Bruno Roelants
Το πρώτο πρόβλημα στο νέο ελληνικό νόμο για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία (SSE) είναι ο αποκλεισμός από το νόμο SSE ορισμένων συνεταιρισμών που δεν θεωρούνται επαρκώς επικεντρωμένοι στο γενικό συμφέρον και είναι πολύ προσανατολισμένοι προς το εσωτερικό τους.
Η διάκριση μεταξύ συνεταιρισμών που θα χαρακτηρίζονταν «αμοιβαίοι» (ενδιαφερόμενοι για τα μέλη τους) και άλλων που αντιθέτως θα χαρακτηρίζονταν «κοινωνικοί» (περισσότερο προσανατολισμένοι προς το γενικό συμφέρον και το συμφέρον της κοινότητας) είναι ασυμβίβαστη τόσο με τη Δήλωση της ICA για την Συνεταιριστική Ταυτότητα (1995) που αναπαράγεται πλήρως στη Σύσταση 193/2002 της ΔΟΕ για την Προώθηση των Συνεταιρισμών όσο και με τον ορισμό του κοινωνικού συνεταιρισμού, όπως ορίζεται στα Διεθνή Πρότυπα της CICOPA για τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς (2011).
Σύμφωνα με τη δήλωση για την Συνεταιριστική Ταυτότητα, όλοι οι συνεταιρισμοί έχουν τόσο "αμοιβαίο" όσο και "κοινωνικό" χαρακτήρα.
Ο αμοιβαίος χαρακτήρας όλων των συνεταιρισμών κατοχυρώνεται στον ορισμό του συνεταιρισμού, όπου «τα πρόσωπα» συνεργάζονται σε μια «συνιδιόκτητη και δημοκρατικά ελεγχόμενη επιχείρηση» προκειμένου να «αντιμετωπίσουν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές τους ανάγκες και προσδοκίες».
Ο κοινωνικός χαρακτήρας όλων των συνεταιρισμών, δηλαδή το γεγονός ότι ξεπερνούν την ομάδα των μελών για να προσεγγίσουν την ευρύτερη κοινότητα, οφείλεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά όλων των συνεταιρισμών:
• Η πρώτη συνεταιριστική αρχή της "εθελοντικής και ελεύθερης συμμετοχής" σημαίνει ότι όλοι οι τύποι προσώπων που ανήκουν σε μια κοινότητα και ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου είδους συνεταιριστικών μελών είναι δυνητικά μέλη του, τόσο σήμερα όσο και στις μελλοντικές γενιές.
• Η τρίτη συνεταιριστική αρχή της «οικονομικής συμμετοχής των μελών» προβλέπει τη σύσταση κοινών αποθεματικών τα οποία, σε πολλές χώρες, είναι αδιαίρετα ακόμη και μετά τη διάλυση του συνεταιρισμού και επομένως δεν τα απολαμβάνουν «αμοιβαία» τα μέλη του συνεταιρισμού εάν διαλύουν τον συνεταιρισμό τους.
• Η έβδομη αρχή συνεργασίας αναφέρει ρητά το "ενδιαφέρον για την κοινότητα", η οποία μπορεί να υλοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους, αλλά δεν είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων γενικότερα.
• Η έκτη συνεταιριστική αρχή της «συνεργασίας μεταξύ των συνεταιρισμών» φέρνει στην πραγματικότητα την έβδομη συνεταιριστική αρχή σε μια ακόμα ευρύτερη διάσταση, καθώς αφορά μια κοινότητα ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων στον κόσμο και, ενδεχομένως, περισσότερα.
Σύμφωνα με τον ορισμό του κοινωνικού συνεταιρισμού όπως διατυπώνεται στα Διεθνή Πρότυπα Κοινωνικών Συνεταιρισμών της CICOPA, η κύρια διαφορά είναι ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας των κοινωνικών συνεταιρισμών οφείλεται στο γεγονός ότι η αποστολή γενικού συμφέροντος των τελευταίων είναι ρητή, πρωταρχική και άμεση (ενώ σε άλλους συνεταιρισμούς, μια τέτοια κοινωνική αποστολή μπορεί να υπονοείται, να είναι δευτερεύουσα και έμμεση).
Ταυτόχρονα, όπως έχει επισημανθεί και στα Παγκόσμια Πρότυπα Κοινωνικών Συνεταιρισμών, "μια δομή διακυβέρνησης που βασίζεται δυνητικά ή αποτελεσματικά σε μέλη πολλών κατηγοριών ενδιαφερομένων είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των κοινωνικών συνεταιρισμών". Μέσω της συμμετοχής πολλών κατηγοριών ενδιαφερομένων, οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί μπορούν να συμπεριλάβουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (παραγωγούς, χρήστες, εκπροσώπους της τοπικής κοινότητας) ως μέλη του συνεταιρισμού, υπογραμμίζοντας έτσι τον αμοιβαίο χαρακτήρα των κοινωνικών συνεταιρισμών.
Η σύγχυση μεταξύ των εννοιών της κοινωνικής οικονομίας, της κοινωνικής επιχείρησης και του κοινωνικού συνεταιρισμού
Κοινωνική (και αλληλέγγυα) οικονομία ή SSE
Η έννοια της κοινωνικής οικονομίας είναι ευρύτερη από τους συνεταιρισμούς και περιλαμβάνει ορισμένα από τα βασικά στοιχεία της δήλωσης ταυτότητας των συνεταιρισμών, όπως η δημοκρατική διακυβέρνηση (βλέπε τις αξίες της κοινωνικής οικονομίας στην ιστοσελίδα της Κοινωνικής Οικονομίας Ευρώπης – Social Economy Europe). Περιλαμβάνει όλους τους συνεταιρισμούς, όλους τους αλληλασφαλιστικούς φορείς, καθώς και άλλους τύπους οντοτήτων όπως ενώσεις, ιδρύματα και κοινωνικές επιχειρήσεις (βλ. Παρακάτω).
Συμπεριλαμβάνονται
όλοι οι συνεταιρισμοί, επειδή η Δήλωση
για τη Συνεταιριστική Ταυτότητα περιέχει
πραγματικά όλα τα πρότυπα της κοινωνικής
οικονομίας σε έναν σαφή και διεθνώς
αναγνωρισμένο τρόπο, αφότου έχει
περιληφθεί στη Σύσταση 193 της ΔΟΕ.
Κοινωνική επιχείρηση
Η ιδέα της κοινωνικής επιχείρησης γεννήθηκε στη Βόρεια Αμερική τη δεκαετία του 1990 και στη συνέχεια προωθήθηκε διεθνώς κυρίως από τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ [1]. Σε γενικές γραμμές, οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος ή εργασιακή ενσωμάτωση σε μειονεκτούντα άτομα [2]. Αυτά μπορεί να είναι μέρος της ευρύτερης κοινωνικής οικονομίας, ή μπορούν ακόμη και να είναι επιχειρήσεις που δεν ανήκουν στην κοινωνική οικονομία, ανάλογα με την εθνική πολιτική ή ρύθμιση που τους διέπει, αν υπάρχει.
Η έννοια της κοινωνικής επιχείρησης εξαπλώθηκε ταχέως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Κεντροανατολική Ευρώπη από τη δεκαετία του '90. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης τείνουν να δημιουργούν σύγχυση μεταξύ της SSE και των κοινωνικών επιχειρήσεων, όπως η Βουλγαρία, η Σλοβακία και η Σλοβενία, παρόλο που η έννοια της κοινωνικής οικονομίας προωθήθηκε έντονα από τις CECOP - CICOPA Europe μέσω της διοργάνωσης μεγάλων ευρωπαϊκών διασκέψεων κοινωνικής οικονομίας στην Πράγα το 2002 και την Κρακοβία το 2004. Σήμερα, η Πολωνία δίνει έμφαση στην ευρύτερη έννοια της κοινωνικής οικονομίας, προετοιμάζοντας έναν νόμο SSE, η Ρουμανία το έχει ήδη στη νομοθεσία της για τη SSE και η Βουλγαρία και η Σλοβενία βρίσκονται σήμερα σε μετάβαση προς την έμφαση στην την ευρύτερη έννοια της κοινωνικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε επίσης να αναμειγνύει την έννοια της κοινωνικής οικονομίας με την έννοια της κοινωνικής επιχείρησης και να δίδει περισσότερη έμφαση στην τελευταία, ιδίως από το 2009 με διάσκεψη και έκθεση για τις κοινωνικές επιχειρήσεις και από το 2011 με την Κοινωνική Εταιρική Πρωτοβουλία (Social Business Initiative) και το 2012 με τη δημιουργία της GECES (Ομάδα Εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα – European Commission’s Working Group on Social Entrepreneurship). Μετά τη δημοσίευση των προαναφερθέντων συμπερασμάτων του Συμβουλίου τον Δεκέμβριο του 2015, η Επιτροπή επανέρχεται σταδιακά στην κλασσική έννοια της κοινωνικής οικονομίας που περιλαμβάνει όλους τους συνεταιρισμούς.
Κοινωνικοί
συνεταιρισμοί
Η έννοια του
κοινωνικού συνεταιρισμού προέκυψε στην
Ιταλία με έναν πρώτο εθνικό νόμο το
1991. Άλλοι εθνικοί νόμοι ή νομοθετικές
πράξεις που ρυθμίζουν τους κοινωνικούς
συνεταιρισμούς ακολούθησαν τη δεκαετία
του 1990 και τη δεκαετία του 2000 στη Γαλλία,
την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ουγγαρία,
την Πολωνία και την Ελλάδα (2011) και, εκτός
Ευρώπης, στο Κεμπέκ, την Ουρουγουάη και
τη Νότια Κορέα. Όπως προαναφέρθηκε, η
έννοια έχει οριστεί από την CICOPA στα
Παγκόσμια Πρότυπα Κοινωνικών Συνεταιρισμών
(2011), τα οποία συμπληρώνουν τη Δήλωση
ICA για την Συνεταιριστική Ταυτότητα.
Αυτά τα πρότυπα (που είναι αποτέλεσμα
3 γύρων διαβουλεύσεων εντός της CICOPA για
3 χρόνια και δύο διαδοχικών αποφάσεων
της γενικής συνέλευσης) αναφέρουν ότι
«Το πιο διακριτό χαρακτηριστικό των
κοινωνικών συνεταιρισμών είναι ότι
ορίζουν ρητώς μια αποστολή γενικού
συμφέροντος ως πρωταρχικό σκοπό και
πραγματοποιούν αυτή την αποστολή άμεσα
με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών
γενικού συμφέροντος Η εργασιακή
ενσωμάτωση, η οποία αποτελεί βασική
αποστολή πολλών κοινωνικών συνεταιρισμών,
πρέπει να θεωρείται ως υπηρεσία γενικού
συμφέροντος για όλες τις επιδιώξεις
και τους σκοπούς, ανεξαρτήτως των τύπων
αγαθών ή υπηρεσιών που παράγουν".
[1] βλέπε
Roelants Β.
Ed. Cooperatives and Social Enterprises: Governance and Normative
Frameworks, Brussels: CECOP Publications, 2009
[2] ibid.