάτω προκύπτουν από συμπεράσματα που εξήχθησαν κατόπιν συζητήσεων με μέλη των ΟΠ και Ομ.Π.,οι οποίες πραγματοποιήθηκαν είτε διαζώσης είτε τηλεφωνικώς.

·  Προβολή επιτυχημένων συνεργατικών σχημάτων. Παρουσίαση και προβολή από το κράτος και τους ΟΤΑ επιτυχημένων συνεργατικών σχημάτων και δημιουργία προγραμμάτων που θα λειτουργούν αφενός για να πείσουν για την αναγκαιότητα της συνεργασίας, της καινοτομίας και της εξωστρέφειας και αφετέρου για την από κοινού αξιοποίηση δικτύων μάρκετινγκ και εμπορίας. Στόχος είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης σε αυτές τις μορφές συνεργασίας. Επιπλέον, με πρωτοβουλία των κορυφαίων συνεργατικών σχημάτων θα πρέπει να πραγματοποιηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα ενημέρωσης σε όλες τις βαθμίδες της βασικής εκπαίδευσης της χώρας μας σχετικά με τα οφέλη των συνεργατικών σχημάτων υλοποιώντας έτσι την 5η συνεταιριστική αρχή (Εκπαίδευση κατάρτιση και πληροφόρηση).

·  Οικειοθελής συγχώνευση ΑΣ, που θα οδηγήσει και στην ενδυνάμωση των ΟΠ λόγω αύξησης του κύκλου εργασιών και αύξηση των μελών τους. Επίσης οι πολλές μικρέςΟΠ πρέπει να συνενωθούν σε Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών.

·  Αξιοποίηση του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, ιδίως αυτών των εργαλείων που αφορούν στην κατάρτιση των αγροτών, τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, τα συστήματα ποιότητας, τη βιολογική γεωργία και τη σύνδεση των ΑΕΙ και άλλων ερευνητικών ιδρυμάτων, με τις ανάγκες του αγροδιατροφικού συμπλέγματος.

·  Λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της «μαύρης» οικονομίας και των παράνομων ελληνοποιήσεων προϊόντων μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων και ενός μηχανογραφημένου συστήματος ελέγχου του παραγόμενου εισοδήματος στη βάση των εισροών και της τοπικής παραγωγικότητας.

·   Δημιουργία πολιτικής γης για την αξιοποίηση του προγράμματος ενοικίασης δημόσιας γης και κατ’ επέκταση την αξιοποίηση της μεγάλης ανεκμετάλλευτης ιδιωτικής γης,για να ενθαρρυνθεί η αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και η ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων.

·  Οι ΟΠ οφείλουν να γίνουν ελκυστικές για τους παραγωγούς μέσα από την ικανότητά τους να διαχειρίζονταιικανοποιητικά την παραγωγή των μελών τους. Αυτόμπορεί να επιτευχθεί με ουσιαστική συγκέντρωση και εμπορία της παραγωγής ,με τον εμπορικό και επιχειρηματικό προσανατολισμό τους, ώστε να καταστούν βιώσιμες μονάδες αξιοποίησης της παραγωγής τους με όρους εμπορικούς.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Κοντογεώργος Α. –ΣεργάκηΠ. (2016), Αρχές Διοίκησης Αγροτικών Συνεταιρισμών. Προκλήσεις και Προοπτικές, Κάλλιππος,

Φεφές Μ. (2018), Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

ΦεφέςΜ. (2013), «Greek and Italian Co-operative Movement: A brief comparison», ΣυλλογικόςΤόμος Agricultural cooperatives in South and Central Europe, 19th - 20th century: a comparative approach, σελ. 101-116, ΑκαδημίαΑθηνών.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Χρηματοδότηση επιχειρησιακών προγραμμάτων οργανώσεων παραγωγών για την περίοδο 2016-2020

 

Πίνακασ: Χρηματοδότηση επιχειρησιακών προγραμμάτων οργανώσεων παράγωγων 2016-2020

ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

ΕΤΟΣ

ΠΟΣΟ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

ΑΣΕΠ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ

2016

40.568,00

ΑΣΕΠ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ

2015

50.070,70

Α.Σ.Σ. ΝΕΣΤΟΥ «ΝΕΣΤΟΣ»

2016

140.856,81

Α.Σ.Σ. ΝΕΣΤΟΥ «ΝΕΣΤΟΣ»

2015

112.661,62

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΡΑΧΗΣ ΠΙΕΡΙΑΣ

2015

56.616,50

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΟΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ «Η ΔΗΜΗΤΡΑ» (ΚΑΡΔΙΤΣΑ)

2015

52.579,29

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΟΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ «Η ΔΗΜΗΤΡΑ» (ΚΑΡΔΙΤΣΑ)

2016

73.169,37

ΖΕΥΣ ΑΚΤΙΝΙΔΙΑ

2016

279.925,00

ΕΑΣΑ «ΡΕΑ»

2015

338.559,97

ΕΑΣΑ «ΡΕΑ»

2016

354.489,08

Α.Σ. ΦΡΟΥΤΩΝ ΚΑΙ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΕΑΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

2015

167.127,82

Α.Σ. ΦΡΟΥΤΩΝ ΚΑΙ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΕΑΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

2016-2018

297.143,85

ΑΣΚΓΕ ΤΥΧΕΡΟΥ

2016

39.350,45

ΑΣΚΓΕ ΤΥΧΕΡΟΥ

2015

47.524,68

Α.Σ. ΧΡΥΣΟΥΠΟΛΗ «ΓΑΙΑ»

2016-2018

46.765,00

ΚΑΣΟΑ «ΔΑΝΑΟΣ»

2015

311.967,37

ΚΑΣΟΑ «ΔΑΝΑΟΣ»

2016-2020

301.410,00

Α.Σ. ΜΕΤΑΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ Ν. ΗΛΕΙΑΣ

2016 ΚΑΙ 2017

83.433,01

Α.Σ. ΜΕΤΑΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ Ν. ΗΛΕΙΑΣ

2015

32.969,57

ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΓΗ Α.Ε.Σ.

2015

205.55,96

ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΓΗ Α.Ε.Σ.

2016

197.510,6

ΚΑΒΑΛΑ Α.Ε.

2016-2018

50.615,75

Α.Σ. ΠΥΡΓΕΤΟΥ

2016

28.990,37

ΑΣΕΠΟΠ ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ «Η ΕΝΩΣΗ»

2015

276.925,23

ΑΣΕΠΟΠ ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ «Η ΕΝΩΣΗ»

2016

264.834,00

Α.Σ.Σ. ΝΕΣΠΑΡ

2016

170.218,81

Α.Σ. ΝΩΠΩΝ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ «ESPERIA»

2016-2018

123.701,75

Α.Σ. ΝΩΠΩΝ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ «ESPERIA»

2015

191.502,50

Α.Σ.Ο. ΖΑΓΟΡΑΣ

2016

390.660,00

Α.Σ.Ο. ΖΑΓΟΡΑΣ

2015

471.133,97

Α.Σ. ΠΕΛΛΑΣ

2015

440.110,00

Α.Σ. ΠΕΛΛΑΣ

2016-2018

181.296,40

ΕΑΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ Α.Ε.Σ.

2016-2018

31.205,00

ΑΓΙΑΣΜΑ Α.Ε.

2016

39.716,50

ΑΓΙΑΣΜΑ Α.Ε.

2015

40.569,71

Α.Σ. ΚΑΜΠΟΣ

2015

68.771,50

ΑΣΠΕΕ ΣΚΟΡΔΟΥ ΝΕΑΣ ΒΥΣΣΑΣ

2015

21.101,25

ΑΣΠΕΕ ΣΚΟΡΔΟΥ ΝΕΑΣ ΒΥΣΣΑΣ

2016

20.489,76

Α.Σ. ΦΡΟΥΤΩΝ & ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ «ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΟΛΟ» (ΚΑΒΑΛΑ)

2015

66.051,23

Α.Σ. ΦΡΟΥΤΩΝ & ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ «ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΥΜΒΟΛΟ» (ΚΑΒΑΛΑ)

2016-2018

77.250,00

Α.Σ. ΞΗΡΩΝ ΣΥΚΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΗ

2015

69.161,40

ΑΣΕΠΟΠ ΝΑΟΥΣΑΣ

2015

362.725,80

ΑΣΕΠΟΠ ΝΑΟΥΣΑΣ

2016

375.960,00

Α.Σ. ΒΕΛΒΕΝΤΟΥ «Η ΔΗΜΗΤΡΑ»

2015

100.421,40

ΕΑΣ ΑΙΓΙΟΥ

2016

134.924,15

ΕΑΣ ΑΙΓΙΟΥ

2015

271.515,46

Α.Σ. ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ ΘΟΥΡΙΑΣ

2016

22.657,50

ΙΚΕ ΠΑΠ «ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ»

2016-2018

24.264,95

Α.Σ. ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΗΛΕΙΑΣ «ΚΗΠΟΣ»

2016-2020

88.935,42

Α.Σ. ΦΡΑΟΥΛΑΣ «Η HΛΙΔΑ»

2016-2018

164.715,35

Α.Σ. ΦΡΟΥΤΩΝ & ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ «Η ΥΡΜΙΝΗ»

2016-2018

629.043,48

Α.Σ. ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

2016-2018

39.207,78

Α.Σ. ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

2016-2018

39.207,78

ΑΣΚΓΝΕ ΝΕΑΣ ΒΥΣΣΑΣ

2016

91.679.00

Α.Σ. ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΑΚΤΙΝΙΔΙΩΝ ΑΡΤΑΣ

2016- 2020

27.629,25

Α.Ε.Σ. ΑΛΜΜΕ Α.Ε.

2016-2018

ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Α.Ε.Σ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

2016

208.914,00

Α.Ε.Σ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

2015

197.403,64

Α.Σ. ΜΕΛΙΚΗΣ

2016-2018

135.390,36

Α.Σ. ΜΕΣΗΣ

2016

237.140,82

Α.Σ. ΑΜΜΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ ΝΕΟΣ ΑΛΙΑΚΜΩΝ

2016

278.779,41

ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΦΡΟΥΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΟΠΩΡΟΚΗΠΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΑΛΜΩΠΙΑΣ «Η ΕΝΩΣΗ»

2016-2018

32.834,90

ΑΣΟΠ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ

2016-2018

205.300,00

Α.Σ. ΠΛΑΤΑΝΟΥΛΙΩΝ «ΦΡΟΥΤΟΠΗΓΗ»

2016

26.150,00

ΓΕΟΚ Α.Ε.

2016

233.849,00

ΓΕΟΚ Α.Ε.

2015

333.511,35

Α.Σ.Ο. ΔΙΑΒΑΤΟΥ «ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ»

2016-2020

71.493,29

Α.Σ.Σ. ΕΡΑΤΕΙΝΟΥ «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ»

2016-2018

39.771,37

Α.Σ. «ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΟΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΞΑΝΘΗΣ»

2016-2018

35.960,19

Α.Σ. ΔΕΛΤΑ ΟΙΝΙΑΔΩΝ

2016

20.792,54

Α.Σ. ΚΕΛΥΦΩΤΟ ΦΙΣΤΙΚΙ ΜΩΛΟΥ «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ»

2016-2018

19.825,00

Α.Σ. ΚΕΛΥΦΩΤΟ ΦΙΣΤΙΚΙ ΜΩΛΟΥ «ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ»

2015

37.665,00

Α.Σ.Σ. ΑΣΣΟΣ (ΚΑΒΑΛΑΣ)

2016-2018

67.874,00

Α.Σ. ΜΙΕΖΑ ΦΡΟΥΤ (ΗΜΑΘΙΑ)

2016-2018

98.160,00

Α.Σ. ΜΑΚΡΟΧΩΡΙΟΥ «Ο ΕΡΜΗΣ»

2016-2020

65.517,86

Α.Σ.Κ. ΦΛΑΜΟΥΡΙΑΣ

2016-2018

85.693,27

Α.Σ. ΒΕΡΟΙΑΣ «VENUS GROWERS»

2016-2018

871.405,00

Α.Σ. ΒΕΡΟΙΑΣ «VENUS GROWERS»

2015

960.408,40

ΑΣΕΕ ΑΜΥΚΛΩΝ ΣΠΑΡΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

2016-2018

ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Α.Σ. ΠΥΡΓΩΝ ΕΟΡΔΑΙΑΣ

2016

34.272,50

Α.Σ. ΠΥΡΓΩΝ ΕΟΡΔΑΙΑΣ

2015

60.998,94

Α.Σ. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ (ΗΜΑΘΙΑ)

2015

247.314,46

Α.Σ. ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ & ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΓΕΩΡΓ. ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΑΡΤΑΣ

2016-2018

18.280,44

Α.Σ. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ – ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ «Η ΕΝΩΣΗ»

2016-2018

15.410,50

ΒΙΑΝΑΜΕ Α.Ε.

2015

27.242,50

ΒΙΑΝΑΜΕ Α.Ε.

2016-2018

ΑΠΟΡΡΙΨΗ

Α.Σ. ΝΑΟΥΣΑΣ

2015

432.465,84

Α.Σ. ΝΑΟΥΣΑΣ

2016

472.464,00

Α.Σ. ΔΕΝΔΡΩΝ «ΑΡΓΙΣΣΑ»

2016

34.700,00

Α.Σ. ΚΑΜΠΟΣ (ΗΛΕΙΑ)

2016

54.205,54

Α.Σ. «ΔΙΑΣ»

2016

32.839,90

Α.Σ. ΝΕΑΠΟΛΗΣ «ΥΨΗΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ»

2016

35.994,72

Α.Σ. ΝΕΑΠΟΛΗΣ «ΥΨΗΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ»

2015

45.479,43

Α.Σ. ΜΑΝΙΑΚΙΟΥ ΦΡΟΥΤΑ ΒΕΓΟΡΙΤΙΔΑΣ

2016

49.465,66

Α.Σ. ΨΑΡΗΣ ΦΟΡΑΔΑΣ

2015

154.162,80

Α.Σ. ΨΑΡΗΣ ΦΟΡΑΔΑΣ

2016

120.731,79

Α.Ε.Σ. ΚΟΜΕΞ

2016

226.083,09

Α.Σ. ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΤΟΜΑΤΟΠΑΡΑΓΩΓΩΝ «ΘΕΣΤΟ»

2015

375.125,36

Α.Σ. ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΤΟΜΑΤΟΠΑΡΑΓΩΓΩΝ «ΘΕΣΤΟ»

2016-2020

574.852,54

Α.Σ. ΝΟΤΟΣ

2015

124.706,55

Α.Σ. ΝΟΤΟΣ

2016-2020

100.854,69

Α.Σ. ΠΛΑΤΑΝΟΥ «Η ΦΑΛΑΣΑΡΝΗ»

2016-2018

19.676,10

ΣΤ. ΚΟΜΠΟΓΕΝΝΗΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. «ΤΑ ΦΑΛΑΣΑΡΝΑ»

2015

78.106,57

ΣΤ. ΚΟΜΠΟΓΕΝΝΗΤΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. «ΤΑ ΦΑΛΑΣΑΡΝΑ»

2016

69.145,11

Α.Σ. ΠΡΕΒΕΖΑΣ «ΝΙΚΟΠΟΛΗ»

2016-2018

43.676,16

Α.Σ. ΚΑΜΙΡΟΣ «ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ»

2015

86.404,86

Α.Σ. ΚΑΜΙΡΟΣ «ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ»

2016

71.880,33

 

 

 

Α.Σ. ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΚΗΠΕΥΤΙΚΩΝ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ

2016

84.000,00

Α.Σ. ΠΙΠΕΡΙΑΣ ΑΛΜΩΠΙΑΣ

2016-2018

13.703,70

Α.Σ. ΚΑΣΤΡΙ (ΗΡΑΚΛΕΙΟ)

2016-2020

19.330,63

Α.Σ. ΚΑΣΤΡΙ (ΗΡΑΚΛΕΙΟ)

2015

15.728,91

Α.Σ. «ΤΟ ΝΗΣΙ»

2016

48.199,68

Α.Σ. «ΤΟ ΝΗΣΙ»

2015

51.709,90

Α.Σ. ΣΠΑΡΑΓΓΙΟΥ & ΛΟΙΠΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ «Ο ΑΧΕΛΩΟΣ»

2015

90.666,57

Α.Σ. ΣΠΑΡΑΓΓΙΟΥ & ΛΟΙΠΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ «Ο ΑΧΕΛΩΟΣ»

2016

31.134,61

ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ ΦΑΛΑΣΑΡΝΑΣ ΧΑΝΙΩΝ ΙΚΕ

2016

21.604,94

ΚΗΠΕΥΤΙΚΑ ΦΑΛΑΣΑΡΝΑΣ ΧΑΝΙΩΝ ΙΚΕ

2015

70.207,94

Ε.Α.Σ ΣΗΤΕΙΑΣ Α.Ε.Σ.

2016-2018

45.900,00

ΑΣΟΠ ΕΛΑΦΟΝΗΣΙΟΥ ΣΥΝ. Π.Ε.

2016-2020

79.284,95

Ε.Α.Σ. ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ

2016-2018

54.904,00

Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

2015

183.494,31

Α.Σ. ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ

2016

165.861,18

ΑΣΠΚΘ ΕΛΑΦΟΝΗΣΙΟΥ «ΧΡΥΣΟΚΑΛΙΤΙΣΣΑ»

2016

92.429,20

ΑΣΠΚΘ ΕΛΑΦΟΝΗΣΙΟΥ «ΧΡΥΣΟΚΑΛΙΤΙΣΣΑ»

2015

89.510,60

Α.Σ. «ΑΝΑΤΟΛΗ»

2016

470.048,28

Α.Σ. «ΑΝΑΤΟΛΗ»

2015

470.054,65

Α.Σ.Π.Κ. ΑΡΒΗΣ (ΗΡΑΚΛΕΙΟ)

2015

115.703,70

Α.Σ.Π.Κ. ΑΡΒΗΣ (ΗΡΑΚΛΕΙΟ)

2016-2018

93.279,00

Α.Σ. ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΙΟΥ (ΛΑΡΙΣΑ)

2016

31.550,00

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[2]. Για μια αναλυτική παρουσίαση των προβλημάτων του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα, βλ. Φεφές ΙΙ, σ. 102-107.

[3]. Σύμπλεγμα οντοτήτων, που συνδέονται αλληλεξαρτώμενες με πρόσβαση σε εξειδικευμένες αγορές επιτυγχάνοντας οικονομίες κλίμακας.

[4]. Πιο συγκεκριμένα, ο βαθμός οργάνωσης στην Ευρώπη είναι πάνω από 40%, ενώ στην Ελλάδα φτάνει μέχρι το 11%. Βλ. Κοντογεώργος-Σεργάκη, σελ. 139.

[5]. Υπενθυμίζουμε ότι έως το 1973 τα κράτη μέλη της τότε ΕΟΚ ήταν μόλις έξι, δηλαδή Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο.

[6]. OJL236/1, 27.10.70 (δεν υπάρχει μετάφραση στα ελληνικά).

[10]ΦΕΚ Α΄78/26.4.16.

[11]. ΦΕΚ Α 110/1.8.17.

[12]. ΦΕΚ Β΄ 601/24.02.2017, «Αρμόδια Αρχή, διαδικασία και δικαιολογητικά αναγνώρισης των Οργανώσεων Παραγωγών (Ο.Π.) και των Ενώσεών τους (Ε.Ο.Π.), καθώς και των Ομάδων Παραγωγών (Ομ.Π.).

[13]. ΦΕΚ Β΄ 3800/27.10.2017.

[14]. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1305/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου, ΕΕ L 347/487, 20.12.2013.

[15]. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2013 για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1184/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, ΕΕ L354/1, 28.12.2013.

[16]. Περαιτέρω, το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 702/2014 της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 2014 (L 193/1, 01.07.2014) για την κήρυξη ορισμένων κατηγοριών ενισχύσεων στους τομείς της γεωργίας και δασοκομίας και σε αγροτικές περιοχές συμβιβάσιμων με την εσωτερική αγορά κατ' εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της ΣΛΕΕ προβλέπει για ενισχύσεις εκκίνησης για ομάδες και οργανώσεις παραγωγών στον τομέα της γεωργίας.

[17]. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, ΕΕ L 347/671, 20.12.2013.

[18]. Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1184/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 τουΣυμβουλίου, ΕΕ L 354/1, 28.12.2013.

[19] Corporate author(s): Arcadia International E.E.I.G , Directorate-General for and Rural Development (European Commission) , EY ,Personal author(s): Montanari, Francesco ;  Chlebicka, Aleksandra ;  Szabo, Gábor G ;  Amat, Laurence ;  Traon, Daniel ;  Sorrentino, Alessandro ;  Russo, Carlo ;  Ferreira, Ines , «Final report. Study of the best ways for producer organisations to be formed, carry out their activities and be supported» 2019, EU PUBLICATION, Doi: 10.2762/034412, https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/2c31a562-eef5-11e9-a32c-01aa75ed71a1

[20]Επεξεργασία στοιχείων από το  Μητρώο Ομ.Π και ΟΠ του ΥΠΑΑΤ(2021)

 

[21]omadesparagogon.gr

[22]ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2013, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32013R1308&from=FR.

[23] ΕΚ 611/2014

[24]. Το τελευταίο μεγάλο ποσοστό καταδεικνύει το πρόβλημα της καθυστέρησης στις πληρωμές, γι’ αυτό άλλωστε έχει εκδοθεί και σχετική οδηγία από την ΕΕ την οποία η Χώρα μας έχει ενσωματώσει στην εθνική νομοθεσία με τον Ν. 4492/2017 «Διακίνηση και εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 156/18-10-2017).