Κατευθυντήριες
γραμμές
για
την Συνεταιριστική Νομοθεσία
Τρίτη
έκδοση αναθεωρημένη
Υπό
Hagen
Henrÿ
______________________________________________________________________________________
Η
πρωτότυπη έκδοση αυτής της εργασίας
δημοσιεύτηκε από το Διεθνές Γραφείο
Εργασίας (ILO),
υπό τον τίτλο «Guidelines
for
Cooperative
Legislation,
third
edition
revised»
Μετάφραση
και αναπαραγωγή κατόπιν αδείας
Πνευματικά
δικαιώματα © 2012 Διεθνές Γραφείο Εργασίας
Ελληνικά
πνευματικά δικαιώματα μετάφρασης ©
2016
Ινστιτούτο
Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών
Μετάφραση
κειμένου: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου,
Ολυμπία Κλήμη Καμινάρη, Άννα Μητροπούλου
Μετάφραση
1ου
Μέρους: Ιφιγένεια Δουβίτσα
Επιμέλεια
- διόρθωση κειμένου: Κωνσταντίνος
Παπαγεωργίου
Μορφοποίηση
κειμένου Δίκτυο: Κ.Α.Π.Α.
Επιμέλεια
φωτογραφίας:
Σίμος Δαλκυριδάκης
Οι
θέσεις που διατυπώνονται στις εκδόσεις
της ΔΟΕ, οι οποίες είναι σύμφωνες με την
πρακτική των Ηνωμένων Εθνών, και η
παρουσίαση του υλικού σε αυτές δεν
συνεπάγονται την έκφραση οποιασδήποτε
γνώμης εκ μέρους του Διεθνούς Γραφείου
Εργασίας σχετικά με το νομικό καθεστώς
οποιασδήποτε χώρας, περιοχής ή επικράτειας
ή των αρχών της, ή σχετικά με την οριοθέτηση
των συνόρων της.
Η
ευθύνη για τις απόψεις που εκφράζονται
στα ενυπόγραφα άρθρα, μελέτες και άλλες
δημοσιεύσεις, βαρύνει αποκλειστικά
τους συγγραφείς, και η δημοσίευση δεν
αποτελεί υιοθέτηση από το Διεθνές
Γραφείο Εργασίας των απόψεων που
εκφράζονται σε αυτά.
Αναφορά
σε ονόματα εταιρειών και εμπορικά
προϊόντα και διαδικασίες δεν συνεπάγεται
την υιοθέτησή τους από το Διεθνές Γραφείο
Εργασίας, και κάθε παράλειψη να αναφερθεί
μια συγκεκριμένη επιχείρηση, εμπορικό
προϊόν ή διαδικασία δεν είναι ένδειξη
αποδοκιμασίας.
Δημοσιεύσεις
της ΔΟΕ και ηλεκτρονικά προϊόντα μπορεί
να αποκτηθούν μέσω των μεγάλων
βιβλιοπωλείων ή τοπικών γραφείων της
ΔΟΕ σε πολλές χώρες, ή απευθείας από την
Υπηρεσία Δημοσιευμάτων της ΔΟΕ,
International
Labour
Office,
CH-1211,
Geneva
22, Switzerland.
Κατάλογοι ή παρουσίαση νέων εκδόσεων
διατίθενται δωρεάν από την παραπάνω
διεύθυνση, ή μέσω email: pubvente@ilo.org
Περιεχόμενα
Πρόλογος
Η
Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) προωθεί
το συνεταιριστικό επιχειρηματικό
μοντέλο για τη δημιουργία και διατήρηση
βιώσιμων επιχειρήσεων. Αναγνωρίζει ότι
οι συνεταιρισμοί όχι μόνο δημιουργούν
και διατηρούν απασχόληση και ως εκ
τούτου παρέχουν εισόδημα, αλλά επίσης,
ανοίγουν το δρόμο για ευρύτερη κοινωνική
και οικονομική πρόοδο. Η ΔΟΕ, επίσης,
αναγνωρίζει ότι οι συνεταιρισμοί
εξυπηρετούν τα μέλη τους και ως εκ τούτου
εξισορροπούν την ανάγκη για οικονομικό
όφελος με τις ανάγκες των μελών τους,
που κατέχουν και ελέγχουν τις επιχειρήσεις
τους. (Οι συνεταιρισμοί) είναι διαφορετικοί
από τις κεφαλαιουχικές εταιρείες και,
επομένως, έχουν ανάγκη από νόμους που
να αναγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητές
τους.
Το
Γραφείο της ΔΟΕ και το Συνεταιριστικό
Τμήμα του παρέχουν καθοδήγηση και
συμβουλές σχετικά με τη δημιουργία
ευνοϊκού κλίματος για την συνεταιριστική
ανάπτυξη σε εθνικό, περιφερειακό και
διεθνές επίπεδο. Έχει παραγάγει δύο
προηγούμενες εκδόσεις των Κατευθυντήριων
Γραμμών για την Συνεταιριστική Νομοθεσία,
που βοήθησαν την πολιτική και τους
νομοθέτες καθώς και άλλα ενδιαφερόμενα
μέρη να ενημερώσουν την υφιστάμενη και
να καταρτίσουν νέα συνεταιριστική
νομοθεσία.
Η
παρούσα νέα τρίτη έκδοση έχει παραχθεί
για να ενσωματώσει νέες εξελίξεις που
επηρεάζουν τον τρόπο εξέλιξης της
συνεταιριστικής νομοθεσίας. Αυτές οι
νέες εξελίξεις είναι πολλαπλές και
περιλαμβάνουν μια γενική τάση όσον
αφορά την εναρμόνιση της νομοθεσίας,
την εμφάνιση διεθνών κανονισμών, οι
οποίοι επηρεάζουν άμεσα τις επιχειρήσεις,
νέα περιφερειακή συνεταιριστική
νομοθεσία και περιφερειακούς
νόμους-πλαίσια, καθώς και την καινοτομία
στην συνεταιριστική μορφή της ίδιας
της επιχείρησης. Από την τελευταία
έκδοση, υπήρξε επίσης ένα ανανεωμένο
ενδιαφέρον για τη συνεταιριστική μορφή
επιχείρησης. Η στοιχειοθετημένη αντοχή
των συνεταιρισμών στην κρίση και,
συνεπώς, η βιωσιμότητα και η ιδιαιτερότητά
τους να αποτελούν επιχειρήσεις που
βασίζονται σε αρχές και οι οποίες
ελέγχονται από τα μέλη τους, συνεχώς
και περισσότερο, ελκύουν την προσοχή
των κυβερνήσεων, των διαμορφωτών της
πολιτικής και των πολιτών από όλον τον
κόσμο.
Η
δήλωση των Ηνωμένων Εθνών για το 2012 ως
Διεθνούς Έτους των Συνεταιρισμών, με
θέμα, «Οι
συνεταιριστικές επιχειρήσεις χτίζουν
έναν καλύτερο κόσμο»,
είναι μια εκδήλωση του ενδιαφέροντος
για τους συνεταιρισμούς. Η ΔΟΕ συμβάλλει
στην τήρηση του Έτους με τη δημοσίευση
της παρούσας τρίτης έκδοσης των
Κατευθυντήριων Γραμμών για την
Συνεταιριστική Νομοθεσία. Συμβάλλει
ειδικά σε έναν από τους κύριους στόχους
του Έτους, που είναι να "ενθαρρύνει
τις κυβερνήσεις και τις ρυθμιστικές
αρχές για τη εφαρμογή πολιτικών, νόμων
και κανονιστικών διατάξεων που οδηγούν
στη δημιουργία και την ανάπτυξη
συνεταιρισμών».
Σύμφωνα
με το πνεύμα του Έτους, οι Κατευθυντήριες
Γραμμές έχουν διαμορφωθεί με την
καθολικότητα κατά νου, στον ίδιο βαθμό
με εκείνη της Σύστασης 193 της ΔΟΕ του
2002, για την Προώθηση των Συνεταιρισμών,
η οποία επίσης ισχύει για όλες τις χώρες
και όλους τους τομείς και η οποία
προτείνει, στην Παράγραφο 18. (δ), ότι η
"Διεθνής
συνεργασία θα πρέπει να διευκολυνθεί
μέσω: [...] της διαμόρφωσης, όπου αυτό
είναι δικαιολογημένο και δυνατό, και
σε διαβούλευση με τους συνεταιρισμούς,
τις ενδιαφερόμενες οργανώσεις εργοδοτών
και εργατών, περιφερειακών και διεθνών
κατευθυντήριων γραμμών και νομοθεσίας
προς υποστήριξη των συνεταιρισμών".
Τέλος,
αυτές οι Κατευθυντήριες Γραμμές για
την Συνεταιριστική Νομοθεσία έχουν
παραχθεί με έναν αριθμό αναγνωστών υπ’
όψη: νομοθέτες, εκπροσώπους συνεταιρισμών
και άλλων ενδιαφερομένων μερών,
συμπεριλαμβανομένων των οργανώσεων
εργαζομένων και των εργοδοτών, ερευνητών
και σπουδαστών, μεταξύ άλλων. Αυτοί
απευθύνουν τα ακόλουθα ερωτήματα:
Γιατί
συνεταιρισμοί; Τι είναι οι συνεταιρισμοί;
Γιατί να υπάρχει νομοθεσία για τους
συνεταιρισμούς; Τι είδος συνεταιριστικού
νόμου; Πώς να καταρτίζεται η νομοθεσία;
Simel Esim
Επικεφαλής,
Τμήμα Συνεταιρισμών
Διεθνές
Γραφείο Εργασίας (ILO)
|
Mathieu
De Poorter
Συντονιστική
Επιτροπή
για
την Προώθηση και την
Προαγωγή
των Συνεταιρισμών
(COPAC)
|
Μεταφραστικές
διευκρινίσεις
Ο
συγγραφέας απευθύνεται σε ένα διεθνές
κοινό και για τον λόγο αυτόν συχνά
χρησιμοποιεί εναλλακτικούς όρους, λόγω
των διαφορών στην ορολογία στις διάφορες
Γλώσσες. Οι ακόλουθες διευκρινίσεις
θεωρούνται χρήσιμες:
-Στην
ανάλυση του διττού χαρακτήρα των
συνεταιρισμών, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί
τους όρους “associational”
και “enterprising”
character.Το
“associational”
έχει αποδοθεί ως «δίκην σωματείου», ή
«συνεργασιακός» ή «σωματειακός»
χαρακτήρας. Το “enterprising”
ως «επιχειρηματικός».
-Το
“bylaws/statutes”
έχει αποδοθεί ως «καταστατικό / κανονισμός»
ή απλώς ως «καταστατικό». Ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί και το «κανονισμός», λόγω
του κανονισμού της ΕΕ, που αναφέρεται
στο καταστατικό του Ευρωπαϊκού
Συνεταιρισμού.
Το
“Cooperative
society” έχει
αποδοθεί ως «συνεταιρισμός». Είναι
ατυχής η μετάφραση σε «συνεταιριστική
εταιρεία» που χρησιμοποιήθηκε στον
Κανονισμό 1435/2003.
-Το
“organs/bodies”
έχει αποδοθεί ως «όργανα» ή «όργανα/σώματα»
ή «όργανα/επιτροπές».
-Το
“indivisible”
έχει αποδοθεί ως «αδιαίρετη» όταν
πρόκειται για τη μερίδα και ως «αδιανέμητο»
όταν πρόκειται για το αδιανέμητο
αποθεματικό.
Ε
υχαριστίες
Θα
ήθελα να ευχαριστήσω όλους εκείνους με
τους οποίους είχα το προνόμιο να
εργάζονται σε θέματα συνεταιριστικού
δικαίου εδώ και πολλά χρόνια. Όλοι
συνέβαλαν στη βελτίωση αυτού του
κειμένου. Δεν θα επαναλάβω τα ονόματα
που είχα αναφέρει στις προηγούμενες
εκδόσεις αυτών των Κατευθυντήριων
Γραμμών.
Με
τον κίνδυνο να ξεχάσω πολλούς, από τους
οποίους ζητώ συγγνώμη, επιτρέψτε μου
να προσθέσω εδώ (με αλφαβητική σειρά):
Dr
Paul
Armbruster,
Prof
Dr
Johnston
Birchall,
Mr
Thomas
Carter,
Ms
Maria
Elena
Chavez
Hertig,
Prof
Dr
Cracogna,
Prof
Dr
Emanuele
Cusa,
Ms
Christine
Dötzer,
Mr
Mathieu
De
Poorter,
Dr
Clemencia
Dupont
Cruz,
Dr
François
Espagne,
Prof
Dr
Isabel
Gemma
Fajardo
García,
Prof
Dr
Antonio
Fici,
Ms
Katharina
Göbel,
Prof
Dr
Nicole
Göler
von
Ravensburg,
Mr
Mehmet
Vehbi
Günan,
Ms
Erika
Gutierrez,
Mr
Bernd
Harms,
Mr
Jan
Harms,
Prof
Dr
David
Hiez,
Mr
Jan-Eirik
Imbsen,
Mr
Andreas
Kappes,
Mr
Idrissa
Kéré,
Mr
Ada
Suleymane
Kibora,
Mr
Kari
Lehto,
Mr
Iain
Macdonald,
Dr
Manuel
Mariño,
Mr
Sam
Mshiu,
Mr
Ricardo
Perez
Luyo,
Dr
Enzo
Pezzini,
Mr
Chea
Saintdona,
Ms
Constanze
Schimmel,
Mr
Pablo
Segrera,
Mr
Jürgen
Schwettmann,
Mr
Guy
Tchami,
Mr
Jan
Theron,
Ms
Ursula
Titus,
Dr
Gabriele
Ullrich,
Mr
Igor
Vocatch-Boldyrev,
Ms
Carlien
van
Empel,
Mr
Philippe
Vanhuynegem,
Prof
Dr
Govinraj
Veerakumaran,
Mr
Raimo
Vuori,
Prof
Dr
Michèle
Zirari-Devif.
Θα
ήθελα να ευχαριστήσω επίσης την κα Joan
Macdonald για την επιμέλεια αυτών των
Κατευθυντήριων Γραμμών.
Η
ΔΟΕ με υποστήριξε και πάλι οικονομικά.
Είμαι ευγνώμων γι' αυτό.
Εξακολουθώ
να είμαι απόλυτα υπεύθυνος για το
περιεχόμενο αυτής της τρίτης έκδοσης
των Κατευθυντήριων Γραμμών για την
Συνεταιριστική Νομοθεσία.
Kauniainen,
Φινλανδία, Μάρτιος του 2012
Hagen
Henrÿ
Ε
ισαγωγή
Σύνθημα
Οι
συνεταιριστικές επιχειρήσεις χτίζουν
έναν καλύτερο κόσμο, αλλά οι συνεταιρισμοί
δεν μπορούν – και δεν πρέπει - να σώσουν
τον κόσμο.
Το
σύνθημα χρησιμοποιείται για να δηλώσει
το πνεύμα αυτής της τρίτης έκδοσης των
Κατευθυντήριων
Γραμμών για την Συνεταιριστική Νομοθεσία
(Κατευθυντήριες Γραμμές).
Οι συνεταιρισμοί είναι ένας ειδικός
τύπος ιδιωτικής επιχείρησης και ούτε
αυτοί, ούτε οι συνεταιρισμοί στην
ευρύτερη εκδοχή της λέξης, είναι πανάκεια
για όλα τα κακά αυτού του κόσμου. Αυτό
το πνεύμα με κανένα τρόπο δεν είναι
εντελώς νέο, αλλά τώρα είναι καθολικό.
Το
πρώτο μέρος του συνθήματος είναι το
σύνθημα του Διεθνούς Έτους των
Συνεταιρισμών, που όρισε ο Οργανισμός
Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) για το 2012 (IYC).
Η συμπερίληψη της λέξης "επιχείρηση"
στο σύνθημα αποφασίστηκε σε αναγνώριση
του διπλού χαρακτήρα των συνεταιρισμών.
Είναι ενώσεις προσώπων, που επιδιώκουν
τους στόχους τους μέσω της δικής τους
επιχείρησης. Ο ορισμός αυτός αναγνωρίζεται
από τα κύρια διεθνή όργανα που αφορούν
τους συνεταιρισμούς, δηλαδή τη Διεθνή
Συνεταιριστική Ένωση (ή Συμμαχία)
(International
Co-operative
Alliance
- ICA)
με τη Δήλωση για τη Συνεταιριστική
Ταυτότητα (Δήλωση ICA)
(1995), τις Κατευθυντήριες Γραμμές των
Ηνωμένων Εθνών (του 2001) για τη δημιουργία
ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος για
την ανάπτυξη των συνεταιρισμών
(Κατευθυντήριες Γραμμές του ΟΗΕ)
και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ)
με τη Σύσταση 193 της ΔΟΕ
του 2002 για την προώθηση των συνεταιρισμών.
Το
ψήφισμα του ΟΗΕ για την ανακήρυξη, του
IYC, αναφέρεται σε αυτά τα κείμενα. Αυτό
σηματοδοτεί ότι τα Κράτη μέλη των
Ηνωμένων Εθνών συμφωνούν με κάπου ένα
δισεκατομμύριο μέλη των συνεταιρισμών
όλων των μεγεθών, των ειδών και όλων των
τομέων της οικονομίας σε όλες σχεδόν
τις χώρες, σχετικά με τη σημασία των
συνεταιριστικών επιχειρήσεων για την
οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό
αποτελεί μια κατάκτηση.
Για δεκαετίες, πολλές εθνικές κυβερνήσεις,
περιφερειακές και διεθνείς, κυβερνητικές
και μη κυβερνητικές οργανώσεις, ήταν
απρόθυμες να αναγνωρίσουν τους
συνεταιρισμούς ως βιώσιμο επιχειρηματικό
μοντέλο, που να αξίζει να προωθείται
επί ίσοις όροις με αυτό που εξακολουθεί
να παρουσιάζεται ως το πιο αποτελεσματικό
είδος επιχείρησης, δηλαδή της κεφαλαιουχικής
εταιρείας.
Πράγματι, η
σχετική σταθερότητα των συνεταιρισμών
κατά τη διάρκεια της τρέχουσας λεγόμενης
κρίσης, προκάλεσε δημοσιεύσεις που
αποδεικνύουν ότι οι συνεταιριστικές
επιχειρήσεις δεν είναι λιγότερο
αποτελεσματικές επιχειρήσεις και ότι
η έννοια της αποτελεσματικότητας
χρειάζεται επανεξέταση. Και, χωρίς
αμφιβολία, οι συνεταιρισμοί θα είναι
επίσης μια κατάλληλη μορφή δραστηριότητας
σε ένα διαφορετικό επιχειρηματικό κόσμο
στο μέλλον.
Το
δεύτερο μέρος του συνθήματος είναι μια
απάντηση στον πρωτοσέλιδο τίτλο ενός
περιοδικού, που δημοσιεύθηκε πριν από
μερικά χρόνια, που ρωτούσε «μπορούν οι
συνεταιρισμοί να σώσουν τον κόσμο;»
Οι συνεταιρισμοί είναι ένας από τους
πολλούς τύπους επιχειρήσεων. Τα συγκριτικά
ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα είναι,
όπως είναι των κάθε είδους επιχειρήσεων,
ανάλογα με τους στόχους που επιδιώκονται
μέσω της επιχείρησης από αυτούς που την
ελέγχουν. Οι στόχοι αυτοί είναι ποικίλοι.
Ως εκ τούτου, το πλήθος των τύπων
επιχειρήσεων θα πρέπει επίσης να είναι
ποικίλο. Αυτή η ποικιλομορφία αποτελεί
προϋπόθεση για την υγιή οικονομική και
κοινωνική ανάπτυξη. Εκτός αυτού, η
ποικιλομορφία αποτελεί προϋπόθεση για
την ανάπτυξη των επιχειρήσεων,
συμπεριλαμβανομένων των συνεταιρισμών.
Στην πραγματικότητα, αποτελεί προϋπόθεση
για τη βιωσιμότητα, το πλέον καθολικά
αποδεκτό παράδειγμα ανάπτυξης.
Εκτός
από την απεικόνιση των συνεταιρισμών,
που ελέγχονται από τα μέλη τους, ως μέσου
για την επίτευξη στόχων τους οποίους
οι κεφαλαιουχικές εταιρείες δεν θεωρούν
κερδοφόρους και τους οποίους οι
κυβερνήσεις δεν είναι πλέον σε θέση ή
δεν επιθυμούν να επιτύχουν (κοινώς
συνοψίζονται ως «οι συνεταιρισμοί είναι
παιδιά της ανάγκης»), τα διεθνή κείμενα
που αφορούν τους συνεταιρισμούς, που
ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω, αντανακλούν
επίσης μια άλλη εξίσου σημαντική αλλαγή,
αναφορικά με τον τρόπο που νοούνται οι
συνεταιρισμοί: όλο και περισσότερο, οι
συνεταιρισμοί νοούνται ως επιλογή από
τα (εν δυνάμει) μέλη, που ζητούν ένα
συγκεκριμένο και ξεχωριστό είδος
επιχείρησης. Συνεπώς, είναι επίσης
«παιδιά της προτίμησης». Αυτή η επιλογή
θα πρέπει εξίσου να προσεχθεί από την
πολιτική και τους νομοθέτες. Η αιτιολόγηση
αυτή δεν παραβλέπει το γεγονός ότι συχνά
η ίδρυση συνεταιρισμών παραμένει η μόνη
«επιλογή» που έχουν μειονεκτούντα
άτομα. Η αλλαγή αυτή έχει επίσης συμβάλει
να γίνουν τα μέτρα συνεταιριστικής
πολιτικής λιγότερο ιδεολογικά.
Τα
τρία βασικά μέσα για τους συνεταιρισμούς
που αναφέρονται παραπάνω, επαναβεβαιώνουν
τη σημασία της νομοθεσίας
ως αναγκαίου, αν και όχι επαρκούς, μέσου
για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Η
παρούσα τρίτη έκδοση των Κατευθυντήριων
Γραμμών επικεντρώνεται στη Σύσταση 193
της ΔΟΕ, διότι το πρότυπο αυτό της ΔΟΕ
αποτελεί τον πυρήνα του δημόσιου διεθνούς
συνεταιρισμού δικαίου. Όπως θα φανεί
στη συνέχεια,
η υιοθέτηση των δύο άλλων εργαλείων
αποτελεί έναν λόγο που στηρίζει την
άποψη αυτή.
Η
υιοθέτηση της Σύστασης 193 της ΔΟΕ είναι
μέρος μιας μακράς ιστορίας της εμπλοκής
της ΔΟΕ στη συνεταιριστική νομοθεσία.
Μια σύντομη αναδίφηση αυτής της ιστορίας
μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του
σκεπτικού των Κατευθυντήριων Γραμμών.
Σχεδόν
από την έναρξη της λειτουργίας του το
1920, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (Γραφείο)
έχει βοηθήσει τα Κράτη μέλη της ΔΟΕ να
βελτιώσουν την συνεταιριστική τους
νομοθεσία. Στην αρχή το Γραφείο κυρίως
συγκέντρωνε πληροφορίες σχετικά με
τους διάφορους συνεταιριστικούς νόμους
και λειτούργησε ως φορέας ανταλλαγής
πληροφοριών. Η πρώτη αποστολή τεχνικής
συνεργασίας που είχε ως επίκεντρο τη
συνεταιριστική νομοθεσία πραγματοποιήθηκε
το 1950 στην Τουρκία. Μεταξύ 1952 και 1968
το Γραφείο πραγματοποίησε περίπου 200
αποστολές σε 65 χώρες, μέσω ενός μεγάλου
προγράμματος τεχνικής συνεργασίας του
Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων
Εθνών (UNDP).
Κατά την περίοδο αυτή, περίπου 100
εμπειρογνώμονες πρόσφεραν συμβουλευτικές
υπηρεσίες σε χώρες του Νότου. Συχνά,
αυτές οι υπηρεσίες περιλάμβαναν και
την συνεταιριστική νομοθεσία.
Η
υιοθέτηση το 1966 της Σύστασης No.127 της
ΔΟΕ σχετικά με το ρόλο των συνεταιρισμών
στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη
των αναπτυσσόμενων χωρών (Σύσταση 127
της ΔΟΕ), με ένα ολόκληρο κεφάλαιο
(Κεφάλαιο ΙΙΙ) για τη συνεταιριστική
νομοθεσία, περαιτέρω δικαιολογούσε
αντίστοιχη τεχνική βοήθεια, αν και
περιοριζόμενη στις «αναπτυσσόμενες
χώρες» μέλη της ΔΟΕ.
Από
το 1993, το Γραφείο έχει συστηματοποιήσει
τη βοήθειά του που αναφέρεται στην
συνεταιριστική νομοθεσία. Με το πρόγραμμα
ΔΟΕ-DANIDA (Danish
International
Development
Agency)
για την συνεταιριστική ανάπτυξη στις
αγροτικές περιοχές, το Γραφείο ξεκίνησε
εκείνο το έτος μια συγκεκριμένη
δραστηριότητα, ονομαζόμενη COOPREFORM
(Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις μέσω
Βελτιωμένων Πολιτικών Συνεταιριστικής
Ανάπτυξης και Νομοθεσίας). Η δραστηριότητα
αυτή υποστήριξε "Αναπτυσσόμενες
χώρες" κράτη μέλη της ΔΟΕ, αναφορικά
με την αναθεώρηση των συνεταιριστικών
πολιτικών και της νομοθεσίας. Στο πλαίσιο
της δραστηριότητας αυτής, η ΔΟΕ ανέθεσε
το 1996 την εκπόνηση ενός κειμένου εργασίας
στον συγγραφέα του παρόντος. Είχε τον
τίτλο Πλαίσιο για την Συνεταιριστική
Νομοθεσία. Αρχικά στα γαλλικά, το κείμενο
εργασίας σταδιακά έγινε διαθέσιμο και
στα αραβικά, κινεζικά, αγγλικά, πορτογαλικά,
ρωσικά, ισπανικά και τουρκικά. Μετά την
πρόταση της ICA, και ειδικότερα της Ομάδας
Εμπειρογνωμόνων Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας
της ICA, η Επιτροπή για την Προώθηση και
Βελτίωση των Συνεταιρισμών (COPAC)
επιδίωξαν στη συνέχεια τη συμφωνία της
ΔΟΕ να εκπονηθεί ένα αναθεωρημένο
έγγραφο εργασίας. Στο πλαίσιο της
προετοιμασίας της Γενικής Συνέλευσης
του 2001 η ICA εξέδωσε την αναθεωρημένη
εκδοχή ως Κατευθυντήριες Γραμμές για
την Συνεταιριστική Νομοθεσία.
Η Γενική Συνέλευση της ICA του 2001, ενέκρινε
τις εν λόγω Κατευθυντήριες Γραμμές.
Έτσι,
το αρχικό έγγραφο εργασίας έπαψε να
συζητείται μόνο στις ή από τις χώρες
του Νότου. Αυτό ήταν ένα αποφασιστικό
βήμα προς την υπερπήδηση μιας μάλλον
ατυχούς διάκρισης. Η συνεταιριστική
κίνηση είναι σαν μία. Οι συνεταιριστικές
αρχές είναι ενιαίες.
Έτσι, τα
βασικά θέματα συνεταιριστικής νομοθεσίας
πρέπει επίσης να είναι ως ένα. Η υιοθέτηση
της Σύστασης 193 της ΔΟΕ από τη Διεθνή
Διάσκεψη Εργασίας (ILC) το 2002, δικαίωσε
αυτό το βήμα. Πράγματι, η ILC τόνισε αυτή
την ενότητα, κάνοντας καθολικής εφαρμογής
τη Σύσταση 193 της ΔΟΕ.
Υπό
το φως των νέων Κατευθυντήριων Γραμμών
που προσφάτως ενέκριναν τα Ηνωμένα
Έθνη, της Σύστασης 193 της ΔΟΕ, καθώς και
της αναθεώρησης μεγάλου αριθμού
συνεταιριστικών νόμων, οι Κατευθυντήριες
Γραμμές για την Συνεταιριστική Νομοθεσία
αναθεωρήθηκαν και δημοσιεύθηκαν ως
δεύτερη έκδοση από τη ΔΟΕ το 2005.
Από
τότε, μια σειρά από πολιτικές μεταβολές
και εκείνες της παγκοσμιοποίησης έχουν
οδηγήσει τη συνεταιριστική νομοθεσία
σε ένα σταυροδρόμι. Η απόφαση για το
ποια κατεύθυνση να λάβει - περαιτέρω
προσαρμογή στις συνειδητοποιούμενες
πιέσεις από τη χρηματαγορά, επιστροφή
στις συνεταιριστικές αρχές ή νέες
κατευθύνσεις - πρέπει να ληφθεί σε μια
στιγμή πνευματικής κρίσης όσον αφορά
τα οικονομικά. Σε μια αμοιβαία διαδικασία,
η συνεταιριστική νομοθεσία συνέβαλε
στην επέλευση αυτής της κρίσης.
Για
να μπορεί ένας νόμος να καθρεφτίζει τις
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές
συνθήκες, ώστε να μπορεί να είναι
αποτελεσματικός, πρέπει να αναλύεται
με βάση αυτό το υπόβαθρο. Το αποτέλεσμα
αυτής της ανάλυσης ώθησε στην αναθεώρηση
της δεύτερης έκδοσης των Κατευθυντήριων
Γραμμών, και αυτό το δικαιολογεί η
δημοσίευση αυτής της τρίτης έκδοσης.
Αυτή
η τρίτη έκδοση είναι επίσης μια απάντηση
στις, ανάγκες εκείνων που χρησιμοποιούν
τις προηγούμενες εκδόσεις, ιδιαίτερα
εκείνων που εμπλέκονται στη συνεταιριστική
νομοθεσία, οι οποίοι επίσης, έχουν ανάγκη
να υποστηρίξουν τη θέση τους στην
πολιτική διαβούλευση. Η μορφή της τρίτης
έκδοσης των Κατευθυντήριων Γραμμών για
τη Συνεταιριστική Νομοθεσία διαφέρει
κάπως από εκείνη των προηγούμενων
εκδόσεων.
Όπως
και με τις προηγούμενες εκδόσεις, αυτές
οι Κατευθυντήριες Γραμμές δεν είναι
μια συνταγή για να ακολουθηθεί. Ενώ
παίρνουν σαφή θέση σχετικά με τα θέματα
που πρέπει να ρυθμιστούν σε ένα
συνεταιριστικό νόμο, αναφέρουν επίσης
άλλες δυνατότητες και τις επιπτώσεις
τους. Αφήνουν χώρο για ιδιαιτερότητες
χωρών και για τις ιδιομορφίες των εθνικών
ή περιφερειακών νομικών συστημάτων.
Δεν κάνουν υποδείξεις ως προς τον αριθμό
των γενικών ή ειδικών συνεταιριστικών
νόμων που θα πρέπει να έχει μια χώρα,
για τη μορφή του νόμου ή για τη διάταξη
των τμημάτων, των κεφαλαίων ή / και των
άρθρων.
Αρχίζοντας με την εκπόνηση του Πλαισίου
για την συνεταιριστική νομοθεσία,
η ΔΟΕ απέρριψε την ιδέα της παρουσίασης
ενός προτύπου νόμου. Πρότυποι νόμοι
συχνά απλώς μεταβιβάζονται ή αντιγράφονται,
χωρίς ο νομοθέτης να προσαρμόζει τις
υποκείμενες νομικές έννοιές τους στις
ιδιαιτερότητες της δικαιοδοσίας του.
Τα αντίγραφα αυτά σπάνια γίνονται
αποτελεσματικοί νόμοι.
Οι τωρινές Κατευθυντήριες
Γραμμές, από
την άλλη πλευρά, προορίζονται να μην
κάνουν τίποτε περισσότερο από το να
υποκινούν τον νομοθέτη να δομήσει έναν
συνεταιριστικό νόμο, με βάση τα διεθνώς
αποδεκτά πρότυπα.
Οι
παρούσες Κατευθυντήριες
Γραμμές
έχουν επίκεντρο τη Σύσταση 193 της ΔΟΕ.
Αυτό είναι ένα αφιέρωμα στο δημόσιο
διεθνές δίκαιο. Όπως έχει λεχθεί, θα
υποστηριχθεί ότι η Σύσταση 193 της ΔΟΕ
αποτελεί τον πυρήνα αυτού του διεθνούς
δικαίου. Η εγγενής εναρμόνιση είναι
τόσο συνέπεια όσο και προϋπόθεση για
την τάση περαιτέρω περιφερειακής και
διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης και
είναι μια αναπόφευκτη συνέπεια της
παγκοσμιοποίησης. Εάν οι συνεταιρισμοί
πρόκειται να παραμείνουν ανταγωνιστικοί,
το ερώτημα δεν είναι αν η συνεταιριστική
νομοθεσία θα πρέπει να ακολουθήσει /
στηρίξει αυτή την τάση, αλλά πώς οι
ιδιαιτερότητες μπορούν να διασφαλιστούν
μέσα σε αυτή την τάση. Η τέχνη του νομοθέτη
συνίσταται στην αποχή από την απλή
μεταφορά αυτού του διεθνούς δικαίου
και τη μετάφρασή του στη χώρα του.
Επιπλέον,
μόνο κατευθυντήριες γραμμές για καθολική
χρήση θα μπορούσαν να φέρουν το απαραίτητο
βάρος για να συμβάλουν στην αντιστάθμιση
της «ομοιομορφοποίησης» και της
«εταιρειοποίησης» όλων των μορφών των
επιχειρηματικών οργανώσεων. Τα
πλεονεκτήματα των συνεταιρισμών σε
σύγκριση με άλλους τύπους επιχειρήσεων
πρέπει να ενισχυθούν μέσω μιας κοινής
παγκόσμιας προσπάθειας, η οποία για τις
κεφαλαιουχικές εταιρείες έχει ήδη
αναληφθεί. Η συζήτηση σχετικά με τους
συνεταιρισμούς μετατίθεται. Σε εθνικό
και διεθνές επίπεδο, συνήθως επικεντρωνόταν
στις διαφορές μεταξύ των διαφόρων τύπων
συνεταιρισμών. Σε παγκόσμιο επίπεδο
επικεντρώνεται τώρα περισσότερο στη
διάκριση των συνεταιρισμών (οποιουδήποτε
τύπου) από άλλους τύπους επιχειρήσεων.
Η Σύσταση 193 της ΔΟΕ, ιδίως η Παράγραφος
7 (2), πρέπει να διαβαστεί επίσης στο
πλαίσιο αυτό. Ο διακρατικός χαρακτήρας
των κανόνων της ΔΟΕ υπήρξε υποδειγματικός
για την ανάδυση μιας παγκόσμιας νομοθεσίας
κατά θέμα.
Οι
προηγούμενες εκδόσεις των Κατευθυντήριων
Γραμμών, που
κυκλοφόρησαν ευρέως, χρησιμοποιήθηκαν
ως υποστηρικτικό υλικό για συνεταιριστική
πολιτική και για συμβουλευτικές υπηρεσίες
στη νομοθεσία, σε μεγάλο αριθμό χωρών,
καθώς και σε εκδηλώσεις κατάρτισης,
ιδίως στο πλαίσιο του Διεθνούς Κέντρου
Κατάρτισης (ITC) της ΔΟΕ στο Τορίνο. Σχόλια
έχουν ληφθεί υπόψη στην παρούσα
επικαιροποιημένη έκδοση.
Η
νομική ορολογία διαφέρει από χώρα σε
χώρα, ακόμη και μεταξύ των χωρών που
ομιλούν την αγγλική. Συχνά αναζήτησα
καθοδήγηση από το γλωσσάρι συνεταιριστικών
όρων που αναφέρεται στη βιβλιογραφία.
Αλλά δεν μπορώ να ανατρέψω το γεγονός
ότι έχω ανατραφεί στον γερμανικό τρόπο
νομικής σκέψης. Θα ήθελα να ζητήσω
συγγνώμη από όσους ζουν κάτω από άλλους
τρόπους σκέψης και να τους καλέσω να
συνεχίσουμε τη συζήτηση των περιεχομένων
αυτών των Κατευθυντήριων
Γραμμών, προκειμένου
να γίνουν πιο καθολικές, προς χάρη μιας
επαρκούς συνεταιριστικής νομοθεσίας.
Μια
πρόσθετη δυσκολία στη συγγραφή αυτών
των Κατευθυντήριων
Γραμμών,
είναι ότι το αναγνωστικό κοινό δεν είναι
εύκολα προσδιορίσιμο. Ελπίζω ότι οι
Κατευθυντήριες
Γραμμές
ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα όλων
όσων χρειάζονται να γνωρίζουν για τη
συνεταιριστική νομοθεσία: νομοθέτες,
συνεταιριστές, φοιτητές, ερευνητές και
άλλους.
Οι
Κατευθυντήριες
Γραμμές
χωρίζονται σε τέσσερα διακριτά μέρη:
Το
Μέρος 1
εξετάζει το σκεπτικό για συνεταιριστική
νομοθεσία. Παρέχει μια επανεξέταση των
ζητημάτων που θα βοηθήσουν τους νομοθέτες
και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να εξηγήσουν
και να υπερασπιστούν την ανάγκη για
συνεταιριστικό νόμο και γιατί συγκεκριμένες
περιοχές της συνεταιριστικής νομοθεσίας
είναι σημαντικά. Αυτή η ενότητα είναι
ένα νέο χαρακτηριστικό των κατευθυντήριων
γραμμών και ανταποκρίνεται στις
εκφρασμένες ανάγκες των προηγούμενων
χρηστών για περισσότερη συζήτηση, με
βάση την οποία θα πρέπει να επανεξετάζεται
η νομοθεσία.
Το
Μέρος 2
παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες για
την συνεταιριστική νομοθεσία. Περιλαμβάνει
μια εισαγωγή στις βασικές αρχές της
συνεταιριστικής νομοθεσίας, εξετάζει
την τρέχουσα κατάσταση της συνεταιριστικής
νομοθεσίας σε παγκόσμιο και περιφερειακό
επίπεδο, και αναφέρεται στη συνεταιριστική
νομοθεσία στο πλαίσιο της κοινωνικής
οικονομίας.
Το
Μέρος 3 παρέχει
ένα αλφαβητάρι ενός συνεταιριστικού
νόμου, περιγράφει τα συγκεκριμένα
στοιχεία που θα πρέπει να εξετάζονται
σε κάθε συνεταιριστικό νόμο.
Το
Μέρος 4,
εξηγεί τη διαδικασία κατάρτισης
συνεταιριστικού νόμου.
Παρά
το γεγονός ότι η μελέτη των Κατευθυντήριων
Γραμμών στο
σύνολό τους θα είναι χρήσιμη σε όλα τα
ενδιαφερόμενα μέρη, οι τωρινές
Κατευθυντήριες
Γραμμές
έχουν συνταχθεί γνωρίζοντας ότι
διαφορετικοί αναγνώστες θα αναζητούν
συμβουλές και καθοδήγηση σχετικά με
διαφορετικά θέματα. Κάθε τμήμα μπορεί
να χρησιμοποιηθεί ανεξάρτητα από τα
άλλα. Ο σημαντικός αριθμός υποσημειώσεων
σε όλο το κείμενο παρέχεται για να
υποστηρίξει τα συζητούμενα και να
προτείνει περαιτέρω μελέτη. Το κείμενο
μπορεί, ωστόσο, να μελετηθεί χωρίς να
ληφθούν αυτές υπόψη.
Τα
Παραρτήματα 1-3 αποτελούν αναδημοσίευση
κειμένων στα οποία αναφέρονται συχνά
οι Κατευθυντήριες
Γραμμές.
Μέρος
1:
|
Γιατί
συνεταιρισμοί; Η λογική της συνεταιριστικής
νομοθεσίας
|
«Ο
οικονομικός θεσμός που έχει περισσότερο
μέλλον στο σύγχρονο κόσμο είναι η
συνεταιριστική επιχείρηση.(….) οι θεσμοί
αναπτύσσονται για να μετατρέψουν την
οικονομική σκέψη σε πράξη.» (William
Barnes).
1. ΓΕΝΙΚΑ
Η
συνεταιριστική νομοθεσία έχει την τάση
να περιφρονεί τους συνεταιρισμούς ως
νομικούς θεσμούς. Για μερικούς, οι
συνεταιρισμοί είναι ένα μεταβατικό
είδος επιχείρησης. Η ερώτησή τους είναι,
«και τι λοιπόν αν οι συνεταιρισμοί
εξαφανιστούν ως νομική μορφή επιχείρησης;»
Όπως
ειπώθηκε, η συνεταιριστική νομοθεσία
βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Έχοντας
δώσει μια εικόνα της τάσης που επικρατεί
στη συνεταιριστική νομοθεσία, οι
Κατευθυντήριες
Γραμμές
επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα
σε ποια κατεύθυνση να στραφούν στη
συνεταιριστική νομοθεσία. Αυτό εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό από το αν οι συνεταιρισμοί
θα παραμείνουν ένα εναλλακτικό μοντέλο
βιώσιμης επιχείρησης και αν η πολιτική
επιχειρηματολογία υπέρ της διατήρησης
αυτού του μοντέλου είναι ισχυρότερη
από αυτήν που τοποθετείται εναντίον
της. Μελέτες σχετικά με την παγκοσμιοποίηση
επιδιώκουν να διερευνήσουν τη βιωσιμότητα
των συνεταιρισμών στο μέλλον. Άλλες
μελέτες σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη,
ψάχνουν να βρουν πολιτικά επιχειρήματα
υπέρ της διατήρησης των συνεταιρισμών,
ως ιδιαίτερο είδος επιχείρησης.
2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗΣ
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΤOΝ
ΙΣΟΜΟΡΦIΣMO
ΤΟΥΣ
Η
εξέλιξη της συνεταιριστικής νομοθεσίας
μπορεί να διαιρεθεί σε δύο, μερικώς
αλληλεπικαλυπτόμενες, φάσεις – η μια
από τα μέσα του 19ου
αιώνα μέχρι σήμερα, η άλλη με αρχή στη
δεκαετία του ‘70. Η πρώτη χαρακτηρίζεται
από τον διαχωρισμό των συνεταιρισμών
από τις κεφαλαιουχικές (μετοχικές)
εταιρείες, η δεύτερη από τη σύγκλιση
μεταξύ των συνεταιρισμών και των
κεφαλαιουχικών εταιρειών.
Οι
πρώτοι συνεταιριστικοί νόμοι θεσπίστηκαν
κατά το δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα στις τότε εκβιομηχανιζόμενες
χώρες.
Εμφανίστηκαν ως αντίδραση, καθώς έγινε
αντιληπτό ότι η νομοθεσία περί
κεφαλαιουχικών εταιρειών ήταν ανεπαρκής
για να ρυθμίσει τους συνεταιρισμούς
και έτσι διαχωρίστηκαν οι συνεταιρισμοί
από τις κεφαλαιουχικές εταιρίες.
Σε αυτές τις χώρες, σύγχρονοι συνεταιρισμοί
είχαν εμφανισθεί πριν από την θέσπιση
της άνω νομοθεσίας. Σε άλλες χώρες, ιδίως
στις πρώην αποικίες, τα πράγματα
εξελίχθηκαν με την αντίστροφη σειρά
και περίπου μισό αιώνα αργότερα. Ακόμη,
σε άλλες χώρες η εμφάνιση των συνεταιρισμών
και η εισαγωγή ρυθμιστικών κανόνων
συνέβησαν ταυτόχρονα μέσω κυρίως των
μεταναστών από την Ευρώπη ή μέσω
επιλεκτικού δανεισμού.
Το
κοινό αποτέλεσμα των συνεταιριστικών
νόμων ήταν να επιτρέψουν σε κοινωνικά
μη προνομιούχα στρώματα την πρόσβαση
σε μια νομική μορφή, μέσω της οποίας θα
μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά
και κοινωνικά τους προβλήματα. Η ποικιλία
των ιστοριών προσέθεσε αρκετές
ιδιαιτερότητες: οργανωτικούς νόμους
αντιγράφοντας την κοινωνική πραγματικότητα
στις τότε νέες εκβιομηχανισμένες χώρες,
οργανωτικούς νόμους με ένα ισχυρό
προωθητικό στοιχείο για τη δημιουργία,
όπου ήταν απαραίτητο, των κοινωνιολογικών
και κοινωνικο-ψυχολογικών παραμέτρων
που ήταν αναγκαίες για την ανάπτυξη των
συνεταιρισμών, στην περίπτωση των πρώην
αποικιών
και ένα μίγμα των δύο στην τρίτη κατηγορία.
Οι χώρες που εισήγαγαν ένα σύστημα
σχεδιασμένης οικονομίας από τις αρχές
της δεκαετίας του 1920, έχοντας γνωρίσει
την ανάπτυξη στις βιομηχανικά
αναπτυσσόμενες Ευρωπαϊκές χώρες σε μια
πρώτη φάση, σχεδίασαν τους συνεταιρισμούς
ως φορείς οι οποίοι προορίζονταν να
εκτελέσουν κρατικά σχέδια σχετικά με
την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Γύρω
στις αρχές του 1970, εμφανίζεται μια τάση
«εταιρειοποίησης»
των συνεταιρισμών μέσω πολιτικών και
νομοθετικών μέτρων.
Αυτή (η τάση) επικαλύπτει τις εξελίξεις
που επισημάνθηκαν παραπάνω. Στις
παραμονές υιοθέτησης της Σύστασης 193
της ΔΟΕ, οι συνεταιριστικοί νόμοι
βρίσκονταν ξανά υπό καθεστώς μεταρρύθμισης
για αρκετά χρόνια. Τα αίτια των
μεταρρυθμίσεων διέφεραν ανάλογα με τη
διαίρεση του κόσμου, όπως γινόταν
αντιληπτό τότε, δηλαδή σε εκβιομηχανισμένες
χώρες, χώρες σε μετάβαση και αναπτυσσόμενες
χώρες. Αυτή η κατάσταση περιγράφεται
επαρκώς στην προπαρασκευαστική αναφορά
του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας στη
Διεθνή Διάσκεψη Εργασίας, όπου επρόκειτο
αργότερα να υιοθετήσει τη Σύσταση 193
της ΔΟΕ (βλ. Πλαίσιο 1).
Πλαίσιο
1: ΔΟΕ. Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας, 89η
συνεδρίαση 2001,
Έκθεση
V
(1) (η έμφαση
από τον συγγραφέα)
«[…]
Οι συνεταιρισμοί σε όλες τις βιομηχανικές
χώρες αγωνίζονται για την οικονομική
τους επιτυχία σε ένα ιδιαίτερα
ανταγωνιστικό περιβάλλον, ενώ παραμένουν
ταυτόχρονα κοντά στα μέλη τους. Γι’
αυτό η σύγχρονη συνεταιριστική νομοθεσία
των χωρών αυτών προσεγγίζει περισσότερο
τη γενική εταιρική νομοθεσία, έτσι ώστε
οι συνεταιρισμοί να λειτουργούν επί
ίσοις όροις με τους άλλους τύπους
ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η πρόσφατη
συνεταιριστική νομοθεσία στις βιομηχανικές
χώρες […] αναζητά τον συμβιβασμό μεταξύ
της διαχείρισης με σκοπό την προσφορά
υπηρεσιών και της διαχείρισης για την
απόκτηση κερδών.
[…]
Όταν οι κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες
[…] άρχισαν να μετατρέπονται σε οικονομίες
αγοράς, οι κυβερνήσεις τους ήρθαν
αντιμέτωπες με την τεράστια πρόκληση
επεξεργασίας ενός τελείως νέου νομικού,
διοικητικού και θεσμικού πλαισίου για
κάθε έκφανση της ζωής, συμπεριλαμβανομένης
της συνεταιριστικής οργάνωσης και
διαχείρισης. […] Η σύγχρονη συνεταιριστική
νομοθεσία […] αναγνωρίζει γενικά τις
διεθνείς αρχές του συνεργατισμού και
προβλέπει, σε μεγάλο βαθμό, την
συνεταιριστική αυτονομία. Ωστόσο, αυτοί
οι νόμοι δεν προσαρμόζονται πάντα και
πλήρως στις τοπικές συνθήκες και στο
τοπικό νομικό σύστημα, από τη στιγμή
που έπρεπε να διαμορφωθούν κάτω από
μεγάλη πίεση χρόνου και (πολύ συχνά)
κάτω από την έντονη επιρροή του
Δυτικοευρωπαϊκού δικαίου. […]
[…]
Η πλειοψηφία των αναπτυσσόμενων χωρών
στην Αφρική, την Ασία και την Λατινική
Αμερική, αντιμετώπισαν από τα μέσα της
δεκαετίας του 1980 τις επιπτώσεις του
οικονομικού φιλελευθερισμού, της
παγκοσμιοποίησης και των διαρθρωτικών
προσαρμογών, […] ιδίως σε αυτές τις χώρες
όπου οι συνεταιρισμοί θεωρούνταν μέρος
του κυβερνητικού μηχανισμού ή βραχίονας
του κυβερνώντος κόμματος. Κατά συνέπεια,
η συνεταιριστική νομοθεσία πολλών
αναπτυσσόμενων χωρών αποτέλεσε
αντικείμενο βαθιών αλλαγών. […] Όλοι οι
συνεταιριστικοί νόμοι που υιοθετήθηκαν
στον αναπτυσσόμενο κόσμο από το 1990,
έχουν μειώσει την κρατική επιρροή και
την κρατική υποστήριξη των συνεταιρισμών,
αύξησαν τη συνεταιριστική αυτονομία
και αυτο-στήριξη, και διέκοψαν δεσμούς
που τυχόν υπήρχαν μεταξύ συνεταιρισμών
και πολιτικών οργανώσεων.»
Εν
πολλοίς ως επακόλουθο της υιοθέτησης
της Σύστασης 193 της ΔΟΕ, η τάση στη
συνεταιριστική νομοθεσία έγινε τρόπον
τινά αντιφατική – από τη μια πλευρά
ένας αυξανόμενος σεβασμός για το δημόσιο
διεθνές συνεταιριστικό δίκαιο με την
υποχρέωση διατήρησης των συνεταιρισμών
ως διακριτών νομικών προσώπων, από την
άλλη πλευρά μια συνεχής εταιρειοποίηση.
Ως
αποτέλεσμα προσπαθειών να δημιουργηθούν
ίσοι όροι για κάθε τύπο επιχείρησης, η
τάση εταιρειοποίησης χαρακτηρίζεται
από προσπάθειες σύγκλισης του
συνεταιριστικού δικαίου
με το
εφαρμοστέο δίκαιο στις κεφαλαιουχικές
εταιρείες, μέσω πολύπλευρων διαδικασιών
που αλληλοενισχύονται. Αυτές οι
διαδικασίες συνίστανται κυρίως:
στην ενοποίηση ειδικών
νόμων εφαρμοστέων σε διαφόρους τύπους
συνεταιρισμών, σε εθνικό επίπεδο
στην ενοποίηση και
εναρμόνιση των συνεταιριστικών νόμων,
σε διακρατικό επίπεδο
και
στην αντιστοίχιση
του συνεταιριστικού δικαίου με το
δίκαιο κεφαλαιουχικών εταιρειών, ιδίως
σε ό,τι αφορά στα συνυφασμένα θέματα
κεφαλαιακής διάρθρωσης, διαχείρισης
και ελεγκτικών μηχανισμών.
Προφανώς,
οι παράμετροι αυτών των διαδικασιών
σύγκλισης διαφέρουν. Ωστόσο, αυτές
σχηματίζουν ένα σύνολο υπό την έννοια
ότι η σύγκλιση λαμβάνει χώρα εσωτερικά
ή διαμέσου κάθε μιας από αυτές, και είναι
τόσο αποτελεσματική όσο περισσότερο
αφορά σε ήδη εναρμονισμένη ή ενοποιημένη
νομοθεσία.
Πλαίσιο 2: Συνεταιριστική
Νομοθεσία
Με
τον όρο «συνεταιριστική νομοθεσία»
αναφέρομαι σε όλους εκείνους τους
νομικούς κανόνες - νόμους, διοικητικές
πράξεις, δικαστικές αποφάσεις, τη
νομολογία, τους συνεταιριστικούς
κανονισμούς /καταστατικά ή οποιαδήποτε
άλλη πηγή δικαίου – που ρυθμίζει τη
δομή ή /και τη λειτουργία των συνεταιρισμών
ως επιχειρήσεων με την οικονομική έννοια
και ως θεσμών με τη νομική έννοια.
Ο
ορισμός αυτός της συνεταιριστικής
νομοθεσίας κατά συνέπεια αντανακλά μια
ευρεία έννοια, η οποία περιλαμβάνει όχι
μόνο τον καθαυτό συνεταιριστικό νόμο
(νόμος περί συνεταιρισμών), αλλά και
όλους τους άλλους νομικούς κανόνες που
διαμορφώνουν αυτόν τον θεσμό και
ρυθμίζουν τις λειτουργίες του. Τα
παρακάτω πεδία, τα οποία είναι πολύ
πιθανόν να έχουν αυτό το χαρακτηριστικό
σε οιοδήποτε νομικό σύστημα, πρέπει να
αναφερθούν: εργατική νομοθεσία, νομοθεσία
ανταγωνισμού, φορολογία, (διεθνής)
λογιστική/ εποπτικά πρότυπα, κανόνες
τήρησης βιβλίων, κανόνες έλεγχου και
πτώχευσης. Αυτή η συστημική άποψη
αντανακλάται επίσης στο Κεφάλαιο III
της Σύστασης 127 της ΔΟΕ. Συμπληρωματικά
θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι κανόνες
εφαρμογής και υλοποίησης, για παράδειγμα
εποπτικοί μηχανισμοί, έλεγχος, και
διαδικασίες και μηχανισμοί καταχώρησης.
Περιλαμβάνονται ακόμη η δικαιοδοσία,
όπως και οι νομοπαρασκευαστικές
διαδικασίες και μηχανισμοί και η πολιτική
χάραξης νομοθεσίας.
Η
εναρμόνιση της συνεταιριστικής νομοθεσίας
με τη νομοθεσία περί κεφαλαιουχικών
εταιρειών, υπερβαίνει την εισαγωγή
χαρακτηριστικών των κεφαλαιουχικών
εταιρειών στην καθαυτό συνεταιριστική
νομοθεσία. Μπορεί, επίσης, αυτό να γίνει
αντιληπτό από την κατά καιρούς άνευ
διακρίσεως εφαρμογή στους συνεταιρισμούς
άλλων κανόνων, που ήταν σχεδιασμένοι
για κεφαλαιουχικές εταιρείες και που
συμβάλλουν στη διαμόρφωση των συνεταιρισμών
ως θεσμών ή/και στον καθορισμό των
λειτουργιών τους. Με την έννοια της
ευρείας αντίληψης περί νομοθεσίας που
χαρακτηρίζει εδώ τις Κατευθυντήριες
Γραμμές, οφείλουμε γενικά να εξετάζουμε
τη νομοθεσία για την εργασία, τη φορολογία
και τον ανταγωνισμό,
τα (διεθνή) λογιστικά/εποπτικά πρότυπα,
τους κανόνες τήρησης βιβλίων,
και τους κανόνες έλεγχου και πτώχευσης.
Επιπλέον,
πρέπει κανείς να αναλογιστεί τη γενική
επιδίωξη για «ελαστική» νομοθεσία.
Ανταποκρινόμενοι σε αυτήν την επιδίωξη,
οι νομοθέτες συμπεριλαμβάνουν όλο και
λιγότερες αναγκαστικές διατάξεις (ius
cogens)
στη συνεταιριστική νομοθεσία. Πολλώ δε
μάλλον υπό την πίεση της χρηματοπιστωτικής
αγοράς,
οι συνεταιριστές μπορεί να εκμεταλλευτούν
την περιορισμένη έκταση των νομικών
δεσμεύσεων και να συντάξουν καταστατικά
/ κανονισμούς που δίνουν περιθώριο στην
εταιρειοποίηση του συνεταιρισμού τους.
Πλαίσιο 3: Ενοποιημένη/
εναρμονισμένη συνεταιριστική νομοθεσία
Ένας
αριθμός περιφερειακών οργανισμών έχουν
θεσπίσει ομοιόμορφους νόμους, άλλοι
έχουν επεξεργαστεί υπόδειγμα
συνεταιριστικής νομοθεσίας ή τουλάχιστον
κατευθυντήριες γραμμές ενόψει εναρμόνισης.
Βλέπε για παράδειγμα, το 2008, τον Ley
marco
para
las
cooperativas
de
América
Latina,
το 1997, τον CIS
«Πρότυπη Νομοθεσία για τους Συνεταιρισμούς,
τις Οργανώσεις και τις Ενώσεις τους»,
την ενιαία νομοθεσία περί αποταμιευτικών
και πιστωτικών συνεταιρισμών της Δυτικής
Αφρικανικής Οικονομικής και Νομισματικής
Ένωσης (UEMAO),
την ενιαία συνεταιριστική πράξη του
2010 της «Οργάνωσης για την εναρμόνιση
στην Αφρική του εταιρικού δικαίου»
(OHADA),
το 1997 την «Συνεταιριστική Πράξη Αναφοράς»
της Ινδίας, τροποποιημένη το 2010, τη
νομοθεσία της πιστωτικής ένωσης CARICOM,
τον 1435/2003 Κανονισμό του Συμβουλίου της
ΕΕ, του 2003 για το Καταστατικό του
Ευρωπαϊκού Συνεταιρισμού (SCE),
το Estatuto
de
las
Cooperativas
των κρατών της ομάδας Mercosur
(Mercosur/PM/SO/ANT.NORMA
01/2009). Για την ακρίβεια, τα δύο τελευταία
δεν ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία,
καθώς δημιουργούν ένα νέο τύπο
συνεταιρισμού, χωρίς να αντικαθιστούν
τους εθνικούς νόμους. Παρά ταύτα, μπορεί
να υποστηριχθεί, τουλάχιστον στην
περίπτωση της ΕΕ, ότι συμβάλλουν στην
εναρμόνιση των εθνικών συνεταιριστικών
νόμων.
Γενικά,
αυτό το φαινόμενο έχει περιπλέξει
περαιτέρω τη νομοθεσία. Φαίνεται να
υπάρχουν δύο, τρόπον τινά αντιφατικές,
συσχετίσεις κατά την εξέλιξη της
συνεταιριστικής νομοθεσίας: από τη μια
πλευρά αυστηρή προσήλωση στις
συνεταιριστικές αρχές, αλλά κυρίως ius
dispositivum
(ενδοτικού δικαίου), από την άλλη λιγότερο
προσηλωμένο στις συνεταιριστικές αρχές,
αλλά κυρίως ius
cogens
(αναγκαστικού δικαίου). Αυτές οι
συσχετίσεις χρειάζεται ενδεχομένως να
μελετηθούν καθαυτές αλλά και στις μεταξύ
τους σχέσεις, για να βρεθούν κυρίως τα
αίτια αυτής της εξέλιξης στη νομοθεσία
και οι συνέπειες.
Τέλος,
αρκετά φαινόμενα που δεν σχετίζονται
άμεσα με την συνεταιριστική νομοθεσία
πρέπει να αναφερθούν, καθώς αυτά –
ceteris
paribus
- ενισχύουν αυτήν την εναρμόνιση: η
εταιρειοποίηση των συνεταιρισμών
αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας
τυποποίησης όλων των τύπων επιχειρήσεων,
και όχι μόνο των συνεταιρισμών, σύμφωνα
με τα χαρακτηριστικά των
κεφαλαιουχικών
εταιρειών, γεγονός που οδηγεί σε έναν
νομικό ισομορφισμό των τύπων επιχείρησης.
Στην πραγματικότητα, η διαδικασία αυτή
είναι μέρος ενός ευρύτερου φαινομένου
τυποποίησης νόμων.
Η επιστήμη του συγκριτικού δικαίου
υποστηρίζει εν μέρει αυτό το φαινόμενο.
Συνεχίζει να προσδιορίζει ως αποστολή
της την παροχή βοήθειας στους νομοθέτες
για την εναρμόνιση και ενοποίηση των
νόμων. Όπου οι νομικοί του συγκριτικού
δικαίου αντιλαμβάνονται αυτές τις
διαδικασίες ως τυποποίηση, ενώνουν τις
δυνάμεις τους με εκείνους που θεωρούν
τον πλουραλισμό και τη διαφορετικότητα
των νόμων ως ζημιογόνο γεγονός, που θα
πρέπει να περιοριστεί.
Κάθε
μια από αυτές τις διαδικασίες εναρμόνισης
έχει θετικές και αρνητικές επιπτώσεις
που αμβλύνουν/ενισχύουν η μια την άλλη
με έναν πολυσύνθετο τρόπο, διαφορετικό
από τη μια δικαιοδοσία στην άλλη.
Εκ φύσεως, η ευθυγράμμιση της συνεταιριστικής
νομοθεσίας με τη νομοθεσία περί
κεφαλαιουχικών εταιρειών, έχει περισσότερο
περίπλοκες επιπτώσεις από τις δυο άλλες
διαδικασίες. Από τη μια πλευρά, βοηθάει
τους συνεταιρισμούς να γίνουν περισσότερο
ανταγωνιστικοί, υπό τη στενή οικονομετρική,
χρηματοοικονομική έννοια του όρου,
δηλαδή να αναπτυχθούν οικονομικά, να
αυξήσουν τα κεφάλαιά τους μέσω
συγχωνεύσεων, να μειώσουν τα στοιχεία
κόστους τους, να δημιουργήσουν οικονομίες
κλίμακας, να αυξήσουν τα αποθεματικά
τους και να αυξήσουν τα κέρδη τους, και
ενίοτε, επίσης, το πλεόνασμά τους. Όμως,
επιδρώντας και μερικές φορές μεταβάλλοντας
την ειδική συνεταιριστική κεφαλαιακή
διάρθρωση, τη διαχείριση και/ή τους
μηχανισμούς ελέγχου, η διαφοροποίηση
μεταξύ συνεταιρισμών και κεφαλαιουχικών
εταιρειών φθίνει και οι νομοθέτες
παραβιάζουν την υποχρέωσή τους, βάσει
του δημόσιου διεθνούς συνεταιριστικού
δικαίου, να (επανα)-θεσπίσουν και να
διατηρήσουν τη συνεταιριστική ταυτότητα.
Παρά
ταύτα, η παραβίαση του δημόσιου διεθνούς
συνεταιριστικού δικαίου δεν είναι ένα
επαρκές επιχείρημα κατά της εταιρειοποίησης
των συνεταιρισμών μέσω της νομοθεσίας.
Η διασύνδεση πολιτικής/νομοθεσίας κάνει
τα νομικά επιχειρήματα να συναγωνίζονται
με τα πολιτικά. Ό,τι αποτελεί έναν γνήσιο
συνεταιρισμό δεν είναι ζήτημα μόνο της
νομοθεσίας, ούτε μόνο της πολιτικής.
Το θετικό δίκαιο που ρυθμίζει τύπους
επιχειρήσεων, αν είναι εθνικό δίκαιο,
συμπεριλαμβανομένων των συνταγμάτων,
το περιφερειακό ή το διεθνές δίκαιο,
δεν αποτελούν εγγύηση ότι το περιεχόμενό
τους δεν θα αλλάξει με τη πάροδο του
χρόνου.
Είναι ένα αρκετά διαφορετικό ζήτημα αν
οι ήδη υφιστάμενες ατομικές επιχειρήσεις
απολαμβάνουν μια τέτοια εγγύηση κατ’
εφαρμογή γενικών νομικών αρχών. Παρομοίως,
το γεγονός ότι ένα δισεκατομμύριο
άνθρωποι ανά τον κόσμο επιλέγουν να
γίνουν μέλη ενός συνεταιρισμού, και εάν
υποτεθεί ότι καταφέρνουν να γίνουν μέλη
ενός γνήσιου συνεταιρισμού, δεν έχει
περισσότερη κανονιστική ισχύ, ή έστω
κάποια, από τους αναφερθέντες οικονομικούς
λόγους για περαιτέρω εταιρειοποίηση
των συνεταιρισμών.
Το
τμήμα που ακολουθεί εξετάζει το πλέγμα
πολιτικής /νομοθεσίας. Σύμφωνα με την
αρχή του κράτους δικαίου, το δίκαιο
υπερισχύει έναντι της πολιτικής, μέχρι
η πολιτική να αποφασίσει να αλλάξει το
δίκαιο, μέσω μιας διαδικασίας
προκαθορισμένης εκ του νόμου.
3. Η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ
ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Η
τρέχουσα αντιφατική εξέλιξη της
συνεταιριστικής νομοθεσίας έχει οδηγήσει
σε ένα σταυροδρόμι. Οι νομοθέτες πρέπει
να αποφασίσουν σε ποια κατεύθυνση θα
στραφούν:
Προς μια περαιτέρω εταιρειοποίηση
Πίσω σε μια συνεταιριστική
νομοθεσία προσαρμοσμένη, όσο το δυνατόν
εγγύτερα, στις παραδοσιακές συνεταιριστικές
αρχές ή
Προς μια νέα συνεταιριστική
νομοθεσία.
Η
πρώτη επιλογή βρίσκει εμπόδια στη
νομοθετική λογική, καθώς ενδέχεται να
καταστήσει τη συνεταιριστική νομοθεσία
περιττή.
Οι
άλλες είναι πράγματι επιλογές, αλλά
εγείρουν έναν αριθμό ερωτημάτων. Έχουμε
νομικές αρχές που θα μπορούσαν να
γεφυρώσουν το κενό μεταξύ των διεθνώς
αναγνωρισμένων συνεταιριστικών αρχών
και της νομοθεσίας;
Έχουμε την απαιτούμενη νομική γνώση να
δημιουργήσουμε μια καινούρια συνεταιριστική
νομοθεσία;
Προτείνω
στους νομικούς φορείς χάραξης πολιτικής
να χρησιμοποιήσουν την παγκοσμιοποίηση
και το παράδειγμα της βιώσιμης ανάπτυξης
ως γνώμονα, όταν ασχολούνται με αυτά τα
ζητήματα.
3.1 Παγκοσμιοποίηση
Το
πιο καθοριστικό στοιχείο της
παγκοσμιοποίησης
για τη
συνεταιριστική νομοθεσία είναι μια
διπλή μετατόπιση -στον τομέα της
οικονομίας- της έμφασης από την παραγωγή
προϊόντων και υπηρεσιών στην παραγωγή
υψηλής εντάσεως κεφαλαίου και υψηλής
προστιθέμενης αξίας παραγωγή γνώσης,
και από τη διεθνοποίηση των ανταλλαγών
αγαθών και υπηρεσιών στην παγκοσμιοποίηση
της παραγωγής καθεαυτής. Χωρίς να
παραβλέπουμε πιο παραδοσιακές οικονομικές
δραστηριότητες, είναι δίκαιο να πούμε
ότι αυτή η διπλή μετατόπιση είναι πιθανόν
να θέσει τις παραμέτρους για την
κατεύθυνση της νομοθεσίας.
Πλαίσιο 4: Παγκοσμιοποίηση
Παγκοσμιοποίηση είναι η
διαδικασία της κατάργησης συνόρων για
τη διακίνηση των μέσων παραγωγής, ιδίως
του κεφαλαίου και της εργασίας.
Πηγή:
Με ελάχιστες αλλαγές ο ορισμός αυτός
είναι δανεισμένος από τον Becerra,
σ. 14.
Αυτή
η αλλαγή ευνοεί τις κεφαλαιουχικές
εταιρείες και εκείνες με μεγάλη
κινητικότητα, δηλαδή είναι προφανές
ότι λειτουργεί σε βάρος των συνεταιρισμών.
Επιτρέπει στους παγκόσμιους παραγωγούς
να απελευθερωθούν από χρονικούς και
τοπικούς περιορισμούς, δηλαδή από τον
κλασσικό -σχεδόν θεατρικό- τρόπο
παραγωγής, όπου η επιτυχημένη εγκατάσταση
της μονάδας στο χώρο, χρόνο και στη
δραστηριότητα ήταν κλειδί για την
επιτυχία.
Παράλληλα,
η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής διαλύει
την ενότητα του οικονομικού, πολιτικού
και νομικού χώρου. Οι παγκόσμιοι
παράγοντες δεν εμπίπτουν στη σφαίρα
του νόμου, όπως ακριβώς και ο αυξανόμενος
αριθμός των φορέων της παραοικονομίας.
Ελλείψει
παγκόσμιων νομοθετών και παγκόσμιων
μηχανισμών επιβολής του διεθνούς
δικαίου, δεν έχουμε (στην ουσία) διεθνές
δίκαιο (ακόμη). Αντίθετα, οι εθνικοί,
περιφερειακοί και διεθνείς νόμοι
«ανταγωνίζονται» με παγκόσμιους κανόνες,
που έχουν τεθεί από ιδιωτικούς φορείς.
Ο πολιτικός χώρος, ο χώρος του νόμου και
της δημοκρατίας, συρρικνώνεται και
ιδιωτικοποιείται.
Η
εξασθένιση του νόμου εν γένει έχει
πολλαπλές επιπτώσεις στη συνεταιριστική
νομοθεσία. Όπου εξασθενεί ο νόμος,
γίνεται πιο δύσκολη η δημιουργία θεσμών
βασισμένων στο νόμο. Όπου εξασθενεί ο
νόμος, η συλλογικότητα που δημιουργεί
δεσμούς αλληλεγγύης, όπως και η εταιρική
κοινωνική ευθύνη (CSR),
είναι δύσκολο να δημιουργεί και να
αναδημιουργεί. Όπου εξασθενεί ο νόμος,
η κυβέρνηση στερείται το καλύτερό της
εργαλείο για την εφαρμογή πολιτικής.
Ενώ
η παραγωγή διαχέεται και γίνεται εν
μέρει εικονική, οι άνθρωποι έχουν την
τάση να συγκεντρώνονται όλο και
περισσότερο στις αστικές περιοχές,
οξύνοντας τις επιπτώσεις της ανισσόροπης
και άνισης δημογραφικής ανάπτυξης εντός
χωρών και διακρατικά. Πολυπολιτισμικές
συγκεντρώσεις, ενισχυόμενες από τη
μετανάστευση, ενεργούν αυξητικά στην
περιπλοκότητα αυτών των καταστάσεων.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων
παροτρύνει τη μετατροπή της ήδη
εκτεταμένης εξατομίκευσης των ανθρώπων
σε μια απομόνωση του ατόμου.
Αυτή η απομόνωση είναι ένας άλλος
παράγοντας, που καθιστά δύσκολη την
οικοδόμηση θεσμών, ιδίως θεσμών που
βασίζονται στην αλληλεγγύη των μελών
τους.
Αλλά
η παγκόσμια παραγωγή εντάσεως κεφαλαίου,
η διαπολιτισμική κοινωνία και η απομόνωση,
αποτελούν για τους συνεταιρισμούς τόσο
μια πρόκληση όσο και μια ευκαιρία. Η
παραγωγή γνώσης με υψηλή προστιθέμενη
αξία δεν είναι μόνο εντάσεως κεφαλαίου
αλλά επιπρόσθετα εξαρτάται και από την
πνευματική εργασία. Δεν αποτελεί σύμπτωση
το γεγονός ότι όλο και περισσότερα
πνευματικά εργαζόμενα άτομα οργανώνονται
σε συνεταιρισμούς.
Ως ανθρωποκεντρικές επιχειρήσεις, οι
συνεταιρισμοί έχουν όχι μόνο ένα
συγκριτικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα,
αλλά και ένα πλεονέκτημα. Ο διαπολιτισμική
κοινωνία αποτελεί μια πηγή γνώσης. Η
απομόνωση θα μπορούσε να συνδυασθεί με
εικονικές επιχειρήσεις, όπου η διασύνδεση
μετράει περισσότερο από τη συλλογικότητα.
Θα μπορούσε επίσης η συλλογικότητα, που
δημιουργεί δεσμούς αλληλεγγύης, ίσως
να μην αποτελεί (πλέον) ένα βασικό
συστατικό των συνεταιρισμών.
Η
βιωσιμότητα των συνεταιρισμών στην
παγκόσμια οικονομία, αποδεικνύεται
περίτρανα από νέες και επιτυχείς μορφές,
που αναπτύχθηκαν κάτω από τις συνθήκες
της παγκόσμιας οικονομίας. Ορισμένες
ακόμη βασίζονται περισσότερο στην
αλληλεγγύη, αλλά μεταβαίνουν από την
επιδίωξη ενός σκοπού στην επιδίωξη
περισσότερων σκοπών και από την
ομοιογένεια
των μελών σε πολυσυμμετοχικές δομές,
εξυπηρετώντας είτε τα μέλη τους ή/και
μη μέλη. Αυτή είναι η περίπτωση των
κοινωνικών συνεταιρισμών (σχολικοί
συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί κοινωνικής
μέριμνας, συνεταιρισμοί υγείας) και των
κοινοτικών συνεταιρισμών (συμπεριλαμβανομένων
των συνεταιρισμών υπηρεσιών, π.χ.
ενεργειακοί συνεταιρισμοί και στεγαστικοί
συνεταιρισμοί κοινής ωφέλειας). Κάποιοι
ήδη βασίζονται περισσότερο στη διασύνδεση:
αγροτικοί συνεταιρισμοί σε αστικές
περιοχές, συνεταιρισμοί ελευθέρων
επαγγελματιών, επιστημονικά επιτελεία,
ερευνητικά ιδρύματα, συστήματα ανταλλαγής
προγραμμάτων λογισμικού ανοικτού κώδικα
κλπ.
3.2 Βιώσιμη ανάπτυξη
Ο
άλλος γνώμονας, για την ερμηνεία των
συνθηκών που πρέπει να ληφθούν υπόψη
για τη χάραξη νομοθετικής πολιτικής,
είναι η βιώσιμη ανάπτυξη.
Τα
Η.Ε, αφού βασίστηκαν στην Αναφορά της
Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον
και την Ανάπτυξη,
που αποκαλείται Eπιτροπή
Brundtland,
υιοθέτησαν το 1992 τη Διακήρυξη του Ρίο
για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη.
Η 27η
αρχή της Διακήρυξης αναδεικνύει το
παράδειγμα της βιώσιμης ανάπτυξης. Η
Διακήρυξη του Ρίο θεωρείται γενικώς
ότι εισήγαγε τη βιώσιμη ανάπτυξη σε
(διεθνές) νομικό κείμενο. Οι ρίζες (όμως)
της βιώσιμης ανάπτυξης, ως νομικής
έννοιας, βρίσκονται στις στρατηγικές
ανάπτυξης των ΗΕ για τις τέσσερεις
(μετα-αποικιακές) δεκαετίες ανάπτυξης
(1960-2000). Η δέσμευση, το 2000, σχεδόν όλων
των Κρατών μελών των ΗΕ στους Στόχους
Ανάπτυξης της Χιλιετίας (MDG),
συμβολίζει το τέλος αυτής της προσέγγισης
και στρέφεται προς μια περισσότερο
προσανατολισμένη στην πράξη προσέγγιση.
Σηματοδοτεί πράγματι το τέλος της
διάκρισης μεταξύ των «αναπτυγμένων/
αναπτυσσόμενων» κρατών. Η Σύσταση 193
της ΔΟΕ το εκφράζει, με το να απευθύνεται
σε όλα τα κράτη μέλη της ΔΟΕ
Η
έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, την πρώτη
δεκαετία αυτού του αιώνα, επεκτείνεται
για να συμπεριλάβει όχι μόνο οικολογικές
πλευρές, αλλά και κοινωνικές και
οικονομικές. Πολιτικές και στρατηγικές
εφαρμογής λαμβάνουν υπόψη την
αλληλοεξαρτώμενη και αμοιβαία ενισχυόμενη
φύση αυτών των πλευρών. Η Παγκόσμια
Διάσκεψη για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο
Γιοχάνεσμπουργκ, το 2002, προετοίμασε το
έδαφος. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί
οργανισμοί, τα Η.Ε., το G20
(η ομάδα των 20), και ο Οργανισμός Οικονομικής
Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD)
και άλλοι, συμπεριλαμβάνουν την έννοια
(της βιώσιμης ανάπτυξης) στις πολιτικές
τους. Ψηφίσματα διεθνών και περιφερειακών
οργανισμών, διεθνείς συνθήκες, π.χ. η
Συνθήκη-Πλαίσιο των ΗΕ για την Κλιματική
Αλλαγή, η Συνθήκη περί Βιοποικιλότητας,
το σύμφωνο ίδρυσης του Διεθνούς Οργανισμού
Εμπορίου (WTO),
το Βορειοαμερικανικό Σύμφωνο Ελεύθερου
Εμπορίου (NAFTA),
η Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ (Άρθρο.11TFEU)
και ακόμη εθνικά συντάγματα, για
παράδειγμα το Σύνταγμα της Ελβετίας
(Άρθ. 2), κάνουν το ίδιο. Το 2002 η Ένωση
Διεθνούς Δικαίου συγκρότησε τη δική
της επιτροπή, με αντικείμενο «Διεθνές
Δίκαιο
για τη
Βιώσιμη Ανάπτυξη».
Το 1997, το Διεθνές Δικαστήριο (ICJ)
αναγνωρίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη ως
«έννοια του διεθνούς δικαίου».
Επίσης
αξίζει να σημειωθεί η 7η
συνεταιριστική αρχή (Ενδιαφέρον για
την Κοινότητα), που δηλώνει ότι «οι
συνεταιρισμοί εργάζονται για τη βιώσιμη
ανάπτυξη των κοινοτήτων τους μέσω
πολιτικών αποδεκτών από τα μέλη τους».
Από τη στιγμή που οι συνεταιριστικές
αρχές αποτελούν ένα αναπόσπαστο μέρος
της Σύστασης 193 της ΔΟΕ,
και δεδομένου
ότι η Σύσταση 193 της ΔΟΕ είναι νομικά
δεσμευτική, αυτές οι αρχές είναι μέρος
του δικαίου. Επιπρόσθετα, η Παράγραφος
4 (ζ) της Σύστασης 193 της ΔΟΕ, αναγνωρίζει
τη δυνατότητα των συνεταιρισμών να
συνεισφέρουν σε μια βιώσιμη ανθρώπινη
ανάπτυξη, και προτείνει την προώθηση
αυτής της δυνατότητας.
Η
έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης χρησιμεύει
για να εκτιμηθεί ο βαθμός που μια
συγκεκριμένη συμπεριφορά, πολιτική ή
πράξη, εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις
της βιώσιμης ανάπτυξης. Η αποτελεσματικότητα
αυτής της έννοιας θα εξαρτηθεί από το
αν και σε ποιο βαθμό θα εξελιχθεί σε
νομικό κανόνα. Η δημόσια συζήτηση για
την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (CSR)
επικεντρώνεται σε αυτό το ερώτημα. Το
περαιτέρω ερώτημα που τίθεται εδώ, είναι
αν υπάρχει μια λειτουργική σχέση μεταξύ
της νομικής διάρθρωσης των συνεταιρισμών
και της συνεισφοράς τους στη βιώσιμη
ανάπτυξη.
Με δεδομένη την νομική φύση της έννοιας
της βιώσιμης ανάπτυξης, το ερώτημα
καθεαυτό είναι φυσικά σχετικό. Η άποψη
να εξετάζεται η νομική διάρθρωση των
συνεταιρισμών, δεν στοχεύει να
αντικαταστήσει τη θέση της CSR,
αλλά να την υποστηρίξει και να την
συμπληρώσει.
Και οι δυο απόψεις βασίζονται στην θέση
ότι το ενδιαφέρον για τη βιώσιμη ανάπτυξη
πρέπει να μεταφερθεί στο επίπεδο της
επιχείρησης.
Η διαφορά είναι ότι:
Η
υπόθεση συνίσταται στο ότι η νομική
διάρθρωση των γνήσιων συνεταιρισμών
προσφέρεται για να συμβάλλει στη βιώσιμη
ανάπτυξη και ότι η εταιρειοποίηση των
συνεταιρισμών αποδυναμώνει αυτήν την
ικανότητα.
Τα
ακόλουθα επιχειρήματα δεν είναι τίποτε
άλλο παρά ενδείξεις ότι η υπόθεση αξίζει
να επαληθευτεί/διαψευσθεί. Η
επιχειρηματολογία, όμως, πάσχει από ένα
σοβαρό επιστημολογικό ελάττωμα. Τα
επιχειρήματα βασίζονται σε έναν ιδανικό
τύπο συνεταιριστικού δικαίου, του οποίου
η αιτιολογική βάση εξασθενίζει με την
ίδια την εταιρειοποίηση των συνεταιρισμών
μέσω της νομοθεσίας. Αυτό σχετίζεται
με τη σύνδεση μεταξύ εθνικής και
περιφερειακής νομοθεσίας, από τη μια
πλευρά, και δημοσίου διεθνούς δικαίου
από την άλλη. Αν το πρώτο (εθνική και
περιφερειακή νομοθεσία) απομακρυνθεί
από την υποχρέωση που συνεπάγεται το
δεύτερο για διατήρηση της συνεταιριστικής
ταυτότητας, το πρώτο δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να τεκμηριώσει το
επιχείρημα ότι το τελευταίο (το δημόσιο
διεθνές δίκαιο) έχει πράγματι την
ποιότητα (επίπεδο) νόμου.
Αυτό
το επιστημολογικό ελάττωμα περιορίζει
το ερώτημα σε ερώτημα νομοθετικής
πολιτικής, από τη στιγμή που τα συμφέροντα
των μελών των συνεταιρισμών και τα
έννομα συμφέροντα των τρίτων μερών, ως
προς την διατήρηση του συνεταιριστικού
τύπου επιχείρησης, δεν απειλούνται.
Αυτά μπορούν να εξασφαλιστούν με άλλους
τρόπους, για τα πρώτα (τα μέλη των
συνεταιρισμών) με το ανθρώπινο δικαίωμα
του συνεταιρίζεσθαι, και για τα τελευταία
(τους τρίτους) με οποιονδήποτε τύπο
νομικού προσώπου. Αλλά πέρα από αυτούς
τους δύο τύπους συμφερόντων, υπάρχει
και ένα ζήτημα δημόσιας πολιτικής. Η
πολιτική συζήτηση χρειάζεται να σταθμίσει
το σκεπτικό της εταιρειοποίησης των
συνεταιρισμών μέσω νομοθεσίας, για το
δημόσιο συμφέρον, μια έκφανση του οποίου
είναι η βιώσιμη ανάπτυξη.
Ας
υποθέσουμε ότι η εταιρειοποίηση είναι
ένα μέτρο για να εκπληρωθεί η απαίτηση
ίσης μεταχείρισης όλων των τύπων
επιχειρήσεων και για να μπορέσουν οι
συνεταιρισμοί να γίνουν/παραμείνουν
ανταγωνιστικοί. Το επιχείρημα είναι
αμφίβολο από μόνο του, καθώς συνεχίζει
να περιορίζει την ανταγωνιστικότητα
σε θέματα στα οποία οι κεφαλαιουχικές
εταιρείες υπερέχουν, δηλαδή. στις
οικονομικές πλευρές. Επιπλέον, αυτά τα
οικονομικά ζητήματα δεν αποτελούν πλέον
τα μοναδικά σημαντικά κριτήρια, ιδιαίτερα
όταν πρόκειται για την κινητήρια δύναμη
της οικονομίας, που την αποτελούν το
κεφάλαιο και η παγκόσμια παραγωγή γνώσης
από φορείς εντάσεως ανθρώπινης πνευματικής
εργασίας.
Η
ευρύτερη πολιτική συζήτηση πρέπει να
στραφεί στις επιπτώσεις της εταιρειοποίησης,
που προκαλεί τον ισομορφισμό των τύπων
επιχείρησης, καθώς συχνά αυτό το
επιχείρημα σχετικά με την εταιρειοποίηση
αντιμετωπίζεται με το ερώτημα: «και
λοιπόν;» Και έτσι τίθεται η ακόλουθη
ερώτηση: γιατί χρειαζόμαστε τους
συνεταιρισμούς; Η άμεση απάντηση είναι
ότι τους χρειαζόμαστε, γιατί προφανώς
αποτελούν ένα μέρος της πολυμορφίας
των τύπων επιχείρησης, που συσχετίζεται
με ανάγκες, προσδοκίες και προτιμήσεις,
την ικανοποίηση των οποίων φροντίζουν
με διαφορετικούς τρόπους. Αυτή η απάντηση
προέρχεται από το εμπειρικό, ιστορικό
γεγονός ότι οι ανάγκες, οι προσδοκίες
και οι προτιμήσεις ήταν ανέκαθεν
ποικίλες. Ακριβώς εξαιτίας αυτού,
αναπτύχτηκαν διάφοροι τύποι επιχειρήσεων.
Είναι αμφίβολο, παρά ταύτα, αν μπορεί
κανείς να εικάσει από την εμπειρία του
παρελθόντος, αν θα είναι μελλοντικά
αναγκαίοι οι συνεταιρισμοί. Και
ουσιαστικά, η ερώτηση τίθεται σχετικά
με το αν ο ισομορφισμός των επιχειρήσεων
μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο αντιμετώπισης
των συνολικών αναγκών, ιδίως της ανάγκης
για βιώσιμη ανάπτυξη. Η βιώσιμη ανάπτυξη
προϋποθέτει ανάπτυξη. Η μόνη πηγή
ανάπτυξης/ζωής είναι η πολυμορφία. Η
πολυμορφία έχει δυο πτυχές: την βιολογική
και την πολιτιστική. Χωρίς την πολιτιστική
πολυμορφία, συμπεριλαμβανομένων και
του πεδίου του
δικαίου
και των τύπων επιχείρησης,
η βιολογική πολυμορφία θα μπορούσε ίσως
να προστατευθεί, αλλά δεν μπορεί να
διατηρηθεί. Χωρίς τη βιολογική πολυμορφία
τα περισσότερα τεχνολογικά επιτεύγματα
δεν θα είχαν υπάρξει και δε θα ήταν
εφικτά. Είναι δύσκολο να φανταστούμε
πώς οι κοινωνίες θα μπορούσαν να
αναπτυχθούν χωρίς πολιτιστική πολυμορφία.
Η ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη είναι,
συνεπώς, ένα ποιοτικά διαφορετικό είδος
ανάγκης από τις ανάγκες που ιστορικά
ενέπνευσαν την αναζήτηση κατάλληλων
τύπων επιχειρήσεων. Είναι μια υπαρξιακή
ανάγκη, υπό την έννοια ότι η άρνηση
ικανοποίησής της ισοδυναμεί με την
αδυναμία επιδίωξης ικανοποίησης
οποιαδήποτε άλλης ανάγκης. Αυτή είναι
η ουσία της ανάπτυξης που φαίνεται να
γίνεται ξανά ένα διεθνώς αποδεκτό όραμα.
Η
αρχή της πολυμορφίας δεν συνιστά τη
διατήρηση συγκεκριμένων, υφιστάμενων
τύπων επιχείρησης, των συνεταιρισμών
στην περίπτωσή μας. Συνιστά τη διατήρηση
της δυνατότητας ύπαρξης διαφόρων και
ποικίλων τύπων επιχείρησης. Ανάπτυξη
είναι η δυνατότητα γι αυτό. Αυτή η
δυνατότητα εξυπηρετείται καλύτερα από
τον μέγιστο δυνατό αριθμό τύπων
επιχείρησης. Αυτός ο αριθμός είναι μια
συνάρτηση της γνώσης γύρω από τους
διάφορους και ποικίλους τύπους
επιχείρησης. Αυτή η γνώση (ανά)παράγεται
μέσω της εμπειρίας με πραγματικούς,
υφιστάμενους τύπους (επιχείρησης). Γι
αυτόν τον λόγο πρέπει να τους «διατηρήσουμε».
Αυτό φαίνεται αλλά δεν είναι αντίφαση.
Δεν έχουμε κανένα μέσο να διαφυλάξουμε
την πολυμορφία καθαυτή.
Η
υποστήριξη της άποψης ότι υπερέχει η
αρχή της πολυμορφίας έναντι της διατήρησης
των ήδη υφιστάμενων τύπων επιχείρησης,
περιλαμβάνει ταυτόχρονα την προφύλαξη
εναντίον κάθε προσπάθειας απολίθωσης
υφιστάμενων τύπων. Αυτοί (οι τύποι)
πρέπει να αναπτύσσονται, και αναπτύσσονται
μόνο ως μέρος μιας πολυμορφίας από
(τύπους) και με άλλους τύπους.
Οι
ακόλουθες ιδέες στοχεύουν στο να
επαληθεύσουν την υπόθεση ότι ο
«συνεταιρισμός», ως νομικά διαμορφωμένος
τύπος επιχείρησης, προσφέρεται ιδιαίτερα
για να συνεισφέρει στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η
υπόθεση αυτή θα μπορούσε να αληθεύει.
Τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί
έχουν νομική-κανονιστική φύση. Τα
περισσότερα από αυτά πρέπει να μην
εκληφθούν ως έκθεση στην διαμορφωθείσα
στάση των συνεταιρισμών από την εμπειρική
συγκρότησή τους. Το μόνο που κάνουν
είναι να υπογραμμίζουν τις δυνατότητες
των συνεταιρισμών. Για τους νομικούς,
τα ερωτήματα συνίστανται στο αν η
-προδιαγεγραμμένη από τον νόμο- διάρθρωση
των συνεταιρισμών είναι συμβατή με τη
βιώσιμη ανάπτυξη, αν η συνεταιριστική
νομοθεσία προσανατολίζει τους
συνεταιρισμούς να προάγουν αυτόν τον
σκοπό, και αν οι συνεταιρισμοί μπορούν
να υποχρεωθούν με νομικά μέσα να το
πράξουν, όπου οι αποκλίσεις αποτελούν
λόγο ανησυχίας για τα μέρη που έχουν
έννομο συμφέρον. Αυτό το τελευταίο
σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία στη
συζήτηση για την αποκαλούμενη εταιρική
κοινωνική
ευθύνη ή εταιρική κοινωνιακή ευθύνη.
Θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα
σημαντικό διακριτικό γνώρισμα των
συνεταιρισμών.
Γενικά,
τρείς πτυχές βιωσιμότητας προβάλλονται:
η οικονομική ασφάλεια, η οικολογική
ισορροπία και η κοινωνική δικαιοσύνη.
Προσθέτω την πολιτική σταθερότητα ως
τέταρτη. Υπάρχει μια μερική επικάλυψη
επιχειρημάτων στις πτυχές αυτές, όταν
συγκρίνεται η σχέση που έχει η νομική
διάρθρωση των συνεταιρισμών με εκείνη
που έχουν οι κεφαλαιουχικές εταιρείες.
3.2.1 Οικονομική ασφάλεια
Οι
συνεταιρισμοί δημιουργούν οικονομική
ασφάλεια κυρίως μέσω της οικονομικής
τους σταθερότητας, πολλώ δε μάλλον σε
περιόδους κρίσης. Η οικονομική τους
σταθερότητα προκύπτει από την μακροβιότητά
τους και τον μικρό αριθμό πτωχεύσεων.
Η διάρθρωση και άλλα χαρακτηριστικά
τους συμβάλλουν σε αυτό.
Πλαίσιο 5: Χαρακτηριστικά των
συνεταιριστικών επιχειρήσεων
που συμβάλλουν στην
οικονομική σταθερότητα και ανθεκτικότητα.
Η διαχρονική
οικονομική σταθερότητα είναι το
αποτέλεσμα της προσαρμοστικότητας
που, με τη σειρά της, είναι συνάρτηση
της ανταπόκρισης στις αλλαγές και στις
αποτελεσματικά και δημοκρατικά
εκφρασμένες ανάγκες των μελών.
Καθώς οι απαιτήσεις
σε κεφάλαια είναι χαμηλές και η απόκτηση
δεξιοτήτων (όπου είναι απαραίτητο)
είναι δυνατή στις περισσότερες
περιπτώσεις, οι συνεταιρισμοί είναι
μια μάλλον ευχερώς προσβάσιμη μορφή
οργάνωσης, που μπορεί να καταχωρείται
ως νομικό πρόσωπο, προσθέτοντας έτσι
ένα επιπλέον στοιχείο σταθερότητας.
Σε αντίθεση με μια ευρέως διαδεδομένη
άποψη, το «ευχερώς προσβάσιμο» δεν
πρέπει να ερμηνεύεται ως «απλή οργανωτική
και λειτουργική μορφή επιχείρησης».
Η καταχώρηση όχι
μόνο παρέχει την αναγνώριση του
συνεταιρισμού ως νομικού προσώπου από
επιχειρηματικούς εταίρους, αλλά θέτει
επίσης σε λειτουργία μια ευρέως άγνωστη
μετατόπιση οικονομικών κινδύνων,
γεγονός το οποίο μπορεί δώσει ώθηση
στην επιχειρηματική συμπεριφορά και
έτσι να συμβάλει στην οικονομική
ασφάλεια. Από όσο γνωρίζω, η σχέση μεταξύ
της απόδοσης νομικής προσωπικότητας
σε οργανώσεις, από τη μια πλευρά, και
της «(οικονομικά) ριψοκίνδυνης»
συμπεριφοράς, όπως και της ανάπτυξης,
από την άλλη, σπάνια συζητείται. Ο
Fikentscher
αναφέρει συχνά αυτό το link
(βλέπε
Fikentscher,
Wolfgang.
1995. Modes
of Thought.
(Tübinger, Mohr.) pp.183 et passim.
Βλέπε
και
τα
κείμενα
Mary Douglas, Javillier). Τέτοιες
μετατοπίσεις απαιτούν αποτελεσματικές
γραμμές ευθύνης και υπευθυνότητας στη
διάρθρωση του συνεταιρισμού, προκειμένου
οι συνεταιρισμοί, ως νομικά αναγνωρισμένες
επιχειρήσεις, να ανταποκριθούν στην
εμπιστοσύνη που επέδειξαν σε αυτούς
οι επιχειρηματικοί συνεργάτες.
Οι συνεταιρισμοί
έχουν χαμηλό κόστος συναλλαγών, γιατί
τα μέλη είναι και οι κύριοι χρήστες.
βλέπε
Seiser;
Watkins,
σ.54 επ.
Το κόστος λόγω
περίπλοκων δημοκρατικών διαδικασιών
λήψης αποφάσεων
αντισταθμίζεται
από τα πλεονεκτήματα αυτών των διαδικασιών
(βλέπε την πτυχή της «πολιτικής
σταθερότητας» παρακάτω) και μπορεί να
διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα με την
παροχή ενός
αποτελεσματικού
καταμερισμού εξουσιών μεταξύ των
διαφόρων οργάνων του συνεταιρισμού. Η
δημοκρατική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων
οικονομικού χαρακτήρα σε επίπεδο
επιχείρησης, δεν μειώνει την
ανταγωνιστικότητα αυτών των επιχειρήσεων
(βλέπε την
2007/08 Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα,
Bernardi,
σ.16)
Οι συνεταιρισμοί μπορούν
γενικά να βασίζονται στην αφοσίωση των
μελών και άρα στην αφοσίωση και δέσμευση
ως χρηστών.
Οι συνεταιρισμοί
έχουν ένα εγγενές σύστημα έγκαιρης
προειδοποίησης μέσω του τακτικού
ειδικού συνεταιριστικού, οικονομικού,
σχετικού με τη διαχείριση /επίδοση,
κοινωνικού (βλέπε Seiser),
κοινωνιακού ελέγχου και μέσω των
επαγγελματικών συμβουλών. Αυτό ισχύει
βεβαίως μόνο όπου ο νόμος ρυθμίζει
αποτελεσματικά τον έλεγχο, δηλαδή όπου
επιπρόσθετα με τους εκάστοτε κανόνες,
αποτελεσματικοί μηχανισμοί υλοποίησης
έχουν τεθεί. Σχετικά με τον κοινωνιακό
έλεγχο , βλέπε Münkner,
“Bilan
sociétal
- einneuer
Ansatz
zur
Messung
des
Erfolgs
von
Genossenschaften
in
Frankreich”.
Οι συνεταιρισμοί
πρέπει να προτιμούν την παραγωγή
πλεονάσματος (σε συναλλαγές με μέλη
σύμφωνα με συστήματα υπολογισμού των
ειδικών συνεταιριστικών προγραμμάτων
υπολογισμού κόστους) μεγαλύτερου από
το κέρδος (σε συναλλαγές με μη μέλη
σύμφωνα με
εμπορικούς
κανόνες).
Οι περισσότεροι
συνεταιρισμοί είναι ανθρωποκεντρικοί.
Αυτό τους βοηθάει να προσαρμόζονται
στις μεταβαλλόμενες συνθήκες (βλέπε
ανωτέρω για τη σταθερότητά τους στο
χρόνο), ιδίως στην τρέχουσα αλλαγή του
κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής, από το
μοντέλο των αγαθών και υπηρεσιών στο
μοντέλο της γνώσης και από το μοντέλο
των φυσικά σταθερών επιχειρήσεων στο
μοντέλο των εικονικών επιχειρήσεων
(βλέπε ανωτέρω
σχετικά
με την παγκοσμιοποίηση, Μέρος 1, Τμήμα
3, η
βιωσιμότητα
των συνεταιρισμών στην παγκόσμια
οικονομία και νομικά ζητήματα πολιτικής).
Ενώ αληθεύει ότι οι συνεταιρισμοί
αντιμετωπίζουν δυσκολίες όταν πρόκειται
για δραστηριότητες εντάσεως κεφαλαίου,
όπως η παραγωγή γνώσης, καθώς η
κεφαλαιοποίησή τους πάσχει από
μειονεκτήματα (τα δικαιώματα ψήφου δεν
είναι αναλογικά με την επένδυση, και
οι επενδύσεις μη μελών –ακόμη και
επιχειρήσεων μη μελών- περιορίζονται),
είναι εξίσου αληθές ότι η παραγωγή
γνώσης εξαρτάται από τους ανθρώπους,
καθώς η γνώση παράγεται, εφαρμόζεται
και μεταδίδεται από αυτούς και εδώ οι
συνεταιρισμοί έχουν ένα συγκριτικό
πλεονέκτημα. Βλέπε το εμπνευσμένο άρθρο
του Snaith.
Παρομοίως, αλλά περιορισμένο στο
επιχείρημα ότι οι επιχειρήσεις εντάσεως
γνώσεως θα έχουν ένα πλεονέκτημα στο
μέλλον, αν δεν το έχουν ήδη. (Bernardi,
σ.18).
Οι συνεταιρισμοί
συνδέονται συχνά με νομικά διαρθρωμένους
μηχανισμούς διασυνεταιριστικής
αλληλεγγύης, για παράδειγμα τα ταμεία
εγγύησης, τα οποία λειτουργούν σε
περίπτωση οικονομικών δυσκολιών. Βλέπε
Frankfurter
Allgemeine
Zeitung,
7.10.2008, 21: “Nach
1930 hat
kein
Kunde
oder
Gläubiger
einer
Volksbank
durch
Bankinsolvenz
Geld
verloren.”;“Die
verschärften
Eigenkapitalregeln”.
Οι συνεταιρισμοί
έχουν μια κεφαλαιακή διάρθρωση, που
εγγυάται ότι τα βασικά συστατικά μέρη
της, ιδίως οι μερίδες των μελών και τα
αποθεματικά κεφάλαια, δεν είναι κινητή
περιουσία: συνήθως,
οι μερίδες των μελών δεν μπορούν να
μεταβιβαστούν και να πωληθούν και τα
αποθεματικά κεφάλαια είναι τουλάχιστον
μερικώς αδιανέμητα/κλειδωμένα. Και οι
δύο παράγοντες ενισχύουν την τοπική
σταθερότητα. Βλέπε Jeantet.
Το ίδιο σημείο τονίζει η Παγκόσμια
Επιτροπή Κοινωνικής Διάστασης της
Παγκοσμιοποίησης, Γενεύη, ΔΟΕ, 2004 (βλέπε
A
Fair
Globalization:
Creating
opportunities
for
all,
ιδίως
παράγραφο 307).
Σε αντίθεση με τις κεφαλαιουχικές
εταιρείες, οι συνεταιρισμοί δεν μπορούν
εύκολα να αλλάξουν τον τόπο εγκατάστασης
της επιχείρησής τους.
Οι συνεταιρισμοί
έχουν την τάση να επανεπενδύουν τα
θετικά αποτελέσματα των δραστηριοτήτων
τους στο τοπικό επίπεδο, όπου βρίσκονται
τα μέλη τους, επηρεάζοντας, συνεπώς,
θετικά τις τοπικές οικονομίες. Αυτό,
με τη σειρά του, τους βοηθάει να
αναπτυχθούν. Ως παράδειγμα κάποιος
μπορεί να αναφέρει την ιταλική νομοθεσία
σύμφωνα με την οποία τα μέλη των
συνεταιριστικών τραπεζών πρέπει να
έχουν έναν εδαφικό δεσμό. Για
περισσότερα παραδείγματα, βλέπε
Bernardi.
Τα δικαιώματα ψήφου, συνεπώς
και ο έλεγχος, δεν μπορούν να αποκτηθούν
με την αγορά μερίδων, παρά μόνο με την
απόκτηση της ιδιότητας του μέλους.
Το δεσμευμένο κεφάλαιο των
συνεταιρισμών (αδιανέμητα αποθεματικά),
ενώ το ελέγχουν τα μέλη, δεν έχουν
πρόσβαση σε αυτό.
Οι διευθύνοντες τις
υπηρεσίες των συνεταιρισμών πρέπει να
μεριμνούν, ώστε τα αποθεματικά να
εξυπηρετούν τόσο τα παρόντα όσο και τα
μελλοντικά μέλη. Παρουσιάζει ενδιαφέρον
το γεγονός ότι η διαγενεακή αυτή πτυχή
υπήρχε επίσης και στην αφετηρία της
συζήτησης περί βιώσιμης ανάπτυξης.
Ενισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις
την οικονομική ασφάλεια των τοπικών
κοινοτήτων.
Σχετικά με τους
χρηματοπιστωτικούς συνεταιρισμούς:
όσοι καταθέτουν τις αποταμιεύσεις τους
σε μια συνεταιριστική τράπεζα ή σε ένα
αποταμιευτικό και πιστωτικό ίδρυμα
είναι εν δυνάμει και δανειστές, και
καθώς συμμετέχουν στις διαδικασίες
λήψης αποφάσεων, η αξιολόγηση των
κινδύνων, σχετικά τόσο με τον δανεισμό
όσο και με τις επενδύσεις, διαφέρει από
εκείνη των τραπεζών των επενδυτών. Αυτό
θα μπορούσε εν μέρει να εξηγήσει στην
παρούσα κρίση την αρκετά σταθερή
κατάσταση των συνεταιριστικών
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (όχι μόνο
σε περιόδους κρίσεων).
Γενικά, η εκτίμηση
κινδύνου διευκολύνεται μέσω των
επιχειρησιακών πολιτικών, που περιορίζουν
τις χρηματοδοτήσεις σε τοπικά έργα.
(βλέπε για παράδειγμα τους κανονισμούς
/ τα καταστατικά των τραπεζών Raiffeisen
στο Καντόνι της Γενεύης, όπως αναφέρει
η καθημερινή εφημερίδα Tribune
de
Geneve,
25.3.2009, σ. 9).
3.2.2 Οικολογική Ισορροπία
Η
οικολογική ισορροπία διατηρείται πιο
εύκολα από επιχειρήσεις, όπως οι
συνεταιρισμοί, που δεν υποχρεούνται
από νομική άποψη να μεγιστοποιούν την
οικονομική
απόδοση των επενδύσεων,
αποδόσεις που προέρχονται από τη χρήση
μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πάλι,
ένας αριθμός διαρθρωτικών και άλλων
χαρακτηριστικών των συνεταιρισμών
εξωθούν σε αυτό.
Πλαίσιο 6: Χαρακτηριστικά των
συνεταιριστικών επιχειρήσεων
που συμβάλλουν στην
οικολογική ισορροπία
Ένα από τα χαρακτηριστικά
που αφήνουν περιθώρια στους συνεταιρισμούς
για περαιτέρω κοινωνική δικαιοσύνη
είναι η εξισορρόπηση μεταξύ συνεργασίας
και ανταγωνισμού. Αυτό προετοιμάζει σε
μεγάλο βαθμό το έδαφος για ένα αυξημένο
ενδιαφέρον για τη διατήρηση της
οικολογικής ισορροπίας. Περαιτέρω, οι
συνεταιρισμοί συμβάλλουν στη διατήρηση
της οικολογικής ισορροπίας μέσω των
παρακάτω χαρακτηριστικών, μεταξύ άλλων:
με το να έχουν ως
επίκεντρο το μέλος. Αυτό εξασφαλίζει
ότι οι αποφάσεις σχετικά με τις
λειτουργίες της συνεταιριστικής
επιχείρησης είναι περισσότερο διεξοδικές
από εκείνες των κεφαλαιουχικών εταιρειών.
Οι συνεταιρισμοί δεν επιτρέπουν λύσεις
του τύπου «οικονομία ή οικολογία».
Οφείλουν να βρουν λύσεις οικονομικές
και οικολογικές.
με το να καθοδηγούνται
από τα μέλη-χρήστες. Τα μέλη συνεχώς
επαναπροσδιορίζουν τις ανάγκες τους
και με αυτό, πιθανότατα, συμπεριλαμβάνουν
την έγνοια τους για ένα υγιές περιβάλλον
και βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων.
Τα μέλη τείνουν να παίρνουν αποφάσεις
που ισορροπούν μεταξύ της ευημερίας
τους και της ανάγκης για θετικά οικονομικά
αποτελέσματα. Το παράδειγμα του
Συνεταιρισμού Migros
και το ενδιαφέρον του για βιοποικιλότητα
στην εφοδιαστική αλυσίδα των καταναλωτικών
συνεταιρισμών του, μπορεί να χρησιμεύσει
ως παράδειγμα. Βλέπε Migros
marazine,
8.9.2008, σ.37
με την εξουδετέρωση
του ρόλου του κεφαλαίου. Η ανάπτυξη
ορίζεται κοινώς ως το αποτέλεσμα ενός
ευνοϊκού συνδυασμού κεφαλαίου,
τεχνολογίας και εργασίας. Ο πεπερασμένος
χαρακτήρας των φυσικών, μη ανανεώσιμων
πηγών, που αποτελούν τη βάση του
μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής μας,
δεν είναι μέρος της «εξίσωσης». Όπου ο
ρόλος του κεφαλαίου εξουδετερώνεται,
δηλαδή όπου η οικονομική απόδοση των
επενδύσεων, που θεωρείται ως ο βασικός
δείκτης μεγέθυνσης, δεν είναι ο βασικός
στόχος της επιχείρησης, και όπου η
παραγωγή καθοδηγείται από τη ζήτηση,
αντί να καθοδηγείται από την προσφορά,(;)
η πίεση για να χρησιμοποιηθούν αυτές
οι πηγές για την επίτευξη μεγέθυνσης
μειώνεται. Παρά τις περισσότερο φιλικές
στο περιβάλλον τεχνολογίες, που έχουν
αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες,
και που κατέστησαν δυνατή την αύξηση
της παραγωγικότητας χρησιμοποιώντας
λιγότερους πόρους ανά μονάδα, εξακολουθεί
ωστόσο να ισχύει το γεγονός ότι η
κατανάλωση ενέργειας αυξάνει μέσω του
σωρευτικού αποτελέσματος της αύξησης
της κατά κεφαλήν κατανάλωσης ενέργειας
και της αύξησης του αριθμού ανθρώπων
που ζουν σε αυτόν τον πλανήτη. Βλέπε
Becerra,
σ.97, Schiffer
με τη διαγενεακή
αλληλεγγύη. Ένα ακόμη στοιχείο που
συμβάλλει στη διατήρηση της οικολογικής
ισορροπίας είναι η διαγενεακή αλληλεγγύη,
που επιτυγχάνεται από την αδιανέμητη
φύση των αποθεματικών κεφαλαίων, που
τροφοδοτούνται από το σύνολο των κερδών
και ένα μέρος των πλεονασμάτων (βλέπε
Μέρος 3, Τμήμα 6.2, Διανομή πλεονάσματος),
και διέπονται επίσης από την υποχρέωση
των καθ’ ύλην υπεύθυνων να διαχειρίζονται
τα περιουσιακά στοιχεία και υπέρ των
μελλοντικών μελών.
με την από κοινού
εκτέλεση εργασιών. Για παράδειγμα, η
κοινή μεταφορά εμπορευμάτων μειώνει
τη ρύπανση. Συνεταιρισμοί μεταφορών,
όπως ο Ελβετικός συνεταιρισμός
«Mobility»,
είναι παραδείγματα του ότι αυτό είναι
ένα παράπλευρο αποτέλεσμα του βασικού
τους σκοπού. (δανεισμένη ιδέα από τον
Andreas
Kappes
κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικού σεμιναρίου
στο ITC,
το Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης της ΔΟΕ
στο Τουρίνο)
με την εισαγωγή ενός
κοινωνιακού ελέγχου που περιλαμβάνει
οικολογικές αξιολογήσεις της επίδοσης
των συνεταιρισμών. Βλέπε Münkner,
“Bilan
societal”.
3.2.3 Κοινωνική Δικαιοσύνη
Η
κοινωνική δικαιοσύνη υλοποιείται όπου
υλοποιείται το ανθρώπινο δικαίωμα
συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων σχετικά
με την παραγωγή και κατανομή του πλούτου.
Επιχειρήσεις με δημοκρατική διάρθρωση,
όπως οι συνεταιρισμοί, διαθέτουν την
απαραίτητη οργανωτική δομή για να
οργανώσουν αυτή την συμμετοχή .
Αποτελεί κεντρική ιδέα του καταστατικού
της ΔΟΕ, να μην αφήσει την οικονομική
και κοινωνική ανάπτυξη να διαχωριστούν,
εξ ου και η προσήλωση της ΔΟΕ στην
ανάπτυξη των συνεταιρισμών εν γένει
και ειδικότερα στην συνεταιριστική
νομοθεσία.
Πλαίσιο 7: Χαρακτηριστικά των
συνεταιριστικών επιχειρήσεων
που συμβάλλουν στην
κοινωνική δικαιοσύνη
Η κοινωνική δικαιοσύνη έχει
δύο πτυχές: την ικανοποίηση κοινωνικών
αναγκών και την κοινωνική ισότητα.
Μεταξύ άλλων, τα
παρακάτω χαρακτηριστικά εξασφαλίζουν
ότι οι συνεταιρισμοί λαμβάνουν υπόψη
τις κοινωνικές ανάγκες των μελών τους:
ο διεθνώς αναγνωρισμένος
ορισμός των συνεταιρισμών, απαιτεί
(νομικά) από αυτούς να ικανοποιούν «τις
οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές
ανάγκες και προσδοκίες των μελών».
Βλέπε για παράδειγμα Σύσταση 193 της
ΔΟΕ, Παράγραφος 2)
τα μέλη ορίζουν από
μόνα τους αυτές τις ανάγκες και τους
τρόπους ικανοποίησής τους. Κατά πόσο
οι συνεταιρισμοί πετυχαίνουν να
πραγματοποιήσουν αυτόν τον σκοπό,
αξιολογείται μέσω του εξειδικευμένου
συνεταιριστικού ελέγχου.
ο σκοπός των
συνεταιρισμών είναι η προώθηση των
μελών, κι όχι η μεγιστοποίηση της
οικονομικής απόδοσης των οικονομικών
επενδύσεων.
η επιλογή μεταξύ «μεγέθυνσης
ή ισοτιμίας» στρέφεται προς την ισοτιμία,
καθώς ο ρόλος του κεφαλαίου έχει
εξουδετερωθεί
οι αποφάσεις
λαμβάνονται σύμφωνα με την αρχή ένα
μέλος/μια ψήφος, ανεξάρτητα από το ποσό
που έχουν «επενδύσει» τα μέλη
τα κέρδη δε διανέμονται.
Τα πλεονάσματα διανέμονται, όχι ανάλογα
με τις οικονομικές «επενδύσεις» αλλά
ανάλογα με τις συναλλαγές με τον
συνεταιρισμό
τα χαρακτηριστικά
των βασικών συστατικών μερών του
κεφαλαίου, μερίδες των μελών και
αποθεματικά, αποτρέπουν –όπως
προαναφέρθηκε- την αποδιάρθρωση και
επιτρέπουν έτσι να λαμβάνονται
περισσότερο υπόψη οι τοπικές κοινωνικές
ανάγκες
πολλοί συνεταιρισμοί
παρέχουν κάλυψη κοινωνικής ασφάλειας
για τα μέλη τους, διαθέτοντας μέρη του
πλεονάσματος για αυτόν το σκοπό. Ορισμένα
κείμενα το απαιτούν. Βλέπε
για
παράδειγμα
το
αρ.
42 του
2008 Ley marco
para las cooperativas de América Latina (βλέπε
Μέρος
2, Τμήμα
4.1.2.1 Ley marco para las cooperativas de América Latina).
Οι συνεταιρισμοί
επιτυγχάνουν την κοινωνική ισότητα
μέσω, μεταξύ άλλων τρόπων:
του δίκαιου επιμερισμού
του κόστους, του κινδύνου και του οφέλους
και του (συν-) ελέγχου από τα μέλη,
ανεξάρτητα από την οικονομική τους
«επένδυση»
της αρχής της ανοικτής
πόρτας (η αποκαλούμενη «αρχή της ανοικτής
πόρτας» είναι η πρώτη αρχή της ICA,
που συχνά ερμηνεύεται ότι οποιοσδήποτε
μπορεί να συμμετέχει σε έναν συγκεκριμένο
συνεταιρισμό. Συνεπώς, αξίζει να
θυμηθούμε το πλήρες κείμενο της αρχής
αυτής. Αναφέρει ότι: «Εθελοντική και
Ελεύθερη Συμμετοχή. Οι συνεταιρισμοί
είναι εθελοντικές οργανώσεις, ανοικτές
σε όλα τα άτομα που μπορούν να χρησιμοποιούν
τις υπηρεσίες τους και επιθυμούν να
αναλάβουν τις ευθύνες του μέλους, χωρίς
διακρίσεις φύλου, κοινωνικές, φυλετικές,
πολιτικές ή θρησκευτικές».
η αρχή της ανοικτής
πόρτας προσφέρεται για τη δημιουργία
οικονομιών κλίμακας και, με δεδομένο
τον σκοπό των συνεταιρισμών, αλλά και
τα συστήματα διανομής πλεονάσματος,
προσφέρονται για μια ευρύτερη κατανομή
του πλούτου και συνεπώς μια κοινωνική
ισότητα (βλέπε την επιχειρηματολογία
στο τέλος αυτού του Τμήματος). Αυτό
είναι ένα διαρθρωτικό μέσο για μια
αποτελεσματική υλοποίηση του δικαιώματος
συμμετοχής σε πολιτικές διαδικασίες
λήψης αποφάσεων: η δημιουργία της
απαιτούμενης οικονομικής δύναμης, για
το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πολιτών,
πράγμα απαραίτητο, ώστε να μπορέσουν
όλοι να κάνουν ουσιαστική χρήση αυτού
του Ανθρώπινου Δικαιώματος. Η ανάγκη
μείωσης της φτώχειας είναι συνεπώς για
τους συνεταιρισμούς ένα σημάδι αποτυχίας,
καθώς ίσως δεν είχαν πετύχει να αποτρέψουν
τα μέλη τους από το να πέσουν εξαρχής
στη φτώχεια. Η προσέγγισή τους είναι
προσέγγιση πρόληψης της φτώχειας, και
μόνο επικουρικά μείωσης της φτώχειας
η έμφαση των συνεταιρισμών
δίδεται στα φυσικά πρόσωπα-μέλη
η άμεση πρόσβαση
των μελών στη γνώση, καθώς και στα
αποτελέσματα από την έρευνα και την
ανάπτυξη που προέρχονται από τον
συνεταιρισμό τους και
η ισορροπία μεταξύ συνεργασίας
και ανταγωνισμού.
3.2.4 Πολιτική Σταθερότητα
Η
πολιτική σταθερότητα προστίθεται ως η
τέταρτη διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης
καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
κοινωνική δικαιοσύνη. Η πολιτική αστάθεια
είναι πολύ λιγότερο αποτέλεσμα της
φτώχειας από ότι αποτέλεσμα της κοινωνικής
αδικίας. Η πολιτική σταθερότητα, από
την άλλη πλευρά, είναι μια συνάρτηση
της κοινωνικής δικαιοσύνης και της
δυνατότητας συμμετοχής σε δημοκρατικές
διαδικασίες λήψης αποφάσεων, που
επηρεάζουν την καθημερινή ζωή. Η συμμετοχή
είναι εγγενές στοιχείο διάρθρωσης των
γνήσιων συνεταιρισμών. Δεδομένου ότι
συρρικνώνονται οι χώροι όπου η δημοκρατική
συμμετοχή μπορεί να οργανωθεί, οι
επιχειρήσεις συνεταιριστικού τύπου θα
παίξουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο
στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας.
Θα
μπορούσε κανείς να προσθέσει ένα
επιχείρημα μακροοικονομίας, για να
υποστηρίξει το πλέγμα κοινωνικής
δικαιοσύνης /πολιτικής σταθερότητας
με το να επαναλάβει ότι περίπου 1
δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο
είναι μέλη σε έναν συνεταιρισμό. Αν
κάποιος προσθέσει τους οικονομικά
εξαρτώμενους από αυτούς, μπορεί κανείς
να διαβεβαιώσει ότι ένα ποσοστό μεταξύ
του 1/3 και 1/2 του παγκόσμιου πληθυσμού
βελτίωσε τη διαβίωση του μέσω των
συνεταιρισμών, ενώ μόνο 330 εκατομμύρια
άνθρωποι έχουν μετοχές σε κεφαλαιουχικές
εταιρίες.
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ 1
Το Μέρος 1 αφορούσε την εξεύρεση
απάντησης στο ερώτημα: «γιατί
συνεταιρισμοί;». Οι προτεινόμενες
απαντήσεις είναι: χρειαζόμαστε τα
συγκριτικά πλεονεκτήματα των συνεταιρισμών
στην παγκόσμια οικονομία. Χρειαζόμαστε
τη νομική τους διάρθρωση προκειμένου
να είμαστε πιο αποτελεσματικοί να
επιδιώξουμε την επιτακτική ανάγκη της
βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτές οι απαντήσεις
περιέχουν μια έκκληση να σταματήσει η
εταιρειοποίηση των συνεταιρισμών μέσω
της νομοθεσίας. Τα ακόλουθα Μέρη
αναφέρονται στο πώς μπορεί να γίνει
αυτό.