Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Μητροπούλου Α. – «Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τα μέλη εποπτείας και διοίκησης των αγροτικών συνεταιρισμών»

 ΜΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ.

 

Ανδριανή-Άννα Μητροπούλου-Δικηγόρος,

τ. Νομικός Σύμβουλος ΠΑΣΕΓΕΣ

 

Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ)  με την 47/2021 γνωμοδότησή του δέχθηκε ότι,η διάταξη  της παραγράφου 8  του άρθρου 20 του τελευταίου συνεταιριστικού νόμου 4673/2020,σύμφωνα με την οποία η σε πρώτο βαθμό ποινική καταδίκη σε οποιοδήποτε από τα αδικήματα, που προβλέπει η διάταξη αυτή, αναστέλλει αυτοδικαίως την άσκηση από το μέλος του συνεταιρισμού των καθηκόντων του ως μέλους του Διοικητικού ή του Εποπτικού Συμβουλίου  μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, ανεξάρτητα αν η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ν.4673/2020, που είναι η 11.3.2020 , ή μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Τα αδικήματα, που προβλέπει η διάταξη είναι : Κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση (κοινή ή στην υπηρεσία), εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδορκία, απιστία, δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφου, λαθρεμπορία και εμπορία ναρκωτικών, ασέλγεια σε ανήλικο, βιασμό, για τα αδικήματα του άρθρου 35 του ν.4673/2020 καθώς  και για οποιοδήποτε αδίκημα σε βάρος της συνεταιριστικής περιουσίας .Δηλαδή δέχεται ότι η άνω διάταξη εφαρμόζεται αναδρομικά.

Η γνωμοδότηση  μας βρίσκει σύμφωνους, διότι πράγματι, σύμφωνα με τις παραδοχές της, υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή  θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός του νόμου, εφόσον  τα  μέλη, που κατά τη δημοσίευσή του νόμου είχαν καταδικασθεί πρωτοδίκως, για τα παραπάνω αναφερόμενα αδικήματα θα εξακολουθούσαν να ασκούν καθήκοντα διαχείρισης  και εκπροσώπησης του αγροτικού συνεταιρισμού,  σε αντίθεση με τα μέλη που καταδικάζονταν σε πρώτο βαθμό μετά τη δημοσίευση του νόμου γεγονός, που σε καμία περίπτωση δεν ήθελε ο νομοθέτης, δεδομένου ότι επέλεξε την αναστολή ως συνέπεια καταδίκης σε πρώτο βαθμό, η επέλευση της οποίας δεν εξαρτάται και δεν συνδέεται, σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, από το χρόνο που επήλθε η καταδίκη.

 

Παραθέτουμε το κείμενο της Γνωμοδοτήσεως :

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 

Αριθμός Γνωμοδότησης 47/2021

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

(Τμήμα: Στ )

 Συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2021

 

Σύνθεση

 

Πρόεδρος: Γεώργιος Ν. Κανελλόπουλος, Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Μέλη: Ασημίνα Ροδοκάλη, Βασιλική Τύρου, Ευαγγελία Σκαλτσά, Ευσταθία Τσαούση, Διονύσιος Χειμώνας, Βασίλειος Κορκίζογλου, Χαράλαμπος Μπρισκόλας, Νικόλαος Καραγιώργης, Περικλής Αγγέλου, Αντώνιος Παπαγεωργίου, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους.

 

Εισηγήτρια: Θωμαΐς I. Κουρτέση, Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (γνώμη χωρίς ψήφο).

 

Αριθμός Εγγράφου Ερωτήματος: Το έγγραφο, με αριθ. πρωτ.: 3225/294302/27.11.2020, του Τμήματος Αγροτικών Συνεταιρισμών και Ομαδικών Δραστηριοτήτων της Διεύθυνσης Οικονομικών Ελέγχων Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ.).

 

Περίληψη ερωτήματος:

Ερωτάται εάν, με βάση τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 4673/2020, δύναται να τεθούν αυτοδίκαια σε αναστολή άσκησης καθηκόντων μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) Αγροτικού Συνεταιρισμού (Α.Σ.), για τα οποία υφίσταται ποινική καταδίκη σε πρώτο βαθμό, όταν η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, εκδόθηκε πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

 

Στο πιο πάνω ερώτημα το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Στ ) γνωμοδότησε ως εξής:

 

Ιστορικό

 

Από το παραπάνω έγγραφο ερώτημα του Τμήματος Αγροτικών Συνεταιρισμών και Ομαδικών Δραστηριοτήτων της Διεύθυνσης Οικονομικών Ελέγχων Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του ΥΠ.Α.Α.Τ. και τα στοιχεία που το συνοδεύουν, προκύπτει το ακόλουθο πραγματικό:

 

1. Την 18.8.2020 περιήλθε στη Διεύθυνση Οικονομικών Ελέγχων Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του ΥΠ.Α.Α.Τ. αίτηση μέλους Α.Σ., με την οποία ζητούσε, στα πλαίσια της κρατικής εποπτείας που ασκεί η Υπηρεσία αυτή, την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 4673/2020, η οποία επιβάλει την αυτοδίκαιη αναστολή άσκησης καθηκόντων μέλους του Δ.Σ. Α.Σ. που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως με απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, επικαλούμενος τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτής, αφενός, στο πρόσωπο του Προέδρου του Δ.Σ. του Α.Σ., ο οποίος είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, εκδοθείσα το έτος 2019, για τις πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου, της απάτης σε βάρος του δικαστηρίου και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, κατ’ εξακολούθηση, και του επιβλήθηκε η συνολική ποινή φυλάκισης των είκοσι τριών (23) μηνών, και, αφετέρου, στο πρόσωπο μέλους του Δ.Σ. του ιδίου Α Σ., που καταδικάστηκε, με την ίδια απόφαση, για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, κατ’ εξακολούθηση, και του επιβλήθηκε η ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους.

 

2. Η παραπάνω Υπηρεσία απέστειλε την αίτηση αυτή, στο πλαίσιο της εκ μέρους της ασκούμενης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4673/2020, εποπτείας στον Α.Σ. και ζήτησε να ενημερωθεί τόσο η ίδια για τις ενέργειες, στις οποίες θα προβεί ο Α.Σ. σε συνέχεια της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης, όσο και το Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών (Ε.Μ.Α.Σ.).

 

3. Ο Α.Σ. απέστειλε προς την Υπηρεσία την από 15.10.2020 απαντητική επιστολή, η οποία έλαβε τον 3225/294302/20.10.2020 αριθμό πρωτοκόλλου της αρμόδιας, κατά τα προαναφερθέντα, Υπηρεσίας. Με την επιστολή αυτή, η οποία υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Α.Σ., ο Α.Σ. ζήτησε να εκδώσει η Υπηρεσία διαπιστωτική πράξη για τη μη εφαρμογή και ισχύ της διάταξης του εδαφίου β` της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 4673/2020. Ειδικότερα, με την παραπάνω επιστολή προβάλλεται ότι η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ενώ, εξάλλου, δεν δύναται να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση, διότι αυτή η διάταξη δεν ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, κατά της οποίας έχει ασκηθεί έφεση. Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης (έτος 2019) της παραπάνω καταδικαστικής απόφασης ίσχυε η διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 8 του ν. 4384/2016, που καταργήθηκε με το άρθρο 37 του ν. 4673/2020. Στην καταργηθείσα διάταξη δεν προβλεπόταν αναστολή άσκησης καθηκόντων μελών του Δ.Σ.Α.Σ. σε περίπτωση καταδίκης για ποινικά αδικήματα σε πρώτο βαθμό.

 

4. Κατόπιν των ανωτέρω προέκυψε ο προβληματισμός, εάν, με βάση τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 4673/2020, δύναται να τεθούν αυτοδίκαια σε αναστολή άσκησης καθηκόντων μέλη του Δ.Σ. Α.Σ., για τα οποία υφίσταται ποινική καταδίκη σε πρώτο βαθμό, όταν η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

 

Νομοθετικό πλαίσιο

 

5. Στη διάταξη του άρθρου 2 Α.Κ. ορίζεται ότι: «Άρθρο 2 Αναδρομική δύναμη του νόμου».

Ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά.».

 

6. Στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε με το ν.δ.53/1974 (Φ.Ε.Κ. Α` 256), ορίζεται ότι: «Άρθρο 6 Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης

1... 2. Παν πρόσωπο κατηγορούμενο επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.»

 

7. Στις διατάξεις των άρθρων 1, 11, 16, 20 παρ. 8, 21 και 37 περ. α` του ν. 4673/2020 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α` 52/11.3. 2020), που ισχύει από τη δημοσίευσή του, ορίζονται τα εξής:

 

«Άρθρο 1 Ορισμός - Σκοπός - Νομική Μορφή Αγροτικών Συνεταιρισμών

 

1. Οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί (ΑΣ) είναι αυτόνομες εθελοντικές ενώσεις προσώπων, οι οποίες συγκροτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και επιδιώκουν την οικονομική ανάπτυξη και προαγωγή των μελών τους, μέσω μιας συνιδιοκτήτης και δημοκρατικά διοικούμενης αγροτικής συνεταιριστικής επιχείρησης. Ως ΑΣ θεωρούνται συνεταιρισμοί, οποιουδήποτε κλάδου ή δραστηριότητας στον τομέα της αγροτικής οικονομίας, μεταξύ άλλων και οι αλιευτικοί, κτηνοτροφικοί, πτηνοτροφικοί, μελισσοκομικοί, σηροτροφικοί, αγροτουριστικοί, αγροτοβιοτεχνικοί, οικοτεχνικοί και γυναικείοι. Οι δασικοί συνεταιρισμοί και οι ενώσεις τους δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

 

2. Οι ΑΣ είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και έχουν εμπορική ιδιότητα. Αναπτύσσουν κάθε είδους δραστηριότητα για την επίτευξη των σκοπών τους στο πλαίσιο του νόμου και του καταστατικού τους.

 

3. Για την εκπλήρωση των σκοπών τους, οι ΑΣ μπορούν ενδεικτικά να ιδρύουν υποκαταστήματα, παραρτήματα ή γραφεία στο εσωτερικό και το εξωτερικό, να συνιστούν νομικά πρόσωπα, να συμπράττουν σε κοινές επιχειρήσεις με καταναλωτικούς ή άλλους συνεταιρισμούς, νομικά πρόσωπα του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, με κοινωφελείς οργανισμούς, με επιχειρήσεις Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με συνεταιριστικές οργανώσεις άλλων χωρών και με φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μέσα στο πλαίσιο της διακρατικής ή/και της διεπαγγελματικής συνεργασίας.

 

4. Σύμφωνα με το καταστατικό τους και για την εκπλήρωση των σκοπών τους, οι ΑΣ μπορούν να παρέχουν, οι ίδιοι ή μέσω τρίτων νομικών προσώπων, στα μέλη - συνεταιριστές του άρθρου 6, χρηματοδοτήσεις με τη μορφή πιστώσεων μέχρι του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ συνολικά για κάθε μέλος - συνεταιριστή.

 

5 Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται όσον αφορά τους ΑΣ συμπληρωματικά και αναλογικά οι διατάξεις του ν. 4548/2018 (Α` 104) για τις Ανώνυμες Εταιρείες και του Αστικού Κώδικα.».

 

«Άρθρο 11 Όργανα διοίκησης των Αγροτικών Συνεταιρισμών

Τα όργανα διοίκησης των ΑΣ είναι:α) η Γενική Συνέλευση,

β) το Διοικητικό Συμβούλιο καιγ) το Εποπτικό Συμβούλιο. Εφόσον ο ΑΣ έχει λιγότερα από δέκα (10) μέλη, Εποπτικό Συμβούλιο ορίζεται μόνο αν προβλέπεται από το καταστατικό.».

 

«Άρθρο 16 Διοικητικό Συμβούλιο

 

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση με μυστική ψηφοφορία. Ο αριθμός των μελών του ορίζεται από το καταστατικό και είναι πάντοτε περιττός. Τα μέλη του δεν μπορεί να είναι λιγότερα από τρία (3). Η ταυτόχρονη συμμετοχή των ιδίων προσώπων ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Εποπτικού Συμβουλίου δεν επιτρέπεται. Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει μεταξύ των μελών του τον Πρόεδρο και τα λοιπά πρόσωπα που φέρουν τις ιδιότητες που τυχόν ορίζονται στο καταστατικό. Απαγορεύεται στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να διενεργούν ανταγωνιστικές προς τον σκοπό του ΑΣ πράξεις...

 

2. Η διάρκεια της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται από το καταστατικό και δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των πέντε (5) ούτε μικρότερη των τριών (3) ετών. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι επανεκλέξιμα και ανακαλούνται ελεύθερα από τη Γενική Συνέλευση.

 

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά στη διοίκηση του ΑΣ, τη διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεών του, την τήρηση των κατά νόμο λογιστικών βιβλίων, τη σύνταξη των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και την επιδίωξη του σκοπού του. Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει τους αντιπροσώπους του ΑΣ σε συνεταιριστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρίες ή σε νομικά πρόσωπα, στα οποία συμμετέχει ο ΑΣ. Οι αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου εξειδικεύονται στο καταστατικό.

 

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκπροσωπεί τον ΑΣ δικαστικώς και εξωδίκως. Την εκπροσώπησή του αυτή μπορεί να την αναθέτει στον Πρόεδρο ή σε άλλο μέλος του, ή, κατόπιν προηγουμένης εξουσιοδότησης από τη Γενική Συνέλευση, στον Γενικό Διευθυντή του ΑΣ, σύμφωνα με την παράγραφο 10.

 

6. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνονται εις ολόκληρο για κάθε ζημία που προκάλεσαν, με υπαιτιότητά τους, στον ΑΣ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υποχρεούμενοι να επιδεικνύουν ως προς αυτά την επιμέλεια που θα επιδείκνυαν στις δικές τους υποθέσεις. Οι αξιώσεις του ΑΣ εναντίον τους παραγράφονται μετά από πέντε (5) έτη από την τέλεση της πράξης, εκτός αν πρόκειται για ζημία από δόλο, οπότε παραγράφονται μετά από δεκαπέντε (15) έτη. Η άσκηση αστικών ή και ποινικών αξιώσεων του ΑΣ κατά των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αποφασίζεται από τη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται αποκλειστικά για την περίπτωση αυτή από το δέκα τοις εκατό (10%) τουλάχιστον των μελών του ΑΣ.

 

11. Οι διατάξεις του ν. 3213/2003 (Α 309) έχουν εφαρμογή για τους Προέδρους του Διοικητικού Συμβουλίου και τους Γενικούς Διευθυντές των ΑΣ που έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις του άρθρου 34.».

 

«Άρθρο 20 Αρχαιρεσίες

 

1 ...,2...,3...,4...,5...,6...,7..., 8. Δεν μπορεί να εκλεγεί μέλος στα όργανα διοίκησης του ΑΣ (Διοικητικό Συμβούλιο ή Εποπτικό Συμβούλιο) όποιος καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση (κοινή ή στην υπηρεσία), εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδορκία, απιστία, δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφου, λαθρεμπορία και εμπορία ναρκωτικών, ασέλγεια σε ανήλικο, βιασμό, για τα αδικήματα του άρθρου 35 του παρόντος νόμου και για οποιοδήποτε αδίκημα σε βάρος της συνεταιριστικής περιουσίας. Η σε πρώτο βαθμό ποινική καταδίκη για οποιοδήποτε από τα αδικήματα του προηγουμένου εδαφίου, αναστέλλει αυτοδικαίως την άσκηση από το μέλος των καθηκόντων του, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Δεν μπορεί να εκλεγεί μέλος στα όργανα Διοίκησης του ΑΣ (Διοικητικό Συμβούλιο ή Εποπτικό Συμβούλιο) όποιος κηρύχθηκε σε πτώχευση ή ήταν νόμιμος εκπρόσωπος νομικού προσώπου που κηρύχθηκε σε πτώχευση και δεν κηρύχθηκε συγγνωστός ή έχει τεθεί σε αναγκαστική διαχείριση ή δικαστική συμπαράσταση. Αν κατά τη διάρκεια της θητείας του διαπιστωθεί για μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Εποπτικού Συμβουλίου ΑΣ η ύπαρξη οποιουδήποτε από τα κωλύματα του πρώτου και του τρίτου εδαφίου, το πρόσωπο αυτό εκπίπτει αυτοδικαίως από μέλος του οργάνου και εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 7.».

 

«Άρθρο 21 Κρατική εποπτεία

 

1. Η εποπτεία επί των ΑΣ, των αναγκαστικών συνεταιρισμών και των Ενώσεών τους, των Αγροτικών Εταιρικών Συμπράξεων (ΑΕΣ), των Οργανώσεων και Ομάδων παραγωγών και των Ενώσεών τους και των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων ασκείται από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων δια της Διεύθυνσης Οικονομικών Ελέγχων, Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στο εξής εποπτεύουσας Αρχής. Η εποπτεύουσα Αρχή μπορεί, με απόφασή της να αναθέτει συγκεκριμένα έργα ελέγχου, σε ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες του ν. 4449/2017 (Α 7) ή σε ελεγκτές πτυχιούχους ανωτάτων σχολών που έχουν άδεια άσκησης οικονομολογικού επαγγέλματος από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και σε άλλους ειδικούς επιστήμονες ή εμπειρογνώμονες ή υπαλλήλους του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

 

2. Η εποπτεία αφορά στη σύννομη λειτουργία και την υποβοήθηση του έργου των ΑΣ και λοιπών συλλογικών σχημάτων της παραγράφου 1 και περιλαμβάνει, ιδίως, την τήρηση και ενημέρωση του ΕΜΑΣ, την αξιολόγησή τους μέσω αυτού, την εξακρίβωση της καταβολής της αξίας των συνεταιρικών μερίδων ή άλλων ληξιπρόθεσμων οικονομικών υποχρεώσεων των μελών τους, την τήρηση των διατάξεων των νόμων, του καταστατικού και των αποφάσεων των Γενικών Συνελεύσεων, καθώς και γενικά την εξακρίβωση της αλήθειας των τηρούμενων από τους ΑΣ βιβλίων, στοιχείων και χρηματοοικονομικών καταστάσεων.

 

3. Με απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την άσκηση της κρατικής εποπτείας, τον τρόπο διενέργειας, τη συχνότητα και τις προϋποθέσεις διενέργειας διοικητικού και οικονομικού ελέγχου.».

 

«Άρθρο 37 Καταργούμενες διατάξεις

 

Με την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:

 

α) τα άρθρα 1 έως και 34, 36 και 39 έως και 41 του ν. 4384/2016, όπως ισχύουν, του άρθρου 41 του ν. 4384/2016καταργουμένου αναδρομικά από τότε που ίσχυσε, ήτοι από 26.04.2016 ...»[1]

 

8. Στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του ν. 4384/2016 «Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ, Α` 78), που καταργήθηκε με τη διάταξη της περίπτωσης α` του άρθρου 37 του ν. 4673/2020, ορίζονταν τα εξής:

 

«Άρθρο 17 Αρχαιρεσίες

 

1... 8. Δεν μπορεί να εκλεγεί μέλος στο διοικητικό και εποπτικό συμβούλιο του ΑΣ: α) Φυσικό πρόσωπο το οποίο καταδικάσθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση σε οποιαδήποτε ποινή για: κλοπή, απάτη, υπεξαίρεση (κοινή ή στην υπηρεσία), εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδορκία, απιστία, δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφου, λαθρεμπορία και εμπορία ναρκωτικών και για τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 28.

 

β) Μέλος του ΑΣ που δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές προβλέπονται στον παρόντα νόμο και στο καταστατικό. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης της παραγράφου 3 του άρθρου 8 βεβαιώνεται εγγράφως για κάθε μέλος που είναι υποψήφιο ενώπιον της εφορευτικής επιτροπής από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του ΑΣ πριν την έναρξη της εκλογικής διαδικασίας.γ) Πρόσωπο του οποίου η εκλογή προσκρούει σε όσα προβλέπονται στα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 16.δ) Όποιος εργάζεται στον ΑΣ με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή έργου.

Για τα κωλύματα της παρούσας παραγράφου, εκτός από αυτό του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης β`, κάθε υποψήφιο μέλος για το διοικητικό και το εποπτικό συμβούλιο, υποχρεούται να προσκομίσει στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής, υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α` 75) με την οποία δηλώνεται ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα κωλύματα των περιπτώσεων αυτών.

 

Αν κατά τη διάρκεια της θητείας του οργάνου διαπιστωθεί για μέλος του η ύπαρξη οποιουδήποτε από τα κωλύματα της παρούσας παραγράφου, το μέλος αυτό εκπίπτει αυτοδικαίως από μέλος του οργάνου και εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 7.

 

9. Με το καταστατικό ρυθμίζονται τα θέματα διαδικασίας εκλογής του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου, καθώς και των αντιπροσώπων του ΑΣ σε άλλα νομικά πρόσωπα όπου συμμετέχει, που δεν ρυθμίζονται στον παρόντα νόμο ».

 

Ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων

 

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, ενόψει και του όλου νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται, του σκοπού που εξυπηρετούν και την υπαγωγή σε αυτές των πραγματικών περιστατικών, που τέθηκαν υπόψη του Τμήματος, συνάγονται τα ακόλουθα:

 

9. Η διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ. εκφράζει μία γενικότερη αρχή του δικαίου, της μη αναδρομικότητας των νόμων, σύμφωνα με την οποία ο νόμος ρυθμίζει τα γεγονότα και τις έννομες σχέσεις που δημιουργούνται μετά την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος του, ενώ οι έννομες σχέσεις που υπήρχαν πριν από αυτό το χρονικό σημείο εξακολουθούν να ρυθμίζονται από το νόμο που ίσχυε όταν δημιουργήθηκαν (βλ. Γ. Μπαλή: «Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου» 8η έκδοση σελ. 27 επ., Α. Τούση: «Γενικαί Αρχαί Αστικού Κώδικα», σελ. 101 επ.). Κατά την κρατούσα, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, άποψη, η διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ. δεν έχει αυξημένη τυπική δύναμη και, ως εκ τούτου, ο νομοθέτης, κατ’ αρχήν, δεν εμποδίζεται να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, να ορίσει δηλαδή, ότι οι ρυθμίσεις του καταλαμβάνουν και σχέσεις που δημιουργήθηκαν ή και περατώθηκαν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή δικαιωμάτων που προστατεύονται από το Σύνταγμα (βλ. Απ. Γεωργιάδης - Μ. Σταθόπουλος: «Γενικές Αρχές» έκδοση 2016, σελ. 113, Α.Π. 207/2019).

 

10. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται και στο Σύνταγμα, το οποίο απαγορεύει τον αναδρομικό ποινικό νόμο (άρθρο 7 παρ. 1), τον ψευδοερμηνευτικό νόμο (άρθρο 77 παρ. 2) και τον αναδρομικό φορολογικό νόμο πέραν του προηγουμένου της επιβολής οικονομικού έτους (άρθρο 78 παρ. 2). Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας των νόμων, που ορίζουν οι συνταγματικές διατάξεις, συνάγεται, ότι σε άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί, όμως, να υπερβεί τα όρια, που θέτουν διατάξεις του Συντάγματος, καθώς και υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις (βλ. ΣτΕ 4141/1999).

 

11. Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι στο νόμο δύναται να δοθεί αναδρομική δύναμη, είτε ρητά, είτε σιωπηρά (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται η νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Είναι δε δυνατόν με την αναδρομική ισχύ του νόμου να επέρχεται απόσβεση ή και κατάργηση δικαιωμάτων, τα οποία έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, υπό την προϋπόθεση ότι η απόσβεση ή κατάργησή τους, επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (βλ. Α.Π. 1385/2018, 6/2007 Ολομ.).

 

12. Σε κάθε περίπτωση, για να προσδοθεί στο νόμο αναδρομική ισχύς θα πρέπει η σχετική βούληση του νομοθέτη να προκύπτει, σαφώς και αναμφιβόλως, είτε από ρητή διάταξη (ρητή αναδρομή) είτε από το πνεύμα, το σκοπό και το γενικότερο περιεχόμενο του νόμου, βάσει των ερμηνευτικών

κανόνων που έχουν καθιερωθεί στην επιστήμη (σιωπηρή αναδρομή) (βλ.Σημαντήρα «Γενικές Αρχές» έκδοση 1980 σελ. 87 επ., Α.Π. 526/1973 ΝοΒ 21 σελ. 1425).

 

 

13. Η αναδρομική ισχύς ενός νόμου διακρίνεται σε «γνήσια αναδρομή» και σε «μη γνήσια αναδρομή», ανάλογα με την έκταση του ρυθμιστικού πεδίου. Γνησία αναδρομή υφίσταται όταν στις ρυθμίσεις του νόμου υποβάλλονται και νομικά αποτελέσματα που είχαν ήδη επέλθει στο παρελθόν, υπό το κράτος του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος. Μη γνήσια αναδρομή υφίσταται όταν στις ρυθμίσεις του νέου νόμου υποβάλλονται και σχέσεις ή καταστάσεις που δημιουργήθηκαν υπό την ισχύ του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, αλλά μόνον ως προς τα νομικά αποτελέσματα τους, που παράγονται μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου, χωρίς να θίγονται έννομες συνέπειες που έχουν ήδη επέλθει. Η μη γνήσια αναδρομή εμπεδώνει την ενότητα του δικαίου και εξ αυτού οι συνταγματικές διατάξεις περί απαγόρευσης της αναδρομικότητας δεν ισχύουν σε αυτή την περίπτωση (βλ. Α.Π. 1063/2013). Το γεγονός ότι ο νόμος δεν έχει, κατ` αρχήν, αναδρομική ενέργεια δεν σημαίνει ότι δεν δύναται να ρυθμίζει έννομες σχέσεις του παρελθόντος, διότι είναι δυνατό να καταλαμβάνει και σχέσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν στο παρελθόν και εξακολουθούν να υφίστανται. Το αν οι υφιστάμενες έννομες σχέσεις υπάγονται στο νέο νομοθετικό καθεστώς ή εξακολουθούν να διέπονται από το παλαιότερο αποτελεί ζήτημα ερμηνείας των νόμων. Κατ` αρχήν, ισχύει ο κανόνας του σεβασμού των κεκτημένων δικαιωμάτων. Κατ` εξαίρεση, όμως, ο νέος νόμος δύναται, υπό τις ανωτέρω διακρίσεις, να ανατρέψει τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν, βάσει του προηγουμένου καθεστώτος και να υπαγάγει τις υφιστάμενες σχέσεις στο νέο καθεστώς (βλ. Αν. Παπαχρήστου «Γενικοί Αρχαί του Αστικού Δικαίου» έκδοση 1979 σελ. 29 επ., Σπυριδάκης: «Γενικές Αρχές» 1985 σελ. 16).

 14. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) συνάγεται ότι το νεότερο νομοθετικό καθεστώς δεν εφαρμόζεται σε οριστικές καταστάσεις, οι οποίες γεννήθηκαν και έχουν κριθεί υπό το κράτος δικαίου του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, ενώ, αντιθέτως, εφαρμόζεται επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων υφισταμένων καταστάσεων, οι οποίες παράγουν συνεχιζόμενα αποτελέσματα (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, EU:C:2008:709, σκέψη 43, και απόφαση της 14ης Ιανουάριου 2010, EU:C:2010:10, σκέψη 46).

 

15. Στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. κατοχυρώνεται το τεκμήριο της αθωότητας, που αποτελεί, κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.), ειδικότερη έκφανση της θεσπιζόμενης με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου δίκαιης δίκης, η οποία επιβάλλει να θεωρείται ένα πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα αθώο μέχρι την απόδειξη της ενοχής του από το αρμόδιο δικαστήριο και, ακολούθως, να γίνεται σεβαστό και να μην αμφισβητείται, μετά την οριστική απαλλαγή του, το αποτέλεσμα αυτό, έστω και με την έκφραση αμφιβολιών, από οποιαδήποτε άλλη δικαστική ή δημόσια αρχή ή εκπρόσωπο του Κράτους.

 

16. Με τις διατάξεις του ν. 4673/2020, που τέθηκε σε ισχύ την 11.3.2020, εισήχθη νέο θεσμικό πλαίσιο σχετικά με τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία των Α.Σ.. Στο άρθρο 1 του ν. 4673/2020 διατυπώνεται ο ορισμός της έννοιας του Α.Σ., που συγκροτείται με βάση την αρχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Συντάγματος, και αποτελεί, ιστορικά, βασικό κορμό της κοινωνικής οικονομίας και σημαντικό τομέα της εθνικής οικονομίας, η ομαλή λειτουργία της οποίας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι Α Σ. είναι αυτόνομες εθελοντικές ενώσεις προσώπων, οι οποίες συγκροτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του και επιδιώκουν την οικονομική ανάπτυξη και προαγωγή των μελών τους, μέσω μιας συνιδιοκτήτης και δημοκρατικά διοικούμενης αγροτικής συνεταιριστικής επιχείρησης.

 

17. Ο Α.Σ., ως ιδιότυπη ένωση προσώπων που συνεργάζονται για την προάσπιση και προαγωγή των περιουσιακών, επαγγελματικών και λοιπών συμφερόντων τους, αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αποκτά δε νομική προσωπικότητα και ταυτόχρονα εμπορική ιδιότητα από την εγγραφή του στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών (Ε.Μ.Α.Σ.).

 

18. Η οργάνωση και δράση του Α Σ., μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που καθιερώνει και κατοχυρώνει το Σύνταγμα με τις επί μέρους σχετικές διατάξεις του, τελεί υπό την προστασία και την εποπτεία του κράτους. Η κρατική εποπτεία, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 21 του ν. 4673/2020 σε συνδυασμό με την, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού, εκδοθείσα απόφαση του ΥΠ.Α.Α.Τ., με αριθμό 2200/87850/2020 «Εφαρμογή της κρατικής εποπτείας επί των Αγροτικών Συνεταιρισμών και άλλων συλλογικών φορέων» (Φ.Ε.Κ. Β` 1154), αφορά στην επίβλεψη της τήρησης της νομιμότητας, χάριν και του επιδιωκόμενου δημοσίου σκοπού, στη διατύπωση απόψεων και κατευθύνσεων δράσης προς τα όργανα του Α.Σ., καθώς και στην πρόκληση του λογιστικού και οικονομικού ελέγχου.

 

19. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4673/2020 προβλέπουν τρία όργανα διοίκησης για τους Α.Σ., τη Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.), το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) και το Εποπτικό Συμβούλιο (Ε.Σ.). Ειδικότερα, το Δ.Σ., όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 4376/2020, αποτελεί το διαχειριστικό και εκπροσωπευτικό όργανο του Α.Σ., στην αρμοδιότητα του οποίου περιλαμβάνονται όλες οι θεσμικά επιτρεπτές πράξεις, που είναι αναγκαίες για την πραγματοποίηση της συνεταιριστικής οργάνωσης. Αποτελείται από περισσότερα μέλη, είναι δηλαδή συλλογικό όργανο, τα οποία εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου τόσο στις εσωτερικές όσο και στις εξωτερικές σχέσεις. Ειδικότερα, το Δ.Σ. είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά στη διοίκηση του Α.Σ., στη διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεών του, στην τήρηση των, κατά νόμο, λογιστικών βιβλίων, στη σύνταξη των ετήσιων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, ενώ εκπροσωπεί τον Α Σ. δικαστικά και εξωδίκως (βλ. Βουρουτζής: «Το δίκαιο των αγροτικών συνεταιρισμών», έκδοση 2016).

 

20. Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 4673/2020, ο νομοθέτης καθορίζει τα κωλύματα για την εκλογή υποψηφίου στο Δ.Σ. του Α.Σ. και προσδιορίζει τους λόγους που οδηγούν, αφενός, στην αυτοδίκαιη αναστολή της άσκησης από μέλος του Δ.Σ. των καθηκόντων του και, αφετέρου, στην αυτοδίκαιη έκπτωση του εκλεγμένου μέλους από ταόργανα της διοίκησης του Α.Σ. Ειδικότερα, η ποινική καταδίκη μέλους του Δ.Σ. σε πρώτο βαθμό και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης για τα αδικήματα της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης (κοινή ή στην υπηρεσία), εκβίασης, πλαστογραφίας, ψευδορκίας, απιστίας, δωροδοκίας, παράβασης καθήκοντος, υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγής εγγράφου, λαθρεμπορίας και εμπορίας ναρκωτικών, ασέλγειας σε ανήλικο, βιασμού, καθώς και για τα αδικήματα του άρθρου 35 του ιδίου νόμου και για οποιοδήποτε αδίκημα σε βάρος της συνεταιριστικής περιουσίας, επιφέρει, αυτοδικαίως, αναστολή άσκησης καθηκόντων, ενώ η αμετάκλητη καταδίκη επιφέρει, αυτοδικαίως, την έκπτωσή του.

 

21. Η διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 20 του ν. 4673/2020 διαφοροποιείται από την καταργηθείσα διάταξη των περιπτώσεων α` και δ` της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του προγενέστερου για τους Α.Σ. ν. 4384/2016, ο οποίος προέβλεπε μόνον κωλύματα υποψηφιότητας, συνδεόμενα με την τελεσίδικη καταδίκη για τα ρητώς αναφερόμενα ποινικά αδικήματα, και λόγους έκπτωσης από τα καθήκοντα του μέλους που καταδικάστηκε τελεσίδικα για τα ίδια ποινικά αδικήματα.

 

22. Ο νεότερος νομοθέτης, όπως προκύπτει από τη συγκριτική επισκόπηση των παραπάνω διατάξεων, προβαίνει σε πληρέστερη ρύθμιση και ορίζει ότι η αμετάκλητη ποινική καταδίκη για τα αναφερόμενα στη διάταξη ποινικά αδικήματα αποτελεί, αφενός, κώλυμα υποψηφιότητας και, αφετέρου, λόγο έκπτωσης εκλεγμένου μέλους του Δ.Σ. του Α.Σ.. Επιπλέον δε, έχοντας υπόψη τα διακυβευόμενα αγαθά, που συνδέονται αναπόσπαστα με το δημόσιο συμφέρον, εισάγει για πρώτη φορά το μέτρο της αυτοδίκαιης αναστολής άσκησης των καθηκόντων μέλους του Δ.Σ. του Α.Σ. που έχει καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για τα παραπάνω ποινικά αδικήματα με απόφαση του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου.

 

23. Το μέτρο της αναστολής αποτελεί μέτρο πρόνοιας και κατατείνει στην ενίσχυση και διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας του Α.Σ.. Δεδομένου ότι η έκπτωση του μέλους συναρτάται με την αμετάκλητη πλέον ποινική καταδίκη, ο νομοθέτης επιδιώκει να εμποδίσει αυτόν που έχει καταδικασθεί σε πρώτο βαθμό να μετέχει σε διαχειριστικές πράξεις και πράξεις εκπροσώπησης κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης. Με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης εξασφαλίζει το κύρος και την αξιοπιστία του Δ.Σ. και θέτει εκτός διοικητικής δράσης πρόσωπα, των οποίων έχει κριθεί σε πρώτο βαθμό η ενοχή, ανεξάρτητα από το χρόνο που επήλθε η καταδίκη. Έτσι δεν κλονίζεται, αλλά, αντιθέτως, εδραιώνεται η πίστη ως προς την ακεραιότητα του χαρακτήρα και την προσωπικότητα των μελών του Δ.Σ., που είναι επιφορτισμένα όχι μόνο με τη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων και εσωτερικών θεμάτων που ανακύπτουν κατά τη λειτουργία του Α.Σ., αλλά και με την εκπροσώπησή του προς τρίτους και ενώπιον των δικαστηρίων.

 

24. Εξάλλου, από τη φύση των παραπάνω ποινικών αδικημάτων, τα οποία ως επί το πλείστον έχουν σχέση με τη συναλλακτική συμπεριφορά, συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν, εκτός των άλλων, η προστασία της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των συναλλαγών, ως αγαθά που τίθενται εν δυνάμει σε διακινδύνευση όταν το πρόσωπο που συναλλάσσεται για λογαριασμό και ως εκπρόσωπος του Α Σ. έχει κριθεί ένοχο σε πρώτο βαθμό για τα προβλεπόμενα από το νόμο αδικήματα.

 

25. Η αυτοδίκαιη αναστολή άσκησης διοικητικών καθηκόντων από μέλος του Δ.Σ του Α.Σ., που έχει καταδικασθεί, σε πρώτο βαθμό, για ένα ή περισσότερα από τα ρητά καθοριζόμενα αδικήματα, τα οποία, όπως προαναφέρεται, αποτελούν και κωλύματα υποψηφιότητας και λόγο έκπτωσης, δεν αποτελεί κύρωση σε βάρος του προσώπου, αλλά εξαιρετικό και επείγον μέτρο πρόνοιας για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Α.Σ., για τον οποίο ο νόμος κρίνει ότι χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Το μέτρο δε αυτό, ενόψει της φύσης του, έχει προσωρινό χαρακτήρα, καθόσον δεν συνεπάγεται το μόνιμο αποκλεισμό του μέλους του Δ.Σ. από την άσκηση των καθηκόντων του και αίρεται με την έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Άλλωστε, η χρήση από το νομοθέτη του όρου «αυτοδικαίως» εμπεριέχει τη δέσμια υποχρέωση της διοίκησης του Α.Σ., η οποία δεν έχει διακριτική ευχέρεια, αλλά υποχρεούται, εφόσον διαπιστώσει την ύπαρξη καταδίκης σε πρώτο βαθμό, να ενεργήσει, χωρίς να έχει αρμοδιότητα να κρίνει εάν το «αυτοδίκαιο» εξαρτάται από χρονικά όρια.

 

26. Η ρύθμιση αυτή δεν αφορά στο πρόσωπο, του οποίου δεν πλήττει ο νομοθέτης το τεκμήριο αθωότητας, αλλά στην ιδιότητά του ως μέλους του Δ.Σ., από την οποία αντλεί εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης, που εντάσσεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην εξυπηρέτηση υπέρτερωναγαθών που ανάγονται στο δημόσιο συμφέρον και, ως εκ τούτου, δεν προσλαμβάνει ποινική χροιά, ώστε να λογίζεται ως ποινική κύρωση, η οποία θα ενεργοποιούσε, ενδεχομένως, τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Δικ.Δημ. Διοίκησης Ε.Ε. απόφαση 30ης Νοεμβρίου 2009, Wenig κατά Επιτροπής Ε.Κ., F-80/08, σκ. 57-59, ΣτΕΟλομ. 1900/2014).

 

27. Εξάλλου, το μέτρο αυτό συνδέεται με την ποινική καταδίκη σε πρώτο βαθμό, που επιβάλλεται από τον ποινικό δικαστή, αφού έχει προηγηθεί η διερεύνηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που επέφεραν την ποινική καταδίκη, και όχι με την απλή άσκηση της ποινικής δίωξης. Επιπρόσθετα, υπό τη μορφή αυτή, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, δεδομένου ότι έχει ήδη αποδοθεί η ενοχή με απόφαση του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α., η οποία δεν δύναται πλέον να παραβλεφθεί. Το τεκμήριο της αθωότητας έτσι προσλαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι ο καταδικασθείς δεν αντιμετωπίζεται οπωσδήποτε ως ένοχος, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης (πρβλ. απόφαση 27ης Ιουνίου 1968, Wemhoff κατά Γερμανίας, παρ. 9).

 

28. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν τίθεται θέμα γνήσιας αναδρομικής εφαρμογής, υπό την εκδοχή ότι η καταδίκη σε πρώτο βαθμό έλαβε χώρα πριν τη θέση σε ισχύ του άρθρου 8 του ν. 4673/2020, διότι ως πραγματικό γεγονός, που έχει κριθεί με βάση την κείμενη νομοθεσία για την πλήρωση του πραγματικού των διατάξεων του ποινικού νόμου, δεν μεταβάλλεται στο χρόνο, αλλά εξακολουθεί υφιστάμενη και παράγει τις συνέπειές της.

 

29. Εάν ο νομοθέτης ήθελε να απαλλάξει από την εφαρμογή του μέτρου αυτού μέλη του Δ.Σ. Α.Σ., των οποίων η πρωτόδικη ποινική καταδίκη έλαβε χώρα πριν τη δημοσίευση του νόμου, θα το όριζε ρητά και δεν θα αρκούνταν, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, στην απλή διαπίστωση της ύπαρξης της καταδικαστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό.

 

30. Υπό την αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση, θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός του νόμου, διότι μέλη που κατά τη δημοσίευσή του είχαν καταδικασθεί πρωτοδίκως για τα παραπάνω αναφερόμενα αδικήματα θα εξακολουθούσαν να ασκούν διαχειριστικά καθήκοντα και καθήκοντα εκπροσώπησης του Α.Σ., σε αντίθεση με τα μέλη που καταδικάζονταν σέ πρώτο βαθμό μετά τη δημοσίευσή του, γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν ήθελε ο νομοθέτης, δεδομένου ότι επέλεξε την αναστολή ως συνέπεια καταδίκης σε πρώτο βαθμό, η επέλευση της οποίας δεν εξαρτάται και δεν συνδέεται, σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου, από το χρόνο που επήλθε η καταδίκη.

 

Απάντηση

 

31. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Στ ), γνωμοδοτεί, ομόφωνα, ως εξής:Η σε πρώτο βαθμό ποινική καταδίκη μέλους του Δ.Σ. του Α.Σ., ακόμη κι όταν αυτή έλαβε χώρα πριν τη δημοσίευση του ν. 4673/2020, επιφέρει, αυτοδικαίως, την αναστολή άσκησης των καθηκόντων του.

 

 

 Αθήνα, 26.3.2021Ο

 

Πρόεδρος                                         Η Εισηγήτρια

Γεώργιος Ν. Κανελλόπουλος          Θωμαϊς Ι. Κουρτέση

Αντιπρόεδρος Ν.Σ.Κ.                       Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.