Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Φωτ. Αλ. Βακάκη, “Η Ελληνική “Γεωργία” και το «εν υπνώσει» μεγάλο δυνητικό παραγωγικό δυναμικό της”, Εναρκτήρια ομιλία στην Ελληνική Γεωργική Ακαδημία



Κυρίες και κύριοι,
Ευχαριστώ την κυρία Ευστράτογλου, για την πληθωρική παρουσίαση που σας έκανε για μένα και για τη μακρόχρονη φιλία της. Ευχαριστώ, επίσης, τα μέλη του Δ.Σ. της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας, για την Απόφασή τους, να με ανακηρύξουν Επίτιμο μέλος της. Το γεγονός ότι λίγες ημέρες πριν από την γνωστοποίηση της ανακήρυξης είχε φύγει η σύζυγός μου, μετά από 63 χρόνια συμβίωσης, δεν μου επέτρεψε να παρουσιαστώ νωρίτερα, για να δηλώσω την πρόθεσή μου να συνεισφέρω στην πραγμάτωση των σκοπών της Ακαδημίας.
Αυτοπαρουσιάζομαι, με το συνοπτικό βιογραφικό που κατέθεσα, χωρίς αναφορά στα γεγονότα που προσδιόρισαν ό,τι καλό ή κακό έχω σήμερα στις αποσκευές μου.
Η ανακήρυξή μου, ως επίτιμο μέλος της Ακαδημίας, προϋποθέτει, σύμφωνα με το καταστατικό της, ότι έχω προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στους τομείς ενδιαφέροντός της. Δεν μπορώ να σας επιβεβαιώσω ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται. Θα προσπαθήσω, όμως, σταδιακά, να σας καταστήσω κοινωνούς των εμπειριών που απέκτησα και των απόψεων και θέσεων που διαμόρφωσα και υποστηρίζω, σχετικά με την ελληνική «γεωργία», ώστε να σχηματίσετε εικόνα της προσφοράς μου εξ αντικειμένου.
Αντιλαμβάνομαι ότι η ίδρυση της Ακαδημίας αποτελεί πρωτοβουλία ανιδιοτελούς προσφοράς, με την συνέχεια του προβληματισμού και την αξιοποίηση των εμπειριών των μελών της, με την δυνατότητά τους να διαχειριστούν τις ανησυχίες που έχουν για τα όσα συμβαίνουν σχετικά με τα γνωστικά τους αντικείμενα και με την πρόθεσή τους να προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με την ελληνική «γεωργία».
Με τις σκέψεις αυτές δηλώνω ότι θα συμμετέχω στις Γενικές Συνελεύσεις ως ενεργός παρατηρητής και ως υποστηρικτής της άποψης ότι, οι θέσεις των μελών της Ακαδημίας θα πρέπει να φτάνουν στους φορείς που υποστηρίζουν την ελληνική «γεωργία», προκειμένου να συνεκτιμώνται στον προσδιορισμό του περιεχομένου των δράσεών τους.
Στην εναρκτήρια αυτή παρέμβαση γνωριμίας, δεν προτίθεμαι να αναφερθώ στα τεχνικά, οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά θέματα, που προσδιορίζουν την παραγωγική διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής «γεωργίας». Στο πλαίσιο της συμβολής μου στις δραστηριότητες της Ακαδημίας, ναι, προτίθεμαι, εάν και τα μέλη της το επιθυμούν, με ένα περιορισμένο αριθμό παρεμβάσεων, που θα προσδιοριστούν, χρονικά, από το Δ.Σ., να καταθέσω τις εμπειρίες που απέκτησα και τις απόψεις και θέσεις που διαμόρφωσα και υποστηρίζω, σχετικά: με τα χαρακτηριστικά, το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής «γεωργίας» και, ειδικότερα, σχετικά με τα τρία «εργαλεία» που πιστεύω ότι υποστηρίζουν την στοχευμένη ανάπτυξή της σε βάθος χρόνου, και, μέσω αυτής, υποστηρίζουν και την ανάταξη των δομών της Ελληνικής Οικονομίας.
Πρόθεσή μου, με την πρώτη αυτή παρέμβαση, είναι να καταθέσω τις απόψεις και θέσεις που διαμόρφωσα και υποστηρίζω, σχετικά με την φύση της «γεωργίας», ως παραγωγικής δραστηριότητας και, κυρίως, με τον δυνητικό ρόλο της ελληνικής «γεωργίας», τον οποίον, ενώ ο Σωκράτης εύγλωτα και με πληρότητα διακήρυξε από τα βάθη των αιώνων, εμείς, μέχρι τώρα, δεν τον έχουμε αναδείξει και, επομένως, δεν έχουμε πιστέψει ότι, εάν τον αξιοποιήσουμε στοχευμένα, θα προκληθεί αυτοτροφοδοτουμένη διαδικασία βελτίωσης του επιπέδου κοινωνικής ευημερίας.
Η κατάθεση των απόψεων και θέσεων που υποστηρίζω, ως το ίζημα των χυμών που προέκυψαν από την αποκλειστική απασχόλησή μου, επί 60 συναπτά έτη, με τα θέματα της ελληνικής «γεωργίας», ως ενιαίας παραγωγικής διαδικασίας, ίσως θεωρηθεί ενθουσιώδης και καθυπερβολήν εξωπραγματική, ακόμα και από εσάς τους έμπειρους μαχητές στα γνωστικά πεδία που την υποστηρίζουν.
Είναι, όμως, το δίδαγμα της εμπειρίας που μου υπαγορεύει την άποψη ότι, η δημιουργία και η επικράτηση κάθε νέας κατάστασης, χρειάζεται όχι μόνο την εμπειρία του παρελθόντος αλλά και την συμπλήρωση της με την αντίληψη ότι, οι Νόμοι και οι Θεσμοί δεν είναι δόγματα. Είναι «εργαλεία» που εμπλουτίζονται και προσαρμόζονται στοχευμένα, ώστε να διασφαλίζουν, στα πλαίσια της δημοκρατικής νομιμότητας, τις προϋποθέσεις και την αλλαγή νοοτροπίας που απαιτούνται για την εδραίωση των εκάστοτε νέων επιθυμητών καταστάσεων.
Η έκθεση των απόψεων και θέσεων που υποστηρίζω, στην πρώτη μου αυτή παρέμβαση, γίνεται με την χρήση προετοιμασμένου κειμένου, ενώ, οι επόμενες παρεμβάσεις που προανάφερα, εάν πραγματοποιηθούν, θα βασιστούν σε ελευθεριότερη έκφραση του λόγου, αφού θα έχουν συγκεκριμένο θεματικό περιεχόμενο, υποκείμενο σε πολυδιάστατο σχολιασμό και διαλογική συζήτηση.


Κυρίες και Κύριοι,
Σήμερα, το περιεχόμενο του όρου «γεωργία» δεν είναι όπως το διδάχτηκε η δική μου γενιά. Οι καλλιέργειες, οι εκτροφές, τα δάση, οι παράκτιες περιοχές, οι ανανεώσιμοι φυσικοί γεωργικοί πόροι και το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον των αγροτικών περιοχών, δεν συνιστούν πλέον ανεξάρτητες θεματικές ενότητες που επηρεάζουν την «γεωργία». Θεωρούνται αλληλο-προσδιοριζόμενα στοιχεία ενός ενιαίου «συστήματος παραγωγής τροφίμων, ζωοτροφών και περιβαλλοντικών υπηρεσιών, ενταγμένου στα επιμέρους «οικο-συστήματα» της υπαίθρου.
Η θεώρηση αυτή ανταποκρίνεται τουλάχιστον σε τρεις βασικές απαιτήσεις:
  • Στην συνεχή αύξηση του πληθυσμού και του προσδόκιμου ζωής στον πλανήτη, το οποίον προβλέπεται να είναι 90 χρόνια το 2030 και, στην ως εκ τούτου ανάγκη για μεγαλύτερη παραγωγή τροφίμων.
  • Στην ευαισθησία για το περιβάλλον και στον προβληματισμό για την πιθανολογούμενη κλιματική αλλαγή και
  • Στις κοινωνικές προσδοκίες, για συνεχώς βελτιούμενο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας.
Στα πλαίσια της γενικής αυτής θεώρησης, ο όρος «γεωργία» περιλαμβάνει την εξελισσόμενη γνώση και πράξη χειρισμού των φυτών και των ζώων, της χλωρίδας και της πανίδας γενικότερα, για παραγωγή όχι μόνον πρωτογενών γεωργικών προϊόντων, τα οποία, με πρόσθετες υπηρεσίες μετασυλλεκτικού χειρισμού τους, καθίστανται προϊόντα διατροφής ανθρώπων και ζώων, αλλά και δημοσίων περιβαλλοντικών αγαθών, με αυξανόμενη ζήτηση από το σύνολο της κοινωνίας.
Με την έννοια αυτή, η «γεωργία» συνιστά «γενικευμένη, πολύπλοκη και άστεγη βιομηχανία της υπαίθρου, η οποία στηρίζεται στην φωτοσυνθετική ικανότητα των φυτών και η αποτελεσματική λειτουργία της οποίας, ειδικά για την Ελλάδα, συνιστά δυνητική προσδιοριστική μεταβλητή του επιπέδου κοινωνικής ευημερίας και, επομένως, πρέπει να θεωρείται λειτουργία Δημοσίου Συμφέροντος».
Άποψή μου είναι ότι, η θέση αυτή, που δεν επαληθεύεται στην υφισταμένη ελληνική γεωργική πραγματικότητα, πρέπει να καταστεί αξίωμα της γεωργικής πολιτικής στην Ελλάδα, συνδυαζόμενο και με το θεώρημα «ότι η προσχεδιασμένη ανάπτυξη της ελληνικής «γεωργίας» μπορεί να ανατάξει τις δομές της ελληνικής Οικονομίας». Θεώρημα που πρέπει να αποδεικνύεται από τις εκάστοτε Κυβερνήσεις, στα πλαίσια θεσμοθετημένης διαδικασίας μακροχρόνιου σχεδιασμού ανάπτυξης της «γεωργίας».
Η ελληνική «γεωργία» αντιμετωπίζεται, σήμερα, ως μία «υποχρεωτική» παραγωγική δραστηριότητα ενός μεγάλου αριθμού γεωργών, αυτοαπασχολουμένων σε μικρού μεγέθους γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ως επί το πλείστον ασύνδετες μεταξύ τους και διεσπαρμένες σε ποικίλου αναγλύφου περιοχές, οι οποίοι παράγουν ό,τι και όπως μπορούν, χωρίς τεχνική και οικονομική υποστήριξη και, κυρίως, χωρίς υποστήριξη για την γενικευμένη δημιουργία, σε τοπικό επίπεδο, αλληλεγγύων συνεργασιών, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της παραγωγικής δραστηριότητάς τους.
Ακόμα και τεχνοκρατικά στελέχη που «υπηρετούν» την ελληνική «γεωργία» δεν έχουν συνειδητοποιήσει ως αναπόφευκτο το γεγονός ότι, εκτός από την περιορισμένη έκταση των στεγασμένων καλλιεργειών και των ολοετώς σταυλιζομένων ζώων, η «γεωργία», ως ενιαία και γενικευμένη παραγωγική δραστηριότητα της υπαίθρου, λειτουργεί απόλυτα εκτεθειμένη στο χώρο. Πρόσφατα1, στέλεχος αρμόδιο για την ασφάλιση της γεωργικής παραγωγής, προφανώς φορτισμένο από τις επάλληλες απαιτήσεις των γεωργών για την καταβολή αποζημιώσεων και απευθυνόμενο, προφανώς ρητορικά, σε αυτούς, είπε: «Από τη στιγμή που δεν καταβάλλεις ασφάλιστρα για συγκεκριμένης φύσεως ζημία, πως ζητάς να σε αποζημιώσω. Αυτή την λογική δεν την καταλαβαίνω».
Το στέλεχος αυτό «δεν καταλαβαίνει την λογική των γεωργών», διότι δεν έχει συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι, η παραγωγική δραστηριότητά τους, ως άστεγη, είναι υποχρεωτικά εκτεθειμένη στους κινδύνους των φυσικών φαινομένων, των οποίων ο χρόνος επέλευσης είναι απρόβλεπτος και οι απώλειες που προκαλούν, στο κεφάλαιο και στην ηρτημένη παραγωγή, είναι μερικώς ή/και ουδόλως αντιμετωπίσιμες.
Υποστηρίζω ότι η φύση της «γεωργίας» και ο πολυδιάστατος ρόλος της στην Ελλάδα, ο οποίος καθιστά την λειτουργία της να είναι Δημοσίου Συμφέροντος, απαιτούν στοχευμένη υποστήριξη, μέσω ενός Ταμείου που θα τροφοδοτείται και με κοινωνικούς πόρους και θα ενεργοποιείται, μέσω αυστηρής λογοδοσίας, προκειμένου να αποκαθίσταται το παραγωγικό δυναμικό της, όταν αυτό διαταράσσεται από μη προβλέψιμες αιτίες, ώστε να διασφαλίζεται η κανονικότητα στην παραγωγική της λειτουργία και, ως εκ τούτου, να διασφαλίζεται και η συνέχεια στην εξυπηρέτηση του Δημοσίου Συμφέροντος.
Σήμερα, η υποστήριξη της ελληνικής «γεωργίας», για την άμβλυνση των συνεπειών που έχει η άστεγη έκθεσή της στο χώρο, είναι, πρακτικά, ανύπαρκτη. Ο κουμπαράς του ΕΛΓΑ είναι της τάξεως των 50 εκατομμυρίων €, όταν η ετήσια Αξία της Γεωργικής Παραγωγής, στο σημερινό χαμηλό και στάσιμο μέγεθός της, είναι 10,5 δις €. Παράλληλα, το ΥπΑΑΤρ αποδεικνύεται ανέτοιμο να ενεργοποιήσει το Μέτρο του ΠΑΑ 2014-2020, που αφορά σε επιδότηση μέχρις 65% του κόστους ασφαλίστρων, διότι δεν πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις(1):
  • Η ύπαρξη αναλογιστικής μελέτης για τον προσδιορισμό των ασφαλίστρων για ζημίες από επιμέρους κινδύνους και
  • η ύπαρξη, στο Υπουργείο, Δ/νσης Διαχείρισης Κρίσεων και Κινδύνων, έστω και ως «Υπηρεσία Συστήματος Προστασίας και Ασφάλισης της Γεωργικής Δραστηριότητας»,
όπως την προβλέπει ο Νόμος 3877/2010.
Όλοι εμείς γνωρίζουμε, ότι η αποτελεσματικότητα της φωτοσυνθετικής ικανότητας των φυτών εξαρτάται από την πληρότητα της φυτοθρεπτικής διαχείρισης, μέσω της οποίας πρέπει να διασφαλίζεται ο άριστος συνδυασμός των βασικών2 και δευτερευόντων3 θρεπτικών συστατικών, η αποτελεσματικότητα του οποίου υπόκειται και στο Νόμο του ελαχίστου και στο Νόμο της μη αναλόγου αποδόσεως, με την έννοια ότι, η σχέση μεταξύ ποσότητας θρεπτικών συστατικών που χρησιμοποιείται και ποσότητας / ποιότητας προϊόντος που παράγεται, δεν είναι γραμμική, όπως συμβαίνει στην στεγασμένη βιομηχανία.
Όλοι εμείς, επίσης, γνωρίζουμε ότι η πληρότητα της φυτοθρεπτικής διαχείρισης των φυτών επηρεάζει και την παραγωγική ικανότητα των εδαφών, στα οποία τα φυτά καλλιεργούνται. Επομένως, η εκκολαπτομένη υπολίπανση, ως αποτέλεσμα και των συνεπειών της μακρόχρονης και συνεχιζομένης οικονομικής κρίσης4, συμβάλλει, όχι μόνο στην στασιμότητα της αξίας της γεωργικής παραγωγής και, σε συνδυασμό με την αύξηση των στοιχείων κόστους, στην ανησυχητικά επιταχυνομένη πτωτική πορεία των οικονομικών της αποτελεσμάτων, αλλά και στην σταδιακή πτώση της παραγωγικής ικανότητας των εδαφών, ως ανανεώσιμων φυσικών γεωργικών πόρων υψίστης σημασίας για τις επόμενες γενιές.
Με βάση τα όσα προανέφερα συνάγεται ότι, η «γενικευμένη, πολύπλοκη και άστεγη βιομηχανία της υπαίθρου», είναι, ως προς την αποτελεσματικότητά της, παραγωγική δραστηριότητα «υψηλού βαθμού αβεβαιότητας» και, με τις αναμενόμενες επιπτώσεις της πιθανολογούμενης κλιματικής αλλαγής και λειψυδρίας, αναμένεται να καταστεί και «υψηλού κινδύνου».
Επομένως, προκειμένου η ελληνική «γεωργία» να αριστοποιεί τα αποτελέσματά της, σε όρους τεχνικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και οικολογικούς, πρέπει να υποστηρίζεται στοχευμένα από την Πολιτεία. Σε συνδυασμό δε με τον διατροφικό και οικολογικό ρόλο της «γεωργίας», η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής της Πολιτείας καθίσταται παρέμβαση «Δημοσίου Συμφέροντος».


Κυρίες & Κύριοι,
Πολλοί υποστηρίζουν, μόλις πρόσφατα και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, στην ετήσια Έκθεσή του, ότι «ο ρόλος της βιομηχανίας τροφίμων είναι καθοριστικός για την ανάπτυξη της Εθνικής μας Οικονομίας». Το πρόσφατο 3ο Συνέδριο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας του Economist στην Θεσσαλονίκη, κατέληξε με την διαπίστωση ότι «είναι μονόδρομος η αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα. Σε λίγες ημέρες από σήμερα πραγματοποιείται το 2ο Αγροτικό Συνέδριο της Ναυτεμπορικής, με τον δημοσιογραφικό τίτλο «καλλιεργώντας την ανάπτυξη ή την αγρανάπαυση;».
Σε κάθε περίπτωση, οι έχοντες ένα τέτοιο προβληματισμό, εστιάζοντας, επιλεκτικά, το ενδιαφέρον σε ένα μόνο κρίκο του διατροφικού δικτύου, όπως είναι η βιομηχανία τροφίμων και χρησιμοποιώντας, αδοκίμως, το επίθετο «αγροτικός» αντί εκείνου του «γεωργικός», απομακρύνουν την προσοχή από τον κυρίαρχο παράγοντα του κάθε διατροφικού δικτύου, που είναι οι γεωργοί, οι οποίοι έχουν ως βασική πηγή απασχόλησης και εισοδήματος την παραγωγή πρωτογενών γεωργικών προϊόντων. Όλοι θεωρούν αυτονόητη την ύπαρξή τους, ίσως, όμως, όχι και τόσο σημαντική.
Η βιομηχανία τροφίμων, για να λειτουργήσει, χρειάζεται προγραμματισμένη προσφορά πρωτογενών γεωργικών προϊόντών, ως αποτέλεσμα αμοιβαίου συμφέροντος συνεργασιών, μεταξύ των όσων συμμετέχουν στο κάθε διατροφικό δίκτυο. Η οργανική αυτή σύνδεση που ενώνει την πρωτογενή παραγωγή (τους γεωργούς) με τα στοιχεία του κάθε διατροφικού δικτύου, που συγκεντρώνουν, ομοιογενοποιούν και μετατρέπουν τα πρωτογενή γεωργικά προϊόντα σε τρόφιμα, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, δεν έχει αναγνωριστεί, για την ελληνική «γεωργία», ως γενικευμένη, αναγκαία και ικανή οργανωτική καινοτομία, προκειμένου η χώρα να αναδειχθεί σε αποτελεσματικό παροχέα μεσογειακών τροφίμων πιστοποιημένης ποιότητας για μεγάλες αγορές – στόχους.
Η μεταποιητική βιομηχανία και το εμπόριο, απλώς επεξεργάζονται τα πρωτογενή γεωριγκά προϊόντα, προκειμένου να τα καταστήσουν προσιτά και ελκυστικά τρόφιμα για τους καταναλωτές, μετασχηματίζοντάς τα στη μορφή, με την μεταποίηση, καθιστώντας τα διαθέσιμα στον χρόνο, με την αποθήκευση και στο χώρο, με την μεταφορά.
Στα πλαίσια της ελληνικής γεωργικής πραγματικότητας οι γεωργοί, ως παραγωγοί των πρωτογενών γεωργικών προϊόντων, αποτελούν, όπως προανέφερα, ένα μεγάλο αριθμό5 αυτοαπασχολούμενων, σε μικρού μεγέθους γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ως επί το πλείστον ασύνδετες και διεσπαρμένες στο χώρο, οι οποίοι παράγουν ό,τι και όπως μπορούν και προσπαθούν να τα πωλήσουν, παρά το γεγονός ότι το κύριο έργο τους, σε μία οργανωμένη Οικονομία, είναι να παράγουν την αναγκαία πρώτη ύλη, όπως αυτή απαιτείται από τα δίκτυα που ετοιμάζουν τρόφιμα, όπως τα ζητούν οι καταναλωτές.
Ακόμα και η οργανική σύνδεση μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής είναι ατελής, παρά το γεγονός ότι, μια τέτοια σύνδεση, συνιστά βιολογική βιομηχανία μετατροπής προϊόντων φυτικής παραγωγής σε ζωικά προϊόντα μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας και συμβάλλει, ειδικά στην Ελλάδα, στη μείωση των εισαγωγών και στην αύξηση των εξαγωγών ζωικών προϊόντων, στη βελτίωση διαχείρισης των εδαφών, με την καλλιέργεια φυτών που παράγουν ζωοτροφές και στην οικολογική διαχείριση των εκτεταμένων εκτάσεων βοσκοτόπων, με άμεση μετατροπή της βοσκήσιμης ύλης σε ζωικά προϊόντα.
Προ τριετίας περίπου, δημοσιοποιήθηκαν τα πορίσματα της μελέτης που εκπονήθηκε από την συνεργασία Mackinshey / ΙΟΒΕ / ΚΕΠΕ, βασική διαπίστωση της οποίας είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να ανατάξει τις δομές της Εθνικής Οικονομίας, μέσω στοχευμένης ανάπτυξης της «γεωργίας», ώστε να είναι ικανή να υποστηρίξει και την σταδιακά αυξανομένη τουριστική δραστηριότητα, με ελληνικής παραγωγής τρόφιμα, ώστε να μην απαιτείται αύξηση εισαγωγών. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από την κατάρτιση και εφαρμογή Μακροχρονίου Προγράμματος ανάπτυξης της ελληνικής «γεωργίας», χρειάζεται και στοχευμένος συνεργισμός μεταξύ του «γεωργικού πληθυσμού» και των όσων ασχολούνται στον τουρισμό, με την ευρεία του έννοια. Η δυνατότητα για ένα τέτοιο συνεργισμό, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, δεν διασφαλίζεται επί του παρόντος, επειδή τα ξενοδοχειακά Επιμελητήρια δεν έχουν συνομιλητές, αφού δεν υπάρχει ακόμα το Γεωργικό Επιμελητήριο.
Εάν έχω την ευκαιρία να σας καταστήσω κοινωνούς των εμπειριών που απέκτησα και των απόψεων και θέσεων που διαμόρφωσα και υποστηρίζω, θα σας πείσω τουλάχιστον για δύο βασικές θέσεις μου:
Πρώτη θέση: Υποστηρίζω από πολύ πριν την ολοκλήρωση της Μελέτης που προανέφερα, ότι, ενώ το δυνητικό παραγωγικό δυναμικό της Ελληνικής «γεωργίας» είναι ικανό, υπό εφικτές προϋποθέσεις, να ανατάξει τις δομές της Εθνικής Οικονομίας, παραμένει «εν υπνώσει».
Οι εκάστοτε παρεμβάσεις είναι σημειακές, δεν διασφαλίζουν την απαραίτητη κρίσιμη μάζα, ώστε να είναι τεχνικά αποτελεσματικές και δεν τυγχάνουν της ενδεικνυομένης διαχείρισης ώστε να είναι και οικονομικά βιώσιμες. Στα πλαίσια των ασύνδετων, διεσπαρμένων, μεγάλου αριθμού και μικρής κλίμακας ατομικών προσπαθειών, όπου απουσιάζει ο προγραμματισμός, σε χωρική και κλαδική διάσταση, το παραγωγικό δυναμικό των μονάδων αυτών συνεχώς απαξιώνεται.
Πρόσφατο σχόλιο στον ημερήσιο τύπο6 με τίτλο «Ρεκόρ στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020», αναδείκνυε πόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι, ενώ πέρασε, μέχρι τώρα, το 43% του χρόνου στον οποίον το Πρόγραμμα αναφέρεται, απορροφήθηκε ποσοστόν 32% της συμμετοχής σ’αυτό της κοινοτικής χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό καθ’αυτό δεν είναι σημαντικό. Επισημαίνω, όμως, ως σημαντικό, ότι το Πρόγραμμα αυτό, όπως και όλα τα προηγούμενά του, δεν εντάσσονται σε Εθνικό Πρόγραμμα στοχευμένου επαναπροσδιορισμού της παραγωγικής ικανότητας και ανασυγκρότησης του τρόπου λειτουργίας της Ελληνικής «γεωργίας». Το καθένα απ’αυτά, αποτελεί άθροισμα μεμονωμένων κλαδικών μικρο-παρεμβάσεων, χωρίς οργανική διασύνδεση τους, μέσω οργανωτικών καινοτομιών αλληλέγγυας συνεργασίας, που βελτιώνουν την τεχνική και οικονομική αποτελεσματικότητά τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, η απορρόφηση των οικονομικών πόρων καταλήγει να είναι, δυνητικά, ασύγγνωστη σπατάλη για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις που τους απορροφούν.
Δεύτερη θέση: Υποστηρίζω ότι η απουσία προγραμματισμού σε βάθος χρόνου, με ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση, ευθύνεται για την κατάσταση στην οποίαν βρίσκεται σήμερα η ελληνική «γεωργία».
Ένας τέτοιος προγραμματισμός κατανέμει ρόλους, δημιουργεί και αξιοποιεί διασυνδέσεις και προσδιορίζει συνεργασίες, ώστε να παράγονται προϊόντα πιστοποιημένης ποιότητας, διαθέσιμα σε προσβάσιμο από τους καταναλωτές χώρο και χρόνο, στην ποσότητα και στη μορφή που τα ζητούν οι καταναλωτές και, κυρίως, σε τιμές που ανταποκρίνονται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους και στις μέγιστες δυνατές οικονομίες κλίμακας, όπως αυτές προσδιορίζονται σε κάθε επίπεδο προγραμματισμένης παραγωγικής διαδικασίας.


Κυρίες και Κύριοι,
Η Ελληνική «γεωργία», από τη «γεωργική επανάσταση» των δεκαετιών του ’50 και ‘60, βασισμένη στην εκμηχάνιση, στις χημικές εισροές, στο συνεταιριστικό όραμα του Αλεξάνδρου Μπαλτατζή και σε μηδενικό κόστος χρήσεως των ανανεώσιμων φυσικών γεωργικών πόρων, βρέθηκε, τη δεκαετία του ’80, στην εποχή των «παχέων αγελάδων» και του εκφυλισμού των δομών και σήμερα, ως αποτέλεσμα και της πολυδιάστατης κρίσης, βρίσκεται σε ανησυχητικά επιταχυνομένη πτώση.
Η οικονομική κρίση αφήνει τον γεωργικό πληθυσμό της Χώρας χωρίς στοχευμένη Γεωργική Έρευνα και Γεωργικές Εφαρμογές, χωρίς χρηματοδοτική υποστήριξη, με την κατάργηση της ΑΤΕ, χωρίς θεσμική υποστήριξη σε θέματα φορολογίας γεωργικού εισοδήματος, ύψους ΦΠΑ στην προμήθεια των γεωργικών εισροών, φορολόγησης των επιδοτήσεων και, κυρίως, χωρίς υποστήριξη για γενικευμένη δημιουργία αλληλέγγυων συνεργασιών, μέσω οργανωτικών καινοτομιών Κοινωνικής Οικονομίας.
Η ελληνική «γεωργία», νικημένη από την πολυδιάστατη κρίση, μπορεί και πρέπει να πραγματοποιήσει, το μεγάλο άλμα, με νέα γενιά γεωργών, που θα έχουν ισχυρές δομές συντεταγμένης εκπροσώπησης. Η πρόσφατη (19.1.2017) συζήτηση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο για την κατάσταση της «γεωργίας», υπήρξε απογοητευτικά κενή περιεχομένου. Δεν μπορούμε να παραμείνουμε άφωνοι. Πρέπει να ενεργοποιήσουμε τους αρμόδιους Φορείς, τη Βουλή και την Κοινωνία, ήρεμα, όπως αρμόζει σε επιστήμονες που μπορούν να τεκμηριώσουν τις προτάσεις τους, χωρίς να δίνουν σ’αυτές δογματική αξία.
Τα κόμματα και οι εκάστοτε Κυβερνήσεις πρέπει, έστω και με παρεκλίνουσα τακτική, να αποκτήσουν κοινή στόχευση: την απόδειξη του θεωρήματος που προανέφερα, σε συνδυασμό με το αξίωμα που το συνοδεύει, ότι: η ελληνική «γεωργία», με στοχευμένη αξιοποίηση της απεριόριστης φωτοσυνθετικής ικανότητας των φυτών, είναι, για την Ελλάδα, πηγή πρώτης προτεραιότητας για την παραγωγή πλούτου, με κύριους συντελεστές τον ήλιο, το έδαφος, την μορφολογική και μικροκλιματική ποικιλότητα, το νερό και το διαθέσιμο εργασιακό δυναμικό.
Η Ελλάδα, εκτός από προνομιούχο γεωγραφική θέση και γενικευμένης αποδοχής ιστορικό αφήγημα, έχει φυσικούς και κοινωνικούς πόρους που μπορούν να καταστήσουν την ελληνική «γεωργία» κινητήριο δύναμη της Εθνικής Οικονομίας. Αρκεί να προσδιοριστεί, με ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση, «όραμα» για την ανάπτυξη της, του οποίου η προσέγγιση και η περιοδική προσαρμογή να πραγματοποιείται, ως αποτέλεσμα εφαρμογής και αξιολόγησης θεσμοθετημένου Μακροχρονίου Προγράμματος. Στα πλαίσια μιας τέτοιας διαδικασίας, σε συνδυασμό με την κατάλληλη επιλογή αγορών-στόχων και την εφαρμογή πολιτικών για συνεχή παραγωγή ποιοτικών προϊόντων με αξιόπιστη πιστοποίηση, η Ελλάδα μπορεί να καταστεί αξιόλογος παροχέας τροφίμων, των οποίων η τιμή θα αντιστοιχεί, σε ό,τι το κάθε προϊόν θα φέρει από την εφαρμοζόμενη τεχνολογία, από το φυσικό περιβάλλον της χώρας, από την αξιοπιστία της πιστοποίησης της μοναδικότητάς του και από τον συνειρμό της πολιτιστικής κληρονομιάς που περιβάλλει την όλη διαδικασία παραγωγής του.
Σήμερα απουσιάζει ένα έστω και στοιχειώδες στρατηγικό σχέδιο για την ανάπτυξη της παραγωγής πρωτογενών γεωργικών προϊόντων και την σύνδεσή της με την μεταποιητική βιομηχανία. Ως εκ τούτου, ο «διάλογος» που διεξάγεται μεταξύ γεωργών και της εκάστοτε Κυβέρνησης, στα πλαίσια των μπλόκων, που έχουν καταστεί θεσμός, κατά την διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας, στερείται περιεχομένου, αφού δεν αναδεικνύονται δύο βασικά γεγονότα:
Πρώτον, ότι η Ελληνική «γεωργία» παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα πλέγμα χαμηλής παραγωγικότητας, καχεκτικών δομών, με χρόνια αποεπένδυση, με έλλειψη συλλογικότητας, με χαμηλά ή/και μηδενικά περιθώρια κέρδους, με υψηλή φορολογία εισοδήματος, με υψηλό ΦΠΑ στην προμήθεια των εισροών της, χωρίς προστασία λόγω της άστεγης έκθεσής της και των κινδύνων στους οποίους υπόκειται και, κυρίως, με όχι τόσο αποτελεσματική χρήση των εδαφικών και υδάτινων πόρων και εκείνων της βιοποικιλότητας.
Δεύτερον, ότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις παρουσιάζουν τουλάχιστον τρεις βασικές και χρόνιες αδυναμίες :
  1. Αδυνατούν να αναδείξουν την «γεωργία» σε ισχυρό μοχλό υποστήριξης της Εθνικής Οικονομίας και προσκαλούν τους γεωργούς να δραστηριοποιηθούν, χωρίς σχέδιο, χωρίς κανόνες και χωρίς στοιχειώδεις δικλείδες ασφαλείας για τα αποτελέσματα του «άστεγου, γενικευμένου και πολύπλοκου εργοστασίου παραγωγής πρωτογενών γεωργικών προϊόντων», στο οποίον ανήκουν.
  2. Αδυνατούν να συνδιαλαγούν με τον γεωργικό πληθυσμό, ο οποίος στερείται αρχών συντεταγμένης συλλογικής δράσης και διεκδίκησης. Υποχρεώσεις της Πολιτείας προς τους γεωργούς εκπληρούνται ως αποτέλεσμα πιέσεών τους και πάντοτε με καθυστέρηση, ενώ, η έγκαιρη εκπλήρωσή τους, συνιστά προϋπόθεση, για την αυξημένη αποτελεσματικότητά τους.
  3. Αδυνατούν να τονώσουν την αυτοπεποίθηση των γεωργών, προσκαλώντας τους: Στην διαμόρφωση «οράματος» για την Ελληνική «γεωργία», στο οποίον πρέπει να πιστέψουν, για να αγωνιστούν, στη συνέχεια, να το προσεγγίσουν. Στην κατάρτιση και Εφαρμογή Μακροπροθέσμου Προγράμματος Επαναπροσδιορισμού της Παραγωγικής Ικανότητας και Ανασυγκρότησης του Τρόπου Λειτουργίας της «γεωργίας», μέσω του οποίου θα προσεγγίζεται, σταδιακά, το όραμα. Στην κατάρτιση Εθνικού Σχεδίου Επενδύσεων, μέσω του οποίου θα εξειδικεύεται η εφαρμογή του Προγράμματος.
Τα τρία αυτά «εργαλεία», ψηφισμένα από την Βουλή των Ελλήνων με την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, θα δεσμεύουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις, για μεγάλο χρονικό διάστημα στην προσέγγιση του «οράματος». Η πρόταση που κατέθεσε, στο 3ο Συνέδριο Αγροτικής Επιχειρηματικότητας του Economist στη Θεσσαλονίκη ο πρόεδρος της “Redestos” Νίκος Ευθυμιάδης, «Να συμφωνηθεί «Βίβλος» με διακομματικό χαρακτήρα, μεταξύ γεωργών, συνεταιρισμών, βιομηχανιών και Πολιτείας, για την στήριξη του Πρωτογενή Τομέα», κινείται στην τροχιά της πρότασής μου, για κάλυψη της αδυναμίας αυτής.
Κυρίες και Κύριοι,
Η κάλυψη των προαναφερομένων τριών αδυναμιών θα βοηθήσει τον γεωργικό πληθυσμό να υποστηρίξει, εξ αντικειμένου, πέντε βασικές διεκδικήσεις του:
(i) Να καταστεί αποτελεσματικός και συνετός διαχειριστής των δύο βασικών εργαλείων με τα οποία έχει προικοδοτηθεί: Το πρώτο, είναι η διαχείριση της απεριόριστης φωτοσυνθετικής ικανότητας των φυτών, που συνιστά το ισχυρότερο «όπλο» που κατέχει η ανθρωπότητα για την ύπαρξή της. Το δεύτερο, είναι το δικαίωμα αειφορικής χρήσης των κοινωνικής ιδιοκτησίας ανανεώσιμων φυσικών γεωργικών πόρων (εδαφικών, υδάτινων και βιοποικιλότητας), για την αξιοποίηση και καλή χρήση του όπλου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι, μοναδική στόχευσή του, θα είναι η αξιοποίηση, μέσω της φωτοσυνθετικής ικανότητας των φυτών και της τεχνολογίας, όλο και μεγαλυτέρου τμήματος της ηλιακής ενέργειας που φτάνει στη γη, ώστε η λειτουργία της Ελληνικής «γεωργίας» να αριστοποιεί την συμβολή της στην ικανοποίηση όλο και πιο αισιοδόξων οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών Εθνικών στόχων.
(ii) Να αποκτήσει συντεταγμένη συλλογική δράση σε Τοπικό, Περιφερειακό και Εθνικό επίπεδο, μέσω του θεσμού του Γεωργικού Επιμελητηρίου και οργανική και αλληλέγγυα συνεργασία, μέσω των τοπικών διατροφικών δικτύων.
(iii) Να επιτύχει το αφορολόγητο των άμεσων επιδοτήσεων, για δύο, κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι μεγάλο μέρος αυτών αφορά στην ανταποδοτικότητα που οφείλεται στους γεωργούς από το σύνολο της κοινωνίας, για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην Οικονομία, στην Κοινωνία και στην Οικολογία, υπό καθεστώς υψηλού βαθμού αβεβαιότητας και κινδύνου. Δεύτερον, διότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών αναλώνεται έξω από την γεωργική εκμετάλλευση, στο αστικό περιβάλλον, για κάλυψη αναγκών των γεωργικών οικογενειών που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο αγροτικό περιβάλλον.
(iv) Να αξιώσει την διασφάλιση των προϋποθέσεων και των οικονομικών πόρων ώστε, να ενεργοποιηθεί, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, το Μέτρο του ΠΑΑ της επόμενης προγραμματικής περιόδου, που αφορά στην επιδότηση των ασφαλίστρων για τους βασικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη η ελληνική «γεωργία»
(v) Να πείσει την Πολιτεία ότι οι γεωργοί, πρέπει να φορολογούνται, όπως και οι άλλοι επιχειρηματίες, με βάση τα αποτελέσματα της παραγωγικής δραστηριότητάς τους, λαμβάνοντας, όμως υπόψη:
  • Το πραγματικό κόστος όλων των εισροών που χρησιμοποιούν.
  • Προσαρμοσμένους στην ελληνική γεωργική πραγματικότητα συντελεστές αποσβέσεως των παγίων, περιλαμβανομένου και του επενδεδυμένου κεφαλαίου σε ζώα παραγωγής.
  • Τις πληρωμές σε τρίτους (αγοραζομένη εργασία, τόκοι δανείων, ενοίκια γεωργικής γης τρίτων).
  • Την τρέχουσα αξία της εργασίας των γεωργών και των μελών της οικογένειάς τους, που αναλώνεται στην γεωργική εκμετάλλευση.
  • Το «κόστος χρήσεως» των ιδίων κεφαλαίων, που απασχολούνται ως πάγια ή ως κεφάλαιο κίνησης στην γεωργική εκμετάλλευση.
  • Την τρέχουσα αξία των ενοικίων της καλλιεργούμενης ιδιόκτητης γεωργικής γης.
Η φορολογική αυτή μεταχείριση είναι η μόνη που αρμόζει σ’ένα υπερήφανο Κοινωνικό Εταίρο, όπως είναι ο γεωργικός πληθυσμός, η παραγωγική λειτουργία του οποίου συμβάλλει στην βελτίωση του επιπέδου κοινωνικής ευημερίας και, ως εκ τούτου, δικαιούται και την πρόσθετη υποστήριξη της Πολιτείας μέσω παρεμβάσεων Δημοσίου Συμφέροντος.


1 Ένθετο «Agricola» της εφημερίδας «Καθημερινή»
2 Άζωτο, φώσφορος, κάλιο, θείο, μαγνήσιο, ασβέστιο
3 Σίδηρος, μαγγάνιο, βόριο, χλώριο, ψευδάργυρος, μολυβδαίνιο, χαλκός
4 Αυξημένες τιμές λιπασμάτων, απουσία ρευστότητας, προσδοκίες κέρδους
5 Το 2014 κατέθεσαν δήλωση εισοδήματος 533.000 και εκτιμάται ότι περίπου 200.000 πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις είχαν μηδενική φορολογική ικανότητα και δεν κατέθεσαν δήλωση.

6 Ναυτεμπορική 13.1.2017.