Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Mητροπούλου Α. – «Η έννοια του κοινωνικού χαρακτήρα του συνεταιρισμού»

 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ

 

Ανδριανή –Άννα Μητροπούλου

Δικηγόρος  τ. Νομικός Σύμβουλος ΠΑΣΕΓΕΣ.

 

____________________________________

 

Ο συνεταιρισμός αποτελεί ένα ιδιαίτερο θεσμό, ο οποίος, για να γίνει κατανοητός, πρέπει να επεξηγηθούν οι θεμελιώδεις αρχές, που τον διέπουν και οι επιδιώξεις του. Χρήσιμο είναι να τονισθεί εξ αρχής η δισυπόστατη φυσιογνωμία του. Ο συνεταιρισμός  αποτελεί ένα μίγμα οικονομικο-κοινωνικού θεσμού, ο οποίος επιδιώκει να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και δέσμευσης, με τον συνδυασμό των πλεονεκτημάτων της συνεργασίας, που διασφαλίζει και ενδυναμώνει την οικονομική αυτονομία του ατόμου, με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την συνιδιοκτησία μιας επιχείρησης.[1]  Είναι κατά τον καθηγητή Π. Κάσσελμαν «οικονομικό σύστημα με κοινωνικό περιεχόμενο».

Στο παγκόσμιο συνέδριο της Διεθνούς Συνεταιριστικής Ένωσης (International Cooperative Alliance  -ICA), το έτος 1995 στο Manchester, θεσπίζεται, για πρώτη φορά, ένας ορισμός για τον συνεταιρισμό, ο οποίος το 2002 υιοθετείται με την Σύσταση 193/2002 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του ΟΗΕ και είναι ο εξής:  «Συνεταιρισμός είναι μια αυτόνομη ένωση προσώπων, που συγκροτείται εθελοντικά για την αντιμετώπιση των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών και επιδιώξεών τους δια μέσου μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης».

Οι συνεταιρισμοί λειτουργούν με βάση τις επτά (7) διεθνώς αποδεκτές αρχές τους, οι οποίες αποτελούν τις κατευθυντήριες γραμμές για την ύπαρξή τους,  διότι συγκροτούν την ταυτότητά τους  και υποδεικνύουν με ποιο τρόπο πρέπει να οργανώνονται από τα καταστατικά τους και τον νόμο.  Οι αρχές αυτές είναι:

1η Αρχή: Εθελοντική και Ελεύθερη Συμμετοχή.

2η Αρχή: Δημοκρατική Διοίκηση εκ μέρους των Μελών.

3η Αρχή: Οικονομική Συμμετοχή των Μελών.

4η Αρχή: Αυτονομία και Ανεξαρτησία.

  Αρχή: Εκπαίδευση, Κατάρτιση και Πληροφόρηση.

6η Αρχή: Συνεργασία μεταξύ Συνεταιρισμών.

7η Αρχή: Ενδιαφέρον για την Κοινότητα.

Στη χώρα μας, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί υφίστανται και λειτουργούν  σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο περί αγροτικών συνεταιρισμών (4673/2020), αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και έχουν εμπορική ιδιότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι,  κατ΄ ανάγκην, έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Ο κύριος σκοπός τους είναι μη κερδοσκοπικός και  δευτερευόντως κερδοσκοπικός, εφόσον το αποφασίσουν, οι ίδιοι.   Παράδειγμα: Ένας προμηθευτικός συνεταιρισμός αγοράζει εφόδια για να προμηθεύσει τα μέλη του. Ο συνεταιρισμός αφού αφαιρέσει τις δαπάνες του, πωλεί τα εφόδια στα μέλη του στο κόστος. Ο συνεταιρισμός, ουδέν κέρδος έχει. Όμως έχει επιτευχθεί ο συνεταιριστικός σκοπός του, που είναι η εξυπηρέτηση των μελών του, σε τιμές, που κάθε μεμονωμένος αγρότης δεν μπορεί να επιτύχει. Συνεπώς ο συνεταιρισμός  λειτουργεί χωρίς κέρδος για τον ίδιο,  με όφελος  όμως για  τα  μέλη του. Δευτερευόντως, αν πωλήσει εφόδια σε τρίτους, μη μέλη του, σε τιμή υψηλότερη  εκείνης των μελών του, δημιουργεί βεβαίως κέρδος.   

 Ο συνεταιρισμός είναι μορφή συνεργασίας ιδιωτών, προστατεύεται από το Σύνταγμα και εντάσσεται στην κοινωνική οικονομία.

 Η συνεταιριστική επιχείρηση είναι επιχείρηση εξυπηρέτησης των μελών της,  δηλαδή είναι μια αφιλοκερδής διαμεσολάβηση στην κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών[2]. Αντίθετα μια κεφαλαιουχική επιχείρηση εξυπηρετεί τις ανάγκες τρίτων με σκοπό την επίτευξη κέρδους, προκειμένου να το διανείμει στα μέλη της, προάγοντας την οικονομία τους.

Για να κατανοηθεί η φύση του συνεταιρισμού, ο οποίος, όπως και κάθε άλλη επιχείρηση κεφαλαιουχική ή προσωπική, δρα μέσα στην αγορά και υπόκειται στους σκληρούς κανόνες του ανταγωνισμού, θα πρέπει να δούμε τη διαφορά του,  με τις άλλες εμπορικές επιχειρήσεις.

Μια κεφαλαιουχική εταιρεία έχει σταθερό κεφάλαιο. Στον συνεταιρισμό, το κεφάλαιο το οποίο δημιουργείται από  το άθροισμα της αξίας των μερίδων που κατέχουν τα μέλη, είναι μεταβλητό, διότι τα μέλη εισέρχονται και εξέρχονται στον συνεταιρισμό ελεύθερα. (Αρχή της ανοικτής θύρας και της μεταβλητότητας του κεφαλαίου). Συνεπώς με την είσοδο του μέλους το κεφάλαιο αυξάνεται και με  την έξοδο μειώνεται ανάλογα με την αξία της μερίδας. Η εξουσία στην κεφαλαιουχική εταιρεία ανήκει στο κεφάλαιο, όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών των εταιρειών  ανήκουν στο κεφάλαιο. Αντίθετα,  στον συνεταιρισμό η εξουσία ανήκει στα πρόσωπα, χωρίς η ανάληψη της εξουσίας αυτής να συναρτάται με το κεφάλαιο που έχουν διαθέσει στον συνεταιρισμό. Στον συνεταιρισμό κάθε μέλος διαθέτει μια ψήφο, ανεξάρτητα από το ύψος των συναλλαγών, που έχει με τον συνεταιρισμό, το δε πλεόνασμα διανέμεται ανάλογα με το ύψος της συναλλαγής του κάθε μέλους με τον συνεταιρισμό και όχι ανάλογα με τον αριθμό των εταιρικών μεριδίων (κεφάλαιο)  που κατέχει. Οι συνέταιροι έχουν προσωπική ευθύνη στις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τους τρίτους. Το ύψος το καθορίζει το καταστατικό.

Επίσης ο συνεταιρισμός έχει διαφορές από τις προσωπικές εταιρείες, παρά το γεγονός ότι στηρίζεται στην προσωπικότητα των μελών. Δεν έχει όμως προσωποπαγή χαρακτήρα. Μεταξύ των μελών του συνεταιρισμού, δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός[3] . Η υπόσταση του συνεταιρισμού δεν συνδέεται με τα πρόσωπα, που τον ίδρυσαν, ούτε επηρεάζεται από μεταβολές στο πρόσωπο των μελών, όπως θάνατος, πτώχευση. Ο συνεταιρισμός αντίθετα προς τις προσωπικές εταιρείες, έχει πολυμελή αριθμό μελών, γι’ αυτό έχει και σωματειακή  οργάνωση.

Το Σύνταγμα στο άρθρο 12 παρ. 4  ορίζει: « Οι γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί κάθε είδους, αυτοδιοικούνται σύμφωνα με τους όρους του νόμου και του καταστατικού τους και προστατεύονται και εποπτεύονται από το κράτος, που είναι υποχρεωμένο να μεριμνά για   την ανάπτυξή τους».

Το Σύνταγμα   δεν δίνει τον ορισμό του συνεταιρισμού. Από την ρύθμιση αυτή προκύπτει ότι, το Σύνταγμα αναγνωρίζει γενικά τον συνεταιρισμό ως οικονομική και κοινωνική οργάνωση, όπως αυτός έχει συλληφθεί διεθνώς και λειτουργεί με βάση τις συνεταιριστικές αρχές και αξίες αφού τον ρυθμίζει χωρίς να τον ορίζει διαφορετικά.[4]

Άλλωστε ο συνεταιρισμός δεν είναι δημιούργημα του νόμου αλλά αποτελεί έννοια οικονομική και κοινωνιολογική.[5]

Ο Συνεταιρισμός, ως θεσμός, περικλείει μηνύματα και διαδικασίες για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, που δεν ανευρίσκονται τόσο στενά και αρμονικά συνδυασμένα σε άλλους θεσμούς. Ιδιαίτερα η προβολή της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας (ανθρωποκεντρικός θεσμός), που απορρέει από τον συνεργατισμό, η έννοια της αλληλεγγύης, που μεταφέρεται και εφαρμόζεται στην πράξη, η χρήση αυστηρά δημοκρατικών διαδικασιών κλπ. αποτελούν στοιχεία που πρέπει να είναι γνωστά όχι μόνο στα μέλη αλλά και στα μη μέλη. Άλλωστε, ο συνεταιρισμός δεν αποτελεί, ούτε επιδιώκει να είναι, κλειστό κύκλωμα ορισμένων ατόμων. Προσφέρεται και εφαρμόζεται σε μεγάλη ποικιλία δραστηριοτήτων, όπου η κοινή προσπάθεια των πολλών μικρών μπορεί να συντελέσει στην οικονομική και κοινωνική τους βελτίωση.

2.    Προαναφέρθηκε, ότι οι συνεταιρισμοί λειτουργούν με βάση τις δικές τους αρχές και, όπως δέχεται και η νομολογία των Δικαστηρίων,[6] η συνεταιριστική νομοθεσία πρέπει να  ερμηνεύεται πάντοτε υπό το φως των συνεταιριστικών αρχών. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, δημιουργεί ένα νομικό μόρφωμα, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με τον συνεταιρισμό.

 

3. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του συνεταιρισμού, διατυπώνεται με μεγαλύτερη έμφαση στην 7η συνεταιριστική αρχή, σύμφωνα με την οποία, οι  συνεταιρισμοί εργάζονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη των κοινοτήτων τους, με πολιτικές που εγκρίνονται από τα μέλη τους.

Η διατύπωση της 7ης Αρχής, ότι δηλαδή “οι συνεταιρισμοί εργάζονται  για τη βιώσιμη ανάπτυξη των κοινοτήτων τους”, δίνει έμφαση  στη μέριμνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη της κοινότητας μέσα στην οποία διαβιούν τα μέλη του κάθε  συνεταιρισμού  σε τοπικό επίπεδο και προτρέπει όλους τους συνεταιρισμούς να αποδείξουν ότι η συνεταιριστική επιχείρηση  είναι μια  επιτυχημένη και βιώσιμη επιχείρηση, που ωφελεί τόσο τα μέλη της, τα οποία δημοκρατικά την κατέχουν και την ελέγχουν, όσο και τις κοινότητες εντός των οποίων ασκεί τις δραστηριότητές της.

Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα των τεράστιων θετικών επιπτώσεων στην αειφόρο ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων, που έχουν δημιουργήσει οι επιτυχημένοι συνεταιρισμοί, διεθνώς.  Η τριπλή λογική της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλ. της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής  βιωσιμότητας, τείνει να ενισχύσει η μια την άλλη κατά το ότι η μέριμνα για την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα έχει επιχειρηματική λογική και βοηθά να διατηρηθεί η οικονομική επιτυχία ενός συνεταιρισμού.[7]

Οι συνεταιρισμοί έχουν τις ρίζες τους στις κοινότητες στις οποίες ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τις οποίες υποστηρίζουν, ώστε να αναπτυχθούν με βιώσιμο τρόπο.

 

Σύμφωνα με την ανάλυση της 7ης συνεταιριστικής Αρχής από την Διεθνή συνεταιριστική Ένωση: «οι συνεταιρισμοί είναι ανοικτοί στα μέλη των κοινοτήτων στις οποίες λειτουργούν και έχουν δεσμευτεί να βοηθούν τα άτομα σε αυτές τις κοινότητες, ώστε να βοηθήσουν τον εαυτό τους σε όλες τις πτυχές της ζωής. Οι συνεταιρισμοί είναι συλλογικοί φορείς που υπάρχουν σε μία ή περισσότερες κοινότητες. Έχουν κληρονομήσει παραδόσεις που ασχολούνται με την υγεία και την ευημερία των ατόμων μέσα στις κοινότητές τους. Μπορούν, ως εκ τούτου, να έχουν την ευθύνη να προσπαθούν να είναι ηθικά και κοινωνικά υπεύθυνοι σε όλες τις δραστηριότητές τους. Από αυτές τις βαθιές ρίζες του ενδιαφέροντος για τη βιώσιμη ανάπτυξη των άμεσων τοπικών κοινοτήτων που γέννησαν τους συνεταιρισμούς, προέρχεται το ευρύτερο ενδιαφέρον της συνεταιριστικής κίνησης για να ανθίσει και να αναπτυχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη των κοινοτήτων σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.[8]

 

Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί,   και δικαίως , ότι   η  συμβολή των συνεταιριστικών κινημάτων στην περιφερειακή ανάπτυξη, είναι μεγάλης σημασίας. Η ιδιωτική επιχείρηση επιλέγει τον τόπο δραστηριότητάς της με μόνο κριτήριο την απόδοση των επενδύσεών στις οποίες θα προβεί. Συνεπώς η εγκατάσταση στην περιφέρεια είναι συνήθως αντιοικονομική για τις ίδιες. Οι συνεταιρισμοί αντίθετα ιδρύονται  τοπικά για να εξυπηρετούν τα μέλη τους, ή επιλέγουν τον τόπο εγκατάστασής τους με κριτήριο το οικονομικό συμφέρον των μελών τους. Οι συνεταιρισμοί, έχουν από την φύση τους τοπικό χαρακτήρα. Αναζητούν ευκαιρίες επένδυσης κυρίως στην περιοχή τους και δευτερευόντως σε όλη τη χώρα ή στο εξωτερικό. ‘Έτσι τα κεφάλαιά τους επενδύονται  στην περιφέρεια και συμβάλλουν στην τοπική ανάπτυξη. Σωστά λοιπόν έχει διαπιστωθεί, ότι οι  συνεταιρισμοί αποτελούν τους οικονομικούς και κοινωνικούς πνεύμονες της υπαίθρου. Επίσης, ο  συνεταιρισμός υιοθετεί προτάσεις των μελών του ή εγκρίνει πρωτοβουλίες της Διοίκησης, οι οποίες έχουν έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Η προστασία του περιβάλλοντος, η ανάπτυξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων, η στήριξη του αθλητισμού, η καλλιέργεια ηθικών αξιών στη νέα γενιά, η συμπαράσταση στους ανθρώπους τρίτης ηλικίας, η ηθική και οικονομική ενίσχυση αναξιοπαθούντων. Οι συνεταιρισμοί κατανοούν, ότι η βιώσιμη κοινωνική ανάπτυξη απαιτεί τη διατήρηση μιας αρμονικής σχέσης μεταξύ υλικής ανάπτυξης και ανταπόκρισης στις άυλες ανάγκες και προσδοκίες της κοινότητας. Αυτές οι άυλες ανάγκες περιλαμβάνουν: τον πολιτισμό και τις τέχνες, πνευματικά και θρησκευτικά δικαιώματα, εκπαίδευση, ιστορία και κληρονομιά, κοινοτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, καθώς και εικαστικές τέχνες. Είναι αυτή η κοινωνική διάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης, που έχει τη δύναμη να προσφέρει η μοναδική φύση της συνεταιριστικής επιχείρησης. Οι συνεταιρισμοί έχουν επίσης μια μακρά ιστορία και περήφανη παράδοση κάλυψης των κοινωνικών αναγκών, παρέχοντας υπηρεσίες, όπως η υγεία, η στέγαση, η εκπαίδευση, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η ένταξη στην εργασία των ατόμων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, και βοηθούν την ανάπτυξη της κοινότητας. Ειδικότερα, συχνά παίζουν ζωτικό ρόλο στην προσφορά υπηρεσιών σε κατεστραμμένες ή απερημωνόμενες κοινότητες, μέσω της παροχής υπηρεσιών και της ενθάρρυνσης και υποστήριξης της αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ των κατοίκων. Οι συνεταιρισμοί  ανταποκρίνονται θετικά σε φυσικές καταστροφές, όπως έδειξε η διεθνής ανταπόκριση για το τσουνάμι του 2004, που συντονίστηκε από τη Διεθνή Συνεταιριστική Ένωση (ICA). Σε πολλές χώρες, όπου οι δημόσιες υπηρεσίες βρίσκονται υπό απειλή λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών ή όπου, προσανατολισμένοι στην αγορά πολιτικοί, επιδιώκουν να μεταφέρουν δημόσιες υπηρεσίες σε επιχειρήσεις ιδιοκτησίας επενδυτών, οι συνεταιριστικές οργανώσεις, όπως υπηρεσίες συνεταιριστικής ανάπτυξης και υποστήριξης, υποστηριζόμενες από τοπικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις, έχουν βοηθήσει να ιδρύσουν συνεταιρισμούς να διαχειρίζονται δημόσιες υπηρεσίες. Οι συνεταιρισμοί όλο και περισσότερο καλύπτουν κενά που προκαλούνται από καταστάσεις λιτότητας, που εφαρμόζονται από κυβερνήσεις ως αντίδραση στην αύξηση του δημόσιου χρέους στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Υπάρχουν επίσης συνεταιρισμοί που εργάζονται για το γενικότερο όφελος των κοινοτήτων, όπως οι ιταλικοί κοινωνικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι παρέχουν μια ποικιλία από κοινωνικές υπηρεσίες ή προσφέρουν στα μειονεκτούντα άτομα την ευκαιρία να εργαστούν. Δικαιούχοι ή χρήστες των υπηρεσιών αυτών των συνεταιρισμών δεν περιορίζονται στα μέλη και θα μπορούσαν να υπάρξουν εντάσεις ή συγκρούσεις στην κατανομή των πόρων μεταξύ του αμοιβαίου ενδιαφέροντος για τα μέλη και του ευρύτερου γενικού συμφέροντος. Τρόποι για την άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ των διαφόρων ομάδων συμφερόντων πρέπει να συμφωνηθούν. Αυτή είναι μια απτή απόδειξη αυτής της 7ης Αρχής, που συμβάλλει για το κοινό καλό και τον κοινό πλούτο όλων.[9]

Αξίζει να σημειωθεί ότι  πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού εξαρτάται από συνεταιριστικές επιχειρήσεις για να βελτιώσουν το βασικό επίπεδο διαβίωσής τους.[10]

Για τους ιαπωνικούς συνεταιρισμούς, η περιβαλλοντική διάσταση του ενδιαφέροντος για την κοινότητα της 7ης Αρχής σημαίνει καταμέτρηση σφαλμάτων! Στην Ιαπωνία, οι γεωργικοί συνεταιρισμοί είναι σημαντικοί παραγωγοί τροφίμων και η γεωργία μπορεί να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Στην ετήσια έκθεση “Έρευνα για Οργανισμούς στο Αναποφλοίωτο Ρύζι", που προωθήθηκε από την ZEN - ΝΟΗ (την Εθνική Ομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών της Ιαπωνίας), συνεταιρισμένα μέλη, τοπικοί καταναλωτές και τα παιδιά τους κωπηλατούσαν σε ορυζώνες για την εκπόνηση μιας οικολογικής έρευνας για τα φυτά, τα έντομα, τα βατράχια, τα πουλιά και άλλους οργανισμούς, για να αποδείξουν ότι η γεωργία δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα των ορυζώνων. Με τη συμμετοχή στην έρευνα, τα παιδιά μαθαίνουν για τη φύση και ενημερώνονται για τη στενή σχέση μεταξύ της γεωργίας, των τροφίμων, των επιπτώσεων των ανθρωπίνων πράξεων στο φυσικό περιβάλλον και τη σημασία της διατήρησης της βιοποικιλότητας.

Η επίμονη φτώχεια, η επέκταση της ανεργίας λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, και το διευρυνόμενο κοινωνικό χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, που εντάθηκε από μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και την παγκόσμια οικονομική κρίση, εγείρουν ευαίσθητα πολιτικά θέματα που σχετίζονται με την κατανομή του πλούτου και προκαλεί ολοένα περισσότερο παγκόσμια ανησυχία. Τα προλεγόμενα της Συστάσεως 193/2002 της ΔΟΕ αναγνωρίζουν ρητά ότι “η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε νέες και διαφορετικές πιέσεις, προβλήματα, προκλήσεις και ευκαιρίες για τους συνεταιρισμούς, και ότι οι ισχυρότερες μορφές ανθρώπινης αλληλεγγύης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο πρέπει να διευκολύνουν μια πιο δίκαιη κατανομή των ωφελημάτων  της παγκοσμιοποίησης".[11]

 

Αναφέρουμε ένα παράδειγμα, για την χώρα μας, μέσα από τα πολλά παραδείγματα της κοινωνικής προσφοράς των αγροτικών συνεταιρισμών. Είναι αυτό του αγροτικού συνεταιρισμού των Ερυθρών (Κριεκούκι) Αττικής με τεράστιο εύρος δραστηριοτήτων στην εκατοντάχρονη και πλέον πορεία του.

 Στο κοινωνικό του έργο περιλαμβάνεται: «Η υλική ενίσχυση εκπαιδευτικών θεσμών όπως το Δημοτικό με επιχορήγηση για την αγορά διδακτικών οργάνων (1922) και κατασκευή θρανίων (1923), το Γυμνάσιο (1922), η Οικοκυρική Σχολή Ερυθρών, η δημιουργία ταμείου (με πίστωση 15.000 δραχμών το 1922) για την ίδρυση Δημοτικού Σχολείου Θηλέων (1922-1925), η οικονομική ενίσχυση για την εγκατάσταση Ειρηνοδικείου (1923), η λειτουργία παντοπωλείου (1922-28) με είδη πρώτης ανάγκης για τις ανάγκες των συνεταίρων… Στην περίοδο της Κατοχής, σημαντική υπήρξε η προσφορά επισιτιστικής βοήθειας στα αστικά κέντρα και η υποστήριξη της δράσης του Φιλόπτωχου Ταμείου, η ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων οικογενειών των συνεταίρων/μελών του Συνεταιρισμού με την προμήθεια σίτου, αλεύρου και ελαιόλαδου (1920, 1923), όταν η τοπική παραγωγή δεν επαρκούσε, καθώς και η παροχή βοήθειας στους πληγέντες από φυσικές αιτίες. Στις έξω-αγροτικές, αλλά κοινωφελείς, δραστηριότητες του Συνεταιρισμού, εγγράφεται η απόφαση για την ίδρυση εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος το 1928 και η ανάληψη της λειτουργίας ηλεκτροφωτισμού της κωμόπολης.

 Η έναρξη παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος έγινε το 1932 με επέκταση του δικτύου διανομής και της παροχής κινητήριας δύναμης στην εκκολαπτόμενη βιοτεχνία και στις οικίες, με πολύ μικρές και δύσκολες, εμπόλεμες περιόδους διακοπής της παροχής, μέχρι την εξαγορά της μονάδας από τη ΔΕΗ το 1957.»[12]

            Σήμερα σε πολλά καταστατικά αγροτικών συνεταιρισμών, κυρίως αναγκαστικών, συναντάμε ρυθμίσεις για σχηματισμό αποθεματικών κεφαλαίων, για την διαχείριση κρίσεων. Η κρίση μπορεί να έχει την μορφή της ενίσχυσης των μελών των συνεταιρισμών, σε περιόδους εξαιρετικά μειωμένης αγροτικής παραγωγής, που οφείλεται σε διάφορους λόγους.

 

Η προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι ένα νέο πρόβλημα στο πλαίσιο της συνεταιριστικής κίνησης. Έχει αποτελέσει τη βάση για τις δηλώσεις και τις πρακτικές περιβαλλοντικής δράσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε μια έκθεση προς τη ΔΣΕ, Μόσχα, Συνέδριο του 1980 με τίτλο “Οι συνεταιρισμοί κατά το έτος 2000”, ο Alex Laidlaw απεικόνισε την ωμή πραγματικότητα: “Δεν έχει σημασία τι λέγεται για τον αιώνα που βρίσκεται στο τέλος του, πιθανόν θα μείνει στην ιστορία ως η περίοδος κατά την οποία η ανθρώπινη φυλή έκανε περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν να δηλητηριάσει και να καταστρέψει το περιβάλλον της."

Στη δεκαετία του 1980 οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί στην Ευρώπη, στην Βόρεια Αμερική και στην Ιαπωνία ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, μέσω της ανάπτυξης φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων και την προώθηση του πράσινου καταναλωτισμού. Οι γεωργικοί συνεταιρισμοί ξεκίνησαν επίσης την ανάπτυξη της βιολογικής παραγωγής, για να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση και να προστατεύσουν την υγεία των αγροτών από τους κινδύνους των φυτοφαρμάκων, ενώ η αλιευτικοί συνεταιρισμοί ήταν σε επιφυλακή για τη ρύπανση του νερού, που προέρχεται από βιομηχανικά απόβλητα και οικιακά λύματα και  προώθησαν αποτελεσματικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς, ενθαρρύνοντας έτσι  τους καταναλωτές να αλλάξουν τον τρόπο της ζωής τους.[13]

 

Ο συνεταιρισμός είναι συνυφασμένος με την κοινωνική του προσφορά από της ιδρύσεώς του, μέχρι τις μέρες μας. Το διαβάζουμε στο καταστατικό του πρώτου συνεταιρισμού στον κόσμο, της Αγγλικής πόλις Ροτσντέιλ, που αναφέρονται στον “Κανόνα Πρώτο” του καταστατικού  τους. Κάθε ένας από τους κανόνες τους συνδεόταν με τη βελτίωση της ζωής και της διαβίωσης των μελών στις κοινότητες που εξυπηρετούσαν. Επιπλέον των βασικών επιχειρηματικών στόχων των Σκαπανέων για την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών: για παράδειγμα, ο “Πρώτος Κανόνας” δέσμευε τον συνεταιρισμό τους για την ανάπτυξη της απασχόλησης και τη βελτίωση της κατοικίας».

 

Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, θα πρέπει να ενθαρρύνονται από τις εθνικές αρχές,  για τη δημιουργία έργων, τα οποία εξυπηρετούν τα μέλη τους, συνεπώς τις κοινότητες μέσα στις οποίες διαβιούν, επιτυγχάνοντας έτσι ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών τους  με περαιτέρω προσφορά και σε τρίτους, εντός, κατά κύριο λόγο,  των κοινοτήτων τους.

Ειδικά οι αγροτικοί συνεταιρισμοί συμβάλουν  στην αναδιανομή του εισοδήματος και  του πλούτου. Τα κέρδη των ιδιωτικών επιχειρήσεων διανέμονται στους μετόχους, ανάλογα με το ποσό που επενδύουν  στην επιχείρηση, οι  οποίοι  μέτοχοι συνήθως είναι αριθμητικά ελάχιστοι. Στο συνεταιρισμό τα πλεονάσματα, που πραγματοποιούνται επιστρέφονται στα μέλη, είτε με τη μορφή χρημάτων, είτε με τη μορφή ωφελημάτων, ανάλογα με το μέγεθος της συνεργασίας τους με τον συνεταιρισμό. Παράλληλα ο συνεταιρισμός ανακόπτει τις μονοπωλιακές τάσεις, που αναπτύσσονται στην αγορά ακόμη και σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι συνεταιρισμοί διαθέτουν τα χρηματικά μέσα που έχουν στην διάθεσή τους για την ικανοποίηση των αναγκών των μελών τους χωρίς καμιά διάκριση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των εισοδημάτων των μελών τους και κυρίως εκείνων με τη χαμηλότερη οικονομική επιφάνεια, με απώτερο αποτέλεσμα την οικονομικοκοινωνική τους ευημερία, μέσα στην κοινότητα, η οποία επιτυγχάνεται με τα δικά τους μέσα.

 

Αυτό το οποίο έχει εξέχουσα σημασία στον συνεταιριστικό   θεσμό  και στο οποίο η χώρα μας δεν έχει δώσει τη δέουσα σημασία, ειδικά μετά το έτος 1981, με μικρά φωτεινά διαλείμματα,  είναι το γεγονός ότι οι συνεταιρισμοί, μέσα στις κοινότητές τους κυρίως  δημιουργούν κοινωνική περιουσία, δηλαδή περιουσία, η οποία δημιουργείται από πολλές γενεές συνεταιριστών, η οποία όμως ουδέποτε περιέρχεται στην κυριότητά τους αλλά μεταβιβάζεται στις επόμενες γενεές (περιουσία γενεών). Κατά την άποψή μας η αρχή αυτή των συνεταιρισμών, την οποία υιοθετεί και ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός για την συνεταιριστική επιχείρηση, αποτελεί την κορυφαία προσφορά των συνεταιριστών στο  κοινωνικό σύνολο.

 

Τέλος, για την αποφυγή παρερμηνειών, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, οι συνεταιρισμοί, ως ιδιωτικές επιχειρήσεις, έχουν σκοπό να υπηρετούν τα μέλη τους και όχι να τους ανατίθεται κοινωνικό έργο από τις κυβερνήσεις, διότι η ανάθεση αυτή δεν συμβιβάζεται με την οικονομική τους φύση[14]. Η άσκηση κοινωνικού έργου είναι υπόθεση της πολιτείας και όχι των συνεταιρισμών ως ιδιωτικών επιχειρήσεων. Παρά ταύτα στο παρελθόν η ελληνική πολιτεία, με την δικαιολογία ότι οι συνεταιρισμοί είναι θεσμός με κοινωνική διάσταση , άσκησε κοινωνική πολιτική μέσω των συνεταιρισμών, όπως τους «υποχρέωσε»   να καταβάλλουν  υψηλές τιμές στα προϊόντα των αγροτών, όταν οι τιμές στην αγορά ήταν χαμηλές ή να προσλαμβάνουν  υπεράριθμο προσωπικό, για να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας,  με αποτέλεσμα να οδηγήσει πολλούς συνεταιρισμούς σε αναγκαστική εκκαθάριση, λόγω υπέρογκων χρεών. 

 

Αντιπαρερχόμεθα εσκεμμένα, να αναφερθούμε στον τελευταίο συνεταιριστικό νόμο(4673/2020),όσον αφορά στο θέμα της κοινωνικής συνεταιριστικής διάστασης, διότι στον νόμο αυτό  επικρατεί πλήρης σύγχυση, σχετικά με τις  αρχές του θεσμού, και τον τρόπο εφαρμογής τους , με την ελπίδα της σύντομης τροποποίησής του.


[1] Bλ. Κ. Παπαγεωργίου «Βιώσιμη Συνεταιριστική Οικονομία» Αθήνα 2004,σελ.28

[2] Σ. Κιντής Δίκαιο Συνεταιρισμών, δ’ Έκδοση, σελ. 31 .

[3] Σ. Κιντής  ο.π. σελ. 58

3,4 Σ.Κιντής, ο.  π  σελ. 67

 

[6] Μον. Πρωτ. Αθηνών 4568/2008

[7]  Ερμηνευτικές Οδηγίες για τις Συνεταιριστικές Αρχές, ICA 2015

 

[8] Ερμηνευτικές Οδηγίες για τις Συνεταιριστικές Αρχές, ICA 2015

[9] Ερμηνευτικές Οδηγίες για τις Συνεταιριστικές Αρχές, ICA 2015

[10]  http://www.uwcc.wisc.edu/icic/def-hist/def/dim-int.html

[11] Ερμηνευτικές Οδηγίες για τις Συνεταιριστικές Αρχές, ICA 2015

[12] Dr Ανδρ. Οικονόμου «Η 100χρονη πορεία και ο ρόλος του γεωργικού/αγροτικού συνεταιρισμού ερυθρών  1915-2015 ».

[13] Ερμηνευτικές Οδηγίες για τις Συνεταιριστικές Αρχές, ICA 2015

[14] Βλ. Σ. Κιντής ,Χάος στην νομολογία για τους συνεταιρισμούς, ΝΟΒ 47σελ.1077.