Περιπέτειες
και κατάρρευση των ελληνικών αγροτικών
συνεταιρισμών
Κ. Λ. Παπαγεωργίου
“Όλβιος όστις ιστορίης έσχε μάθησιν”
Ευριπίδης
“Ποτέ κανείς δεν
διδάχθηκε (και δεν πρόκειται να διδαχθεί)
οτιδήποτε από την ιστορία”
Hegel
Όταν εξετάζουμε
την εξέλιξη του συνεταιριστικού
φαινομένου οφείλουμε να εξετάζουμε τις
αιτίες που βρίσκονται πίσω από τα
γεγονότα. Το περιβάλλον στο οποίο
αναπτύσσονται οι συνεταιριστικές
δραστηριότητες έχει συχνά αποφασιστική
σημασία για την αποτελεσματικότητα των
δραστηριοτήτων τους. Επίσης, η εσωτερική
συνοχή και η ανταπόκριση των μελών
μπορούν να προωθήσουν ή να βλάψουν τους
στόχους. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι
οι συνεταιρισμοί δεν είναι οι μόνοι
παράγοντες στη σημερινή οικονομία.
Δρουν σε ανταγωνισμό με τις συμβατικές
επιχειρήσεις και έχουν σχέσεις με
κυβερνήσεις που μπορεί να υπόκεινται
σε επηρεασμούς από πιέσεις ανταγωνιστών
των συνεταιρισμών.
Η ελληνική
συνεταιριστική κίνηση, κατά τη διάρκεια
της ύπαρξής της με τη σημερινή μορφή
έχει γνωρίσει την ακμή και την ύφεση σε
μια διαδοχή που καθορίζεται είτε από
εξωτερικές δυνάμεις ή από έλλειψη
εσωτερικής συνοχής ή ανταπόκρισης των
μελών. Θεσμικές αιτίες, όπως επιβολή
ακατάλληλης νομοθεσίας, σε ορισμένες
περιπτώσεις έπαιξαν επίσης αποφασιστικό
ρόλο.
Μετά την ψήφιση
του πρώτου νόμου για τους συνεταιρισμούς
το 1915, η ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών
υπήρξε εντυπωσιακά γρήγορη. Τα επιτεύγματα
των πρώτων αγροτικών και αστικών
συνεταιρισμών και οι προσπάθειες των
ηγετικών προσωπικοτήτων που κήρυσσαν
το συνεργατισμό (π.χ. Ιασεμίδη, Χασιώτη,
Γρηγοριάδη, Μιχόπουλου), οδήγησαν στην
ίδρυση πλέον των 5000 αγροτικών συνεταιρισμών
κατά την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του
νόμου. Οι περισσότεροι από τους
συνεταιρισμούς αυτούς ήταν πιστωτικοί
συνεταιρισμοί. Μεταξύ των αιτίων που
ερμηνεύουν την ίδρυση πιστωτικών
συνεταιρισμών ήταν η τοκογλυφία.
Ένα παράδειγμα
των συνθηκών που επικρατούσαν το 1928,
λίγο πριν από την ίδρυση της ΑΤΕ,
αναφέρεται από τον Δ.Ν. Αφεντάκη:
“Ένας χωρικός
του συνοικισμού Σπη είχε δανεισθή από
παντοπώλην 2.000 δρχ. το Πάσχα με την
υποχρέωσιν να δώση 1.000 οκ. καλαμπόκι
κατά την συγκομιδήν. Ένεκα ανεπαρκούς
συγκομιδής προσεκόμισεν εις τον
παντοπώλην μόνον 300 οκ. Και αρχίζει ο
τοκογλυφικός υπολογισμός του παντοπώλου:
“Μου ώφειλες 1.000 οκ. καλαμπόκι. Προς 4
δρχ. που θα το πωλούσα, κάνουν 4.000 δρχ.
Μου έφερες 300 οκ. προς 2 δρχ. την οκάν, που
είναι η συμφωνία μας να το παίρνω, κάνουν
600 δρχ.
Άρα μου οφείλεις ακόμη 3.400 δρχ. ήτοι
1.700 οκ. Καλαμπόκι”.
Σε
αυτή την πραγματική περίπτωση ο ίδιος
υπολογισμός συνεχίστηκε για μερικά
χρόνια και ο φτωχός αγρότης έφθασε να
οφείλει περισσότερες από 10.000 δρχ. σε
αυτόν τον σύγχρονο Σάυλοκ.
Συμβιβασμός επιτεύχθηκε μόνο μέσω της
μεσολάβησης του Υπουργείου Γεωργίας
και της Εθνικής Τράπεζας, η οποία
προσφέρθηκε να αναλάβει την εξόφληση.
Παραδείγματα όπως
αυτό υπήρξαν πολλά όχι μόνο πριν αλλά
ακόμη πιο συχνά κατά την εφαρμογή της
Αγροτικής Μεταρρύθμισης (1923-1932), διότι
υπήρχε επείγουσα ανάγκη για κεφάλαιο
από τους μόλις εγκατασταθέντες
ανεξάρτητους παραγωγούς. Αυτή την
περίοδο και κάτω από αυτές τις συνθήκες
πολλαπλασιάστηκαν οι πιστωτικοί
συνεταιρισμοί.
Οι αγροτικοί
συνεταιρισμοί αντιμετώπισαν πολυάριθμες
περιπτώσεις ακμής και ύφεσης κατά τη
διάρκεια της ζωής τους. Κάποιες από
αυτές δεν πρέπει να απουσιάσουν από την
παρούσα περιήγηση.
Τα
πρώτα εμπόδια στην ανάπτυξη των αγροτικών
συνεταιρισμών
Το 1924, ο Σωκράτης
Ιασεμίδης, μια αξιοθαύμαστη παρουσία
προώθησης των συνεταιρισμών από τις
θέσεις του στο Υπουργείο Γεωργίας και
του Καθηγητή στην Ανωτάτη Γεωπονική
Σχολή, έδινε τη μάχη, στο πλευρό του
Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, για την ίδρυση
της Αγροτικής Τράπεζας, με αποκοπή της
αγροτικής πίστης από την Εθνική Τράπεζα,
η οποία χρηματοδοτούσε το γεωργικό
τομέα βάσει συμφωνίας με το Κράτος. Η
άποψή του, παρόμοια με του Σ. Χασιώτη, ο
οποίος από το 1916 είχε προετοιμάσει
σχέδιο νόμου για την ίδρυση αγροτικής
τράπεζας, ήταν ότι κύρια όργανα αυτής
της τράπεζας θα έπρεπε να είναι οι
Ενώσεις Γεωργικών Συνεταιρισμών. Η
αντίρρηση της Εθνικής Τράπεζας ήταν
ότι δεν ήταν η καλύτερη στιγμή, διότι
σε τοπικό επίπεδο οι οργανωτικές δομές
των συνεταιρισμών ήταν πολύ αδύναμες.
Κατά τον Ιασεμίδη όμως, “όσο
περισσότερο αναβάλλουμε τόσο περισσότερο
θα αναμένουμε, επειδή απομακρυνόμαστε
από την ορθή οργάνωση της αγροτικής
πίστης, από την αντίληψη δηλαδή της
αλληλέγγυας ευθύνης και τη συνεταιριστική
συνείδηση”.
Πόσο προφητικά
ήταν αυτά τα λόγια φαίνεται από το
γεγονός ότι δεν υπήρξε, επί δεκαετίες,
ουσιαστική συμμετοχή των συνεταιρισμών
στην αγροτική πίστη. Η Τράπεζα ίδρυσε
ένα πυκνό δίκτυο υποκαταστημάτων με
κόστος πολύ υψηλότερο από ότι αν
χρησιμοποιούσε τις Ενώσεις αγροτικών
συνεταιρισμών ως πρακτορεία.
Και όταν
άρχισε, οι πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί
που χρησιμοποιήθηκαν είχαν πολύ
περιορισμένο ρόλο. Ενθυμούμαι ότι στα
τέλη της δεκαετίας του 1970, ο τότε Διοικητής
της Αγροτικής Τράπεζας, απαντώντας σε
αίτημα διεύρυνσης του ρόλου των Ενώσεων
Γεωργικών Συνεταιρισμών στην αγροτική
πίστη, ανέφερε ότι “οι
συνεταιρισμοί είναι ανώριμοι για τέτοιο
ρόλο”.
Αν θέλουμε να
είμαστε δίκαιοι προς όλες τις πλευρές,
πρέπει να πούμε ότι οι συνθήκες στη χώρα
δεν ήταν ώριμες από μια άλλη οπτική
γωνία – και ακόμη μέχρι προσφάτως δεν
ήταν ευνοϊκές – για τέτοια συνέργεια:
ο λόγος ήταν ότι οι κυβερνήσεις συνήθιζαν
να παρεμβαίνουν τόσο στην κρατική
Αγροτική Τράπεζα όσο και στους αγροτικούς
συνεταιρισμούς.
Η αντίρρηση της
Εθνικής Τράπεζας αναφορικά με την ίδρυση
χωριστής Αγροτικής Τράπεζας εκφράστηκε
και με έναν άλλον τρόπο: Ασκώντας πίεση
σε συνεταιρισμούς και αγρότες, εκατοντάδες
τηλεγραφημάτων στάλθηκαν στη Βουλή, σε
υπουργούς, σε πολιτικά κόμματα και σε
εφημερίδες, που υποστήριζαν τις θέσεις
της Εθνικής Τράπεζας εναντίον της
ίδρυσης χωριστής τράπεζας και εναντίον
της χρησιμοποίησης των Ενώσεων Αγροτικών
Συνεταιρισμών ως των περιφερειακών
οργάνων της. Όπως επισημαίνει ο Κλήμης,
ένας πίνακας των αποστολέων των
τηλεγραφημάτων θα ήταν μια “μαύρη
βίβλος” για οργανώσεις και “συνεταιριστές”
που υπογράφουν και για τα επιχειρήματα
που προβάλλουν. Ακόμη και ο ο Υπουργός
Γεωργίας της Κυβέρνησης Βενιζέλου πήρε
θέση εναντίον της ίδρυσης χωριστής
αγροτικής τράπεζας και εναντίον της
χρησιμοποίησης των Ενώσεων ως περιφερειακών
οργάνων.
Η ίδρυση της
Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος το 1929,
αποτέλεσε νίκη του Αλ. Παπαναστασίου
και της κυβέρνησης Βενιζέλου που ήταν
στην εξουσία όταν ψηφίστηκε ο νόμος.
Αυτό αποτέλεσε το δεύτερο συνεταιριστικό
επίτευγμα με πρώτο την ψήφιση του νόμου
του 1915 για τους συνεταιρισμούς.
Ο νόμος για την
ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της
Ελλάδος
όρισε ως έναν από τους σκοπούς της
Τράπεζας την τόνωση του συνεργατικού
πνεύματος των αγροτικών μαζών και την
εποπτεία και τον έλεγχο των Γεωργικών
Συνεταιρισμών παντός βαθμού και πάσης
φύσεως.
Παρά τις αρχικές
δυσκολίες και την έλλειψη κατάρτισης
των αγροτών στη διοίκηση συνεταιρισμών,
η επίπτωση του συνεταιριστικού τρόπου
δράσης ενόχλησε σοβαρά τον προϋπάρχοντα
μηχανισμό εξυπηρέτησης των αγροτών. Η
αύξηση της συνεταιριστικής δραστηριότητας
σήμαινε συρρίκνωση των δικών του
εργασιών.
Με την περίπτωση
αυτή συγκρίνει κανείς ένα σχόλιο του
Μαρξ που αναφέρεται σε μελέτη του
Spectator
του 1866, που αναφερόταν στον πρότυπο
συνεταιρισμό της Ροτσντέιλ. Ο Μαρξ
αναφέρει
ειρωνικά
για τη μελέτη αυτή:
“Η μελέτη αυτή
διαπιστώνει ότι η κύρια αδυναμία των
πειραμάτων συνεργασίας της Ροτσντέιλ
είναι η ακόλουθη: Έδειξε ότι οι ενώσεις
των εργατών μπορούσαν να διαχειρίζονται
καταστήματα, μύλους και σχεδόν κάθε
είδους δραστηριότητα με επιτυχία και
αμέσως βελτίωναν τις συνθήκες ζωής των
ανθρώπων. Αλλά δεν άφηναν μια διακριτή
θέση για αφεντικά. Τρομερό!'”
Στην Ελλάδα, η
αντίδραση εκείνων που ενοχλήθηκαν από
την αύξηση των δραστηριοτήτων των
συνεταιρισμών
ήρθε μέσω της πίεσης που άσκησαν στην
κυβέρνηση να περιορίσει την ελευθερία
επιχειρηματικής δράσης των συνεταιρισμών.
Ένα σχέδιο νόμου
που παρουσιάστηκε στη Βουλή το 1931 για
τροποποίηση του νόμου 602/1915, αποτέλεσε
έκπληξη ακόμη και για τους υποστηρικτές
του Βενιζέλου.
Οι βασικές του διατάξεις ήταν οι
ακόλουθες:
-
Η προμήθεια
γεωργικών εφοδίων και ειδών οικιακής
χρήσης μπορεί να ενεργείται μόνο βάσει
παραγγελιών των μελών στις οποίες
ορίζονται και οι ποσότητες που
παραγγέλλονται.
-
Τα μέλη οφείλουν
να δεσμεύονται για παραμονή στον
συνεταιρισμό επί 20 χρόνια. Αντιθέτως,
η συμμετοχή πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών
σε Ενώσεις μπορούν να τερματίζονται
ύστερα από ένα έτος.
-
Τα διευθυντικά
στελέχη των συνεταιρισμών οφείλουν να
διαθέτουν συγκεκριμένα προσόντα που
καθορίζονται από το νόμο.
-
Ο Επόπτης, ενεργώντας
ως Επίτροπος του Κράτους θα συμμετέχει
σε όλες τις συνεδριάσεις του διοικητικού
συμβουλίου και στις γενικές συνελεύσεις.
Έχει το δικαίωμα να εκφράζει τη γνώμη
του για τα συζητούμενα θέματα αλλά δεν
διαθέτει δικαίωμα ψήφου.
Αυτοί και άλλοι
σημαντικοί περιορισμοί ψηφίστηκαν (και
έγιναν νόμος 5289/1931) παρά το γεγονός ότι
επικρίθηκαν εντόνως από επιφανείς
πολιτικούς και καθηγητές πανεπιστημίου.
Οι διατάξεις αυτές χαρακτηρίστηκαν ως
“αληθής νομοθετική λαίλαψ” από τον Π.
Χασαπόπουλο,
τον ειδικό
στη συνεταιριστική νομοθεσία και
θεωρήθηκαν ως δώρο για την αποζημίωση
των εμπόρων και των μεταπρατών, οι οποίοι
ζημιώνονταν από τις δραστηριότητες των
συνεταιρισμών.
Η προπαγάνδα
εναντίον των αγροτικών συνεταιρισμών
κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου
(1931) είχε και άλλες επιπτώσεις. Ο
Μητροπολίτης Σερρών και ο Γενικός
Διοικητής Θράκης επιτέθηκαν δημόσια
εναντίον των συνεταιρισμών ως “οργάνων
οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσης
των αγροτών, που κατευθύνονται από
δημαγωγούς και τυχοδιώκτες ή δόλιους
διαχειριστές της συνεταιριστικής
περιουσίας”
Υπενθυμίζεται
ότι όλες αυτές οι επιθέσεις εναντίον
των συνεταιρισμών γίνονταν σε μια
περίοδο κρίσης (το μεγάλο Κραχ), όταν η
ανάγκη των χαμηλοεισοδηματιών να δώσουν
αξία στο χαμηλό εισόδημά τους τους
οδηγούσε στην ανακάλυψη της σημασίας
και της χρησιμότητας των συνεταιρισμών.
Από την κρίση
στον Πόλεμο
Η πολιτική αστάθεια
του 1935, έφερε πάλι στην επιφάνεια την
ενόχληση των εμπορικών κύκλων. Αυτή τη
φορά, μια ομάδα βουλευτών ζήτησε τη
διάλυση όλων των αγροτικών συνεταιρισμών,
τους οποίους χαρακτήριζαν ως ομάδες
που επιδίωκαν την οικονομική και πολιτική
εκμετάλλευση των αγροτών. Η Κυβέρνηση
απέρριψε την πρόταση των βουλευτών αλλά
παρενέβη στους αγροτικούς συνεταιρισμούς
με την κατάργηση των αιρετών διοικήσεων
ορισμένων από αυτούς, με απόλυση αριθμού
υπαλλήλων με την κατηγορία ότι εμπλέκονται
στην πολιτική και με την ανάκληση
εκλεγμένων αντιπροσώπων των συνεταιρισμών
στη διοίκηση της Αγροτικής Τράπεζας
και σε άλλους φορείς. Για τέτοιες
παρεμβάσεις, ο Καθηγητής Α. Σίδερις
έγραψε: “Παρ' ημίν δυστυχώς ο κυριότερος
εχθρός είναι το Κράτος, αρνητικώς και
θετικώς”.
Το δικτατορικό
καθεστώς του 1936 είχε διαφορετική γνώμη
για τον ρόλο των αγροτικών συνεταιρισμών.
Σε συνδυασμό με την Αγροτική Τράπεζα
και υπό την καθοδήγησή της, οι συνεταιρισμοί
εκαλούντο να εφαρμόσουν ένα εθνικό
σχέδιο που ετοιμαζόταν από την Κυβέρνηση.
Στην κορυφή της συνεταιριστικής
πυραμίδας, το καθεστώς τοποθέτησε το
Ανώτατο Συνεταιριστικό Συμβούλιο, η
πλειονότητα των μελών του οποίου οριζόταν
από το καθεστώς.
Σε μια προσπάθεια
να δελεάσει τους αγροτικούς συνεταιρισμούς
και το προσωπικό τους, το καθεστώς
εισήγαγε ευνοϊκή νομοθεσία για το
προσωπικό. Έτσι, με τον νόμο 1154/1938:
-
Όλο το υπαλληλικό
προσωπικό των γεωργικών συνεταιρισμών
μονιμοποιήθηκε.
-
Ιδρύθηκε Ταμείο
Συντάξεως του προσωπικού των γεωργικών
συνεταιρισμών.
-
Ιδρύθηκε νέα
Γεωργική Συνεταιριστική Σχολή, η οποία
άρχισε να λειτουργεί το 1939.
-
Προβλέφθηκαν
πόροι για την Εθνική Συνομοσπονδία
Συνεταιρισμών Ελλάδος.
Εν ολίγοις, οι
αγροτικοί συνεταιρισμοί μετατράπηκαν
σε ημι-κρατικούς φορείς αρμόδιους να
εφαρμόζουν το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Ακόμη και Υπουργείο Συνεταιρισμών
ιδρύθηκε το 1939. Στη θέση του Υφυπουργού
τοποθετήθηκε το ίδιο πρόσωπο που
προηγουμένως ήταν και Διοικητής της
Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και
Πρόεδρος του Ανωτάτου Συνεταιριστικού
Συμβουλίου.
Περίοδος
1940-1980
Περί το τέλος της
δεκαετίας του 1930, βασικά εξαγώγιμα
γεωργικά προϊόντα ήταν ο καπνός, η
Κορινθιακή σταφίδα και η σουλτανίνα,
ενώ το σημαντικότερο προϊόν για την
εσωτερική αγορά ήταν τα δημητριακά. Για
την Κορινθιακή σταφίδα είχε ιδρυθεί
από το 1925 ένα είδος Συμβουλίου Εμπορίας
και για τη σουλτανίνα ιδρύθηκε ένας
συνεταιριστικός φορέας το 1946. Όταν έγινε
σχεδόν σίγουρο ότι η Ελλάδα δεν θα
απέφευγε την είσοδό της στον πόλεμο,
ιδρύθηκε η ΚΥΔΕΠ, ως κρατικός οργανισμός
για τα εγχώρια προϊόντα και ιδιαίτερα
για τα δημητριακά. Αυτός ο οργανισμός
μετατράπηκε σε συνεταιριστική οργάνωση
το 1945 και από τότε έπαιξε έναν σημαντικό
ρόλο.
Όταν η Ελλάδα
εισήλθε στον πόλεμο το 1940, οι αγροτικοί
συνεταιρισμοί αποφάσισαν να δωρίσουν
όλη τη διαθέσιμη περιουσία τους σε
αποθεματικά για την υπόθεση του πολέμου,
μια χειρονομία χαρακτηριστική για αυτές
τις κοινωνικο-οικονομικές επιχειρήσεις.
Κατά την περίοδο
της Γερμανικής κατοχής, πολλοί αγροτικοί
συνεταιρισμοί καταπολέμησαν τους
μηχανισμούς μαύρης αγοράς του εμπορίου
και συνεργάστηκαν με καταναλωτικούς
συνεταιρισμούς για τη διατροφή του
πληθυσμού σε δύσκολες περιόδους, καθόσον
ο στρατός κατοχής προχωρούσε σε κατάσχεση
βασικών γεωργικών προϊόντων για τις
ανάγκες του. Κατά τον Μάρκ Μαζάουερ,
“Ένα μόλις μήνα μετά τη γερμανική
εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του
1941, οι εκεί παρατηρητές προέβλεπαν λιμό.
Είχαν δίκιο: περίπου 100.000 Έλληνες πρέπει
να πέθαναν από την πείνα τον πρώτο εκείνο
χειμώνα”.
Στην αγωνία τους
να διευρύνουν τον ρόλο των αγροτικών
συνεταιρισμών σε εκείνους τους δύσκολους
καιρούς, υπήρχαν φωνές να καταστεί
υποχρεωτική η συμμετοχή σε συνεταιρισμούς
αλλά δεν έγιναν
αποδεκτές από τον αρμόδιο Υπουργό.
Σε λίγο χρόνο μετά
το τέλος του πολέμου, οι αγροτικοί
συνεταιρισμοί πραγματοποίησαν ελεύθερες
εκλογές και μια νέα εποχή άρχισε. Το
ξεκίνημα έγινε με κεντρικό πρόσωπο τον
Αλέξανδρο Μπαλτατζή και με μια ομάδα
αφοσιωμένων και έντιμων συνεταιριστικών
ηγετών. Δύο χαρακτηριστικά διακρίνονται
κατά την περίοδο αυτή. Το πρώτο είναι η
εφαρμογή ενός σχεδίου για τη δημιουργία
ενός συνεταιριστικού δικτύου για την
προμήθεια γεωργικών εφοδίων, τη διαχείριση
νωπών και επεξεργασμένων γεωργικών
προϊόντων και για την προσφορά υπηρεσιών.
Θα επανέλθουμε σχετικά με αυτό το δίκτυο.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η τάση
χρησιμοποίησης της νομικής μορφής της
ανώνυμης εταιρείας από τους συνεταιρισμούς
κατά την ίδρυση εθνικού επιπέδου
οργανώσεων. Οι λόγοι που οδήγησαν σε
αυτή τη στροφή ήταν κυρίως η ευελιξία
στη λήψη αποφάσεων και η σταθερότητα
της νομοθεσίας των ανωνύμων εταιρειών
σε αντιδιαστολή προς τις συχνές μεταβολές
της συνεταιριστικής νομοθεσίας αλλά
και οι ποικίλες μορφές παρεμβάσεων.
Επίσης, η μορφή της ανώνυμης εταιρείας
περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση
επιχειρηματικής αποτυχίας, μέχρι του
ύψους του μετοχικού κεφαλαίου. Ακόμη
αυτή η νομική μορφή επέτρεπε την ίδρυση
κοινών επιχειρήσεων με την Αγροτική
Τράπεζα. Την πλειοψηφία των μετοχών
στις συνεταιριστικές εταιρείες κατείχαν
οι συνεταιριστικοί φορείς.
Το λειτουργικό
δίκτυο που είχε σχεδιαστεί από τη
συνεταιριστική κίνηση κατά τη μεταπολεμική
περίοδο πέρασε μια περίοδο στασιμότητας
κατά τη δικτατορική περίοδο 1967-1974 και
μέχρι το 1981 είχε αποκτήσει τις ακόλουθες
μεγάλες συνεταιριστικές επιχειρήσεις:
Πίνακας
1.
Επωνυμία
|
Δραστηριότητα
|
Νομική
μορφή
|
Έτος
ίδρυσης
|
Γεωργικά
Εφόδια
|
ΣΠΕ-
Συνεταιριστική Προμηθευτική Ένωση
|
Μηχανήματα
κλπ. εφόδια
|
A.Ε.*
|
1949
|
ΣΠΕΚΑ-
Συνεταιριστική Τεχνική και Εμπορική
Εταιρεία
|
Μηχανήματα
|
A.Ε.
|
1957
|
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ
|
Βελτιωμένες
φυλές ζώων
|
Κ.Ε.**
|
1962
|
EΛΒΙΖ
– Ελληνική
Βιομηχανία Ζωοτροφών
|
Συμπυκνωμένες
Ζωοτροφές
|
A.Ε.
|
1963
|
KΥΔΕΠ
– Κοινοπραξία
Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών
Διαχείρισης Εγχώριων Προϊόντων
|
Κτηνοτροφικά
δημητριακά
|
Κ.***
|
1978
|
ΣΥΝΕΛ – Συνεταιριστική
Εταιρεία Λιπασμάτων
|
Λιπάσματα
|
A.Ε.
|
1981
|
Διαχείριση αγροτικών
προϊόντων
|
ΚΥΔΕΠ – Κοινοπραξία
Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών
Διαχείρισης Εγχώριων Προϊόντων
|
Δημητριακά, βαμβάκι,
σπόροι
|
Κ
|
1940
|
ΚΣΟΣ – Κοινοπραξία
Συνεταιριστικών Οργανώσεων Σουλτανίνας
|
Σταφίδα
Σουλτανίνα
|
Κ.
|
1940
|
ΣΕΚΕ
– Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών
Ελλάδος
|
Καπνός σε
φύλλα
|
A.Ε.
|
1947
|
ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ
|
Ελαιόλαδο
και ελιές
|
Κ.Ε.
|
1949
|
ΚΕΟΣΟΕ – Κεντρική
Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιριστικών
Οργανώσεων Ελλάδος
|
Οίνος
|
Κ.Ε.
|
1949
|
ΣΥΚΙΚΗ
|
Σύκα
|
Κ.Ε.
|
1953
|
ΔΩΔΩΝΗ
|
Γάλα και
προϊόντα γάλακτος
|
Α.Ε.
|
1963
|
ΣΚΟΠ – Συνεταιριστική
Κοινοπραξία Οπωροκηπευτικών Προϊόντων
|
Οπωροκηπευτικά
|
Κ
|
1963
|
ΣΕΚΟΒΕ – Συνεταιριστική
Εταιρεία Κονσερβών Β. Ελλάδος
|
Επεξεργασία
οπωροκηπευτικών
|
Α.Ε.
|
1969
|
ΣΕΒΑΘ – Συνεταιριστική
Εταιρεία Βιομηχανικής Ανάπτυξης
Θράκης
|
Επεξεργασία
οπωροκηπευτικών
|
Α.Ε
|
1978
|
ΣΕΚΑΠ – Συνεταιριστική
Εταιρεία Καπνού (Σιγαρεττοβιομηχανία)
|
Τσιγάρα
|
Α.Ε.
|
1975
|
Υπηρεσίες
|
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ
ΣΧΟΛΗ
|
Κατάρτιση
στελεχών
|
Υπηρεσία
της ΠΑΣΕΓΕΣ
|
ΑΣΕ – Αγροτικές
Συνεταιριστικές Εκδόσεις
|
Εκτυπώσεις,
εκδόσεις
|
Α.Ε.
|
1958
|
ΕΛΣΥ ΔΙΑΝΟΜΕΣ –
Εταιρεία Διανομών
|
Διανομές
|
Α.Ε
|
1977
|
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ
|
Ασφάλειες
|
Α.Ε.
|
1978
|
ΣΥΝΕΔΙΜ – Συνεταιριστική
Εταιρεία Διεθνών Μεταφορών
|
Διεθνείς
μεταφορές
|
Α.Ε.
|
1980
|
ΣΥΝΕΔΙΑ –
Συνεταιριστική Εταιρεία Διαφημίσεων
και Δημοσίων Σχέσεων
|
Διαφημίσεις, δημόσιες
σχέσεις
|
A.Ε.
|
1981
|
* Ανώνυμη
Εταιρεία
** Κεντρική
Ένωση
***
Κοινοπραξία
συνεταιρισμών
Εκτός αυτών, υπήρχε
ένας αριθμός γαλακτοβιομηχανιών και
άλλων επιχειρήσεων συνιδιοκτησίας με
την ΑΤΕ. Το σχέδιο είχε περιλάβει και
τη ΝΕΣΤΟΣ Α.Ε. για αγροχημικά και τη
ΔΗΜΗΤΡΑ Α.Ε. για προϊόντα επεξεργασίας
δημητριακών. Η χρηματοδότησή τους δεν
είχε εγκριθεί.
Η συνεταιριστική
εταιρεία εξαγωγής καπνών ΣΕΚΕ εξελίχθηκε
σε ένα εξαίρετο παράδειγμα οικονομικών
επιτευγμάτων και κοινωνικής ευαισθησίας.
Είναι η πρώτη επιχείρηση που άρχισε
συναλλαγές με χώρες του 'Ανατολικού
Μπλόκ' στις αρχές της δεκαετίας του 1950
για εξαγωγή καπνών και εισαγωγή γεωργικών
μηχανημάτων με το σύστημα κλήρινγκ..
Επίσης εφάρμοσε ένα πρόγραμμα υποτροφιών
για πανεπιστημιακές σπουδές απευθυνόμενο
σε φοιτητές πτωχών οικογενειών
καπνοκαλλιεργητών.
Περισσότεροι από 300 φοιτητές έκαναν
επιστημονική καριέρα χάρη στις υποτροφίες
αυτές.
Μεταξύ των
πρωτοβουλιών αυτής της περιόδου ήταν
η ίδρυση της Συνεταιριστικής Σχολής
στη Θεσσαλονίκη για την εκπαίδευση
προσωπικού και μελών καθώς και η προώθηση
των σχολικών συνεταιρισμών. Οι
συνεταιρισμοί των μαθητών δημοτικών
σχολείων είχαν παρουσιάσει μερικά
εντυπωσιακά επιτεύγματα από το 1925.
Από το 1954, με την ενθάρρυνση του Υπουργείου
Γεωργίας και τη χορήγηση βραβείων από
την ΑΤΕ, από το 1977, στα πιο επιτυχημένα
παραδείγματα, 500-800 σχολικοί συνεταιρισμοί
πρόσφεραν πρακτικές εμπειρίες συνεργασίας
σε μαθητές δημοτικών σχολείων.
Όταν το Υπουργείο έστρεψε το ενδιαφέρον
του στις “μαθητικές κοινότητες” ως
τρόπο συλλογικής ενέργειας των μαθητών,
οι σχολικοί συνεταιρισμοί έπαυσαν να
αποτελούν κέντρο ενδιαφέροντος. Έτσι,
τα μηνύματα της συνεργασίας, της
αλληλεγγύης της ενότητας και της
αμοιβαιότητας έγιναν δευτερεύουσας
σημασίας.
Η οικονομική
ενδυνάμωση των αγροτικών συνεταιρισμών
κατά την περίοδο μεταξύ 1950 και 1967
συνοδεύτηκε από την αύξηση της εκτίμησής
τους εκ μέρους των κυβερνήσεων, οι οποίες
επιδίωκαν να διατηρούν καλές σχέσεις
μαζί τους. Το καλό κλίμα μεταξύ των
διαδοχικών κυβερνήσεων και των
συνεταιρισμών ισχυροποιούσε μεν την
εικόνα των συνεταιρισμών αλλά και
προκαλούσε διαμαρτυρίες από εμπόρους
και μεταποιητές γεωργικών προϊόντων.
Η δικτατορία της
περιόδου 1967-1974 δεν είχε δισταγμούς
αναφορικά με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Σε λίγο χρόνο από την εδραίωσή της κήρυξε
λήξασα τη θητεία των διοικητικών
συμβουλίων των αγροτικών συνεταιρισμών
όλων των επιπέδων και νομικών μορφών.
Επίσης διέταξε την απόλυση όλων των
γενικών διευθυντών, διευθυντών και
νομικών συμβούλων των συνεταιρισμών.
Στη θέση τους το καθεστώς τοποθέτησε
πρόσωπα εμπιστοσύνης του καθεστώτος.
Παρόμοια μέτρα δεν ελήφθησαν για τις
άλλες κατηγορίες συνεταιρισμών ή για
τις συμβατικές επιχειρήσεις. Ήταν
προφανές ότι αυτό που επιθυμούσε το
δικτατορικό καθεστώς ήταν να έχει υπό
τον έλεγχό του τον αγροτικό πληθυσμό.
Το δικτατορικό
καθεστώς ετοίμασε νόμο για τους γεωργικούς
συνεταιρισμούς
με διατάξεις για αναγκαστική συγχώνευση
πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων
αγροτικών συνεταιρισμών, ώστε να υπάρχει
μόνο ένας πρωτοβάθμιος συνεταιρισμός
σε κάθε Δήμο ή Κοινότητα και μια Ένωση
Αγροτικών Συνεταιρισμών σε κάθε νομό.
Η πτώση του καθεστώτος δεν επέτρεψε την
εφαρμογή του νόμου.
Ελεύθερες εκλογές
διεξήχθησαν από τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς σε λίγο χρόνο μετά την
πτώση της δικτατορίας.
Οι πρόσφατες
τρεις δεκαετίες (1981-2010)
Κυρίαρχο θέμα μετά
την πτώση της δικτατορίας ήταν η ένταξη
της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική
Κοινότητα. Το θέμα αυτό αποδείχθηκε
διχαστικό, διότι η τότε κυβέρνηση
υποστήριζε την ένταξη ενώ η αξιωματική
αντιπολίτευση ήταν εναντίον αυτής.
Ακούγεται ως περίεργο αλλά αυτό το θέμα
επέπρωτο να επηρεάσει το μέλλον των
αγροτικών συνεταιρισμών. Το Διοικητικό
Συμβούλιο της Συνομοσπονδίας των
Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ) τήρησε
φιλο-Ευρωπαϊκή θέση και κατά τα έτη 1978
και 1979 διοργάνωσε σεμινάρια ενημέρωσης
των μελών των συνεταιρισμών σε θέματα
Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Αυτό
ερμηνεύθηκε ως φιλοκυβερνητική θέση
από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση,
η οποία έθεσε ως στόχο της την απομάκρυνση
αυτού του Δ.Σ.
Η ευκαιρία δόθηκε
όταν η αξιωματική αντιπολίτευση κέρδισε
τις εκλογές του 1981. Ενωρίς το 1982 ψήφισε
νόμο
με τον οποίο κήρυξε λήξασα τη θητεία
των διοικητικών συμβουλίων όλων των
επιπέδων αγροτικών συνεταιρισμών και
όρισε νέες εκλογές σε συγκεκριμένο
χρόνο. Ο ίδιος νόμος άλλαξε το εκλογικό
σύστημα των αγροτικών συνεταιρισμών.
Με το νέο σύστημα δεν θα υπήρχε ενιαίος
κατάλογος υποψηφίων αλλά οι υποψήφιοι
θα εμφανίζονταν σε συνδυασμούς, δηλ. σε
χωριστά παραταξιακά ψηφοδέλτια. Ασφαλώς
ήταν προφανές ότι αυτοί οι συνδυασμοί
θα σχηματίζονταν σύμφωνα με τις
διασυνδέσεις με πολιτικά κόμματα και
αποδείχθηκε ότι αυτό έγινε. Επιπλέον,
τα πολιτικά κόμματα ανοιχτά δήλωναν
ποιοι ήταν οι δικοί τους υποψήφιοι. Όταν
μιλούσαν για τις εκλογές των συνεταιρισμών,
τα πολιτικά κόμματα αναφέρονταν στη
“μάχη των συνεταιρισμών”. Στην ουσία,
οι συνεταιρισμοί “μεταμορφώθηκαν από
οικονομικές οργανώσεις σε εκλογικούς
μηχανισμούς”.
Τα
αποτελέσματα των εκλογών στους
συνεταιρισμούς παρουσιάζονταν ως
ποσοστά κατά πολιτικό κόμμα. Το πολιτικό
κόμμα που ήταν στην εξουσία “κέρδισε”
τις εκλογές στους συνεταιρισμούς αλλά
η εσωτερική ενότητα των συνεταιρισμών,
η μέγιστη αξία τους, είχε χαθεί.
Έχοντας κερδίσει
τις εκλογές, ο τότε Υπουργός Γεωργίας
άρχισε τη διαδικασία εφαρμογής μιας
από τις πιο σημαντικές προεκλογικές
δεσμεύσεις. Επρόκειτο για τη μετατροπή
της Αγροτικής Τράπεζας σε συνεταιριστική
τράπεζα. Για τον σκοπό αυτόν το 1983
δημοσιοποίησε ένα προσχέδιο νόμου
προτείνοντας ένα μικτό κρατικο-συνεταιριστικό
σχήμα με μειοψηφικό εταίρο τις Ενώσεις
Αγροτικών Συνεταιρισμών. Η πρόταση
φάνηκε να έχει τη συμφωνία των συνεταιρισμών
αλλά σύντομα το σχέδιο αποσύρθηκε για
… λεπτομερέστερη επεξεργασία. Όμως
δεν εμφανίστηκε πάλι.
Το θέμα μετατροπής
της Τράπεζας τέθηκε στον Πρωθυπουργό
από τον Πρόεδρο της ΠΑΣΕΓΕΣ Ηλία Σεϊτανίδη
το 1989 στο Κιλελέρ. Όπως γράφει ο Σεϊτανίδης:
“(Ο Πρωθυπουργός) μου
υποσχέθηκε ότι θα ικανοποιήσει το αίτημά
μας για μετατροπή της ΑΤΕ σε Συνεταιριστική
Τράπεζα. Η υπόσχεση δεν υλοποιήθηκε”.
Υποσχέσεις
μετατροπής της ΑΤΕ σε κρατικο-συνεταιριστική
ή σε συνεταιριστική τράπεζα δόθηκαν
και από τα δύο κόμματα που εναλλάσσονταν
στην κυβέρνηση. Καμιά από τις δύο
μετατροπές δεν έγινε.
Αφότου η
συνεταιριστική κίνηση απέκτησε ισχυρούς
δεσμούς με την Κυβέρνηση, τέθηκαν σε
εφαρμογή τα κυβερνητικά σχέδια να
καταστούν οι συνεταιρισμοί όργανα για
τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της
κοινωνίας,
μέσω πληθώρας δανείων από την Αγροτική
Τράπεζα της Ελλάδος, ακόμη και πολύ
υπεράνω του επιπέδου φερεγγυότητας, με
ενθάρρυνση της παρέμβασης στην αγορά,
με καταβολή ικανοποιητικών τιμών στους
παραγωγούς για τα προϊόντα τους,
ανεξάρτητα από τις τιμές που διαμορφώνει
η αγορά, απόκτηση υπερβολικού προσωπικού,
νέες επενδύσεις αμφισβητούμενης
βιωσιμότητας, κλπ. Βάση του νέου συστήματος
θα ήταν ο “αγροτο-βιομηχανικός
συνεταιρισμός”,
ένας συνεταιρισμός που θα περιλάμβανε,
στην πιο ολοκληρωμένη μορφή, όλα τα
επίπεδα δραστηριοτήτων (κοινή παραγωγή,
μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών
προϊόντων).
Η νομοθεσία που
θεσπίστηκε το 1985
εισήγαγε μια σειρά αλλαγών, μεταξύ των
οποίων η υποχρεωτική συγχώνευση των
πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών του ιδίου
Δήμου ή της ίδιας Κοινότητας και των
δευτεροβάθμιων συνεταιρισμών του ιδίου
νομού, ώστε να υπάρχει ένας πρωτοβάθμιος
συνεταιρισμός σε κάθε Δήμο ή Κοινότητα
και μια Ένωση συνεταιρισμών σε κάθε
νομό. Επίσης, τα μέλη ήταν υποχρεωμένα
από τον νόμο να παραδίδουν τα προϊόντα
τους στον συνεταιρισμό για μεταποίηση
και εμπορία. Καμιά από τις εντολές αυτές
δεν εφαρμόστηκε είτε λόγω ευρείας
αντίθεσης είτε λόγω αδυναμίας εφαρμογής.
Ο κυβερνητικός
εναγκαλισμός των αγροτικών συνεταιρισμών
προκάλεσε κλίμα ευφορίας στους νέους
ηγέτες των συνεταιρισμών, οι οποίοι
όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις
ήταν άπειροι αν και επιδείκνυαν υπερβολική
αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό. Τα
χαρακτηριστικά αυτά αποδείχθηκαν
ανεπαρκή για τη διαχείριση συνεταιρισμών
που είχαν εξάρτηση από δανεισμό. Περί
το 1989, η Αγροτική Τράπεζα δεν μπορούσε
πλέον να αντέξει το βάρος των καθυστερούμενων
δανείων και κινδύνευε να κλονιστεί η
ίδια.
Σε κατάσταση
κρίσης, αποφασίστηκε τότε η αναδιάρθρωση
των μη εξυπηρετούμενων δανείων, χρεώνοντας
στην κυβέρνηση τα δάνεια που προέρχονταν
από εντολές της κυβέρνησης. Τα υπόλοιπα
επιβάρυναν τις ίδιες τις συνεταιριστικές
οργανώσεις, ως προερχόμενα από κακοδιοίκηση
ή επιχειρηματικές αποτυχίες.
Για το τελευταίο τμήμα, η Αγροτική
Τράπεζα ζήτησε την προετοιμασία μελετών
βιωσιμότητας από τους οφειλέτες της.
Πρέπει να λεχθεί εδώ ότι η Αγροτική
Τράπεζα επιβάρυνε τα δάνεια με τα
υψηλότερα επιτόκια υπερημερίας και
εφάρμοζε ανατοκισμό ανά τρίμηνο.
Χαρακτηριστικό
της μεταχείρισης των συνεταιρισμών εκ
μέρους του Κράτους και της κρατικής ΑΤΕ
είναι ότι όταν το 1989 διαχωρίστηκαν τα
χρέη των συνεταιρισμών σε εκείνα που
ήταν αποτέλεσμα κρατικών εντολών
παρέμβασης στην αγορά και εκείνων που
οφείλονταν στους ίδιους τους συνεταιρισμούς,
οι συνεταιρισμοί κλήθηκαν να πληρώσουν
όχι μόνο τα χρέη δικής τους υπαιτιότητας
αλλά και τους τόκους των δανείων κρατικής
υπαιτιότητας. Οι τόκοι εκείνοι ήταν
συχνά μεγαλύτεροι από το δάνειο καθαυτό,
λόγω των υψηλών επιτοκίων και των τόκων
υπερημερίας που χρέωνα η ΑΤΕ.
Χρειάστηκαν μερικά
χρόνια για να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα
που ανέκυψαν. Στο μεταξύ, πολλές
συνεταιριστικές οργανώσεις διέκοψαν
παραγωγικές διαδικασίες λόγω έλλειψης
χρηματοδότησης, αγορές χάθηκαν, πάγια
περιουσιακά στοιχεία πουλήθηκαν για
να πληρωθούν μισθοί και ημερομίσθια
του προσωπικού και ένας αριθμός μεγάλων
συνεταιριστικών επιχειρήσεων οδηγήθηκαν
σε εκκαθάριση. Οι επιπτώσεις αυτής της
αναστάτωσης μπορεί να εκτιμηθεί με
αναφορά σε μερικούς αριθμούς: 92% του
συνόλου των λιπασμάτων (περίπου 2 εκατ.
τόνοι),
33% του μαλακού σιταριού της χώρας, 58% του
σκληρού σιταριού, 64% του αραβοσίτου και
32% της κριθής
(δηλ. 50% της παραγωγής δημητριακών της
χώρας), που προηγουμένως διαχειρίζονταν
οι συνεταιρισμοί, προσφέρθηκαν ως δώρο
στους ιδιώτες εμπόρους. Αυτό είναι το
αποτέλεσμα μόνο της ΣΥΝΕΛ και της ΚΥΔΕΠ,
οι οποίες οδηγήθηκαν σε εκκαθάριση.
Για τη δικαστική
απόφαση που διέταξε τη διάλυση της
ΚΥΔΕΠ, ο αείμνηστος Γιώργος Δασκάλου
ρωτούσε:
“Ποίαν βαρύτητα
στην έκδοση της δικαστικής αποφάσεως
άσκησε το γεγονός ότι το 99,87% των
ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της ΚΥΔΕΠ
ωφείλοντο σε ένα και μοναδικόν πιστωτήν,
ο οποίος ήταν επί δεκαετίες επόπτης και
ελεγκτής της, τα δε δανειακά κεφάλαια
εχορηγούντο με βάση αναλυτικότατες και
βαρύτατες συμβάσεις από άποψη όρων
παρακολουθήσεως και εγγυήσεων;”.
Προφανώς το
ερώτημα ήταν ρητορικό. Καθόλου δεν
ελήφθη υπόψη η συνυπευθυνότητα της ΑΤΕ.
Το 1996, σε μια ομάδα
ειδικών με επικεφαλής τον καθηγητή Ι.
Σπράο, ανατέθηκε από την Κυβέρνηση η
εξέταση της κατάστασης της οικονομίας
και η πρόταση λύσεων. Στην έκθεσή της
για τη γεωργία,
η επιτροπή τόνισε ότι “γεωργική
ανάπτυξη χωρίς συνεταιρισμούς δεν θα
ήταν μόνον ευρωπαϊκή πρωτοτυπία αλλά
και εγχείρημα ανέφικτο”
(σελ. ix).
Για τα προβλήματα των συνεταιρισμών, η
επιτροπή τόνισε τα ακόλουθα:
“ - Μακροχρόνια
παράδοση κρατικών και κομματικών
παρεμβάσεων
-
Ενασχόληση –
υπέρ το δέον – των ηγετικών / αιρετών
στελεχών με πολιτικές συνδικαλιστικές
δραστηριότητες, αλλά και υπέρ το δέον
ανάμειξη σε καθημερινά διαχειριστικά
ζητήματα
-
Γενική παρανόηση
του κοινωνικού ρόλου των συνεταιρισμών.
Αντί για συλλογικό επιχειρηματικό
όργανο της κοινωνικής οικονομίας,
εκλαμβάνονται από πολλούς σαν δίκτυο
εξυπηρέτησης του κράτους των παροχών
ή κατ' άλλους σαν όργανο συνδικαλιστικό
διεκδικητικό”
(σελ. 38).
Το μέγεθος της
παρανόησης του κοινωνικού ρόλου των
συνεταιρισμών μπορεί ξεκάθαρα να φανεί
από τη δήλωση ενός Γενικού Διευθυντή
συνεταιριστικής εταιρείας (ΣΠΕ),
ο οποίος δικαιολογώντας τις ζημιές κατά
τον ετήσιο απολογισμό, ανέφερε: “Η
κοινωνική και ιδιαίτερα η συνεταιριστική
αποστολή των συνεταιριστικών Α.Ε.
διαπιστώνεται περισσότερο από το
καθημερινό έργο που επιτελούν και τη
ζημιογόνα – σε γνώση τους – προσφορά
που κάνουν πολλές φορές προς τους
αγρότες”. Με
άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερη είναι η ζημιά
τόσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική
προσφορά!.
Βέβαια, η
συνεταιριστική εταιρεία την οποία
διεύθυνε χρεοκόπησε σε ένα ή δύο χρόνια,
χάρις στη μεγάλη κοινωνική και
συνεταιριστική της προσφορά!.
Η σημερινή εικόνα
του δικτύου που παρουσιάστηκε στον
Πίνακα 1 εμφανίζεται στον Πίνακα
2. Οι περισσότερες από τις πιο σημαντικές
συνεταιριστικές επιχειρήσεις έχουν
διαλυθεί.
Πίνακας 2:
Επωνυμία
|
Δραστηριότητα
|
Κατάσταση
το 2015
|
Γεωργικά
Εφόδια
|
ΣΠΕ
|
Μηχανήματα
κλπ.
|
Διαλύθηκαν
|
ΣΠΕΚΑ
|
Μηχανήματα
|
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ
|
Βελτιωμένες
φυλές ζώων
|
EΛΒΙΖ
|
Συμπυκνωμένες
Ζωοτροφές
|
Πλειοψηφία
ΑΤΕ - εκποιήθηκε
|
KΥΔΕΠ
|
Κτηνοτροφικά
δημητριακά
|
Διαλύθηκαν
|
ΣΥΝΕΛ
|
Λιπάσματα
|
Διαχείριση
αγροτικών προϊόντων
|
ΚΥΔΕΠ
|
Δημητριακά,
βαμβάκι, σπόροι
|
Διαλύθηκε
|
ΚΣΟΣ
|
Σταφίδα
Σουλτανίνα
|
Περιορισμένη
δραστηριότητα
|
ΣΕΚΕ
|
Καπνός
σε φύλλα
|
ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ
|
Ελαιόλαδο
και ελιές
|
ΚΕΟΣΟΕ
|
Οίνος
|
ΣΥΚΙΚΗ
|
Σύκα
|
Λειτουργεί
|
ΔΩΔΩΝΗ
|
Γάλα
και προϊόντα γάλακτος
|
Πλειοψηφία
ΑΤΕ - εκποιήθηκε
|
ΣΚΟΠ
|
Οπωροκηπευτικά
|
Διαλύθηκαν
|
ΣΕΚΟΒΕ
|
Επεξεργασία
οπωροκηπευτικών
|
ΣΕΒΑΘ
|
Επεξεργασία
οπωροκηπευτικών
|
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
|
Επεξεργασία
οπωροκηπευτικών
|
Συρρίκνωση
|
ΣΕΚΑΠ
|
Τσιγάρα
|
Πλειοψηφία
ΑΤΕ - εκποιήθηκε
|
Υπηρεσίες
|
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ
ΣΧΟΛΗ
|
Κατάρτιση
στελεχών
|
Υπηρεσία
της ΠΑΣΕΓΕΣ - καταργήθηκε
|
ΑΣΕ
|
Εκτυπώσεις,
εκδόσεις
|
Διαλύθηκαν
|
ΕΛΣΥ
|
Διανομές
|
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ
Ασφαλιστική
|
Ασφάλειες
|
Λειτουργεί
|
ΣΥΝΕΔΙΜ
|
Διεθνείς
μεταφορές
|
Διαλύθηκε
|
ΣΥΝΕΔΙΑ
|
Διαφημίσεις,
δημόσιες σχέσεις
|
Πλειοψηφία
ΑΤΕ εκποιήθηκε
|
Η ζημιά που
προκλήθηκε στους αγροτικούς συνεταιρισμούς
από τον εναγκαλισμό των συνεταιρισμών
από την Κυβέρνηση είναι προφανής. Οι
συμβατικές ιδιωτικές επιχειρήσεις
διαμαρτύρονταν για την ιδιαίτερα
“ευνοϊκή” μεταχείριση των αγροτικών
συνεταιρισμών, αλλά, τελικά, οι επιχειρήσεις
αυτές επωφελήθηκαν και αναπτύχθηκαν
από την πτώση και εκκαθάριση των αγροτικών
συνεταιρισμών. Στην περίπτωση της ΚΥΔΕΠ,
από το υλικό που έχει συγκεντρωθεί,
συνάγεται το συμπέρασμα ότι για τη
διάλυσή της υπήρξε και σαφής κυβερνητική
βούληση.
Είναι σημαντικό
να αναφερθεί επίσης ότι ειδικά για την
ΚΥΔΕΠ, την μεγαλύτερη συνεταιριστική
επιχείρηση που διαχειριζόταν δημητριακά,
βαμβάκι, κτηνοτροφικά δημητριακά και
σπόρους, η πτωτική πορεία και τελικά η
διάλυση προκλήθηκε επίσης από τη
συμπεριφορά της Διοίκησης και του
προσωπικού.
Η πιο χαρακτηριστική
εικόνα της παρέμβασης των πολιτικών
κομμάτων στις υποθέσεις των αγροτικών
συνεταιρισμών παρουσιάζεται από τον
Ηλία Σεϊτανίδη, Πρόεδρο της ΠΑΣΕΓΕΣ
κατά την περίοδο 1987-1990, στο βιβλίο του
“Εκ Βαθέων”.
Γράφει:
“Για την ιστορία
πρέπει να αναφέρω ότι το κοινό προεδρείο
της ΚΥΔΕΠ (παράταξη ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ) είχε
χωρίσει τη διαχείριση των προϊόντων
και ό,τι αφορούσε τα δημητριακά και τους
σπόρους τα διαχειρίζετο η παράταξη του
ΠΑΣΟΚ και τη διαχείριση του βαμβακιού
την είχε η παράταξη του ΚΚΕ”.
(σελ. 96).
Στο πραγματικά
εξομολογητικό αυτό βιβλίο γράφει επίσης:
“Ήταν περίοδος
κατά την οποία ο κομματισμός καθόριζε
τον τρόπο λειτουργίας μας, και ενώ
γνωρίζαμε ότι αυτό ήταν αντίθετο με τη
συνεταιριστική μας συνείδηση και με το
πάγιο αίτημά μας για ένα ανεξάρτητο,
ακηδεμόνευτο και αυτοδύναμο οικονομικά
συνεταιριστικό κίνημα, δεν αντιδρούσαμε
στις κομματικές σκοπιμότητες και
παρεμβάσεις”
(σελ. 88).
Προκαλείται
κανείς να συγκρίνει αυτά τα ειλικρινή
λόγια με την υποκριτική δήλωση κατά την
ίδια περίοδο (τέλη του 1986) του τότε
Υφυπουργού Γεωργίας Δ. Πιτσιώρη, ο
οποίος, μιλώντας στη γενική συνέλευση
της ΚΥΔΕΠ, είπε:
“Η όλη εμφάνιση
της γενικής συνέλευσης της ΚΥΔΕΠ δείχνει
την κατάκτηση της ΚΥΔΕΠ, που από τα
χρόνια της μιζέριας, από τα χρόνια που
αποτελούσε παρακλάδι της εκάστοτε
κυβέρνησης, μεταβλήθηκε σήμερα σε μια
αυτοδύναμη, γιγαντωμένη και με στόχους
κορυφαία συνεταιριστική οργάνωση”.
Όσον αφορά στο
προσωπικό, όταν
είχε προταθεί να μειωθεί το πλεονάζον
προσωπικό, για να ορθοποδήσει οικονομικά
η οργάνωση, η συνδικαλιστική οργάνωση
του προσωπικού προχώρησε σε επίσχεση
εργασίας μεγάλης διάρκειας, με αποτέλεσμα
περισσότερες ζημίες στην οργάνωση. Ίσως
είναι εύλογο να υποτεθεί ότι οι ηγέτες
του προσωπικού γνώριζαν κάτι περισσότερο,
καθόσον το προσωπικό της ΚΥΔΕΠ, που θα
παρέμενε άνεργο μετά τη διάλυσή της,
μεταφέρθηκε στο δημόσιο.
Η μεγαλύτερη ζημιά
των αγροτικών συνεταιρισμών αναφέρεται
στην εικόνα που σχημάτισε το ευρύ κοινό
για τους συνεταιρισμούς αυτούς. Για τον
μέσο πολίτη οι συνεταιρισμοί είναι
συνώνυμοι της επιχειρηματικής αποτυχίας,
με επιχειρήσεις εξαρτώμενες από την
κυβέρνηση και που επιβιώνουν με
επιδοτήσεις. Αυτά κάτι θυμίζουν από το
παρελθόν. Ως αποτέλεσμα, συχνά ο τύπος
δημοσιεύει συστάσεις προς τους αγρότες
να απομακρυνθούν από τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς και να οργανωθούν σε
ανώνυμες εταιρείες. Ακόμη και ο νόμος
τροποποιήθηκε το 2011, ώστε να μην
επιτρέπεται η δημιουργία Ενώσεων και
εθνικού επιπέδου συνεταιριστικών
οργανώσεων. Ο νόμος 4015/2011
επιβάλλει να υπάρχουν μόνο ανώνυμες
εταιρείες στη θέση των δευτεροβάθμιων
και τριτοβάθμιων συνεταιριστικών
οργανώσεων και τη λογική αυτή ακολούθησε
και ο νόμος 4384/2016
για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Κατά τη διάρκεια
της περιόδου αυξημένης εξάρτησης των
συνεταιρισμών από κυβερνητικές οδηγίες,
η νομοθεσία χρησιμοποιήθηκε, όταν
χρειάστηκε, για τη διασφάλιση της
διασύνδεσης με πολιτικό κόμμα. Το
ενδιαφέρον των πολιτικών κομμάτων για
τα εκλογικά αποτελέσματα των συνεταιρισμών
παρέμεινε πάντοτε κυρίαρχο. Έτσι, όταν
ένας νέος νόμος για τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς ψηφίστηκε το 1993,
με τον οποίο εισήχθη το εκλογικό σύστημα
του ενιαίου ψηφοδελτίου, όταν έγινε
εναλλαγή πολιτικών κομμάτων στην εξουσία
αυτή επέφερε και την επιστροφή στο
σύστημα των συνδυασμών.
Στις εκλογές του 1994, οι συνδυασμοί αυτοί
ήταν και πάλι συνδεδεμένοι με πολιτικά
κόμματα. Μπορεί να συναγάγει κανείς ότι
τα ενδιαφέροντα των πολιτικών κομμάτων
θεωρούνταν πιο σημαντικά ακόμη και όταν
η οικονομική κατάρρευση των αγροτικών
συνεταιρισμών επερχόταν ταχύτατα.
Μερικές ακόμη
χαρακτηριστικές τροποποιήσεις που
εισήγαγε ο νόμος του 1994 ήταν:
-
Η υποχρέωση να
χορηγείται έγκριση από την ΠΑΣΕΓΕΣ για
την ίδρυση δεύτερου πρωτοβάθμιου
συνεταιρισμού σε έναν δήμο ή κοινότητα
ή δεύτερης Ένωσης σε έναν νομό.
-
Ο διπλασιασμός
του ποσού που χορηγείται στα όργανα
εκπροσώπησης των συνεταιρισμών και
των επαγγελματικών οργανώσεων των
αγροτών εκ μέρους του οργανισμού
Ελληνικές Γεωργικές Ασφαλίσεις (ΕΛΓΑ).
Η συνολική επίπτωση
της πολιτικής που ακολουθήθηκε κατά τα
περασμένα 30 χρόνια μπορεί επίσης να
φανεί από την εξέλιξη του αριθμού των
απασχολουμένων. Το 1980, όταν σχεδόν όλες
οι εθνικού επιπέδου συνεταιριστικές
επιχειρήσεις ήταν σε λειτουργία, ο
αριθμός των απασχολουμένων ήταν 6.776
άτομα.
Το 1989, με την “ενθάρρυνση” των
συνεταιρισμών, ο αριθμός ήταν σχεδόν
διπλάσιος (12.734).
Αυτή ήταν η περίοδος που η ΑΤΕ αδυνατούσε
να συνεχίσει τη χρηματοδότηση των
αγροτικών συνεταιρισμών. Το έτος 2010, ο
αριθμός των εργαζομένων είχε περιοριστεί
στους 2.500
ενώ το 2015 εκτιμάται ότι ενδέχεται να
είναι στο μισό αυτού του αριθμού. Εν
μέσω αυτής της δραματικής κυριολεκτικά
εξέλιξης, εξελίσσεται και μια έντονα
διχαστική διαμάχη μεταξύ των εκπροσώπων
των συνεταιρισμών για μια κορυφαία
οργάνωση εκπροσώπησης που θα λάβει τη
θέση της ΠΑΣΕΓΕΣ. Σε αυτούς και στον
αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος «λησμόνησε»
να περιλάβει στο νόμο 4384/2016 άρθρο για
την ύπαρξη μιας κορυφαίας οργάνωσης
εκπροσώπησης, αφιερώνεται η 6η
Συνεταιριστική Αρχή:
«Οι Συνεταιρισμοί
εξυπηρετούν με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα
τα μέλη τους και ισχυροποιούν τη
συνεταιριστική κίνηση, όταν συνεργάζονται
μεταξύ τους δια μέσου οργανώσεων τοπικού,
εθνικού, περιφερειακού και διεθνούς
επιπέδου»
Σταγονίδια
αισιοδοξίας
Η παρουσίαση αυτή
ας τελειώσει με προσπάθεια να απαντηθούν
δύο ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα είναι:
Πόσο χρήσιμη είναι η αναδίφηση των
εμπειριών του παρελθόντος;
Ο Hegel
έγραψε: “Αυτό
που διδάσκουν η εμπειρία και η ιστορία
είναι ότι λαοί και κυβερνήσεις ουδέποτε
έμαθαν κάτι από την ιστορία, ουδέποτε
έπραξαν σύμφωνα με διδαχές που θα
μπορούσαν να έχουν εξαχθεί από αυτήν”.
Ασφαλώς, οι συνθήκες
ποτέ δεν είναι ακριβώς ίδιες σε διάφορες
χρονικές περιόδους και δεν είναι δυνατό
να μηδενιστεί η χρησιμότητα γνώσης των
γεγονότων του παρελθόντος μαζί με τα
αίτια που τα προκάλεσαν και τα αποτελέσματα
που προέκυψαν.
Το δεύτερο ερώτημα
αναφορικά με τους ελληνικούς αγροτικούς
συνεταιρισμούς είναι: Μπορούμε ακόμη
να διατηρούμε κάποια αισιοδοξία;
Είναι ενθαρρυντικό
ότι ο νόμος για τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς του έτους 2000 (Ν. 2810/2000)
είχε γίνει αποδεκτός στην πράξη από τα
πολιτικά κόμματα που αναδείχθηκαν στην
κυβέρνηση από τότε μέχρι το έτος 2011 και
ότι κάποιες ομάδες νέων και μορφωμένων
παραγωγών είχαν εκτιμήσει τις διατάξεις
του.
Ας θυμηθούμε
επίσης τον ιστορικό του συνεταιρισμού
της Rochdale,
ο οποίος μας λέγει: “Το
1844 ο συνεταιρισμός δεν ήταν άγνωστος.
Ήταν κάτι χειρότερο. Όπως συμβαίνει
μερικές φορές στα δικαστήρια, σαν τον
κρατούμενο στο εδώλιο 'κάπου τον είχαν
δει και παλιότερα'. Ο συνεργατισμός είχε
περιπέσει και παλαιότερα σε παραπτώματα.
Είχε δοκιμαστεί και καταδικαστεί πολλές
φορές”.
Όμως, ο συνεργατισμός
αναπτύχθηκε και έγινε παγκόσμιο
φαινόμενο. Άρα μπορούμε να ελπίζουμε
ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο.
Σύμφωνα με τον Ν.
Κολύμβα:
“Το μέλλον θα
συνεπιφέρει μια αυξανόμενη συμμετοχή
του συνεταιρισμού στη λύση των οικονομικών
και κοινωνικών προβλημάτων της εποχής
μας, γιατί η διεθνής εμπειρία απέδειξε
πως πρόκειται για θεσμό που εγκλιματίστηκε
παντού, τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και
στις αναπτυσσόμενες χώρες και σημειώνει
στην πράξη χειροπιαστές επιτυχίες στον
τομέα της παραγωγής, της κατανάλωσης,
της κυκλοφορίας των αγαθών και της
πίστης”.
Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται στα συνολικά
μεγέθη της παγκόσμιας συνεταιριστικής
κίνησης.
Δυστυχώς, εξαιρείται η Ελλάδα. Προφανώς
δεν είναι στραβός ο γιαλός. Μήπως –
ρητορικό είναι το ερώτημα – στραβά
αρμενίζουμε;
Σε κάθε περίπτωση,
ας έχουμε υπόψη και τα λόγια του Χρίστου
Μαλεβίτση, ο οποίος έγραψε ότι:
“η αναβολή της
απελπισίας ονομάζεται ελπίδα”.