Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Συμβολαιακή γεωργία


Η γεωργική παραγωγή αντιμετωπίζει δύο σοβαρούς κινδύνους. Τον κίνδυνο κατά τη διαδικασία της παραγωγής (απόκαιρικές συνθήκες, εχθρούς και ασθένειες) και τον κίνδυνο της διάθεσης (περιοριμένη ζήτηση, χαμηλές τιμές,εκμετάλλευση από μεσάζοντες ,κλπ.). Η γεωργία είναι "εργοστάσιο χωρίς στέγη", δίδασκε παλαιός Καθηγητής της Γεωπονικής Σχολής. Είναι όμως και το εργοστάσιο που ξεκινά την παραγωγή χωρίς να έχει εξασφαλίσει ότι υπάρχει αγοραστής και σε ποιο επίπεδο θα διαμορφωθεί η τιμή.
Η Συμβολαιακή Γεωργία αποτελεί ένα βήμα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των κινδύνων διάθεσης της παραγωγής. Ο παραγωγός συμβάλλεται με τον αγοραστή του προϊόντος του, συνάπτοντας συμφωνία με την οποία αυτός εκ των προτέρων δεσμεύεται να παραδώσει το προϊόν του στον αγοραστή σε προκαθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη ποιότητα. Ο αγοραστής αναλαμβάνει να αγοράσει το προϊόν με τους προκαθορισμένους όρους.
Τόσο ο έντυπος όσο και ο ηλεκτρονικός τύπος προβάλλουν τελευταίως τη Συμβολαιακή Γεωργία,την οποία υποστηρίζουν τουλάχιστον δύο τράπεζες. Με ειδικά προγράμματα, οι τράπεζες χρηματοδοτούν τις εταιρείες ή και συνεταιριστικές οργανώσεις που συμβάλλονται με παραγωγούς για την απορρόφηση των προϊόντων τους. Χρηματοδοτούν, επίσης, τους παραγωγούς για την κάλυψη των παραγωγικών δαπανών τους μέχρι τη συγκομιδή, εφόσον έχουν συνάψει συμβόλαιο με τον αγοραστή των προϊόντων τους.
Προφανώς, η σύναψη συμβολαίου που αποσκοπεί στην απαλλαγή του παραγωγού από τον κίνδυνο της αγοράς, αποτελεί ένα βήμα διασφάλισής του, ώστε να σταθεροποιηθεί σε κάποιο βαθμό το εισόδημά του. Το ερώτημα που γεννάται αναφέρεται στους όρους του συμβολαίου, ιδιαίτερα αναφορικά με την τιμή. Οι συμβαλλόμενοι από την πλευρά των αγοραστών είναι μεγάλες εταιρείες μεταποίησης και εμπορίας γεωργικών προϊόντων και από την πλευρά των πωλητών είναι οι αγρότες παραγωγοί, καθένας για τον εαυτό του. Στις περιπτώσεις αυτές, οι όροι θέτονται από τους αγοραστές, ενώ οι πωλητές έχουν τη δυνατότητα να τους αποδεχθούν ή όχι.
Οι όροι,αφού διαμορφώνονται από τους αγοραστές, προφανώς ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους. Το αδύνατιο μέρος είναι οι παραγωγοί. Η διαπραγματευτική τους δύναμη είναι αμελητέα, ιδίως όταν πιέζονται από τη δυσλειτουργία της αγοράς με τους ενδιαμέσους και την αμφιβολία ως προς την εξόφληση της αξίας των προϊότων που έχουν παραλάβει.
Εδώ έρχεται το θέμα των συνεταιρισμών. Ευχής έργο θα ήταν οι ίδιοι οι συνεταιρισμοί να αναλαμβάνουν τη διαχείριση των προϊόντων που παράγουν τα μέλη τους αλλά εάν αυτό δεν συμβαίνει, να ενεργούν τουλάχιστον ως όργανα συλλογικής διαπραγμάτευσης με τους αγοραστές, για λογαριασμότων μελών τους. Εκπροσοπώντας μεγάλες ποσότητες, οι οισυνεταιρισμοί θα μπορούσαν να διαπραγματεύονται τους όρους του συμβολαίου, ώστε οι όροι αυτοί να είναι αμφίπλευρα ωφέλιμοι, δηλ. για τους πωλητές και για τους αγοραστές.
Όμως, οι περισσότεροι συνεταιρισμοί σήμερα δεν παρεμβαίνουν στην αγορά ούτε για συλλογική διαπραγμάτευση. Η διάλυση και εκκαθάριση των σημαντικότερων συνεταιριστικών επιχειρήσεων και η ταυτόχρονη συκοφάντηση του συνεταιριστικού θεσμού, έχουν στερήσει τους παραγωγούς από μια προστατευτική ασπίδα. Από την πλευρά τους, οι αρμόδιοι για την αγροτική και τη συνεταιριστική πολιτική έχουν καταστεί απλοί παρατηρητές της κατάστασης των συνεταιρισμών, την οποία ηθελημένα ή όχι προκάλεσαν, αμέσως ή εμμέσως.

Άραγε,θα βρεθούν οι δυνάμεις να επαναφέρουν τους συνεταιρισμούς στον ουσιαστικό τους ρόλο;



Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου,
Ομότιμος Καθηγητής Συνεταιριστικής Οικονομίας
Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών