ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
του ειδικευμένου τμήματος «Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον»
με θέμα τις
«Εμπορικές
σχέσεις μεταξύ των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου και των προμηθευτών
τροφίμων – σημερινή κατάσταση»
(γνωμοδότηση
πρωτοβουλίας)
Εισηγητής: ο
κ. Igor ŠARMÍR
Στις 12 Ιουλίου 2012, και σύμφωνα με το άρθρο 29 σημείο Α των διατάξεων εφαρμογής του Εσωτερικού της Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα τις
«Εμπορικές
σχέσεις μεταξύ των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου και των προμηθευτών
τροφίμων – σημερινή κατάσταση».
Το ειδικευμένο τμήμα
«Γεωργία, αγροτική ανάπτυξη, περιβάλλον»,
στο οποίο ανατέθηκαν οι σχετικές
προπαρασκευαστικές εργασίες, υιοθέτησε
τη γνωμοδότησή του στις 9 Ιανουαρίου
2013.
Κατά την … σύνοδο
ολομέλειας, της … και … (συνεδρίαση της
…), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική
Επιτροπή υιοθέτησε … την ακόλουθη
γνωμοδότηση.
*
* *
Συμπεράσματα και συστάσεις
1.1 Η ΕΟΚΕ
διαπιστώνει ότι οι μεγάλες εταιρείες
λιανικού εμπορίου συνιστούν, σε όλες
τις χώρες, ολιγοπώλιο. Σύμφωνα με τα
στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα
μερίδια αγοράς, ένας πολύ μικρός αριθμός
εμπόρων λιανικής πώλησης ελέγχει το
μεγαλύτερο μέρος της. Η ΕΟΚΕ πιστεύει
ότι αυτή η θέση ολιγοπωλίου παρέχει
στις επιχειρήσεις που είναι μέλη της
τεράστια διαπραγματευτική δύναμη έναντι
των προμηθευτών, με αποτέλεσμα να έχουν
τη δυνατότητα να επιβάλλουν σε αυτούς
κάθε άλλο παρά ισορροπημένους εμπορικούς
όρους.
1.2 Η ΕΟΚΕ
σημειώνει ότι οι αλυσίδες λιανικού
εμπορίου που συνιστούν το ολιγοπώλιο
ανταγωνίζονται μεταξύ τους μόνο σε
σχέση με τους καταναλωτές. Μάχονται για
να κερδίσουν την εύνοια των καταναλωτών,
αλλά σε σχέση με τους προμηθευτές, δεν
υπάρχει ανταγωνισμός. Ωστόσο, ακόμη και
ο ανταγωνισμός μεταξύ αλυσίδων σε σχέση
με τους καταναλωτές ασκείται κυρίως
στον τομέα της τιμής πώλησης προς το
κοινό, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις
περιβαλλοντικές και κοινωνικές πτυχές
από τις οποίες εξαρτάται η συνολική
ποιότητα1
.
1.3
H
ΕΟΚΕ επισημαίνει την ύπαρξη μεγάλης
αδιαφάνειας σχετικά με τη διαμόρφωση
των τιμών και των περιθωρίων των διαφόρων
ενδιαφερομένων μερών. Πράγματι, λόγω
των περιθωρίων έκπτωσης «εκτός τιμολογίου»
των μεγάλων εταιρειών λιανικού εμπορίου,
η τιμή αγοράς που καταβάλλεται στον
προμηθευτή δεν αντανακλά το πραγματικό
ποσό που εισπράττει ο τελευταίος για
το προϊόν του.
1.4
Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι, όταν ένα
συμβαλλόμενο μέρος είναι σε θέση να
επιβάλλει τους όρους του στους εμπορικούς
εταίρους του, δεν υπάρχει συμβατική
ελευθερία. Κατά τη γνώμη της ΕΟΚΕ, ένδειξη
της απουσίας πραγματικής συμβατικής
ελευθερίας είναι η επιβολή καταχρηστικών
και αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών εκ
μέρους των μεγάλων εταιρειών λιανικού
εμπορίου στους προμηθευτές τροφίμων.
Η προσφυγή σε καταχρηστικές πρακτικές
είναι επιζήμια όχι μόνο για τους
προμηθευτές αλλά και για τους καταναλωτές
(κυρίως μακροπρόθεσμα). Γενικά, η έκταση
που έχει λάβει σήμερα το φαινόμενο των
καταχρηστικών πρακτικών βλάπτει το
δημόσιο συμφέρον και ιδιαίτερα το
οικονομικό συμφέρον των κρατών μελών.
1.5
Σύμφωνα με την ΕΟΚΕ, οι καταχρηστικές
πρακτικές που προκαλούν ιδιαίτερη
ανησυχία παρατηρούνται μόνο στο πλαίσιο
των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου και των προμηθευτών
τροφίμων. Δεν εφαρμόζονται από τη
βιομηχανία τροφίμων έναντι των γεωργών
ούτε από τις μεγάλες εταιρείες λιανικού
εμπορίου έναντι των προμηθευτών αγαθών
που δεν είναι τρόφιμα.
1.6
Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι σε ορισμένα κράτη
μέλη, οι προσπάθειες των γεωργών και
των μεταποιητών να σχηματίσουν ομίλους
παραγωγών έχουν τιμωρηθεί από τις
εθνικές αρχές ανταγωνισμού, διότι η
βαρύτητα των ομάδων αυτών αξιολογήθηκε
λαμβάνοντας υπόψη μόνο την εγχώρια
παραγωγή.
1.7
Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει την αποτυχία της
αγοράς, διότι η κατάσταση, σε ένα σύστημα
που δεν ρυθμίζεται επαρκώς, εξακολουθεί
να επιδεινώνεται.
1.8
Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η αυτορρύθμιση
δεν αποτελεί επαρκή θεραπεία των
στρεβλώσεων που παρατηρήθηκαν. Δεν
είναι οι «κώδικες δεοντολογίας», που
θα εξισορροπήσουν τις εν λόγω εμπορικές
σχέσεις. Η ίδια η φύση των καταχρηστικών
πρακτικών απαιτεί και δικαιολογεί την
απαγόρευσή τους από το νόμο.
1.9
Η ΕΟΚΕ ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
να αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με το
θέμα των ολιγοπωλίων, να μελετήσει
πραγματικά το βάρος και την επιρροή
τους, και να καθορίσει σε ποιο βαθμό η
επίδρασή τους είναι συγκρίσιμη με εκείνη
των μονοπωλίων, και στη συνέχεια να
τροποποιήσει κατάλληλα τις βασικές
αρχές των κανόνων ανταγωνισμού.
1.10
Η ΕΟΚΕ ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
να αναγνωρίσει, και αυτή, την έλλειψη
της συμβατικής ελευθερίας στις σχέσεις
των μεγάλων εταιρειών λιανικού εμπορίου
με προμηθευτές τροφίμων.
1.11
Η ΕΟΚΕ ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
να προτείνει λύσεις ώστε το σύστημα να
καταστεί πιο διαφανές. Το ιδανικό θα
ήταν να «προβληθούν» τα περιθώρια «εκτός
τιμολογίου» των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου, δηλαδή να υποχρεωθούν
οι εταιρείες αυτές να ενσωματώνουν τις
τιμές των διαφόρων υπηρεσιών που
χρεώνονται στους προμηθευτές στην τιμή
αγοράς του προϊόντος. Τούτο θα καταδείξει
το ποσό που έχει πραγματικά λάβει ο
προμηθευτής για το προϊόν του.
1.12
Η ΕΟΚΕ ζητεί από την Επιτροπή να παράσχει
σαφείς κατευθύνσεις στις εθνικές αρχές
ανταγωνισμού προκειμένου, κατά την
αξιολόγηση της διαπραγματευτικής ισχύος
των ενώσεων παραγωγών, να λαμβάνουν
υπόψη την σχετική αγορά, δηλαδή το σύνολο
των τροφίμων της ίδιας κατηγορίας που
διατίθενται στην αγορά του εν λόγω
κράτους, και όχι μόνο τα εγχώρια τρόφιμα.
1.13
Η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση στην Ευρωπαϊκή
Επιτροπή να εγκαταλείψει την ιδέα της
αυτορρύθμισης και να προτείνει ένα
δεσμευτικό νομικό κείμενο, προκειμένου
να βελτιωθεί η κατάσταση στην αλυσίδα
τροφίμων με την ενθάρρυνση του υγιούς
ανταγωνισμού. Η ρύθμιση δεν θα πρέπει
να στηρίζεται στην προστασία του
ανταγωνισμού, αλλά να προσφέρει στα
κράτη μέλη, των οποίων διακυβεύεται το
οικονομικό συμφέρον, τη δυνατότητα να
ενεργούν ως ενάγοντες.
1.14
Τέλος, η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι πρέπει να
θεσπιστεί νομοθεσία με γνώμονα την
κοινωνία και όχι μόνο την λογική της
αγοράς, προκειμένου να σταματήσει η
τάση συγκέντρωσης των ολοένα ισχυρότερων
εταιρειών λιανικού εμπορίου και να
προωθηθούν άλλες μορφές εμπορίου, όπως
μικρές ανεξάρτητες επιχειρήσεις λιανικής
πώλησης, οι παραδοσιακές αγορές της
γειτονιάς, ή η απευθείας πώληση από τον
παραγωγό στον καταναλωτή. Σε αυτό το
πλαίσιο, η ΕΟΚΕ ζητά από την Επιτροπή
να μεριμνήσει ώστε, στα υπό κατάρτιση
κείμενα με θέμα την καταπολέμηση της
σπατάλης τροφίμων, να δίδεται ιδιαίτερη
προσοχή στις πιο μικρές αλυσίδες
εφοδιασμού.
Αιτιολόγηση
2.1 Εξέλιξη της αντίληψης των μεγάλων εταιρειών λιανικού εμπορίου
Το θέμα των εμπορικών
σχέσεων μεταξύ μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου και προμηθευτών
τροφίμων προκαλεί ολοένα και περισσότερο
ενδιαφέρον, αλλά και ανησυχία. Ωστόσο,
πριν από δέκα χρόνια, το θέμα αυτό ήταν
ακόμη ταμπού όχι μόνο για τις αρχές και
τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αλλά και για
τους περισσότερους δημοσιογράφους2,
παρά το γεγονός ότι στη Γαλλία,
καταβάλλονται νομοθετικές προσπάθειες
από το 1992 και ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο,
η Επιτροπή Ανταγωνισμού πραγματοποίησε
το 1999 και το 2000, μια έρευνα σχετικά με
την κατάχρηση των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου έναντι των προμηθευτών
τροφίμων στην οποία διαπιστώνεται ότι
τα σουπερμάρκετ κάνουν κατάχρηση της
αγοραστικής τους ισχύος (ο όρος αυτός
αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την
ικανότητα του αγοραστή να εξασφαλίσει
ευνοϊκότερους όρους αγοράς από ό, τι θα
ήταν δυνατό σε μια πλήρως ανταγωνιστική
αγορά3).
Οι μεγάλες εταιρείες λιανικού εμπορίου
θεωρούνταν γενικά ως ένα φαινόμενο
κοινής ωφελείας, προς όφελος όλων, και
η ανάπτυξή του θεωρήθηκε μάλιστα ως
εκδήλωση της οικονομικής υγείας της
χώρας. Οι αρχές και τα μέσα ενημέρωσης
αναφέρθηκαν ιδιαίτερα στις αναμφισβήτητα
θετικές πτυχές τους, ιδίως στη δυνατότητα
των καταναλωτών να αγοράζουν σχεδόν τα
πάντα στο ίδιο μέρος και σε ελκυστική
τιμή, καθώς και στις διευκολύνσεις που
παρέχουν (π.χ., επαρκείς χώροι στάθμευσης)
και στις προτεινόμενες υπηρεσίες. Εδώ
και πέντε περίπου έτη, η κατάσταση έχει
αλλάξει δραματικά και τα ευρωπαϊκά
θεσμικά όργανα έχουν δημοσιεύσει πολλά
έγγραφα στα οποία ασκούν κριτική σχετικά
με το θέμα αυτό.
2.2 Η θέση ολιγοπωλίου των μεγάλων εταιρειών λιανικού εμπορίου
2.2.1
Οι μεγάλες εταιρείες λιανικού εμπορίου
άρχισαν να αναπτύσσονται ταχέως πριν
από τριάντα περίπου χρόνια. Η εξέλιξη
αυτή συνδέεται στενά με την διαδικασία
της παγκοσμιοποίησης. Πράγματι, οι
περισσότερες από τις μεγάλες εταιρείες
που ελέγχουν τώρα την λιανική αγορά
είναι πολυεθνικές. Οι πολυεθνικές είναι
σε θέση να επωφελούνται καλύτερα από
τις νέες συνθήκες που προκύπτουν από
την παγκοσμιοποίηση από ό,τι οι μικρές
και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
2.2.2
Η άνθηση των πολυεθνικών (και των μεγάλων
εταιρειών λιανικού εμπορίου)
πραγματοποιείται συχνά σε βάρος των
ΜΜΕ. Σε πολλούς τομείς, λίγες μεγάλες
πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν το
μεγαλύτερο μέρος της αγοράς. Εκτός από
τις εταιρείες λιανικής πώλησης, στις
μεγάλες πολυεθνικές περιλαμβάνονται
η φαρμακευτική βιομηχανία, η βιομηχανία
τροφίμων, εταιρείες σποροπαραγωγής 4,
εταιρείες επεξεργασίας πετρελαίου, ο
τραπεζικός τομέας και ούτω καθεξής. Οι
πολυεθνικές αυτές δεν είναι μονοπώλια.
Στις περισσότερες περιπτώσεις,
ανταγωνίζονται άλλες πολυεθνικές
επιχειρήσεις, ακόμη και ΜΜΕ στην ίδια
αγορά, και για τον λόγο αυτό, δεν θεωρείται
ότι κατέχουν δεσπόζουσα θέση.5
2.2.3
Οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες λιανικής
πώλησης συμμετέχουν ενεργά στην κατάκτηση
της παγκόσμιας αγοράς. Η βρετανική
εταιρεία Tesco,
οι γαλλικές Carrefour
και Auchan,
οι πολυεθνικές γερμανικές και αυστριακές
Kaufland,
Lidl,
Metro
και Billa,
καθώς και η ολλανδική Ahold,
έχουν καταστήματα σε πολλές χώρες.
2.2.4
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να
ελέγχεται η λιανική αγορά τροφίμων
διάφορων χωρών από έναν πολύ μικρό
αριθμό εταιρειών λιανικού εμπορίου, με
αποτελεσματικό τρόπο. Για παράδειγμα,
στη Γερμανία, τέσσερις εταιρείες ελέγχουν
το 85% της αγοράς· στο Ηνωμένο Βασίλειο
επίσης, τέσσερις εταιρείες ελέγχουν το
76%· στην Αυστρία, τρεις εταιρείες ελέγχουν
το 82%, στη Γαλλία καθώς και στην Ολλανδία,
πέντε εταιρείες ελέγχουν το 65% και ούτω
καθεξής6.
Η κατάσταση αυτή αντανακλά το γεγονός
ότι, ενώ κανένας λιανοπωλητής δεν
ανταποκρίνεται στον επίσημο ορισμό της
δεσπόζουσας θέσης, τρεις έως πέντε
εμπορικές εταιρείες ελέγχουν το κύριο
μέρος της αγοράς και συνιστούν ολιγοπώλιο.
2.2.5
Τα μέλη αυτών των ολιγοπωλίων αναμφισβήτητα
ανταγωνίζονται μεταξύ τους, αλλά μόνο
σε σχέση με τους καταναλωτές. Όσον αφορά
τους προμηθευτές, ο ανταγωνισμός είναι
ελάχιστα εμφανής, ιδίως όταν πρόκειται
για ΜΜΕ. Σε αντίθεση με τους προμηθευτές,
που είναι πολυάριθμοι, οι αγοραστές
βρίσκονται στη δύσκολη θέση της επιλογής.
Με άλλα λόγια, οι προμηθευτές πρέπει να
κάνουν μεγάλη προσπάθεια και πολλές
παραχωρήσεις για να παραδώσουν, ενώ οι
αγοραστές επιλέγουν εκείνους που είναι
πιο «ευέλικτοι» σε σχέση με τους όρους
τους.
2.2.5.1
Ωστόσο, προκειμένου ο παραγωγός να
μπορεί να διεκδικήσει το νόμιμο δικαίωμά
του για συμμετοχή στο κέρδος, στα πλαίσια
υγιών και ισότιμων εμπορικών σχέσεων
με τους εκπροσώπους του λιανικού εμπορίου
με τους οποίους συναλλάσσεται, θα πρέπει
να παρακολουθεί προσεκτικά τις ενδείξεις
σχετικά με τις προσδοκίες των καταναλωτών.
Η διαπραγματευτική του θέση θα είναι
ισχυρότερη εάν καινοτομεί και κατορθώσει
να προσαρμόσει στη ζήτηση τη διαμόρφωση
και την εμφάνιση του προϊόντος του.
2.3 Καταχρηστικές πρακτικές
2.3.1
Χάρη στην αγοραστική τους δύναμη, οι
μεγάλες εταιρείες λιανικού εμπορίου
είναι σε θέση να υπαγορεύουν τους
συμβατικούς όρους, οι οποίοι έχουν
διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε μπορούν
να χαρακτηριστούν ως κατάχρηση της
ισχύος του αγοραστή. Αυτοί
οι συμβατικοί όροι αποκαλούνται επίσης
«καταχρηστικές πρακτικές» ή «αθέμιτες
πρακτικές» για τις οποίες έχει καταρτιστεί
επανειλημμένα ένας μη εξαντλητικός
κατάλογος. Εκτός από τη συνεχή πίεση
επί της τιμής αγοράς (προς τα κάτω), τις
καθυστερήσεις πληρωμών, ή τις υπερβολικά
μεγάλες προθεσμίες πληρωμών, οι μεγάλες
εταιρείες λιανικού εμπορίου έχουν
αλλάξει εντελώς, μέσω των καταχρηστικών
πρακτικών, το κλασικό μοντέλο συνεργασίας
μεταξύ του προμηθευτή και του αγοραστή.
Απλουστεύοντας λίγο, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι στο παρελθόν, τα συμβαλλόμενα
μέρη συμφωνούσαν για τον όγκο και την
τιμή των προς παράδοση προϊόντων, καθώς
και για άλλες αναγκαίες ρυθμίσεις, και
στη συνέχεια, ο προμηθευτής παρέδιδε
τα αγαθά και ο αγοραστής πλήρωνε. Με την
άφιξη των μεγάλων εταιρειών λιανικού
εμπορείου, το μοντέλο αυτό ανατράπηκε.
Σήμερα, οι προμηθευτές που αμείβονται
ολοένα και λιγότερο για τα προϊόντα
τους, είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν
περισσότερα, ή να παραχωρούν άλλα
ανταλλάγματα ως αντιστάθμισμα για τις
υπηρεσίες που προσφέρει ο αγοραστής.
Έτσι,
αυτοί που θα έπρεπε να εισπράττουν
χρήματα, λαμβάνουν τιμολόγια! Είναι
αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι μεγάλες
εταιρείες λιανικού εμπορίου κατάφεραν
να επιβάλουν αυτό το νέο και σήμερα
πλέον γενικά αποδεκτό μοντέλο, και ότι
κανείς, αρχής γενομένης από τις αρμόδιες
αρχές, δεν εκπλήσσεται.
2.3.2 Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι οι πιο συνήθεις καταχρηστικές πρακτικές αφορούν δύο πτυχές της σχέσης μεταξύ του προμηθευτή και του αγοραστή7. Η πρώτη αφορά τη μεταφορά από τον αγοραστή στον προμηθευτή, των εξόδων λιανικού εμπορίου, δηλαδή των εξόδων προώθησης και μάρκετινγκ, του κόστους του εξοπλισμού καταστημάτων, του λιανικού εμπορίου και της διαχείρισης των επιμέρους καταστημάτων. Οι έμποροι λιανικής πώλησης επιτυγχάνουν τον στόχο αυτό μέσω των διαφόρων «πληρωμών» που επιβάλλονται στους προμηθευτές, π.χ. για προμήθειες ή για διαφημιστικά φυλλάδια. Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, ο διανομέας μεταφέρει στον προμηθευτή το κόστος του επιχειρηματικού του κινδύνου, πράγμα που επιτυγχάνεται στην πράξη με μεταγενέστερες προσαρμογές της τιμής αγοράς σε συνάρτηση με τις πωλήσεις του συγκεκριμένου προϊόντος στους τελικούς καταναλωτές, ούτως ώστε όλες οι αποκλίσεις από το επιθυμητό επίπεδο πωλήσεων να επιβαρύνουν τον προμηθευτή. Ο δεύτερος στόχος επιτυγχάνεται μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα καθορισμού της καθαρής τελικής τιμής (διαφορετικοί τύποι πριμοδοτήσεων επιστροφών). Και οι δύο μηχανισμοί στρεβλώνουν τον απλό εμπορικό τύπο επιχείρησης σύμφωνα με τον οποίο το κόστος παραγωγής βαρύνει τον παραγωγό και τα έξοδα λιανικού εμπορίου βαρύνουν τον έμπορο.
2.3.3
Αυτό το νέο μοντέλο των σχέσεων μεταξύ
εμπόρων λιανικής και προμηθευτών
δημιουργήθηκε με το πρόσχημα της ανάγκης
για στενότερη εμπορική συνεργασία λόγω
της αύξησης του ανταγωνισμού στην αγορά
λιανικής πώλησης. Σύμφωνα με το σκεπτικό
των αλυσίδων λιανικού εμπορίου, η αύξηση
των πωλήσεων των προϊόντων είναι προς
το συμφέρον των προμηθευτών, και για το
λόγο αυτό, είναι απολύτως θεμιτό να
συμμετέχουν οικονομικά στο κόστος
εμπορίας. Παρά το γεγονός ότι δεν
συμμερίζονται όλοι αυτή τη θεώρηση των
πραγμάτων, οι προμηθευτές αναγκάζονται
να προσαρμοστούν. Ωστόσο οι μεγάλες
εταιρείες λιανικού εμπορίου δεν
αρκέστηκαν σε αυτό και συνεχίζουν να
εκμεταλλεύονται αυτή τη διευρυμένη
εμπορική συνεργασία με τον πιο σκανδαλώδη
τρόπο. Είτε οι υπηρεσίες που πραγματικά
παρέχονται υπερτιμολογούνται είτε οι
αγοραστές χρεώνουν καθαρά πλασματικές
υπηρεσίες. Αυτή η τελευταία πρακτική
αποκαλείται «χρέωση χωρίς αιτία», επειδή
προδήλως στερείται κάθε ανταλλάγματος.
Τέτοια παραδείγματα είναι η «πληρωμή
για σταθερή συνεργασία», «πληρωμή για
την έκδοση τιμολογίου», «πληρωμή για
την εξόφληση του τιμολογίου» ή «συνεισφορά
στο κόστος της εορτής της επιχείρησης».
Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, τέτοιου
είδους τιμολόγια απεστάλησαν από τις
εταιρείες στους προμηθευτές τροφίμων.
2.3.3.1
Οι γάλλοι βουλευτές εντόπισαν πάνω από
500 αιτίες τις οποίες επικαλούνται τα
κεντρικά τμήματα προμηθειών για να
απαιτήσουν πρόσθετα οφέλη από τους
προμηθευτές τους8.
2.3.3.2
Σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία Βιομηχανιών
Τροφίμων (CIAA) και την Ευρωπαϊκή Ένωση
Βιομηχανιών Προϊόντων που φέρουν
Εμπορικό Σήμα (AIM), το 84% των ευρωπαίων
προμηθευτών μεγάλων εταιρειών λιανικού
εμπορίου, υπήρξαν το 2009 θύματα παραβίασης
συμβατικών όρων. Το 77% εξ αυτών απειλήθηκε
με διαγραφή, αν δεν παρείχε αδικαιολόγητα
πλεονεκτήματα στις μεγάλες εταιρείες
λιανικού εμπορίου, το 63% μείωσε τις τιμές
του χωρίς σοβαρή εμπορική αιτία, το δε
60% από αυτούς αναγκάστηκε να προβεί σε
πληρωμές χωρίς να υπάρχει κανένα
πραγματικό αντάλλαγμα.
2.3.4
Οι τιμολογήσεις των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου προς τους προμηθευτές
τους που αποτελούν εκπτώσεις «εκτός
τιμολογίου» καθιστούν εντελώς αδιαφανές
το σύστημα των τιμών. Ούτε ο προμηθευτής
ούτε οποιοσδήποτε εξωτερικός παρατηρητής
μπορεί έτσι να γνωρίζει την πραγματική
τιμή αγοράς. Οι εμπορικές πολιτικές που
βασίζονται στην τεχνική του «διπλού
οριακού κέρδους» δημιουργούν σοβαρά
προβλήματα στους καταναλωτές και στους
προμηθευτές9.
Θα πρέπει να επιβληθεί ένα διαφανέστερο
σύστημα.
2.4 Απουσία πραγματικής συμβατικής ελευθερίας
2.4.1
Οι προμηθευτές δέχονται αυτό το πολύ
μειονεκτικό γι 'αυτούς σύστημα, επειδή
δεν έχουν άλλη επιλογή. Για να πωλούν
τα προϊόντα τους, χρειάζονται τις μεγάλες
εταιρείες λιανικού εμπορίου. Συνεχίζουν
για το λόγο αυτό, να υπογράφουν συμβάσεις
πώλησης εφόσον η συνεργασία αυτή τους
εξασφαλίζει ένα ελάχιστο περιθώριο
κέρδους. Πράγματι, οι καταχρηστικές
πρακτικές που χρησιμοποιούν οι διάφορες
εταιρείες είναι σχεδόν πανομοιότυπες,
και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η
επιλογή της μιας ή της άλλης για καλύτερη
συνεργασία. Οι εμπορικές σχέσεις
χαρακτηρίζονται από μια ατμόσφαιρα
φόβου (απειλή αποκλεισμού των προϊόντων),
η οποία αναγνωρίζεται ακόμα και σε
επίσημα έγγραφα10.
2.4.2 Η εφαρμογή των καταχρηστικών συμβατικών όρων θεωρείται συνήθως μη δεοντολογική. Ωστόσο, δεομένων των πρακτικών που περιγράφονται παραπάνω, ο ορισμός αυτός φαίνεται να είναι ανεπαρκής. Σε μια κατάσταση όπου οι εμπορικοί όροι υπαγορεύονται από το ισχυρότερο μέρος και όπου το άλλο μέρος δεν διαθέτει κανένα περιθώριο άρνησης, μάλλον πρέπει να μιλάμε για εκβιασμό ή αθέμιτη «προστασία». Και υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για συμβατικές ελευθερίες τις οποίες συχνά επικαλούνται οι έμποροι λιανικής πώλησης και οι αρμόδιες αρχές. Όπως δεν υπάρχει συμβατική ελευθερία στην περίπτωση της σχέσης των φυσικών μονοπωλίων (προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, κλπ.) με τους καταναλωτές, είναι ουτοπία να ορίζεται έτσι η πραγματικότητα των σχέσεων μεταξύ μεγάλων εταιρειών λιανικού εμπορίου και προμηθευτών τροφίμων.
2.5 Συνέπειες και εντοπισμός των θυμάτων καταχρηστικών πρακτικών
2.5.1
Η χρήση των καταχρηστικών πρακτικών
από τις μεγάλες εταιρείες λιανικού
εμπορίου έχει αρνητικό αντίκτυπο στους
προμηθευτές, αλλά και στους καταναλωτές.
Οι προμηθευτές, ιδίως οι ΜΜΕ, λόγω αυτών
των πρακτικών, αντιμετωπίζουν συχνά
μια πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση,
η οποία μπορεί να οδηγήσει ορισμένες
φορές ακόμη και στην εκκαθάριση της
εταιρείας. Οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων
μπορούν να αποφύγουν ευκολότερα αυτόν
τον σκόπελο επειδή είναι σε θέση να
αντισταθμίσουν το χαμηλότερο εισόδημα
ανά προϊόν με μεγάλες παραδοτέες
ποσότητες. Επιπλέον, οι πολυεθνικές
τροφίμων διαθέτουν αρκετά μεγάλη
διαπραγματευτική ισχύ: οι μεγάλες
εταιρείες λιανικού εμπορίου δεν μπορούν
να λειτουργήσουν χωρίς τα προϊόντα τους
και, ως εκ τούτου, δεν αντιμετωπίζονται
με τον ίδιο τρόπο όπως οι ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα
είναι, όπως για παράδειγμα, στη Γαλλία,
οι παραδόσεις των είκοσι μεγάλων
πολυεθνικών ομίλων να καλύπτουν το 70 -
80% του κύκλου εργασιών των σούπερ μάρκετ11.
2.5.2 Όσον αφορά τους καταναλωτές, οι οποίοι, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, είναι οι βασικοί δικαιούχοι αυτού του συστήματος, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ρόδινη όσο δείχνει. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες καταδεικνύουν ότι η χρήση των καταχρηστικών πρακτικών έναντι των προμηθευτών επηρεάζει αρνητικά και τους καταναλωτές. Από τη μία πλευρά, οι καταναλωτές δεν ωφελούνται πάντα από τη σχετικά χαμηλή τιμή αγοράς12 και, από την άλλη, οι δυνατότητες επιλογής είναι πιο περιορισμένες, η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται λόγω της μόνιμης πίεσης επί των τιμών αγοράς, και τέλος, αυξάνονται επίσης οι τιμές λιανικής13
2.5.2.1
Οι μεγάλες εταιρείες λιανικού εμπορίου
επιδρούν επίσης και σε κοινωνικό επίπεδο,
δεδομένου ότι έσπασαν ορισμένα ταμπού
της κοινωνικής ζωής. Η Κυριακή, για
παράδειγμα δεν αποτελεί πλέον τόσο
«άγια» ημέρα όσο στο παρελθόν. Οι
υπεραγορές και τα σουπερμάρκετ λειτουργούν
πλέον όλες τις ημέρες της εβδομάδας,
ακόμη και 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, με
ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις συνθήκες
εργασίας.
2.5.3
Πέραν του τομέα τροφίμων, το πρόβλημα
των μεγάλων εταιρειών λιανικού εμπορίου
αφορά και πολλούς άλλους τομείς. Ωστόσο,
τα θύματα των καταχρηστικών πρακτικών
είναι κυρίως οι προμηθευτές τροφίμων.
Οι λόγοι είναι πιθανόν πολλοί, και ένας
από αυτούς είναι σίγουρα η ύπαρξη
μεγαλύτερης επιλογής αγορών για τους
κατασκευαστές προϊόντων εκτός τροφίμων.
Εκτός από τα σούπερ μάρκετ, οι παραγωγοί
ενδυμάτων, διαφόρων οικιακών συσκευών,
βιβλίων ή αθλητικού εξοπλισμού μπορούν
να διαθέσουν τα προϊόντα τους και στα
δίκτυα ειδικών καταστημάτων. Επομένως,
είναι θεμιτό να αποτελούν αντικείμενο
ειδικής εξέτασης οι σχέσεις των μεγάλων
εταιρειών λιανικού εμπορίου με τους
προμηθευτές τροφίμων.
2.5.4
Οι καταχρηστικές πρακτικές σπανίζουν
στις σχέσεις μεταξύ των γεωργών και της
βιομηχανίας τροφίμων όπου οι επιχειρήσεις
του τομέα αυτού διαθέτουν επίσης μια
σημαντική αγοραστική ισχύ. Αν από την
μία πλευρά, οι διαπραγματεύσεις όσον
αφορά την τιμή αγοράς είναι συχνά αρκετά
σκληρές, από την άλλη, ο βιομήχανος
συνήθως δεν ζητάει από τον προμηθευτή
των πρώτων υλών να συνεισφέρει στην
αγορά ….μιας νέας γραμμής εμφιάλωσης,
σε αντίθεση με την εταιρεία λιανικού
εμπορίου η οποία απαιτεί συστηματικά
από τον προμηθευτή της να πληρώσει για
την ανακαίνιση του καταστήματός της ή
για το άνοιγμα νέου.
2.5.5
Εν συντομία, οι περισσότερες καταχρηστικές
πρακτικές διαπιστώνονται μόνο στις
σχέσεις σουπερμάρκετ - προμηθευτών
τροφίμων. Ωστόσο, λόγω των προαναφερθεισών
συνεπειών και της έκτασης που λαμβάνουν,
οι καταχρηστικές πρακτικές έχουν και
ένα τρίτο θύμα: το εθνικό οικονομικό
συμφέρον. Πράγματι, η αδυναμία μέρους
των προμηθευτών να ανταποκριθούν στις
απαιτήσεις των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου και οι οικονομικές
δυσχέρειες που αυτό συνεπάγεται,
συμβάλουν στην κατάρρευση ολόκληρου
του κλάδου της παραγωγής τροφίμων πολλών
κρατών μελών. Ορισμένα κράτη μέλη, τα
οποία είχαν κατά το παρελθόν αυτάρκεια
όσον αφορά τον εφοδιασμό σε τρόφιμα,
έχασαν με αυτόν τον τρόπο μεγάλο μέρος
της επισιτιστικής τους ασφάλειας,
γεγονός ιδιαίτερα επικίνδυνο κάτω από
τις σημερινές συνθήκες.
2.6 Πιθανές λύσεις
2.6.1
Εδώ και λίγο καιρό, οι καταχρηστικές
πρακτικές των μεγάλων εταιρειών λιανικού
εμπορίου έναντι των προμηθευτών τους
αποτελούν αντικείμενο ολοένα και πιο
συγκεκριμένων επικρίσεων από τις αρχές
των διαφόρων κρατών μελών και από τα
ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Το
πρώτο σημαντικό έγγραφο υιοθετήθηκε
από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και
Κοινωνική Επιτροπή, το 200514.
Αλλά η γραπτή δήλωση των μελών του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου15,
η οποία υπογράφηκε από την πλειοψηφία
των βουλευτών, είναι αυτή που τον
Ιανουάριο του 2009 προκάλεσε μια πραγματική
συζήτηση επί του θέματος. Τη
δήλωση ακολούθησαν διάφορα έγγραφα και
μελέτες που δημοσιεύθηκαν από την
Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και την ΕΟΚΕ16.
2.6.1.1
Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού (ΕΔΑ),
το οποίο φέρνει σε επαφή την Ευρωπαϊκή
Επιτροπή με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού
των 27 κρατών μελών, έχει δημοσιεύσει
μια έκθεση μετά από την ανακοίνωση της
Επιτροπής για τη βελτίωση της λειτουργίας
της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Στην
ανακοίνωση γινόταν έκκληση για μια
κοινή προσέγγιση των αρχών ανταγωνισμού
στο πλαίσιο του ΕΔΑ για την καλύτερη
ανίχνευση ενδημικών προβλημάτων, ειδικά
στις αγορές τροφίμων, και για ταχύ
συντονισμό των μελλοντικών δράσεων. Η
Επιτροπή δημιούργησε ένα φόρουμ υψηλού
επιπέδου σχετικά με τη βελτίωση της
λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού
τροφίμων, η οποία στηρίζεται στις
εργασίες διαφόρων πλατφόρμων
εμπειρογνωμόνων, όπως η πλατφόρμα για
τις συμβατικές πρακτικές μεταξύ
επιχειρήσεων (« business to business »), με
εντολή τον προσδιορισμό της καταλληλότερης
μεθόδου για την αποφυγή αθέμιτων
πρακτικών. Μετά την επίτευξη συμφωνίας
μεταξύ όλων των φορέων που εμπλέκονται
στην αλυσίδα παραγωγής και διάθεσης
τροφίμων όσον αφορά τις βασικές αρχές,
η πλατφόρμα έλαβε την εντολή να επιτύχει
τη συναίνεση των ενδιαφερομένων σχετικά
με την εφαρμογή τους στην πράξη. Προς
το παρόν, οι ενδιαφερόμενοι φορείς στο
σύνολό τους δεν έχουν καταλήξει σε
ικανοποιητική συμφωνία στα πλαίσια
ενός εθελούσιου κώδικα δεοντολογίας.
2.6.2
Η κατάσταση έχει γίνει πολιτικά ευαίσθητη,
και οι αρχές καλούνται συνεχώς να
ανταποκριθούν. Ωστόσο, η ρύθμιση μόνο
μέσω των δυνάμεων της αγοράς έχει
αποτύχει και σπανίως σήμερα θεωρείται
ως η βέλτιστη λύση, επειδή τις τελευταίες
δεκαετίες που χαρακτηρίζονται από ένα
σύστημα εμπορικών σχέσεων που δεν
ρυθμίζονται, τα προβλήματα συνέχισαν
να επιδεινώνονται. Μεταξύ των πιθανών
λύσεων, προωθούνται οι κανονιστικές
ρυθμίσεις ή η αυτορρύθμιση, ή η συγκρότηση
ομάδων παραγωγών η δύναμη των οποίων
θα μπορούσε να αντισταθμίσει την
αγοραστική ισχύ των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου.
2.6.3
Η θέσπιση κώδικα δεοντολογίας αποτελεί
μια «ήπια» λύση. Πρόκειται
για μια εθελοντική δέσμευση αποφυγής
της προσφυγής στις εν λόγω πρακτικές.
Η αυτορρύθμιση εφαρμόστηκε στο Ηνωμένο
Βασίλειο, την Ισπανία και το Βέλγιο. Τα
αποτελέσματα δεν είναι ούτε ικανοποιητικά
ούτε πειστικά. Πέρα από το γεγονός ότι
δεν αποκτήθηκαν θετικές εμπειρίες με
την εφαρμογή της αυτορρύθμισης, οι
κώδικες δεοντολογίας θέτουν και ένα
ζήτημα φιλοσοφικής φύσης. Ποιοι
δεοντολογικοί κανόνες πρέπει να ισχύουν
στην περίπτωση μιας πολυεθνικής; Οι
κανόνες των διοικητικών στελεχών, των
μετόχων ή της ίδιας της κοινωνίας; Στην
πραγματικότητα, τα ινία μίας πολυεθνικής
βρίσκονται στα χέρια των μετόχων, οι
οποίοι είναι συνήθως ανώνυμοι και για
τους οποίους η απόκτηση μετοχών δεν
είναι παρά μία επένδυση καθαρά οικονομική.
Δεν φέρουν καμία προσωπική ευθύνη για
τη συμπεριφορά της επιχείρησης ή τη
χρησιμοποίηση καταχρηστικών πρακτικών.
Συνεπώς,
στην περίπτωση των μεγάλων εταιρειών
λιανικού εμπορίου δύσκολα μπορεί να
χρησιμοποιηθεί η δεοντολογία ως κριτήριο
αναφοράς.
2.6.4 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και άλλες αρχές, συνιστούν με έμφαση στους γεωργούς και στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να δημιουργήσουν ομίλους προκειμένου να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική τους θέση στις σχέσεις τους με τους αγοραστές των αλυσίδων λιανικού εμπορίου. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη μέλη όπου σχηματίστηκαν τέτοιοι όμιλοι, η πρωτοβουλία αυτή τιμωρήθηκε από τις αρμόδιες αρχές εποπτείας του ανταγωνισμού με το επιχείρημα ότι πρόκειται για συμπράξεις δεσπόζουσας θέσης. Κατά τη γνώμη των αρχών αυτών, οι όμιλοι αυτοί έλεγχαν υπερβολικά μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Ωστόσο, λάμβαναν υπόψη μόνο την εγχώρια παραγωγή και όχι τα εισαγόμενα προϊόντα. Για δυσνόητους λόγους, οι αρχές αυτές, όταν προσδιορίζουν το μερίδιο της αγοράς που καταλαμβάνει ένας παράγοντας, κατά κανόνα δεν λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των προϊόντων που διατίθενται στην εγχώρια αγορά.
2.6.5
Πολλά κράτη μέλη κατέβαλαν φιλότιμες
προσπάθειες όσον αφορά την νομική
ρύθμιση. Ορισμένα κράτη μέλη απαγόρευσαν
κάποιες πρακτικές (π.χ. περίπου στα μισά
κράτη μέλη απαγορεύεται να πωλούνται
προϊόντα κάτω του κόστους), άλλα κράτη
μέλη, όπως η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Τσεχία,
η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Πολωνία,
θέσπισαν ειδικές τομεακές νομικές
ρυθμίσεις ή τροποποίησαν τις ισχύουσες
ρυθμίσεις τους όπως η Λετονία και η
Γαλλία. Κατά τα τελευταία χρόνια,
ιδιαίτερα πολλά πρώην κομμουνιστικά
κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής
Ευρώπης θέσπισαν νόμους για την καταστολή
καταχρηστικών πρακτικών στον τομέα του
λιανικού εμπορίου. Ίσως αυτό να οφείλεται
στο γεγονός ότι η κατάσταση σε αυτήν
την περιοχή είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.
Σε αυτές τις χώρες, σε αντιδιαστολή με
την κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη, το
λιανικό εμπόριο μεγάλης κλίμακας
ελέγχεται σχεδόν αποκλειστικά από ξένες
εταιρείες, οι οποίες διατηρούν ιδιαίτερες
σχέσεις με τους προμηθευτές τους στις
χώρες καταγωγής τους ή στις χώρες που
είχαν παλαιότερα την έδρα τους. Το
αποτέλεσμα είναι ο μαρασμός του τομέα
της παραγωγής τροφίμων στην περιοχή.
2.6.6
Είναι προφανές ότι οι νόμοι αυτοί δεν
εφαρμόζονται πάντα, ιδιαίτερα επειδή
οι προμηθευτές που γίνονται θύματα
καταχρήσεων φοβούνται να παραπονεθούν
για λόγους επιβίωσης. Ωστόσο, οι νόμοι
αυτοί συνιστούν καταλληλότερη απάντηση
από ό,τι οι κώδικες δεοντολογίας. Αυτό
ισχύει διότι αφενός, οι καταχρηστικές
πρακτικές δεν είναι απλώς αντίθετες
στην δεοντολογία αλλά και ασυμβίβαστες
ακόμη και με μία στοιχειώδη δικαιοσύνη.
Πέρα από τα προβλήματα που σχετίζονται
με την εφαρμογή, αυτό το επιχείρημα και
μόνον επαρκεί για την απαγόρευσή τους
διά νόμου. Αφετέρου, επειδή στη Γαλλία
έχουν ήδη καρποφορήσει οι συστηματικές
νομοθετικές προσπάθειες που καταβάλλονται.17.
2.6.7
Η Επιτροπή, αν και παραδέχεται ότι
υπάρχουν προβλήματα, προτιμά προς το
παρόν την αυτορρύθμιση, επικρίνοντας
συγχρόνως τον κατακερματισμό του ευρωπαϊκού νομικού χώρου. Είναι γεγονός,
ότι οι νόμοι που έχουν θεσπίσει τα
διάφορα κράτη μέλη είναι ελάχιστα
συμβατοί μεταξύ τους. Όμως, ο μόνος
τρόπος για να υπερβληθούν τόσο ο
κατακερματισμός όσο και η έλλειψη
συμβατότητας, θα ήταν η θέσπιση ενιαίας
και δεσμευτικής ευρωπαϊκής ρύθμισης.
Η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή να
πραγματοποιήσει επειγόντως τα απαραίτητα
βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Για
πρακτικούς λόγους, δεν κρίνεται σκόπιμο
να βασίζεται η ρύθμιση αυτή στην προστασία
του ανταγωνισμού, γεγονός που θα υποχρέωνε
τους προμηθευτές, ως θύματα αυτής της
κατάστασης, να βρεθούν στα δικαστήρια
ενώπιον των μεγάλων εταιριών λιανικού
εμπορίου. Κατά το παράδειγμα του γαλλικού
προτύπου, ενάγοντας σε αυτήν την περίπτωση
θα πρέπει να είναι το κράτος διότι
διακυβεύεται το δικό του οικονομικό
συμφέρον. Έτσι θα αποφευχθούν και τα
γνωστά προβλήματα που έχουν σχέση με
τον φόβο των προμηθευτών να υποβάλλουν
καταγγελία.
2.6.7.1 Η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να επιβάλλει γραπτές συμφωνίες σχετικά με τη διάρκεια, τις ποσότητες και τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που πωλείται, την τιμή, τον τρόπο παράδοσης και πληρωμής και να προβλέπει την ακυρότητα της συμφωνίας σε περίπτωση παραβάσεων. Η πληρωμή θα πρέπει να καταβάλλεται, υπό την απειλή προστίμου, εντός νόμιμης προθεσμίας 30 ημερών για τα αλλοιώσιμα προϊόντα και 60 ημερών για τα λοιπά προϊόντα. Ιδιαίτερα θα πρέπει να απαγορεύονται τα εξής:
- η άμεση ή έμμεση επιβολή όρων αγοράς, πώλησης ή άλλων δεσμευτικών συμβατικών όρων, καθώς και η επιβολή μη συμβατικών όρων με αναδρομική ισχύ·
- η επιβολή διαφορετικών όρων για ισότιμες υπηρεσίες·
- η εξάρτηση της σύναψης και της εφαρμογής μίας συμφωνίας, καθώς και της συνέχειας και της τακτικότητας των εμπορικών σχέσεων από την προσφορά διευκολύνσεων που δεν έχουν ουδεμία σχέση είτε με το αντικείμενο της σύμβασης είτε με την συγκεκριμένη εμπορική σχέση·
- η αποδοχή μη ενδεδειγμένων υπηρεσιών που δεν δικαιολογούνται από τη φύση ή το αντικείμενο των εμπορικών σχέσεων·
- η υιοθέτηση οποιασδήποτε άλλης αθέμιτης συμπεριφοράς όσον αφορά την εμπορική σχέση στο σύνολό της.
Βρυξέλλες, 9 Ιανουαρίου
2013
Ο πρόεδρος
του ειδικευμένου
τμήματος
"Γεωργία, αγροτική
ανάπτυξη, περιβάλλον"
Mario Campli
1Γνωμοδότηση
ΕΟΚΕ «Κοινοτικό γεωργικό πρότυπο:
ποιότητα της παραγωγής και της ενημέρωσης
των καταναλωτών ως στοιχεία
ανταγωνιστικότητας», ΕΕ
C 18 της 19.01.2011, σ. 5-10.
2
Ένας από τους λίγους ειδικούς
που τόλμησε τότε να καταγγείλει δημοσίως
τις καταχρήσεις των διανομέων μεγάλης
κλίμακας ήταν ο ήταν Christian Jacquiau, συγγραφέας
του βιβλίου «Παρασκήνια των μεγάλων
εταιρειών λιανικού εμπορίου» και του
άρθρου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Le Monde Diplomatique (Δεκέμβριος 2002) με τίτλο
"Racket dans la grande distribution à la française- Εκβιασμός
α λα γαλλικά στον τομέα λιανικού
εμπορίου»".
3
Consumers International,
"The relationship between supermarkets and suppliers: What are
the implications for consumers?", 2012, p. 2.
4
Το 2009, το 80% της παγκόσμιας αγοράς
σπόρων ελεγχόταν από δέκα εταιρείες,
ενώ πριν από 25 χρόνια, η επιλογή και η
πώληση σπόρων γινόταν από εκατοντάδες
εταιρείες. Το ίδιο
ισχύει για
αγροχημικά προϊόντα.
5
British Institute of
International and Comparative Law, "Models of Enforcement in
Europe for Relations in the Food Supply Chain”", 23 April
2012, p. 4.
6
Consumers International,
"The relationship between supermarkets and suppliers: What are
the implications for consumers?", 2012, p. 5.
7
British Institute of
International and Comparative Law, "Models of Enforcement in
Europe for Relations in the Food Supply Chain", 23 April 2012,
p. 4.
8
Christian Jacquiau, "Racket
dans la grande distribution à la française", Le Monde
diplomatique, décembre 2002, pp 4 et 5.
9
Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ «Βελτίωση της
λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού
τροφίμων στην Ευρώπη» ΕΕ
C 48 της 15.02.2011, σ. 145-149
10
Για παράδειγμα η έκθεση της
Επιτροπής COM(2010)355 final, «Προς μια πιο
αποτελεσματική και πιο δίκαιη εσωτερική
αγορά εμπορίου και διανομής για το
2020», σ. 8 ή British Institute of International and Comparative
Law, "Models of Enforcement in Europe for Relations in the Food
Supply Chain", 23 April 2012, σ. 3..
11
Sgheri Marie-Sandrine, "La
machine à broyer des PME", Le Point, Paris, no 1957 - 18
Μαρτίου 2010, σελ.
88 – 89.
12
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια
της κρίσης του γαλακτοκομικού τομέα
το 2009, τα σούπερ μάρκετ συνέχισαν για
μήνες να πωλούν το γάλα στους καταναλωτές
στην ίδια τιμή όπως και πριν, παρά τη
σημαντική μείωση της τιμής αγοράς από
τους παραγωγούς.
13
Consumers International,
"The relationship between supermarkets and suppliers: What are
the implications for consumers?", 2012, σ.
12, αλλά και
γνωμοδότηση ΕΟΚΕ
, ΕΕ
C 255 της
14.10.2005, σ.48.
14
Γνωμοδότηση «Ο κλάδος των
μεγάλων λιανοπωλητών — τάσεις και
αντίκτυπος σε αγρότες και καταναλωτές»,
ΕΕ
C 255 της 14.10.2005, σ.44-49.
15
WRITTEN DECLARATION no
0088/2007 "on investigating and remedying the abuse of power by
large supermarkets operating in the European Union ".
16
Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ «Βελτίωση της
λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού
τροφίμων στην Ευρώπη», ΕΕ
C 48 της 15.02.2011, σ. 145-149.
17
Σύμφωνα με στοιχεία του γαλλικού
φορέα DGCCRF (Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού,
Κατανάλωσης και Καταπολέμησης της
Απάτης) τα κέρδη «εκτός τιμολογίου»
των μεγάλων αλυσίδων λιανικού εμπορίου
έχουν περιοριστεί σε αποδεκτό επίπεδο.