Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Οι έννοιες πλεονάσματα, κέρδη και καθαρό εισόδημα στους συνεταιρισμούς

1

Των Κ. Λ. Παπαγεωργίου2 και Ο. Κλήμη – Καμινάρη3



«Aφετηρία για τη γνώση είναι ο προσδιορισμός
των εννοιών των λέξεων».
(Αντισθένης)


Περίληψη


Στον τομέα της Κοινωνικής Οικονομίας, και ειδικά στους συνεταιρισμούς, χρησιμοποιούνται από τους μελετητές και τους ερευνητές οι όροι «πλεονάσματα», «κέρδη» και «καθαρό εισόδημα». Ωστόσο φαίνεται ότι οι χρήστες των όρων αυτών δεν εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα, όσον αφορά την έννοια των όρων αυτών. Ακόμη, η κοινωνία και οι κρατικές αρχές, αλλά και οι νομοθέτες θα πρέπει να εξοικειωθούν με το περιεχόμενο αυτών των όρων, καθώς συχνά καλούνται να λάβουν αποφάσεις σχετικά με θέματα κοινωνικής οικονομίας. Η διασαφήνιση της έννοιάς τους, αφενός μεν θα διευκολύνει την ανταλλαγή απόψεων από τους ερευνητές και τους σπουδαστές για την αμοιβαία κατανόηση του συνεταιριστικού φαινομένου, αφετέρου δε, και ίσως ακόμα σημαντικότερο, θα καθοδηγήσει όσους χαράσσουν πολιτική να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ειδικότερα ως προς τη φορολόγηση των συνεταιρισμών.
Η παρούσα εργασία υποστηρίζει ότι:
α) οι όροι «πλεονάσματα» και «κέρδη» είναι διαφορετικοί μεταξύ τους,
β) ο όρος «καθαρό εισόδημα» (που χρησιμοποιείται κυρίως στις ΗΠΑ) περιλαμβάνει τόσο τα πλεονάσματα όσο και τα κέρδη,
γ) τα πλεονάσματα στους συνεταιρισμούς θα πρέπει, εξ ορισμού, να απαλλάσσονται από τη φορολογία αλλά τα κέρδη, αν υπάρχουν, δεν θα πρέπει να απαλλάσσονται,
δ) οι συνεταιρισμοί είναι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις,
ε) οι συνεταιρισμοί συνιστούν το σημαντικότερο συστατικό μέρος της κοινωνικής οικονομίας, και
στ) δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ συνεταιρισμών και αλληλασφαλιστικών φορέων όσον αφορά στα πλεονάσματα.

Λέξεις κλειδιά: Συνεταιρισμοί, φορολογία επιχειρήσεων, κέρδη, πλεονάσματα, καθαρό εισόδημα.







1. Εισαγωγή

Παρά το γεγονός ότι οι συνεταιρισμοί δεν εμφανίστηκαν τώρα στον οικονομικό χώρο, και παρά το γεγονός ότι παίζουν ένα αρκετά σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό ρόλο, η φύση τους και το γεγονός ότι αποτελούνται από μίγμα οικονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών, προκαλούν σύγχυση σε όσους βλέπουν τον κόσμο σε άσπρο / μαύρο.
Κατά τη σύνταξη της Συνθήκης της Ρώμης, με την οποία ιδρύθηκε το 1957 η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, έπρεπε να αποφασισθεί εάν οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις είναι «κερδοσκοπικές» ή «μη κερδοσκοπικές». Στο άρθρο 44 (τώρα άρθρο 48) της Συνθήκης4, ορίζεται ότι:
«Ως εταιρείες, νοούνται οι εταιρείες αστικού ή εμπορικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιρισμών και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, με εξαίρεση εκείνων που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό».
Ο πιο πάνω ορισμός επιτρέπει δύο ερμηνείες:
α) ότι οι συνεταιρισμοί εξομοιώνονται με τις συμβατικές επιχειρήσεις, δηλ. είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις,
β) ότι μερικοί συνεταιρισμοί εξομοιώνονται με τις συμβατικές επιχειρήσεις, δηλ. είναι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, ενώ μερικοί άλλοι μπορεί να μην είναι κερδοσκοπικοί φορείς.
Η πρώτη ερμηνεία υιοθετήθηκε από τον ορισμό που δίνεται στις ΗΠΑ για τον Μη Κερδοσκοπικό Τομέα. Αυτό οδήγησε στο να αποκλεισθούν οι συνεταιρισμοί από τον μη κερδοσκοπικό τομέα. Η μελέτη του Ο.Ο.Σ.Α για τον μη κερδοσκοπικό τομέα υιοθέτησε επίσης αυτή την προσέγγιση5. Το πλήθος των εργασιών που έχει εκπονηθεί από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins για τον μη κερδοσκοπικό τομέα6 έχει πολλαπλασιάσει την υιοθέτηση αυτών των ορισμών. Η δεύτερη ερμηνεία έχει υιοθετηθεί από την Ένωση Συνεταιρισμών του Καναδά, κατά την οποία οι συνεταιρισμοί, ανάλογα με το αν διανέμουν ή όχι πλεονάσματα στα μέλη τους, μπορεί να διακρίνονται σε «κερδοσκοπικούς» και «μη κερδοσκοπικούς»7.
Για να εντείνει τη σύγχυση, παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη της Ρώμης κατέταξε τους συνεταιρισμούς (ή μερικούς από αυτούς) στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατατάσσει τους συνεταιρισμούς στην ίδια ομάδα μαζί με τους αλληλασφαλιστικούς φορείς, τα σωματεία και τα ιδρύματα. Επίσης, και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούν τους συνεταιρισμούς ως κύριο συστατικό μέρος του ορισμού που δίνουν στην «Κοινωνική Οικονομία» ή «Τρίτο Τομέα»8. Γενικά μπορεί να λεχθεί ότι δεν υπήρξε ακόμη ομοφωνία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναφορικά με τους συνεταιρισμούς, ως εναλλακτική διατύπωση του όρου μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις προτάθηκε ο όρος «όχι με σκοπό το κέρδος» προσδιορίζοντας τους συνεταιρισμούς ως διακριτές επιχειρήσεις από τις «μη κερδοσκοπικές» (π.χ. τις κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις) τονίζοντας ότι οι συνεταιρισμοί δεν διανέμουν κέρδη στα μέλη τους (δηλαδή μέρισμα με βάση το κεφάλαιο). Σε άλλες περιπτώσεις προτάθηκε να αντικατασταθεί ο όρος «μη κερδοσκοπικός» από τον όρο «δεν διανέμουν κέρδη», μια έννοια σημαντικά διαφορετική.
Πάλι, σε άλλες περιπτώσεις η «μη διανομή κερδών», θεωρείται όρος ταυτόσημος με την μη διανομή πλεονασμάτων. Σε αυτή την περίπτωση οι όροι «κέρδη» και «πλεονάσματα» χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικοί.
Οι συγγραφείς της παρούσας εργασίας είναι πεπεισμένοι ότι για να ξεκαθαριστεί αυτή η κατάσταση πρέπει να γίνει αρχή από τον ορισμό των όρων που χρησιμοποιούνται. Αυτό θα επιχειρηθεί στη συνέχεια με ειδικότερη αναφορά στους συνεταιρισμούς. Αυτό μπορεί να βοηθήσει να γεφυρωθεί η διαφορά που υπάρχει στις έννοιες των όρων μεταξύ του «παλαιού» και του «νέου» κόσμου (Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ) αν και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ασχοληθεί και να διευθετήσει τη διαφορά που υπάρχει στους κόλπους της ανάμεσα στα όσα ορίζονται στο άρθρο 48 της Συνθήκης της Ρώμης και στο ότι συμπεριλαμβάνει τους συνεταιρισμούς στους ποικίλους ορισμούς της για την Κοινωνική Οικονομία.


2. Πώς ορίζεται σήμερα το περιεχόμενο των όρων «κέρδη», «πλεονάσματα» και «καθαρό εισόδημα».

Τόσο οι νομοθέτες, όσο και οι ειδικοί επιστήμονες, που ασχολούνται με τους συνεταιρισμούς χρησιμοποιούν με ποικίλους τρόπους, και συχνά αόριστα, τους όρους «κέρδη», «πλεονάσματα» και «καθαρό εισόδημα». Παρατίθενται πιο κάτω μερικά παραδείγματα, από τα οποία προκύπτει η ποικιλία της χρήσης αυτών των όρων:

  • «Το κέρδος ή η ζημία ενός οικονομικού έτους που προκύπτει για τα μέλη από την έγκριση των ετήσιων ισολογισμών, διανέμεται μεταξύ των μελών........ ανάλογα με το πιστωτικό υπόλοιπό τους, που υπήρχε κατά τη λήξη του προηγουμένου οικονομικού έτους»9.

  • «Τα πλεονάσματα, εάν υπάρξουν, που απομένουν μετά την πρόβλεψη καταβολής περιορισμένης αμοιβής του κεφαλαίου και τη δημιουργία αποθεματικών.........μπορούν να διανεμηθούν σαν μέρισμα (μπόνους) στα μέλη ανάλογα με τη συμμετοχή τους στις δραστηριότητες της παραγωγικής επιχείρησης......»10.

  • «Πλεόνασμα στους συνεταιρισμούς, σημαίνει τα επί πλέον έσοδα, αφού καλυφθούν οι δαπάνες και αφού γίνει η κατάλληλη πρόβλεψη για φόρους, για απόσβεση των περιουσιακών στοιχείων του συνεταιρισμού και για τυχόν απρόβλεπτα στο μέλλον »11.

  • «Σε μια συνεταιριστική επιχείρηση, κάθε πλεόνασμα στο τέλος του οικονομικού έτους διανέμεται στα μέλη ως επιστροφή, ανάλογα με τη συνολική χρήση που έκαναν των υπηρεσιών που προσφέρει ο συνεταιρισμός»12.

  • «Τα καθαρά κέρδη του συνεταιρισμού διατίθενται για τη δημιουργία αποθεματικών και για απόδοση στα μέλη».13

  • «Αν από τα ακαθάριστα έσοδα του συνεταιρισμού, αφαιρεθούν οι κάθε είδους δαπάνες, οι ζημίες, οι αποσβέσεις και οι τόκοι (αν υπάρχουν) των υποχρεωτικών και προαιρετικών μερίδων, το υπόλοιπο που απομένει αποτελεί το διαχειριστικό υπόλοιπο της χρήσης. Το διαχειριστικό υπόλοιπο περιλαμβάνει πλεονάσματα και κέρδη. Τα πλεονάσματα προέρχονται από τις συναλλαγές της συνεταιριστικής οργάνωσης με τα μέλη της. Το πέραν του πλεονάσματος υπόλοιπο λογίζεται ότι προέρχεται από τις συναλλαγές με τρίτους και συνιστά κέρδη».14

  • «Το καθαρό πλεόνασμα δεν λογίζεται ως κέρδος αλλά ως επι πλέον πληρωμή στην οποία έχουν προβεί τα μέλη για τα συναφθέντα δάνεια ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγόρασαν από το συνεταιρισμό και που θεωρείται ότι επιστρέφεται στα μέλη, αν το ποσό αυτό διανέμεται»15.

  • «Πλεονάσματα αποτελούν οποιαδήποτε ποσά απομένουν αφού εξασφαλιστεί σε γενικό αποθεματικό το κεφάλαιο που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων της επιχείρησης»16.

  • «Πλεόνασμα προκύπτει όταν ο συνεταιρισμός είναι σε θέση να παρακρατεί ορισμένα ποσά από τις εισπράξεις από πωλήσεις προϊόντων των μελών ή από αγορές των μελών από το συνεταιρισμό»17.

  • «Στο τέλος κάθε χρόνου, μετά την πληρωμή όλων των δαπανών (π.χ. καταβολή τόκων σε καταθέτες, διαχειριστικές δαπάνες, μισθοί για υπαλληλικό προσωπικό και εισφορές στο αποθεματικό του συνεταιρισμού), ο συνεταιρισμός θα έχει ορισμένες φορές πλεόνασμα ή επί πλέον έσοδα. Αυτά τα πρόσθετα έσοδα δεν αποτελούν κέρδος, αλλά επιστρέφονται αναλογικά σ’ εκείνα τα μέλη, τα οποία κατέβαλαν τόκους για δάνεια. Ο συνεταιρισμός διανέμει αυτή την επιστροφή τόκων ανάλογα με το πόσους τόκους κατέβαλε κάθε δανειολήπτης. Αυτό συμβάλλει στη μείωση του κόστους των δανείων. Το πλεόνασμα μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για αύξηση του επιτοκίου που προσφέρεται στους καταθέτες»18.

  • «Το καθαρό κέρδος των συνεταιρισμών, δηλαδή το πλεόνασμά τους κατανέμεται ως εξής: Το 10% τουλάχιστον πρέπει να διατίθεται για τη χρηματοδότηση κοινωνικών υπηρεσιών στην κοινότητα, όπως είναι η εκπαίδευση, το 20% τουλάχιστον στο αποθεματικό κεφάλαιο του συνεταιρισμού και το 70% κατ’ ανώτατο όριο μπορεί να πιστωθεί στους λογαριασμούς κεφαλαίου (στις μερίδες) των μελών»19.

  • «Πλεόνασμα είναι η διαφορά μεταξύ εσόδων και δαπανών (τόσο για κερδοσκοπικούς όσο και για μη κερδοσκοπικούς φορείς)»20.

  • « Η διάθεση του καθαρού εισοδήματος στα μέλη που συναλλάσσονται με τους συνεταιρισμούς, γίνεται ανάλογα με το ύψος των συναλλαγών»21.

  • «Τα καθαρά περιθώρια κέρδους του συνεταιρισμού μπορούν να διανεμηθούν στα μέλη ως επιστροφές σε χρήμα, ως μη χρηματικές επιστροφές, ως μερίσματα (τόκος) στο κεφάλαιο ή να παραμείνουν ως αδιανέμητο αποθεματικό»22.

  • «To πλεόνασμα είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ των συνολικών εσόδων του συνεταιρισμού και των συνολικών δαπανών του»23.

  • «Πλεόνασμα του συνεταιρισμού, για οποιοδήποτε οικονομικό έτος, σημαίνει το ποσό που απομένει αφού από τις εισπράξεις αφαιρεθούν τα ποσά που αποδίδονται στα μέλη και τους συναλλασσόμενους και προστεθούν τα άλλα έσοδα στο ίδιο οικονομικό έτος»24.

  • «Οι περισσότερες Πολιτείες ακολουθούν ομοσπονδιακούς κανόνες στη φορολόγηση του καθαρού εισοδήματος των συνεταιρισμών…….»25.

Η πιο πάνω μικρή συλλογή αποδεικνύει ότι παρά την τυποποίηση των Συνεταιριστικών Αρχών από τη Διεθνή Συνεταιριστική Ένωση, οι όροι που χρησιμοποιούνται και η έννοια που έχει αποδοθεί σε αυτούς χρησιμοποιήθηκαν διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Αν και φαίνεται ότι υπάρχει γενική συναίνεση για τον τρόπο χρησιμοποίησης των πλεονασμάτων, σύμφωνα με την 3η συνεταιριστική αρχή, ο τρόπος καθορισμού του τι είναι πλεόνασμα (ή κέρδος ή καθαρό εισόδημα) στους συνεταιρισμούς χρειάζεται περαιτέρω διασαφήνιση. Σε ορισμένες περιπτώσεις δηλώνεται σαφώς ότι στους συνεταιρισμούς τα πλεονάσματα δεν είναι κέρδη, αλλά σε άλλες περιπτώσεις οι δύο όροι έχουν την ίδια έννοια.


3. Mία πρόταση για τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ πλεονάσματος και κέρδους

Στις εμπορικές επιχειρήσεις κέρδη είναι τα χρήματα που απομένουν αφού καταβληθούν όλες οι δαπάνες. Είναι η αποζημίωση του επιχειρηματία για την επιχειρηματική του προσπάθεια και για τον επιχειρηματικό κίνδυνο που αναλαμβάνει καθώς και η αποζημίωση της χρήσης του κεφαλαίου του.
Ο επιχειρηματίας στις καθημερινές του δραστηριότητες συναλλάσσεται με συγκεκριμένους όρους με ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (κυρίως εργασίας και κεφαλαίου) και με τους πελάτες του (σχετικά με τις τιμές των τελικών προϊόντων). Ανάλογα με την αποτελεσματικότητά του και την ικανότητά του στις συναλλαγές, υπό κανονικές συνθήκες προσπαθεί να δημιουργηθεί μία διαφορά ανάμεσα στο συνολικό κόστος παραγωγής των αγαθών και υπηρεσιών του και στην τελική τιμή στην οποία κοστολογεί τα αγαθά ή τις υπηρεσίες του. Η σταθερή φιλοδοξία του επιχειρηματία και το μέτρο της επιτυχίας του είναι να μεγιστοποιήσει αυτή τη διαφορά, η οποία είναι αποτέλεσμα της εργασίας του και του κεφαλαίου που έχει χρησιμοποιήσει. Εάν αποδοθεί συγκεκριμένη αμοιβή στην επιχειρηματική του λειτουργία και στη χρήση του κεφαλαίου, ό,τι απομένει είναι κέρδος.
Εάν ο επιχειρηματίας είναι και ιδιοκτήτης του κεφαλαίου που έχει χρησιμοποιηθεί, κάθε κέρδος ανήκει σε αυτόν και μπορεί να επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα το παρουσιάσει, είτε δίνοντας στην επιχειρηματική του λειτουργία μία συγκεκριμένη τιμή, οπότε ό,τι απομένει είναι η αμοιβή του κεφαλαίου, είτε δίνοντας μία συγκεκριμένη αμοιβή στο κεφάλαιο (όπως τραπεζικό τόκο) οπότε το επί πλέον θεωρείται ως αμοιβή της επιχειρηματικής του προσπάθειας. Για τις φορολογικές αρχές είναι αποδεκτή η πρώτη επιλογή.
Εάν ο μάνατζερ είναι υπάλληλος των ιδιοκτητών του κεφαλαίου, το επί πλέον ποσό που προκύπτει μετά την αμοιβή της διαχειριστικής του προσπάθειας, ανήκει στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου. Κανονικά, ο μάνατζερ στοχεύει στη μεγιστοποίηση της απόδοσης του κεφαλαίου και προσδοκά ότι αυτό θα έχει αντίκρισμα στο εισόδημά του, είτε με τη μορφή ενός υψηλότερου μισθού είτε ως επιβράβευση (μπόνους) της επιτυχίας του.
Στην περίπτωση των συνεταιρισμών, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πρώτον, στο κεφάλαιο, είτε κατατεθειμένο από τα μέλη είτε δανειακό, αποδίδεται περιορισμένος (και, σε κάθε περίπτωση, συγκεκριμένος) τόκος. Δεύτερον, κύριο χαρακτηριστικό των συνεταιρισμών είναι ότι ιδιοκτήτες και χρήστες των υπηρεσιών της κοινής επιχείρησης είναι τα ίδια πρόσωπα. Ο συνεταιρισμός διοικείται από μία ομάδα, από μέλη-χρήστες των υπηρεσιών του. Τα ίδια πρόσωπα (μέλη-χρήστες των υπηρεσιών) αναλαμβάνουν κάθε πιθανό κίνδυνο και επίσης τα μέλη συμμετέχουν στις οικονομικές δραστηριότητες του συνεταιρισμού, είτε ως προμηθευτές είτε ως πελάτες ή και τα δύο. Οι διάφορες περιπτώσεις εξετάζονται στη συνέχεια.


3.1
Ο συνεταιρισμός πώλησης
Είναι εύκολο να κατανοήσουμε την περίπτωση π.χ. ενός συνεταιρισμού πώλησης αγροτικών προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή, εκείνο που επιδιώκουν τα μέλη, με τη μεσολάβηση του συνεταιρισμού τους, είναι να επιτύχουν να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην υψηλότερη δυνατή τιμή.
Ο συνεταιρισμός, σ’ αυτή την περίπτωση, δίνει μια προκαταβολή στα μέλη για τα προϊόντα που προσκομίζουν, η οποία είναι όσο πιο κοντά γίνεται στην τιμή με την οποία προσδοκά να πουλήσει τα προϊόντα τους, μείον τις διαχειριστικές του δαπάνες. Το ύψος της προκαταβολής αυτής αποφασίζεται από τα μέλη. Αν, για παράδειγμα, προσδοκάται να πουληθούν τα μήλα στα 60 λεπτά το κιλό και οι διαχειριστικές δαπάνες του συνεταιρισμού υπολογίζεται ότι είναι 10 λεπτά το κιλό. τα μέλη μπορούν να αποφασίσουν να καθορίσουν την προκαταβολή που θα λάβουν στα 50 λεπτά. Εάν όλα κυλήσουν ομαλά, στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης δεν θα υπάρξει στο συνεταιρισμό καμία διαφορά μεταξύ εισπράξεων και δαπανών (μηδενικό πλεόνασμα).
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι συνεταιρισμοί προσπαθούν να λάβουν υπόψη τους τυχόν δυσμενείς εξελίξεις στις τιμές πώλησης των προϊόντων των μελών τους, και γι’ αυτό σε περιπτώσεις όπως η πιο πάνω, αποφασίζουν να προκαταβάλλουν στα μέλη τους, ας πούμε, τιμή 40 λεπτών το κιλό. Εάν η αγορά εξελιχθεί κανονικά, και τα μήλα πουληθούν στα 60 λεπτά, οι διαχειριστικές δαπάνες του συνεταιρισμού θα είναι πάλι στα 10 λεπτά. Σ’ αυτή την περίπτωση ο συνεταιρισμός πρέπει να επιστρέψει στα μέλη του τη διαφορά των 10 λεπτών το κιλό, την οποία είχε προσωρινά παρακρατήσει. Αυτά τα 10 λεπτά πολλαπλασιαζόμενα με τα κιλά που διαχειρίστηκε ο συνεταιρισμός, εμφανίζονται στο τέλος της χρήσης ως πλεόνασμα των εισπράξεων έναντι των δαπανών.
Είναι φανερό ότι αυτό το πλεόνασμα είναι προκύπτει τεχνητά από τη μέθοδο διαχείρισης που χρησιμοποιείται και είναι στη δικαιοδοσία των μελών να αποφασίσουν (ή να κάνουν εκ των προτέρων εκτίμηση) για το μέγεθός του. Υπάρχει και εναλλακτική επιλογή για τους συνεταιρισμούς: να δίνουν προκαταβολές υψηλότερες από τις τιμές που επικρατούν στην αγορά και στο τέλος της χρήσης να ζητούν από τα μέλη τους να καλύψουν το έλλειμμα που θα προκύψει (αρνητικό πλεόνασμα).


3.2 
Ο προμηθευτικός συνεταιρισμός
Η περίπτωση ενός αγροτικού προμηθευτικού συνεταιρισμού είναι ακόμα πιο ξεκάθαρη. Ο συνεταιρισμός εφοδιάζει τα μέλη του με χημικά λιπάσματα, με σκοπό να επωφεληθούν τα μέλη από τη χαμηλότερη χονδρική τιμή που θα διαπραγματευθεί ο συνεταιρισμός με το εργοστάσιο παραγωγής. Αυτές οι χαμηλότερες τιμές είναι ο κυριότερος λόγος για τη συγκρότηση μιας κοινής επιχείρησης, όπως ο συνεταιρισμός.
Αφού γίνουν γνωστές από το εργοστάσιο οι τιμές αγοράς, ο συνεταιρισμός πρέπει να καθορίσει τις τιμές πώλησης του λιπάσματος στα μέλη του, λαμβάνοντας υπόψη τα μεταφορικά, τις δαπάνες αποθήκευσης και τα άλλα διαχειριστικά του έξοδα. Εάν η τιμή αγοράς από το εργοστάσιο είναι 30 λεπτά το κιλό και όλα τα διαχειριστικά έξοδα περίπου 10 λεπτά το κιλό, ο συνεταιρισμός θα προτείνει να διαθέσει στα μέλη του το λίπασμα προς 40 λεπτά το κιλό ή και κάτι παραπάνω. Λειτουργώντας με επιμέλεια, ο συνεταιρισμός υποθέτουμε ότι καθορίζει την τιμή πώλησης στα 45 λεπτά για να παραχθεί ένα πλεόνασμα που θα παραμείνει στο συνεταιρισμό για ανάπτυξη και βελτίωση των δραστηριοτήτων του. Το παραπάνω ποσό των 5 λεπτών το κιλό είναι μία εθελοντική εισφορά, ένα είδος επένδυσης κεφαλαίου που προσφέρεται στο συνεταιρισμό από τα μέλη. Η άλλη επιλογή που έχουν τα μέλη είναι να πληρώσουν 40 λεπτά το κιλό για το λίπασμα (που θα έχει ως αποτέλεσμα μηδενικό πλεόνασμα) και αργότερα, στο τέλος της χρήσης, να καταβάλουν στο συνεταιρισμό 5 λεπτά το κιλό για περαιτέρω ανάπτυξη του συνεταιρισμού.
Προφανώς, πάλι, πλεόνασμα είναι ένα σκόπιμα δημιουργούμενο κεφάλαιο που αποφασίζεται από τα μέλη, στα οποία είναι διαθέσιμη η εναλλακτική επιλογή να το μηδενίσουν (δηλ. να μην το δημιουργήσουν).
Συνήθως, ο προμηθευτικός συνεταιρισμός έχει συναλλαγές και με μη μέλη, χρεώνοντάς τα με τις ίδιες ή υψηλότερες τιμές. Σ’ αυτή την περίπτωση η διαφορά που υπάρχει μεταξύ της τιμής πώλησης και του κόστους για τον συνεταιρισμό δεν μπορεί να εξηγηθεί όπως στη περίπτωση της συναλλαγής του συνεταιρισμού με τα μέλη του που προαναφέρθηκε. Η διαφορά που προκύπτει σ’ αυτή την περίπτωση συνιστά κέρδος (όχι πλεόνασμα), διότι ο συνεταιρισμός λειτουργεί ως ένας διαμεσολαβητής μεταξύ του ιδιώτη πωλητή (εταιρεία λιπασμάτων) και του πελάτη (μη μέλος), δηλαδή όπως ακριβώς γίνεται σε κάθε άλλη συμβατική ιδιωτική επιχείρηση. Δεν υπάρχει συναλλαγή του συνεταιρισμού με μέλος.
Συμπερασματικά, στην περίπτωση του προμηθευτικού συνεταιρισμού, μπορεί να έχουμε ταυτόχρονα την ύπαρξη τόσο πλεονασμάτων όσο και κερδών, σε διάφορες κάθε φορά ποσοστιαίες αναλογίες.


3.3 
Ο συνεταιρισμός εργασίας
Ο συνεταιρισμός εργασίας έχει σκοπό να επιτύχει καλύτερες αμοιβές για την εργασία των μελών του, με την ενσωμάτωση στην εργασία τους του επιχειρηματικού ρίσκου και της ανάλογης ανταμοιβής, εάν ο συνεταιρισμός αποδειχθεί επιτυχής. Αφού πληρώσει ο συνεταιρισμός για υλικά, ενοίκια, αποσβέσεις παγίων στοιχείων κλπ., το εναπομένον ποσό αποδίδεται στην εργασία.
Ο συνεταιρισμός εργασίας κανονικά προϋποθέτει εργασία σε διάφορα επίπεδα και εξειδικεύσεις. Οι αποδοχές από την εργασία των μελών μπορεί να είναι αντίστοιχες ή όχι αντίστοιχες με αυτές που προσφέρει η αγορά. Αυτές που ισχύουν στην η αγορά θα πρέπει να θεωρούνται ως οι ελάχιστες, αν ο συνεταιρισμός έχει κάποιο λόγο ύπαρξης.
Ένας επιτυχημένος συνεταιρισμός αμείβει καλύτερα τους εργαζόμενους-μέλη του από όσο η αγορά. Τεχνικά αυτό προέρχεται από το δημιουργούμενο πλεόνασμα δημιουργεί πλεονάσματα (δηλ. το ακαθάριστο εισόδημα είναι υψηλότερο από τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των αρχικών αμοιβών των εργαζόμενων-μελών του). Η ύπαρξη πλεονάσματος αποτελεί ένδειξη ότι η εργασία των εργαζόμενων μελών έχει τιμολογηθεί λιγότερο από την αξία της και για το λόγο αυτό το πλεόνασμα αποδίδεται στα μέλη σε αναλογία με την αρχική αμοιβή τους.
Εφόσον, στους συνεταιρισμούς εργασίας η απόφαση καθορισμού του ύψους των αμοιβών και των μισθών των εργαζόμενων-μελών λαμβάνεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους-μέλη, είναι φανερό ότι το ύψος αυτό μπορεί να καθορισθεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο, με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται κανένα πλεόνασμα στο τέλος της χρήσης. Το πλεόνασμα είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας να τιμολογηθεί με ακρίβεια η υπηρεσία που προσφέρεται από τους εργαζόμενους-μέλη του συνεταιρισμού.
Στην περίπτωση που ο συνεταιρισμός εργασίας απασχολεί μη-μέλη (π.χ. εποχικούς εργάτες) η διαφορά που προκύπτει αφού αφαιρεθούν όλες οι δαπάνες συνιστά, το οποίο θα πρέπει να τύχει διαφορετικής μεταχείρισης και σε καμιά περίπτωση να διανεμηθεί στα μέλη.
3.4 Συνεταιριστικό σούπερ-μάρκετ αγροτικού συνεταιρισμού
Πιο σύνθετη είναι η περίπτωση ενός σούπερ-μάρκετ αγροτικού συνεταιρισμού, όπου τα μέλη του μπορεί να εμφανίζονται και ως προμηθευτές και ως πελάτες.
Το συνεταιριστικό σούπερ-μάρκετ που ανήκει σε αγροτικό συνεταιρισμό παραγωγών πουλά τόσο τα αγροτικά προϊόντα των μελών του, αλλά επίσης και πολλά άλλα προϊόντα που τα προμηθεύεται από τρίτους (μη-μέλη).
Το σούπερ-μάρκετ προμηθεύεται προϊόντα από τα μέλη του και από μη-μέλη και πουλά επίσης προϊόντα σε μέλη και σε μη-μέλη. Υποθέτουμε ότι για κάθε ένα προϊόν, το σούπερ-μάρκετ επιτυγχάνει να έχει μία θετική διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης και του συνολικού κόστους.
΄Όταν το σούπερ-μάρκετ πουλά π.χ. ελαιόλαδο των μελών του σε αγοραστές μη-μέλη έχουμε την περίπτωση του συνεταιρισμού πώλησης που παρουσιάστηκε προηγουμένως (στο 3.1.).
Όταν το συνεταιριστικό σούπερ-μάρκετ πουλά σε μέλη π.χ. απορρυπαντικά που προέρχονται από μία χημική βιομηχανία, έχουμε την περίπτωση του προμηθευτικού συνεταιρισμού που παρουσιάστηκε στο 3.2.
Όταν το συνεταιριστικό σούπερ-μάρκετ πουλά π.χ. ελαιόλαδο ενός παραγωγού μέλους σε άλλο μέλος-πελάτη, εάν υπάρξει διαφορά μεταξύ τιμής και κόστους, αυτή συνιστά πάλι πλεόνασμα το οποίο πρέπει να διανεμηθεί ανάλογα στο μέλος-προμηθευτή και στο μέλος-πελάτη, σε αναλογίες που χρειάζεται να διερευνηθούν περαιτέρω εάν θέλουμε να επωφεληθούν δίκαια και οι δύο πλευρές.
Όταν το συνεταιριστικό σούπερ-μάρκετ πουλά σε τρίτους μη-μέλη πχ. απορρυπαντικά που προέρχονται από μία χημική βιομηχανία, συμπεριφέρεται ακριβώς σαν κάθε άλλη συμβατική κερδοσκοπική επιχείρηση. Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ τιμής και κόστους συνιστά κέρδος.
Στο πιο κάτω διάγραμμα μπορεί να φανεί ο συνδυασμός αυτών των συναλλαγών:





Συμπερασματικά, όπου μεσολαβεί συναλλαγή του συνεταιρισμού με μέλη του, οποιαδήποτε θετική διαφορά προκύπτει μεταξύ εισπράξεων και δαπανών συνιστά πλεόνασμα, το οποίο ισοδυναμεί με εθελοντική εισφορά των μελών στο συνεταιρισμό. Το ποσό αυτό μπορεί να διανεμηθεί στα μέλη ως επιστρεφόμενο πλεόνασμα. Όταν δεν μεσολαβεί συναλλαγή με μέλος, τότε προκύπτει κέρδος. Όπως το διατυπώνει ο D. Cobia26 «Τα επιστρεφόμενα πλεονάσματα πρέπει να θεωρούνται ως προσαρμογή των τιμών. Προκύπτουν σε έναν προμηθευτικό συνεταιρισμό ως αποτέλεσμα υπερβολικής επιβάρυνσης των μελών για τα είδη που προμηθεύονται ή σε έναν συνεταιρισμό πώλησης όταν καταβάλλει χαμηλότερες τιμές στα μέλη του που έχουν παραδώσει το προϊόν τους προς πώληση. Ο M. Abrahamsen27 διαβεβαιώνει επίσης ότι «…. τα πλεονάσματα προκύπτουν διότι οι συνεταιρισμοί, όπως και οι περισσότερες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να καθορίσουν το ακριβές διαχειριστικό κόστος την στιγμή που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα μέλη τους. Γι’ αυτό, για λόγους σιγουριάς (δηλ. για να μην υποστούν ζημιές) οι συνεταιρισμοί προτιμούν να κοστολογούν τις υπηρεσίες τους με μεγαλύτερα περιθώρια, ώστε οι εισπράξεις να είναι μεγαλύτερες από τις δαπάνες». Και πιο κάτω «… οι συνεταιρισμοί που επιστρέφουν πλεονάσματα στα μέλη, δεν έχουν κέρδη από την επιχειρηματική δραστηριότητα».
Όταν δεν μεσολαβεί μέλος στη συναλλαγή του συνεταιρισμού (ή με άλλα λόγια όταν ο συνεταιρισμός ενεργεί ως μεσολαβητής μεταξύ τρίτων), η διαφορά που προκύπτει μεταξύ εισπράξεων και δαπανών συνιστά κέρδος. Αυτή η καθαρή διαφορά μεταξύ πλεονασμάτων και κερδών μπορεί καλύτερα να στηρίξει τη θέση του Y. Levi28, ότι οι συνεταιρισμοί είναι μη κερδοσκοπικοί φορείς και γι’ αυτό το λόγο οι μελετητές του Πανεπιστημίου Johns Hopkins θα έπρεπε να τους εντάσσουν στον μη-κερδοσκοπικό τομέα.
Εάν η προτεινόμενη εξειδίκευση των όρων “πλεόνασμα” και “κέρδος” γίνει αποδεκτή, θα είναι εύλογο να διατηρηθεί ο όρος “καθαρό εισόδημα” (net income) ως ένας ευρύτερος όρος που περικλείει τους δύο προηγούμενους Πράγματι, έτσι χρησιμοποιείται στις Η.Π.Α., όπου τα καταστατικά των συνεταιρισμών προβλέπουν επιστροφές τόσο σε μέλη όσο και σε μη-μέλη πελάτες. Με την προσέγγιση που προτείνεται εδώ, τα κέρδη αποτελούν το τμήμα του καθαρού εισοδήματος που προκύπτει από συναλλαγές με πελάτες μη-μέλη.


4. Οι επιπτώσεις της αναγνώρισης της ειδικής φύσης της έννοιας του πλεονάσματος
Σε δύο περιπτώσεις κυρίως αναμένεται να έχει επιπτώσεις η αναγνώριση της ειδικής φύσης του πλεονάσματος στους συνεταιρισμούς:
α) στη φορολογική μεταχείριση των συνεταιρισμών και
β) στην αναγνώριση των συνεταιρισμών ως μη κερδοσκοπικών φορέων ή ως φορέων που δεν έχουν σκοπό το κέρδος.


4.1. Η φορολογική μεταχείριση των συνεταιρισμών

Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) το θέμα της φορολογίας των συνεταιρισμών αντιμετωπίζεται από τις φορολογικές αρχές με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Σύμφωνα με τον πρώτο, αναγνωρίζεται (ρητώς ή εμμέσως) η ειδική φύση των πλεονασμάτων στους συνεταιρισμούς, (ότι δηλαδή προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τα μέλη του), και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απαλλάσσονται οι συνεταιρισμοί από τη φορολογία εισοδήματος στο επίπεδο του νομικού προσώπου. Σύμφωνα με τον δεύτερο τρόπο, οι συνεταιρισμοί εξομοιώνονται με όλες τις επιχειρήσεις και έχουν την ίδια με αυτές φορολογική μεταχείριση. Σύμφωνα με τον τρίτο τρόπο αντιμετώπισης, κάποιες κατηγορίες συνεταιρισμών ή κάποιες δραστηριότητές τους απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος στο επίπεδο του νομικού προσώπου.
Σχετικά με την Ε.Ε. (των 15)29 στη Γερμανία, στην Ολλανδία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στην Δανία και στην Ελλάδα (από το έτος 2000) τα πλεονάσματα (που μπορεί να αναφέρονται και ως «κέρδη») των συνεταιρισμών που προέρχονται από τις συναλλαγές τους με τα μέλη τους, απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος στο επίπεδο του νομικού προσώπου. Στη Δανία, όταν οι συνεταιρισμοί εμφανίζουν και συναλλαγές με μη-μέλη, που για τρία συνεχή έτη να υπερβαίνουν το 25% του συνόλου των συναλλαγών τους, έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση με τις μεγάλες συμβατικές επιχειρήσεις, προφανώς επειδή το μέρος του κέρδους είναι σημαντικό και δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να διαχωριστούν τα πλεονάσματα από τα κέρδη.
Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί στη Γερμανία και στην Ολλανδία θεωρούνται προέκταση των ατομικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων των μελών τους. Οι επιστροφές πλεονασμάτων προστίθενται στο προσωπικό εισόδημα των μελών και φορολογούνται μόνο εκεί.
Οι συνεταιρισμοί έχουν την ίδια με τις συμβατικές επιχειρήσεις φορολογική μεταχείριση στην Αυστρία και στην Ιρλανδία. Στην Ιρλανδία οι συνεταιρισμοί μέχρι το 1994 είχαν ειδική φορολογική μεταχείριση.
Ενδιάμεση φορολογική μεταχείριση απολαμβάνουν οι συνεταιρισμοί στις υπόλοιπες 15 χώρες της Ε.Ε. Στο Βέλγιο τα «κέρδη» που διανέμονται στα μέλη ως μερίσματα, απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος μέχρι το ποσό των 130 ευρώ ανά μέλος. Τα υπόλοιπα φορολογούνται με συντελεστή 25% ή 15% για μερίδες που εκδόθηκαν μετά την 1.1.1994.
Στην Ισπανία, οι αναγνωρισμένοι (προστατευόμενοι) συνεταιρισμοί, απολαμβάνουν φορολογικά πλεονεκτήματα, όπως μειωμένο φορολογικό συντελεστή 20%. Με τον μειωμένο αυτόν συντελεστή φορολογούνται τα «κέρδη» που προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τα μέλη του, εφόσον οι συναλλαγές αυτές υπερβαίνουν το 50% του συνόλου των συναλλαγών του συνεταιρισμού.
Στην Πορτογαλία οι συνεταιρισμοί υπάγονται στο φορολογικό σύστημα που ισχύει για τις εταιρείες. Στους αγροτικούς συνεταιρισμούς τα πλεονάσματα που προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τα μέλη του, απαλλάσσονται από τους άμεσους φόρους. Ανάλογη είναι η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου ένας αγροτικός συνεταιρισμός μπορεί να εξαιρεθεί από τη φορολογία εισοδήματος εάν ο Φορολογικός Επιθεωρητής χαρακτηρίσει τον συνεταιρισμό ως φορέα αλληλοβοήθειας (mutual status).
Στη Γαλλία οι συνεταιρισμοί που ασκούν ορισμένες δραστηριότητες (όπως από κοινού χρήση γεωργικών μηχανημάτων, τεχνητή γονιμοποίηση ή παραγωγή κρασιού) απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος. ‘Αλλοι συνεταιρισμοί φορολογούνται στο επίπεδο του νομικού προσώπου, στο οποίο όμως ο καταλογιζόμενος φόρος μειώνεται κατά 50%. Δεν επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στο επίπεδο του συνεταιρισμού για τα επιστρεφόμενα στα μέλη ποσά που προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τα μέλη του. Κέρδη που προέρχονται από συναλλαγές με τρίτα πρόσωπα δεν απαλλάσσονται.
Στην Ιταλία ο συντελεστής φόρου για τους συνεταιρισμούς είναι χαμηλότερος από αυτόν τον οποίο πληρώνουν οι εταιρείες κεφαλαίου ( ο φόρος εισοδήματος των εταιρειών είναι 37% και ο τοπικός φόρος είναι 16%). Οι συνεταιρισμοί απαλλάσσονται από αυτούς τους φόρους εφόσον οι επιστροφές στα μέλη συνιστούν ποσοστό μεγαλύτερο του 60% της προστιθέμενης αξίας. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί απαλλάσσονται από τους άμεσους φόρους όταν εκτρέφουν ζώα σε γη που ανήκει σε μέλη (τουλάχιστον 25%) ή όταν διαχειρίζονται, επεξεργάζονται και πουλούν τουλάχιστον το 25% των φυτικών και ζωικών προϊόντων ή ζώων που παραδίδουν τα μέλη.
Στο Λουξεμβούργο οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και οι συνεταιρισμοί πώλησης απολαμβάνουν απαλλαγές από τη φορολογία εφόσον ασχολούνται με δραστηριότητες κοινής χρήσης μηχανημάτων ή εγκαταστάσεων ή με την αγορά και επεξεργασία γεωργικών ή δασικών προϊόντων που προέρχονται από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις των μελών τους.
Τέλος στην Ελλάδα, οι αστικοί συνεταιρισμοί έχουν την ίδια με τις συμβατικές επιχειρήσεις φορολογική μεταχείριση. Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί απαλλάσσονται από τη φορολογία των πλεονασμάτων που προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τα μέλη του, αλλά φορολογούνται κανονικά για τα κέρδη που προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με μη-μέλη.
Η προηγηθείσα επισκόπηση της φορολογικής μεταχείρισης των συνεταιρισμών στην Ε.Ε.-15 δείχνει ότι, με εξαίρεση μικρό αριθμό χωρών, η φορολογική μεταχείριση των συνεταιρισμών είναι συνάρτηση επιλογών πολιτικής. Αυτό εξηγεί και την διαφορετική μεταχείριση των γεωργικών συνεταιρισμών από τις φορολογικές αρχές, παρά το γεγονός ότι όλοι οι συνεταιρισμοί ακολουθούν τους ίδιους κανόνες (Αρχές). Επιπροσθέτως, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σε μια χώρα όπως η Γαλλία, επιτρέπεται επιστροφή στα μέλη ποσών που προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τρίτους. Ανάλογη μεταχείριση φαίνεται να υποκρύπτεται και στους κανόνες που εφαρμόζουν άλλες χώρες
Κατόπιν αυτών, τείνει κανείς να συμπεράνει ότι είτε «οι συνεταιρισμοί έχουν ελάχιστα ή ανεπαρκώς κατανοηθεί»30 είτε ότι κάποιες κυβερνήσεις επιλέγουν να παρουσιάζουν ως παραχώρηση μια φορολογική μεταχείριση την δικαιούνται με βάση τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους.
4.2 Η αναγνώριση των συνεταιρισμών ως μη-κερδοσκοπικών επιχειρήσεων

Οι νομοθέτες και μελετητές που αναγνωρίζουν την διαφορετική φυσιογνωμία των συνεταιρισμών, και ως εκ τούτου υποστηρίζουν να απαλλάσσονται τα πλεονάσματα (ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγονται) από τη φορολογία εισοδήματος στο επίπεδο του νομικού προσώπου, ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι τα πλεονάσματα δεν συνιστούν κέρδος με τη συνήθη έννοια του όρου. Αποτελούν μία επιστροφή χρημάτων που προήλθαν από την υπερβολική επιβάρυνση του μέλους για την υπηρεσία του συνεταιρισμού που χρησιμοποίησε, διότι έγινε λάθος εκτίμηση του κόστους της ή διότι έτσι επέλεξαν να κάνουν τα ίδια τα μέλη.
Τα μέλη π.χ. ενός προμηθευτικού συνεταιρισμού καταφέρνουν από κοινού να αγοράσουν το λίπασμα που χρειάζονται σε χαμηλότερη τιμή, διότι αγοράζουν μεγάλη ποσότητα. Είναι σαν να λέμε, ότι τα 500 μέλη ενός συνεταιρισμού επισκέπτονται τη βιομηχανία λιπασμάτων και ζητούν έκπτωση στην καθορισμένη τιμή. Σε διαφορετική περίπτωση θα απευθυνθούν σε άλλη εταιρεία. Εάν επιτύχουν στις διαπραγματεύσεις, είναι λογικό να φορολογηθούν για την έκπτωση αυτή που πέτυχαν; (διότι αν τα μέλη καταβάλουν στον συνεταιρισμό τους την συνήθη τιμή, η έκπτωση θα εμφανιστεί ως πλεόνασμα στο τέλος της χρήσης).
Εκεί όπου αναγνωρίζεται αυτή η απλή αλήθεια, τα πλεονάσματα που προέρχονται από τις συναλλαγές του μέλους με το συνεταιρισμό του εξαιρούνται από τη φορολογία στο επίπεδο του νομικού προσώπου. Εάν τα πλεονάσματα επιστρέφονται στα μέλη, προστίθενται στα προσωπικά εισοδήματα των μελών και φορολογούνται εκεί ως προσωπικό εισόδημα. Ο Φορολογικός Κώδικας (Internal Revenue Code) των Η.Π.Α. προβλέπει την ενιαία φορολογική μεταχείριση των συνεταιρισμών31, όπως κάνουν και πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 που προαναφέρθηκαν.
Κατόπιν τούτων, μπορούν να καταταγούν οι συνεταιρισμοί στις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν κέρδη κατά τις συναλλαγές με τα μέλη τους. Όταν οι συνεταιρισμοί αναλαμβάνουν δραστηριότητες παρόμοιες με εκείνες των «εταιρειών ή συμβατικών επιχειρήσεων» (ορολογία που χρησιμοποιείται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση) τότε πραγματοποιούν κέρδη. Όταν αυτή η τελευταία δραστηριότητά τους αποτελεί μικρό ποσοστό της εν γένει δραστηριότητάς τους, η κατάταξη των συνεταιρισμών, στις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν κέρδη δεν μπορεί να αλλάξει.


5. Συνεταιρισμοί και Κοινωνική Οικονομία
Αν κάποιος φτιάχνει ένα κουτί, ο ίδιος αποφασίζει αν θα το φτιάξει μικρό ή μεγάλο. Επίσης, αν κάποιος χωρίσει σε τμήματα μια συνεχή μεταβλητή, ο ίδιος καθορίζει με ποια κριτήρια θα γίνει η κατάτμηση. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι σωστό ή λάθος το να ορίσουμε την Κοινωνική Οικονομία και το περιεχόμενό της με διαφορετικό τρόπο από εκείνον για π.χ. τον μη-κερδοσκοπικό τομέα. Είναι έργο των μελετητών να διερευνήσουν κατά πόσο τα συστατικά μέρη αυτών των δύο ομάδων συμπίπτουν ή διαφέρουν. Είναι συχνά, ακόμη και μάταιο να προσπαθείς να συμβιβάσεις τους τίτλους που έχουν μπει στα «κουτιά». Πιο χρήσιμο είναι να ασχοληθεί κανείς με τα κριτήρια που ακολουθήθηκαν για να συμπεριληφθεί κάτι ή να εξαιρεθεί από το «κουτί».
Ο Β. Lorendahl32 έχει κάνει μία επίπονη προσπάθεια για να ρίξει λίγο φως στη «σαλάτα των όρων και στην ποικιλομορφία των ορισμών», όπως αναφέρει (δανειζόμενος την έκφραση από τον Perri (1994) και καταλήγει ως εξής: «Οι συνεταιρισμοί είναι ένα συστατικό τμήμα της Κοινωνικής Οικονομίας και συνεπώς του τρίτου τομέα, αλλά δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στο «ideel” (ειδικός σουηδικός νομικός όρος) ή στον μη- κερδοσκοπικό τομέα». Αυτή η άποψη συμπίπτει με την άποψη των Salamon και Anheier (1992). Αλλά δεν φαίνεται επιθυμητό, όπως αυτοί οι συγγραφείς προτείνουν, να θεωρούνται μέρος του επιχειρηματικού τομέα. Ο λόγος είναι η ιδιαίτερη φυσιογνωμία τους και οι αξίες τις οποίες πρεσβεύουν, όντας «ενώσεις προσώπων» παρά «ενώσεις κεφαλαίων» και πάνω απ’ όλα – αναφορικά με τη συζήτηση για τον ορισμό που προηγήθηκε – όντας φορείς που δεν διαδέτουν κέρδη.
Για να μπορέσει να συμφωνήσει με τους Salamon και Anheier, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι συνεταιρισμοί δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στον μη-κερδοσκοπικό τομέα, ο Lorendahl έχει εμμέσως δεχθεί ότι τα πλεονάσματα είναι ταυτόσημα με τα κέρδη. ΄Ετσι έφτασε στο συμπέρασμα ότι οι συνεταιρισμοί ανήκουν στον επιχειρηματικό τομέα, κάτι για το οποίο, όμως, είχε αντιρρήσεις.
Στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα εάν ένας συνεταιρισμός είναι μη-κερδοσκοπικός, και χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων «κέρδος» και «πλεόνασμα», η ΄Ενωση Συνεταιρισμών του Καναδά και το Συμβούλιο Συνεργατισμού του Καναδά33 συμπεραίνουν ότι: «ο συνεταιρισμός μπορεί να αποφασίσει να μην διανέμει καθόλου πλεονάσματα και ως εκ τούτου, σε κάποιες περιπτώσεις, θα ανταποκρίνεται προς τον ορισμό του μη-κερδοσκοπικού φορέα. Στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να υπάρχουν δύο είδη συνεταιρισμών:
  • οι συνεταιρισμοί με σκοπό το κέρδος, εκείνοι δηλαδή που, με τη μορφή επισστροφών, διανέμουν στα μέλη τους τα πλεονάσματα διαχείρισης ανάλογα με τις συναλλαγές του μέλους με τον συνεταιρισμό του κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, και
  • οι συνεταιρισμοί που δεν έχουν σκοπό το κέρδος, εκείνοι δηλαδή στους οποίους τα πλεονάσματα διαχείρισης της επιχείρησης δεν διανέμονται στα μέλη αλλά πρέπει ολόκληρο το ποσό να χρησιμοποιείται για τη δημιουργία γενικού αποθεματικού (όπως για παράδειγμα οι στεγαστικοί, οι ημερήσιας φροντίδας, οι υγείας και άλλοι παρόμοιοι συνεταιρισμοί).
Εάν γίνει μια τέτοια διάκριση, κάποιοι συνεταιρισμοί θα έχουν τα επιζητούμενα χαρακτηριστικά για να συμπεριληφθούν στην «Κοινωνική Οικονομία» και κάποιοι άλλοι δεν θα τα έχουν, διότι δεν θα ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές34.
Επιπλέον, εάν οι συνεταιρισμοί ορίσουν ως λειτουργικό κανόνα τους το ότι τα πλεονάσματα που προέρχονται από τις συναλλαγές των μελών με την οργάνωσή τους δεν θα διανέμονται στα μέλη, τότε θα παρεκκλίνουν και από τις παγκόσμια αποδεκτές Διεθνείς Συνεταιριστικές Αρχές, που έχουν υιοθετηθεί από τη Διεθνή Συνεταιριστική ΄Ενωση ως αρχές που αποτελούν αναγνωριστικά στοιχεία των συνεταιρισμών και επίσης θα παρεκκλίνουν από τις βασικές αρχές της Ροτσντέιλ. Επιπρόσθετα, ένα τέτοιο κριτήριο είναι ασταθές, γιατί είναι δυνατόν ένας συνεταιρισμός να αποδεχθεί μεν την αρχή της μη διανομής πλεονασμάτων και συγχρόνως να προσπαθεί να μην δημιουργούνται πλεονάσματα στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου ή αυτά να είναι ασήμαντα.
Από τα παραπάνω φαίνεται λογικό να συμπεράνουμε ότι με την αποδοχή του προτεινόμενου από την παρούσα εργασία ορισμού των πλεονασμάτων και των κερδών, γίνεται σαφές ότι οι συνεταιρισμοί είναι «μη κερδοσκοπικοί», είναι φορείς που «δεν διανέμουν κέρδη» και είναι «επιχερήσεις που δεν έχουν σκοπό το κέρδος» ακόμα και αν πραγματοποιούν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, κάποια κέρδη που δεν προέρχονται από τις συναλλαγές του μέλους με την οργάνωσή του και τα οποία δεν ανήκουν στα μέλη και δεν διανέμονται σε αυτά.
Σύμφωνα με τους ορισμούς της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης35 , οι συνεταιρισμοί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Κοινωνικής Οικονομίας, μαζί με τα αλληλασφαλιστικά ταμεία, τα σωματεία και τα ιδρύματα, γιατί το «κουτί» έχει κατασκευασθεί για να συμπεριλάβει φορείς που έχουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά:
  1. Κύριος σκοπός τους δεν είναι να αποκομίσουν κέρδη από την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Είναι από τη φύση τους τμήμα της οικονομίας στην οποία μετέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι επιχειρήσεις αυτές δημιουργούνται από και για εκείνους που έχουν κοινές ανάγκες και λογοδοτούν σε εκείνους τους οποίους έχουν ταχθεί να υπηρετούν.
  2. Τις υποθέσεις τους διαχειρίζονται διοικήσεις που εκλέγονται με βάση την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος».
  3. Είναι ευέλικτοι και καινοτόμοι. Οι επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας δημιουργούνται για να αντιμετωπίσουν τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
  4. Οι περισσότεροι στηρίζονται στην εθελοντική συμμετοχή, την εγγραφή μελών και τη δέσμευσή τους.
Σε μια πιο συνοπτική μορφή, ο J. Defourny36 παρουσιάζει τα διακριτά χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Οικονομίας ως εξής: απουσία κερδοσκοπικών κινήτρων, ελεύθερη συμμετοχή, δημοκρατική διοίκηση και ανεξαρτησία από το δημόσιο.
Παραμένοντας η Κοινωνική Οικονομία στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση ως μία «διφορούμενη και ασαφής έννοια» κατά με τον J.L. Monzon Campos37, συχνά χρησιμοποιείται ως όρος συνώνυμος με τον τρίτο τομέα, και με κύρια συστατικά μέρη τους συνεταιρισμούς, τα αλληλασφαλιστικά ταμεία, τα σωματεία και τα ιδρύματα. Όμως, σύμφωνα με τη μελέτη του OECD για τον μη κερδοσκοπικό τομέα, οι συνεταιρισμοί δεν αποτελούν συστατικό μέρος του τρίτου τομέα38.



6. Συνεταιρισμοί και Αλληλασφαλιστικά Ταμεία
Οι περισσότεροι από τους κανόνες των αλληλασφαλιστικών ταμείων είναι ίδιοι με τους κανόνες των συνεταιρισμών. Διαφορά εντοπίζεται στην οικονομική συμμετοχή των μελών. Στους συνεταιρισμούς τα μέλη καταθέτουν το κεφάλαιο και το κεφάλαιο αυτό είναι μεταβλητό (λόγω της δυνατότητας εισόδου νέων μελών ή της αποχώρησης παλαιών). Τα πλεονάσματα στους συνεταιρισμούς χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του συνεταιρισμού ή για την υποστήριξη άλλων δραστηριοτήτων που εγκρίνουν τα μέλη ή επιστρέφονται στα μέλη ανάλογα με τις συναλλαγές τους με το συνεταιρισμό.
Τα αλληλασφαλιστικά ταμεία συνήθως δεν διαθέτουν κεφάλαια προερχόμενα από μερίδες. Χρεώνουν τα μέλη τους για υπηρεσίες που τους προσφέρονται. Για να καλύψουν τις δαπάνες τους χρειάζεται να χρεώσουν τα μέλη ακριβώς με το κόστος των υπηρεσιών ή με κάτι παραπάνω, εάν θέλουν να είναι εξασφαλισμένα ή αν θέλουν να βελτιώσουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν στα μέλη τους.
Συνήθως, τα αλληλασφαλιστικά ταμεία δεν διανέμουν πλεονάσματα στα μέλη (αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως πχ. στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία)
Επανερχόμενοι στον προσδιορισμό της έννοιας του πλεονάσματος στους συνεταιρισμούς, όπου τα πλεονάσματα είχαν ορισθεί ως το επιπλέον του κόστους ποσό που καταβάλουν τα μέλη για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που αγοράζουν από το συνεταιρισμό τους, δεν διαφαίνεται διαφορά μεταξύ συνεταιρισμών και αλληλασφαλιστικών ταμείων ως προς το σημείο αυτό. Και οι δύο φορείς μπορούν να κρατήσουν τα πλεονάσματα σε μηδενικό επίπεδο ή αντίθετα να το αυξήσουν σημαντικά, εάν αυτό επιθυμούν. Ουσιαστικά, η δυνατότητα που παρέχεται στους συνεταιρισμούς να διανέμουν τα πλεονάσματα σε εκείνους που κάνουν χρήση των υπηρεσιών τους, τους καθιστά πιο ευέλικτους.
Εάν η πιο πάνω επιχειρηματολογία είναι σωστή και αν τα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία, που λειτουργούν με τη μορφή αλληλασφαλιστικών φορέων κατατάσσονται στους μη-κερδοσκοπικούς οργανισμούς, δημιουργείται η απορία γιατί οι συνεταιρισμοί θα πρέπει να καταταγούν διαφορετικά.


Συμπέρασμα
Η συνεταιριστική βιβλιογραφία πρέπει να τυποποιήσει τις έννοιες των όρων που χρησιμοποιούνται, ιδιαίτερα σε σχέση με την οικονομική λειτουργία των συνεταιρισμών.
Αν ο όρος «πλεόνασμα» στους συνεταιρισμούς χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να δηλώσει το πρόσθετο τίμημα που καταβάλλουν τα μέλη για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προμηθεύονται από τον συνεταιρισμό τους ή για να δηλώσει τα ποσά που παρακρατεί ο συνεταιρισμός από τα μέλη του για τα αγαθά που αυτά προσφέρουν στο συνεταιρισμό τους, θα καταστεί σαφές ότι οι συνεταιρισμοί είναι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και θα δικαιούνται να απαιτήσουν την κατάλληλη μεταχείριση και αναγνώριση από τους νομοθέτες και την κοινωνία.








Bιβλιογραφία

Βιβλία

  • Abrahamsen, M.A., (1976), Cooperative Business Enterprise, McGraw Hill Book Company, N.Y., Ch. 16.
  • Cobia, D.W. Distribution of Net Income, in D. Cobia (ed.), Co-operatives in Agriculture, Prentice Hall, New Jersey, 1989, Ch. 13.
  • Defourny, J., The origins, forms and roles of the Third Major Sector, in J. Defourny – J.L. Monzon Campos, Economie Sociale – The Third Sector, (eds) CIRIEC, 1992
  • Defourny-J.L. Monzon Campos, Economie Sociale – The Third Sector, (eds) CIRIEC, 1992.
  • DIES, Co-operative Movements in the European Union, 2000, Paris 2001.
  • Monzon Campos, J.L., The Social Economy – The Third Sector in an evolving system, in J. Defourny – J.L. Monzon Campos, Economie Sociale – The Third Sector, (eds) CIRIEC, 1992.
  • OECD, The Non-profit Sector in a Changing Economy, 2003.

Περιοδικά
  • Detilleux, J.-C. and Naett,C.,- Co-operatives and International Accounting Standards – The case of IAS 32 in RECMA, French Co-operatives, Europe and Globalisation, Oct. 2006, p. 42.
  • Lorendahl, B., Integrating the Public and Co-operative/ Social Economy – Towards a New Swedish Model, Annals of Public and Co-operative Economics, 68, 3, 1997.

Διάφορα
  • Βouchard, M. et al. Database on Social Economy Organizations:The Qualification Criteria, Chair Recherche en Economie Sociale, Working Papers of the Canada Research Chair on the Social Economy, June 2006.
  • Canadian Co-operative Association – What is a Co-operative, www.coopzone.coop.
  • Consolidated Versions of the Treaty on European Union and of the Treaty Establishing the Economic Community.
  • Cook, M.C., Ratchford, B. and Griffin, B., How Agricultural Co-operatives are Taxed, University of Missouri, Department of Agricultural Economics (http://extension.missouri.edu/xplor/agguides/agecon/g00903.html)
  • Co-operative Act, 1992, New South Wales, www.austlii.edu.au/legis/nsu/ consol_act.
  • Co-operative law of India (The Companies (Amendment) Act, 2002).
  • Co-operative Societies Act, 1973, Germany, section 19.
  • Davidmann, M., Mondragon Co-operatives, Coop Study 7,
  • European Conference on the Prospects of Social Economy within the Framework of Sustainable Development – European Resolutions, 2001 or CECOP discussion document for developing a common position addressed to European Social Economy organisations.
  • FAO Mobilizing capital in Agricultural Service Co-operatives,
  • Galor Zvi, Dividing the results in a co-operative and the participation of members (www.coopgalor.com)
  • Government of Canada, Canada Enterprises, Co-operative Business Structure, www.canadabusiness.ca/servlet.
  • Eλληνικός ν. 1667/1986 για τους Αστικούς Συνεταιρισμούς.
  • Ελληνικός ν. 2810/2000 για τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς.
  • Levi, Y., 2005, How non-profit and social economy can co-exist: A co-operative perspective, paper presented at the ICA XXI International Co-operative Research Conference, Cork, Ireland, August 2005.
  • Salamon, L. et al. Global Civil Society –Dimensions of the Nonprofit Sector, The Johns’ Hopkins Centre for Civil Society Studies, Baltimore MD, 1999.
  • Salamon, L.M. et al. The Emerging Sector Revisited – A Summary, The Johns’ Hopkins Comparative Nonprofit Sector Project, Phase II, 1999.
  • The Cooperative Act – Manitoba, http://web2.gov.mb.ca/laws/statutes/ccsm/c223e.php
  • UN, Centre for Human Settlements: Six Guiding Principles of Co-operative Financial Organizations, www.gdrc.org/icm//six-coop.
  • USDA, Co-operative Information Report 55, Co-ops 101- An introduction to Co-operatives, 1997.


















.
1 Απόδοση στην ελληνική του “On surpluses, profits and net incomes in co-operatives” από το περιοδικό “The International Journal of Cooperative Management”, Vol. 4, No 1, September 2008.
2 Ομότιμος Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
3 Λέκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών
4 Consolidated Version of the Treaty on European Union and of the Treaty Establishing the Economic Community.
5 Ο.Ε.C.D., The Non-profit Sector in Changing Economy, 2003.
6 Bλ. Salomon, L. et al. Global Civil Society – Dimensions of the Nonprofit Sector, The Johns’ Hopkins Centre for Civil Society Studies, Baltimore MD, 1999, και Salamon, L.M. et al. The Emerging Sector Revisited – A Summary, The Johns’ Hopkins Comparative Nonprofit Sector Project, Rhase II, 1999.
7 Βλ. Bouchard, M. Et al. Database on Social Economy Organizations: The Qualification Criteria, Chair Recherche en Economie Sociale, Working Papers of the Canada Research Chair on the Social Economy, June 2006.
8 Βλ. European Conference on the Prospects of Social Economy within the Framework of Sustainable Development – European Resolutions, 2001 ή CECOP discussion document for developing a common position addressed to European Social Economy organisations.
9 Cooperative Societies Act, 1973, Germany, section 19.
10 Co-operative law of India (The Companies (Amendment) Act, 2002). Άρθρο 581Ε, παρ. 3.
11 Co-operative Act, 1992, New South Wales, www.austlii.edu.au/legis/nsu/ consol_act.
12 Government of Canada, Canada Enterprises, Co-operative Business Structure, www.canadabusiness.ca/servlet.
13 ΄Αρθρο 9 του ελληνικού υπ’ αριθμ. 1667/1986 νόμου γιά τους αστικούς συνεταιρισμούς.
14 ΄Αρθρο 19 του ελληνικού υπ’ αριθμ. 2810/2000 νόμου γιά τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
15 Law of the Philippines, ΄Αρθρο 86, www.lettercover.com/category/co-operative-constitution-by-laws.
16 Canadian Co-operative Association – What is a Co-operative, www.coopzone.coop.
17 F.A.O. Mobilizing capital in Agricultural Service Cooperatives (www.fao.org/docrep/003/w5069e/
w5069e07).
18 U.N. Centre for Human Settlements: Six Guiding Principles of Cooperative Financial Organizations, (www.gdrc.org/icm//six-coop).
19 Βλ. Davidmann, M., Mondragon Cooperatives, Coop Study 7, (www.solbaram.org/articles/mondra).
20 Levi, Y., 2005, How non-profit and social economy can co-exist: A co-operative perspective, paper presented at the ICA XXI International Co-operative Research Conference, Cork, Ireland, August 2005.
21 Goodrich, D.W., Inside a Farmers Cooperative of North America, Inc. Works (www.afcna.com/
content/view/90/88/).
22 Cook, M.C., Ratchford, B. and Griffin, B., How Agricultural Co-operatives are Taxed, University of Missouri, Department of Agricultural Economics (http://extension.missouri.edu/xplor/ agguides/agecon/g00903.html)
23 Galor Zvi, Dividing the results in a co-operative and the participation of members (www.coopgalor.com)
24 The Cooperative Act – Manitoba. http://web2.gov.mb.ca/laws/statutes/ccsm/c223e.php
25 USDA – Cooperative Financing and Taxation, Cooperative Information Report 1, 1995.
26 Βλ. Cobia, D.W., Distribution of Net Income, στο Cobia, D. (ed), Cooperatives in Agriculture, Prentice Hall, New Jersey, 1989, Ch. 13.
27 Βλ. Abrahamsen, M.A., (1976), Cooperative Business Enterprise, McGraw Hill Book Company, N.Y., Ch. 16.
28 Y. Levi, (2005), How non-profit and social economy can co-exist: A co-operative perspective, paper presented at the ICA XXI International Co-operative Research Conference, Cork, Ireland, August 2005.“

29 Βλ. DIES, Co-operative Movements in the European Union, 2000, Paris 2001.
30 Detilleux, J.-C. and Naett, C., Cooperatives and International Accounting Standards – The case of IAS 32 in RECMA, French Cooperatives, Europe and Globalisation, Oct. 2006, p. 42.
31 USDA, Cooperative Information Report 55, Co-ops 101 – An Introduction to Cooperatives, 1997.
32 Integrating the Public and Cooperative / Social Economy – Towards a New Swedish Model, Annals of Public and Cooperative Economics, 68,3,1997.
33 www.coopzone.coop
34 Βλ. Bouchard, M. et al. Database on Social Economy Organizations: The Qualification Criteria, Chair Recherche en Economie Sociale, Working Papers of the Canada Research Chair on the Social Economy, June 2006.
35 http://europa.eu.int/comm/enterprise/entrepreneurship/coop/introduction
36 Βλ. Defourny, J., The origins, forms and roles of the Third Major Sector, στο J. Defourny- J.L. Monzon Campos, Economie Sociale – The Third Sector, (eds),CIRIEC, 1992.
37 Βλ. Monzon Campos, J.L., The Social Economy – The Third Sector in an evolving system, στο J. Defourny-J.L. Monzon Campos, Economie Sociale-The Third Sector, (eds),CIRIEC, 1992.


38 Βλ. OECD, The Non-Profit Sector in a changing Economy, OECD, 2003.