Κανένας
δεν αμφιβάλλει ότι η χώρα μας βρίσκεται
σε πολύ σοβαρή πολύπλευρη κρίση. Ότι
χρειάζεται συσπείρωση και δραστηριοποίηση
με αναπτυξιακό προσανατολισμό για να
ξεπεραστούν τα τεράστια προβλήματα που
έχουν συσσωρευτεί. Οι διέξοδοι που
προσφέρονται είναι περιορισμένες και
συγκεκριμένες. Από επιστήμονες και
πολιτικούς αναφέρονται κυρίως ο
τουρισμός, η ναυτιλία και γεωργία, χωρίς
να υποτιμώνται άλλοι τομείς.
Η
γεωργία διέρχεται δύσκολη περίοδο και
η τάση αντιστροφής της εγκατάλειψης
μέσω της ενασχόλησης νέων και επιστημόνων
είναι μεν ενθαρρυντική αλλά δεν είναι
δυνατό να θεραπεύσει τις παθογένειες
του τομέα, οι οποίες συνίστανται στη
σημαντική αύξηση των τιμών των εισροών,
οπότε το κόστος παραγωγής αυξάνεται,
ενώ οι τιμές στα χέρια των παραγωγών
παραμένουν στάσιμες ή και μειώνονται,
χωρίς από την μείωση αυτή να επωφελούνται
οι καταναλωτές, λόγω του μεγάλου
ανοίγματος της ψαλίδας των τιμών μεταξύ
παραγωγού και καταναλωτή. Έτσι, σε μια
χώρα που χαρακτηριζόταν ως γεωργική,
σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές
χώρες, με το καθεστώς της παγκοσμιοποίησης
οι χαμηλότερες τιμές των εισαγόμενων
γεωργικών προϊόντων καθιστούν ασύμφορη
την ελληνική παραγωγή.
Με
δεδομένη την ανωτέρω εικόνα, η οποία
εδώ εκτίθεται με τηλεγραφική διατύπωση,
εύλογο είναι να τεθεί ως στόχος της
ελληνικής πολιτείας η ενδυνάμωση του
γεωργικού τομέα, ώστε να καταστεί
ανταγωνιστικός σε πολλούς από τους
κλάδους του, στους οποίους μπορεί να
δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Αυτός ο στόχος πρέπει να επιτευχθεί με
τις δικές μας δυνάμεις, δεδομένου ότι
οι υπάρχουσες ενισχύσεις είναι ανεπαρκείς
και μάλλον θα περιορίζονται σε βάθος
χρόνου, ενώ εθνικές ενισχύσεις είναι
αδιανόητες ακόμη και αν ήταν επιτρεπτές.
Ερωτάται,
με ποιον τρόπο μπορεί ο γεωργικός τομέας
να αποκτήσει ή να αυξήσει την
ανταγωνιστικότητά του. Η απάντηση
στρέφεται προς τη μείωση του κόστους
παραγωγής και στην αύξηση της τιμής
πώλησης των προϊόντων από τον παραγωγό,
ταυτόχρονα.
Ένα
σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής
αποτελούν τα φάρμακα, τα λιπάσματα, οι
ζωοτροφές, τα καύσιμα, οι σπόροι, οι
τόκοι δανείων, οι αποσβέσεις του
κεφαλαίου, κλπ. Για τις υλικές εισροές,
η συλλογική οργάνωση των παραγωγών σε
συνεταιρισμούς μπορεί να παίξει πολύ
σημαντικό ρόλο, όπως έπαιζε στο παρελθόν
ή και πολύ σημαντικότερο. Αυτό άλλωστε
συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες, ώστε να καταλήγουν να εξάγουν
γεωργικά προϊόντα και στη «γεωργική»
Ελλάδα.
Η
άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η
βελτίωση της τιμής που απολαμβάνουν οι
γεωργοί. Και στην περίπτωση αυτή, η από
κοινού διάθεση της παραγωγής μπορεί να
εξασφαλίσει καλύτερες τιμές, διότι
αυξάνεται η διαπραγματευτική δύναμη
των παραγωγών έναντι των αγοραστών των
προϊόντων τους, χωρίς, κατ’ ανάγκη να
αυξηθεί η τιμή του καταναλωτή, αφού θα
εξακολουθεί να λειτουργεί ο ανταγωνισμός
στην αγορά μεταξύ εισαγόμενων και
εγχώριων προϊόντων.
Ακόμα
και στον δανεισμό των παραγωγών από τις
τράπεζες, μπορούν οι συνεταιρισμοί να
συμβάλλουν στην επίτευξη καλύτερων
όρων δανεισμού, όταν λειτουργούν ως
συγκροτημένες υπεύθυνες επιχειρηματικές
μονάδες και ακόμη περισσότερο όταν
μεγάλος αριθμός συνεταιρισμών ενεργούν
από κοινού. Τα παραδείγματα από τον
ευρωπαϊκό χώρο είναι πολλά και πολύ
σημαντικά. Η ύπαρξη συνεταιριστικών
τραπεζών, μέσω των οποίων εξασφαλίζονται
ευνοϊκοί όροι δανεισμού του γεωργικού
τομέα, αποτελεί την απάντηση στη μείωση
του κόστους της χρηματοδότησης.
Τα
προαναφερθέντα δείχνουν πόσο σημαντικός
μπορεί να αποδειχθεί ο συνεταιριστικός
θεσμός για την ελληνική γεωργία και
πόσο υπεύθυνα πρέπει να αντιμετωπισθεί
το θέμα της νομοθεσίας για τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς, ενός θεσμού που
δεινοπάθησε στα χέρια των κομμάτων, που
προτάσσουν κατά κανόνα τις κομματικές
σκοπιμότητες, τις ιδεοληψίες και τις
εμμονές των νομοθετούντων έναντι του
συμφέροντος της χώρας.
Το
γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε έναν
καινούργιο συνεταιριστικό νόμο κάθε
5-6 χρόνια, κατά μέσο όρο την τελευταία
35ετία, δείχνει πολλά, ιδίως αν αυτό
συνδεθεί με την κατάρρευση ολόκληρης
της συνεταιριστικής κίνησης κατά την
ίδια περίοδο.
Από
την άνοδο της σημερινής Κυβέρνησης στην
εξουσία, επιχειρείται η κατάρτιση νέου
νόμου για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς
από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης
και Τροφίμων και άλλου γενικού
συνεταιριστικού νόμου από το Υπουργείο
Εργασίας.
Όπως
αναφέρθηκε στο Σημείωμα του Συντονιστή
Έκδοσης αυτού του περιοδικού, σήμερα
υπάρχουν σημαντικά κείμενα, που καθοδηγούν
τους νομοθέτες για την κατάρτιση νόμου
συμβατού με τις παγκόσμιες αξίες και
αρχές, αλλά και ειδικοί στα συνεταιριστικά
θέματα φορείς και επιστήμονες στο
εξωτερικό, πρόθυμοι να βοηθήσουν, ακόμη
και χωρίς δική μας επιβάρυνση. Όμως,
όπως και στην προηγούμενη περίπτωση
του Νόμου Σκανδαλίδη, η αίσθηση επάρκειας
από κάποιους κομματικούς παράγοντες,
παράγει τραγελαφικά αποτελέσματα,
καταστροφικά για τον γεωργικό τομέα
και τους αγρότες. Το ότι εκ των υστέρων
τιμωρούνται πολιτικά οι ερασιτέχνες
νομοθέτες, δεν αποζημιώνει τη ζημιά που
γίνεται.
Δεν
παραβλέπεται εδώ ότι και η ευθύνη της
ηγεσίας των αγροτών είναι εξίσου μεγάλη.
Η ευθύνη της, σύμφωνα με τη σύγχρονη
ορολογία, αποτελεί «παράπλευρη απώλεια»,
καθόσον έχασε την αξιοπιστία της όταν
επί πολλά χρόνια υποδεικνυόταν και
αναδεικνυόταν από τους κομματικούς
μηχανισμούς.
Τώρα,
που, παρά τα επιφαινόμενα, η χώρα έχει
ενταχθεί στις «νεόπτωχες», τα παιχνίδια
με την τύχη της δεν επιτρέπονται. Η
ανάγκη για ισχυρούς, σταθερούς και
σύγχρονους θεσμούς αποτελεί εθνική
ανάγκη. Και ο συνεταιριστικός θεσμός
μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο θεσμό
ανόρθωσης του ελληνικού γεωργικού
τομέα.
Κ.
Παπαγεωργίου