Η ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣTHE
ANTHROPOCENTRIC APPROACH OF SUSTAINABLE AGRICULTURE
Γεώργιος Σιάρδος
Ομότιμος Καθηγητής
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σχολή Γεωπονίας,
Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Τμήμα Γεωπονίας, Τομέας Αγροτικής
Οικονομίας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τη
βιώσιμη ανάπτυξη η οποία επιδιώκει την αρμονία μεταξύ των ατόμων της κοινωνίας καθώς
και μεταξύ του
ανθρώπου και της φύσης. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση
της αειφορικής γεωργίας είναι ο άξονας περί τον οποίο πρέπει να κατευθυνθεί το
ενδιαφέρον μας και η δυναμική ιδέα της βιωσιμότητας είναι η
προτεραιότητα στην προστασία του πλανήτη με την υιοθέτηση μεθόδων παραγωγής που
σέβονται το περιβάλλον. Η αειφορική γεωργία είναι μια περισσότερο ολιστική
προσέγγιση απ’ ό,τι η συμβατική, καθόσον βασίζεται σε οικοσυστήματα και είναι
συνήθως πολύ λιγότερο επιζήμια για το περιβάλλον τοπίο. Η αειφορική γεωργία συνιστά
τον φυσικό τρόπο παραγωγής τροφίμων με κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά
οφέλη.
SUMMARY
Man is at the centre of interest in
sustainable development that seeks harmony between the people themselves and
between human being and nature. The dynamic idea of sustainability is the
priority in protecting the planet by adopting production methods that are more
respectful of the environment. It is a more holistic approach to farming than
conventional in that it relies on ecosystem services and is typically much
less detrimental to the surrounding landscape. Sustainable agriculture is a
natural way to produce food and has a number of social, economic, and
environmental benefits.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η γεωργία παγκοσμίως έχει επιτρέψει στον
άνθρωπο να κυριαρχήσει στoν κόσμο για πολλές
χιλιάδες χρόνια και έχει διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην πρόοδο της
ανθρώπινης κοινωνίας, επιτρέποντάς τον να χειραγωγήσει τα οικοσυστήματα και να
ελέγξει την ανάπτυξη του πληθυσμού. Διαχρονικά,
με την πληθυσμιακή ανάπτυξη των κοινοτήτων, όλο και λιγότερη γη έχει υπάρξει διαθέσιμη για την
παραγωγή τροφίμων με τις υπάρχουσες καλλιεργητικές γαίες βαθμιαία να εμφανίζονται εξαντλούμενες. Η
επισιτιστική ανασφάλεια εξαιτίας της ταχείας αύξησης του πληθυσμού άσκησε
πιέσεις στην τεχνολογία να εντείνει τις προσπάθειές της στην παραγωγή πολλών
συνθετικών χημικών ουσιών και τεχνικών γονιδιακής
μεταχείρισης, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τη δυναμική των φυτών, ενώ ταυτόχρονα η
γεωργική παραγωγή παγκοσμίως έχει αυξηθεί υπέρμετρα κατά τη διάρκεια της
τελευταίας 100ετίας.
Με καινοτομίες στη γεωργία, οι πληθυσμοί αυξήθηκαν και η ανάπτυξη
εξαπλώθηκε. Από τις αρχές του 21ου αιώνα ο πλανήτης διέρχεται περιβαλλοντική
κρίση και ο άνθρωπος μάχεται μεταξύ των παλιών καταστροφικών δραστηριοτήτων του
και της αναζήτησης βιώσιμων και αρμονικών λύσεων για να ζήσει χωρίς να βλάπτει
τη φύση.
Σήμερα,
σε μια προσπάθεια προσαρμογής στις εκθετικά αυξητικές τάσεις του πληθυσμού,
είναι απαραίτητο, χωρίς να διακυβεύεται η ακεραιότητα του περιβάλλοντος, να
υπάρξει μια παγκόσμια μετάβαση προς την αειφορική γεωργία (Σιάρδος και
Κουτσούρης, 2020). Με τον σημερινό
πληθυσμό να ανέρχεται στα 7,6 δις άτομα (με πρόβλεψη να φτάσει τα 9 δις το 2050
και τα 12 δις το δεύτερο μισό του αιώνα αυτού), πρέπει να απαντηθεί ένα
σημαντικό ερώτημα: Πώς, κάτω από αυτές τις συνθήκες θα μπορέσει η γεωργία να
ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του πληθυσμού που θα αυξηθεί κατά 1,4 περίπου
δισεκατομμύρια ως το 2050, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η απαραίτητη αύξηση
της γεωργικής παραγωγής δεν θα πρέπει να συντελεστεί
σε βάρος του περιβάλλοντος και της ποιότητας της διατροφής μας;
Προκειμένου να διερευνηθούν
όλες οι πτυχές που συνδέονται με τον παραπάνω προβληματισμό, χρειάζεται, κατά
βάση, να αναλυθούν και να συγκριθούν δύο τύποι γεωργίας, η αειφορική και η
συμβατική. Για τη σύγκριση των τύπων αυτών, στόχος είναι να εκτιμηθεί η
επίδραση της κάθε πρακτικής και, στη συνέχεια, να αναγνωριστεί η
καλύτερη μέθοδος διαχείρισης της γεωργικής γης.
Η ανθρωποκεντρική θεώρηση της
αειφορικής γεωργίας, η οποία αποδίδει ανάλογη λειτουργική αξία στο περιβάλλον,
είναι ο άξονας περί τον οποίο πρέπει να κατευθυνθεί το
ενδιαφέρον μας. Θα ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για την κατανόηση του δυναμικού μιας
βιώσιμης γεωργίας, καθώς και για τη βελτίωση των γεωργικών τεχνικών γενικότερα,
η διεξαγωγή εκτεταμένων μακροπρόθεσμων ερευνών για δεδομένες καλλιέργειες σε
διάφορες γεωγραφικές περιοχές. Συνεπώς, λόγω των πολλών διαφορετικών παραγόντων
που καθορίζουν την υγεία και την παραγωγικότητα των καλλιεργειών, ανακύπτει ανάγκη
για πολύ πιο εκτεταμένη έρευνα επί του θέματος. Η υιοθέτηση των συμβατικών
μεθόδων παραγωγής είναι διαπιστωμένο ότι έχει οδηγήσει στην υπερβολική από τους
γεωργούς χρήση βιομηχανικών γεωργικών εισροών, καθόσον οι καλλιέργειες
σχετίζονται με υψηλές εισροές ενέργειας, συνθετικά χημικά και γενετικά
τροποποιημένους οργανισμούς. Διαπιστωμένο είναι, ακόμη, ότι μόλις οι
γεωργοί αυτοί προσκολλήθηκαν στις συμβατικές πρακτικές, έχουν υπάρξει δέσμιοι
ενός αέναου κύκλου δανείων, επιδοτήσεων και χρεών.
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η
ανάπτυξη της Δύσης έχει βασιστεί στην εφαρμογή παραγωγικών τεχνικών τόσο στον
αγροτικό όσο και στον βιομηχανικό τομέα. Στον πρώτο, ο τετραπλασιασμός της
γεωργικής παραγωγής έχει μειώσει τον φόβο της έλλειψης τροφίμων που ταλάνιζε
την ανθρωπότητα από την εμφάνισή της. Όμως, αυτό πραγματοποιήθηκε με μαζική
χρήση χημικών προϊόντων (λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα, κλπ.) και με υπεράντληση των
υδάτινων πηγών, με αρνητικά αποτελέσματα σε περιοχές τόσο του Βορρά όσο και του
Νότου. Οι καταστροφικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης άρχισαν να
γίνονται αισθητές και στον αναπτυγμένο κόσμο, έτσι που το 1968 στη Διάσκεψη της
Ουνέσκο για τη βιόσφαιρα εμφανίστηκε η ιδέα μιας ανάπτυξης οικολογικά βιώσιμης
(αειφορικής). Οι πρώτοι θεωρητικοί της βιώσιμης ανάπτυξης αμφισβήτησαν το
παραγωγικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι βιομηχανικές κοινωνίες και το οποίο ήταν
θεμελιωμένο στον κανόνα “όλο και περισσότερο”.
Η δεκαετία του 1970
αποτελεί περίοδο δυναμικής ανόδου του οικολογικού λόγου. Εξαιτίας των
ελλειμμάτων του παραγωγικού μοντέλου και μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι
οικολογικές ανησυχίες συνυπήρχαν με την ανάγκη εξοικονόμησης ενέργειας, οι
καταναλωτές στις χώρες του Βορρά έγιναν περισσότερο ευαίσθητοι στις καταγγελίες
για την καταστροφή της φύσης τόσο στις αναπτυγμένες χώρες, όσο και στις χώρες
του Νότου. Ήδη, από τη δεκαετία αυτή έχουν τεθεί όλα τα ζητήματα που
προσδιόριζαν την αειφορική ανάπτυξη όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί σήμερα.
Το 1971
ο γεωγράφος George Pierre με το δημοσιευμένο
προφητικό έργο του “L΄ environnement” επισημαίνει την
αύξηση των ειδών της μόλυνσης και “τις αποσπασματικές αντιδράσεις μιας κοινής
γνώμης που συνειδητοποιεί τους κινδύνους τους οποίους προκαλεί η ξέφρενη
αναζήτηση του κέρδους με την εφαρμογή οποιασδήποτε τεχνικής και χωρίς να
λαμβάνονται υπόψη οι μακροχρόνιες συνέπειες”. Σημειώνει χαρακτηριστικά: “Το περιβάλλον έχει γίνει μια
επονείδιστη νόσος του βιομηχανικού και τεχνολογικού πολιτισμού".
Ήδη, από το 1972, η περίφημη έκθεση της
Λέσχης της Ρώμης με τον τίτλο “Τhe limits of growth”, με βάση τις
παραμέτρους της πληθυσμιακής αύξησης, της εκβιομηχάνισης, της χρήσης μη
ανανεώσιμων φυσικών πόρων, της παραγωγής τροφίμων και της μόλυνσης, εξορκίζει
τις αναπτυγμένες χώρες να αναθεωρήσουν το παραγωγικό μοντέλο τους.
Το 1982, με την έκθεση της Επιτροπής Brundtland τίθενται επισήμως οι
αρχές της αειφορικής ανάπτυξης, όπου δίνεται σαφής και διαυγής ορισμός αυτής,
με παγκόσμια ταυτόχρονα διάσταση. Στην ευρύτερη έννοια η αειφορική ανάπτυξη
“επιδιώκει την αρμονία μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων και μεταξύ του ανθρώπου
και της φύσης. Η δυναμική ιδέα της έκθεσης είναι η προτεραιότητα στην προστασία
του πλανήτη με την υιοθέτηση τρόπων παραγωγής που να σέβονται περισσότερο το περιβάλλον.
Από τη Διάσκεψη του Ρίο το 1992 μέχρι τη
Διάσκεψη του Γιοχάνεσμπουργκ το 2002, η αειφορική ανάπτυξη κυριαρχεί στις
πολιτικές για συνεργασία. Υποδηλώνει την ανάγκη εφαρμογής αποτελεσματικών
οικονομικών πολιτικών, οι οποίες θα συνδυάζουν την κοινωνική ισότητα με την περιβαλλοντική
προστασία. Στο Ρίο, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η εκπομπή αερίων λόγω του
φαινομένου του θερμοκηπίου αποτελούν τα κεντρικά ζητήματα των συζητήσεων.
Παράλληλα, τονίζεται η παγκόσμια ανάγκη να συμβαδίσουν η βιοποικιλότητα με την
ανθρώπινη πρόοδο, με άξονα τον σεβασμό στην αειφορική ανάπτυξη, όπως
περιγράφεται στη Διεθνή Σύμβαση για τη βιοποικιλότητα η οποία υιοθετήθηκε στο
Ναϊρόμπι τον Μάϊο του 1992, την “Παγκόσμια Ημέρα Βιοποικιλότητας”. Οι
περιβαλλοντικές ανησυχίες καταλαμβάνουν προεξάρχουσα θέση, όπως διαπιστώνεται
από την πρώτη αρχή της Διάσκεψης, την: “Οι άνθρωποι βρίσκονται στο κέντρο του
ενδιαφέροντος για τη βιώσιμη (αειφορική) ανάπτυξη. Έχουν δικαίωμα σε μια ζωή
παραγωγική, σε αρμονία με τη φύση και με εξασφαλισμένη πρόσβαση στην υγεία” και
με την τέταρτη αρχή να ορίζει ότι: “Για να πετύχουμε την αειφορική ανάπτυξη, η
προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της
διαδικασίας της ανάπτυξης και να μη διαχωρίζεται από αυτή”.
Στην Παγκόσμια Σύνοδο για την αειφορική
ανάπτυξη στο Γιοχάνεσμπουργκ το 2002 υπήρξε αναστροφή του κλίματος των
ολιστικών περιβαλλοντικών προθέσεων, έτσι που εντοπίζονται τάσεις διαχωρισμού
μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, παρά κατευθύνεται από ζητήματα που καθοδηγούνταν
από “καλές προθέσεις”, σε βαθμό που η Σύνοδος υπήρξε απογοητευτική
(χαρακτηρισμένη από τα ΜΜΕ ως “Σύνοδος για το τίποτα”).
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Στόχος της συμβατικής γεωργίας
υπήρξε η μεγιστοποίηση της δυνητικής απόδοσης των καλλιεργειών, που επιτεύχθηκε
με την εφαρμογή συνθετικών χημικών ουσιών, γενετικά τροποποιημένων οργανισμών
και μιας σειράς άλλων βιομηχανικών παρεμβάσεων. Στη διατήρηση
ενός συμβατικού συστήματος, διακυβεύθηκαν η βιοποικιλότητα, η γονιμότητα του
εδάφους και η υγεία των οικοσυστημάτων (Huntley et
al., 2013). Η παραγωγή προϊόντων υπήρξε επωφελής μόνο για την επισιτιστική ασφάλεια και την
οικονομία, αμέσως δε μετά την καθιέρωση ενός οποιουδήποτε συμβατικού καλλιεργητικού συστήματος
διαπιστώθηκε ότι η γεωργική εκμετάλλευση απαιτεί συνεχή συντήρηση προκειμένου
να παράγει μέγιστες αποδόσεις.
Η εφαρμογή της συμβατικής
γεωργίας είναι σχετικά διαχειρίσιμη για τους γεωργούς, αφού συνήθως αναφέρεται σε
μονοκαλλιέργειες, ωστόσο έχει αποδειχθεί ταυτόχρονα πολύ δαπανηρή. Σε ένα
συμβατικό σύστημα οι γεωργοί δεσμεύουν μεγάλες εκτάσεις ως προς ένα μόνο προϊόν, στοιχείο που
συμβάλλει στην ομοιομορφία. Όμως, η ομοιομορφία χαρακτηρίζεται τόσο από την
επιτυχία όσο και από την αποτυχία του συστήματος. Η ομοιόμορφη καλλιέργεια
είναι ιδανική, αφού μειώνει το εργατικό κόστος και καθιστά τη συγκομιδή εύκολη,
ωστόσο επηρεάζει τη βιοποικιλότητα και καθιστά τις καλλιέργειες ευάλωτες στους
παθογόνους οργανισμούς (Gabriel, et
al., 2013). Οι χημικές ουσίες και οι γενετικά
τροποποιημένοι οργανισμοί καθιστούν τη διατήρηση των συμβατικών συστημάτων
σχετικά απλή για τους γεωργούς, απαιτούν όμως σταθερή εισροή ενέργειας και
οικονομικών πόρων. Δεδομένου ότι ο στόχος της συμβατικής γεωργίας είναι η
μεγιστοποίηση των αποδόσεων, η περιβαλλοντική υγεία και η βιοποικιλότητα
συνήθως δεν διατηρούνται.
Όπου η συμβατική γεωργία αντιπροσωπεύει το ένα άκρο της γεωργίας, η
αειφορική γεωργία αντιπροσωπεύει το άλλο. Η αειφορική γεωργία είναι
σύστημα παραγωγής που συντηρεί την υγεία των εδαφών, των οικοσυστημάτων και των
ανθρώπων. Συνδυάζει την παράδοση, την καινοτομία και την επιστήμη προς όφελος
του κοινού περιβάλλοντος και την προώθηση δίκαιων σχέσεων και καλής ποιότητας
ζωής για όλους τους εμπλεκομένους. Είναι μια περισσότερο
ολιστική προσέγγιση της γεωργίας απ’ ό,τι η συμβατική, αφού βασίζεται σε λειτουργίες
οικοσυστήματος και είναι, συνήθως, πολύ λιγότερο επιζήμια για το περιβάλλον
τοπίο. Είναι ο φυσικός τρόπος παραγωγής τροφίμων και παρέχει αρκετά
κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη. Με άλλα λόγια, προστατεύει το
περιβάλλον (ποιότητα εδαφών, φυσικά τοπία κ.ά) προσφεύγοντας σε λιγότερο
επιθετικά μέσα. Ως κεντρική ιδέα έχει τη διαχείριση κατά το βέλτιστο των
αγροσυστημάτων και την κληροδότηση στις επόμενες γενεές ενός περιβάλλοντος που
θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους.
Υπάρχουν πολλοί τύποι αειφορικής γεωργίας που όλοι, όμως, βασίζονται
σε φυσικούς κύκλους για τη διασφάλιση της υγείας των φυτών και την απόδοση των
καλλιεργειών. Με την αειφορική γεωργία αποφεύγεται
η χρήση
συνθετικών φυτοφαρμάκων, ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων για την παραγωγή
τροφίμων. Οι γεωργοί καλλιεργούν ποικιλίες φυτών από κοινού για να
προωθήσουν τη βιοποικιλότητα και να αποκρούσουν τους παθογόνους οργανισμούς και
τα παράσιτα. Ενώ τα συμβατικά συστήματα προωθούν την ομοιομορφία και
εξαρτώνται από τα συνθετικά χημικά προϊόντα για την προστασία από ασθένειες και
επιβλαβείς οργανισμούς, τα αειφορικά συστήματα βασίζονται στη βιοποικιλότητα ως
μέσο για την προστασία τους από αυτά.
Η ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΚΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Η
αειφορική γεωργία θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους ως περιβαλλοντικό
ζήτημα. Η έννοιά της πρωτοεμφανίστηκε στη δημόσια πολιτική αρένα κατά τη
διάρκεια του 1980 από τους υποστηρικτές της βιολογικής γεωργίας –με
πρωταγωνιστή το Ινστιτούτο Rodale,
από μακρού ασχολούμενο με περιβαλλοντικά ενδιαφέροντα. Συνεπώς, είναι περιβαλλοντικό
ζήτημα μόνο για εκείνους που σχετίζουν την αειφορία με το περιβάλλον.
Η
αειφορική γεωργία απόκτησε την αρχική της αξιοπιστία στον δημόσιο τομέα της
πολιτικής ως οικονομική αρχή κατά τη διάρκεια της εμφάνισης οικονομικής κρίσης
εξαιτίας της συμπίεσης των τιμών των παραγόμενων γεωργικών αγαθών και της
συνεχούς αύξησης του κόστους παραγωγής τους (λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων,
καυσίμων, κ.λπ.). Ειδικότερα, η βιολογική γεωργία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία
στην αρχή, προσπάθησε, μέσω εφαρμογής έρευνας και εκπαιδευτικών προγραμμάτων,
να περιορίσει την εξάρτηση των παραγωγών από τα εμπορικά χημικά. Αντιπαράθεση
μεταξύ των συμβατικών γεωργών που ήθελαν να περιορίσουν τις εισροές για οικονομικούς
λόγους από τη μια και των βιοκαλλιεργητών που ήθελαν τη μείωση των εισροών με
βάση τη φιλοσοφική σκέψη από την άλλη, οδήγησε σε έρευνα και σε εκπαιδευτικά
προγράμματα αναφορικά με την εφαρμογή της Αειφορικής Γεωργίας με Λιγότερες
Εισροές, γνωστής με το αρκτικόλεξο LISA (Less Input Sustainable Agriculture) (Ikerd, 2001, Norman et al., 2010),
εξέλιξη της οποίας υπήρξε το πρόγραμμα της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης
Καλλιεργειών (Integrated Farm Management).
Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που βλέπουν την αειφορική γεωργία ως ένα απλό
ζήτημα οικονομικής (υποστηρίζουν ότι εφόσον αυτή είναι επικερδής, θα είναι και
αειφορική).
Από
την άλλη, σοβαρές υπήρξαν οι αντιρρήσεις των συμβατικών γεωργών ως προς την
αποτελεσματικότητα του προγράμματος LISA. Δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχτούν
προγράμματα που θα περιόριζαν, ενδεχομένως, την εξάρτησή τους από την παραγωγή
και συνεπώς τη μείωση του κέρδους τους. Έτσι, το πρόγραμμα LISA βαθμιαία εγκαταλείφθηκε και δόθηκε έμφαση στη
μετάβαση από τη μείωση των εισροών στη φυσική διαχείριση των πόρων μέσω ενός
νέου προγράμματος, του προγράμματος της Αειφορικής Γεωργίας, Έρευνας και
Εκπαίδευσης, γνωστού με το αρκτικόλεξο SARE (Sustainable Agriculture Research and Education).
Η
κοινωνική διάσταση αύξησε το δημόσιο ενδιαφέρον πέρα από το πρόγραμμα SARE, έτσι που η αειφορική γεωργία ορίστηκε ως το
γεωργικό σύστημα το οποίο, μεταξύ άλλων, θα βελτίωνε την ποιότητα ζωής των
γεωργών και της κοινωνίας στο σύνολό της. Η ποιότητα ζωής ορίστηκε με περιεχόμενο
την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, ιδιαίτερα αυτοαπασχόλησης, των
ευκαιριών στη γεωργία και την αγροτική κοινωνία και της ενδυνάμωσης του
συστήματος της οικογενειακής γεωργικής εκμετάλλευσης, συστήματος που χαρακτηρίζεται από μικρού και μεσαίου μεγέθους
γεωργικές εκμεταλλεύσεις, κατά κύριο λόγο ιδιόκτητες.
Συνεπώς, η αειφορική γεωργία είναι αυτή που περιλαμβάνει την
περιβαλλοντική (οικολογική) υγεία, την
οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, με άλλα λόγια που, τελικά,
προορίζεται για τον άνθρωπο, αφού ο ουσιαστικός στόχος της είναι να
αντιμετωπιστούν οι ανθρώπινες ανάγκες -να
εξασφαλιστεί η οικολογική ισορροπία χάρη στους ανθρώπους σε σχέση με τα άλλα
έμβια όντα. Όμως, η γεωργία έχει τις ρίζες της στη φύση -έδαφος, νερό, φυτά,
ζώα και λοιπά στοιχεία του φυσικού οικοσυστήματος. Η γη και οτιδήποτε άλλο
επάνω σ΄ αυτή, περιλαμβανομένων και των ανθρώπων, είναι μέρος του φυσικού
οικοσυστήματος και, σύμφωνα με τις βασικές αρχές της οικολογίας, εάν
επιχειρήσουμε να διαταράξουμε σοβαρά ή επί μακρόν την ισορροπία του, θα
καταστρέψουμε την ολότητα του οικοσυστήματος του οποίου είμαστε μέρος. Με άλλα
λόγια, είναι αναγκαίο, για τη μακροβιότητα και ευζωία των ανθρώπινων όντων, ένα
υγιές και με ποιότητα περιβάλλον. Με την καταστροφή της ποιότητάς του
(καθαρότητα αέρα και νερού) υποβαθμίζεται η υγεία και η ευζωία των ανθρώπινων
όντων και άλλων ζώντων ειδών επάνω στη γη, που τελικά θα οδηγήσει μοιραία στην αχρήστευση
της ικανότητας της γης να υποστηρίξει την ανθρώπινη υπόσταση.
Σε μια οικονομία αγοράς, εάν κάποιος γεωργός δεν μπορεί να ζήσει
επιτυχώς με τη γεωργία θα εξαναγκαστεί να αναζητήσει κάποια άλλη εργασία. Συνεπώς,
εάν ο τρέχων τρόπος γεωργίας δεν είναι επικερδής ή οικονομικά βιώσιμος, οι
γεωργοί θα εξαναγκαστούν είτε να βρουν έναν εναλλακτικό επικερδή τρόπο είτε να επινοήσουν
κάτι άλλο που θα τους εξασφαλίσει ικανοποιητικό τρόπο διαβίωσης.
Συμπερασματικά, θα εφαρμόσουν οικολογικά υγιείς γεωργικές πρακτικές εφόσον
είναι ταυτόχρονα και οικονομικά βιώσιμες. Αν ο γεωργός είναι οικονομικά
ανήμπορος, η λειτουργικότητα της εκμετάλλευσής του δεν μπορεί να είναι
αειφορική ακόμη κι αν ήταν οικολογικά υγιής. Όμως, και αν ακόμη ένα σύστημα
γεωργικής εκμετάλλευσης είναι βραχυχρονίως κερδοφόρο, δεν σημαίνει ότι είναι
αειφορικό μακροχρονίως. Η οικονομική βιωσιμότητα είναι αναγκαία συνθήκη για
αειφορία, όχι όμως και ικανή (Ikerd, 2002).
Εάν ένα γεωργικό σύστημα δεν είναι σε θέση να υποστηρίξει τις
ανάγκες της κοινωνίας, τότε η κοινωνία δεν θα είναι σε θέση να υποστηρίξει τον
τύπο αυτής της γεωργίας. Σύστημα που δεν είναι κοινωνικά υπεύθυνο θα υποβαθμίσει,
τελικά, τη βάση των φυσικών πόρων του, θα χάσει την ικανότητα για παραγωγή και
δεν θα μπορέσει να επιβιώσει οικονομικά.
Η αειφορική γεωργία πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις
διατροφικές ανάγκες και τις ανάγκες σε βιομηχανικά αγαθά όλων των ατόμων, ενώ
θα παρέχει ίσες ή καλύτερες ευκαιρίες για τους γεωργούς του μέλλοντος. Για να
είναι αειφορική πρέπει να είναι οικολογικά υγιής, οικονομικά βιώσιμη και
κοινωνικά υπεύθυνη (δίκαιη). Οι τρεις διαστάσεις της αειφορίας δεν είναι ζήτημα
ενός τυποποιημένου ορισμού ή μιας κυρωμένης νομικής πράξης, αλλά θέμα κοινής
λογικής. Αν η γη χάσει την ικανότητά της να παράγει, η γεωργική εκμετάλλευση
δεν μπορεί να είναι αειφορική. Αν ο γεωργός αποτύχει οικονομικά, η γεωργική
εκμετάλλευση δεν μπορεί να είναι αειφορική. Και αν ένα σύστημα εκμετάλλευσης
αποτύχει να στηρίξει την κοινωνία δεν θα υποστηριχθεί απ’ αυτή, και κατά
συνέπεια δεν είναι αειφορικό. Η οικονομική, η οικολογική και η κοινωνική
διάσταση της αειφορίας είναι όλες απαραίτητες και καμιά από μόνη της αρκετή.
Γεωργικό σύστημα που στερείται της οικολογικής ακεραιότητάς του, της
οικονομικής βιωσιμότητας ή της κοινωνικής ευθύνης του απλά δεν είναι
αειφορικό.
Μελέτες έχουν υποδείξει την
αειφορική γεωργία ως την καλύτερη λύση για τη διαχείριση του αυξανόμενου
πληθυσμού σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αν και τα οφέλη της
αειφορικής γεωργίας είναι πολλά, υπάρχουν αρκετοί περιορισμοί για την υιοθέτηση
αυτού του τύπου γεωργίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κλιματικές συνθήκες
ποικίλλουν ανάλογα με το γεωγραφικό σύστημα, όπου η αειφορική γεωργία είναι περισσότερο
αποδοτική σε ένα μέρος του κόσμου, που ίσως να μην είναι απολύτως εφικτή η
εφαρμογή της σε κάποιο άλλο. Ορισμένοι ειδικοί επιστήμονες προτείνουν την υιοθέτηση
ολοκληρωμένης γεωργίας παρά την προάσπιση αποκλειστικά των βιολογικών
πρακτικών, οι οποίοι τη θεωρούν πιο επιβλαβή από τη συμβατική γεωργία, όπως,
για παράδειγμα, στις τεχνολογίες διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών. Πολλοί είναι
οι παράγοντες που καθορίζουν την αποτελεσματικότητα των γεωργικών μεθόδων και
πρακτικών και συχνά ο περισσότερο αποτελεσματικός τύπος γεωργίας απαιτεί
συνδυασμό τεχνικών. Εκτός των τοπικών περιορισμών η αειφορική γεωργία,
ακόμη, απαιτεί πολύ περισσότερη εργασία για τη διαχείριση των εκμεταλλεύσεων.
Η γεωπονική επιστήμη έχει επιτρέψει τους ανθρώπινους πληθυσμούς να
αναπτυχθούν και να κυριαρχήσουν παγκοσμίως. Οι εξελίξεις στην επιστήμη
αυτή επέτρεψαν τους ανθρώπους να χειραγωγήσουν ολόκληρα οικοσυστήματα για να
εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Όμως, καθώς οι πληθυσμοί συνεχίζουν να
αυξάνονται, οι πόροι καθίστανται περιορισμένοι. Το νερό, τα καύσιμα και το
έδαφος είναι τρεις σημαντικοί παράγοντες που καθορίζουν την επιβίωση του
παγκόσμιου πληθυσμού και είναι ζωτικής σημασίας να χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν
πιο αποτελεσματικά. Στην αειφορική γεωργία οι γεωργικές μέθοδοι φαίνεται να
λειτουργούν πολύ καλύτερα ως προς σημαντικά μεγάλο αριθμό δεικτών, σε αντίθεση
με τη συμβατική που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σημερινού
πληθυσμού χωρίς να διακυβεύεται η ακεραιότητα του περιβάλλοντος.
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
Η αειφορική
γεωργία δεν είναι απλώς μια μόδα που παρέρχεται. Προορίζεται τελικά για την
ανθρώπινη αειφορία παρά για τη γεωργία, με την ακριβή έννοια του όρου. Οι
άνθρωποι βαθμιαία ενδιαφέρονται για τη γεωργία του σήμερα, για την ικανότητά
τους να αντιμετωπίζουν τις σημερινές ανάγκες τους και παράλληλα δίνει την
ευκαιρία στα άτομα για καλύτερο μέλλον. Ενδιαφέρονται για την ασφάλειά τους και
την υγιεινή κατάσταση των τροφίμων στο μέτρο που μεγεθύνεται η εξάρτηση τους
από ένα απρόσωπο παγκόσμιο διατροφικό σύστημα. Ενδιαφέρονται για το φυσικό
περιβάλλον, στον βαθμό όπου η γεωργία κινείται προς τα τελικά στάδια της
βιομηχανοποίησης. Αρχίζουν να συνειδητοποιούν ως δεδομένο ότι οι βιομηχανικές
επιχειρήσεις δεν είναι αυτές που ενδιαφέρονται για τους γεωργούς και γενικότερα
για τους αγρότες ή ακόμη για τους καταναλωτές, με οποιαδήποτε άλλη έννοια, αφού
το αποκλειστικό ενδιαφέρον τους είναι το κέρδος και η οικονομική
μεγέθυνση.
Η αειφορική
γεωργία προωθεί τις μικρότερες και περισσότερο ποικίλλουσες σε κλάδους
παραγωγής οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις ακριβώς λόγω της εστίασής της
στα άτομα. Αναζητά μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη για τους γεωργούς παρά
περισσότερα κέρδη για τους προμηθευτές των ειδών εισροής και επιζητεί τρόπους
σύνδεσης της γεωργικής εκμετάλλευσης σε αρμονία με τη φύση παρά κυριαρχία επί
της φύσης. Επιδιώκει να στηρίξει τη γεωργία ως ένα ποιοτικό τρόπο ζωής καθώς
και τρόπο διαβίωσης. Η αειφορία απαιτεί
από τους γεωργούς να αγαπούν τη γη. Μια τέτοια γεωργία προωθεί μεγαλύτερο
ενδιαφέρον μεταξύ των ανθρώπων που παίρνουν συνειδητές, σκοπούμενες αποφάσεις
για κοινό καλό παρά στηρίζεται στις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς, αφού δεν
μπορεί να διασφαλίσει ότι οι πεινώντες θα τραφούν, ότι οι άνθρωποι που
επιθυμούν να εργαστούν θα βρουν ευκαιρίες γι’ αυτό, ότι οι
μελλοντικές γενιές θα
έχουν επαρκείς
πόρους για τρόφιμα,
ένδυση και στέγαση.
Αυτή είναι η εντολή
της αειφορικής γεωργίας, η έγνοια για τους ανθρώπους της γενεάς αυτής αλλά και
των επομένων. Είναι εντολή που πολλοί λίγοι είναι ακόμη πρόθυμοι να δεχτούν,
όμως μια εντολή που τελικά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί. Η αειφορική γεωργία
αφορά την ύπαρξη των ανθρώπων μέσω της γεωργίας και όχι ακριβώς την ύπαρξη της
γεωργίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Huntley, E.E., Collins, E.E., and
Swisher, M.E. 2013. Effects of Organic and Conventional Farm Practices on Soil
Quality. University of Florida.
Ikerd,
J. 2001. Sustainable Agriculture: It’s about people. Paper presented at
Sustainable Agriculture Seminar, Bowling Green, Ohio, November 17, 2001.
Ikerd, J. 2002. Sustaining the profitability of
agriculture. University of Missouri.
Norman, D., Janke, R.,
Freyenberger, S., Schurle, B., and Kok, Hans. 2010. Defying and Implementing
Sustainable Agriculture. Kansas Sustainable Agricultural Series, Paper 1,
Department of Agriculrural Economics, Kansas, Manhattan.
Pierre,
George. 1971. L’ environnement. Que sais-je?:p.6, Universitairs de France.
Σιάρδος,
Γ. και Κουτσούρης A.
2020. Αειφορική Γεωργία και Ανάπτυξη, 4η έκδ. Εκδόσεις ΖΥΓΟΣ,
Θεσσαλονίκη.