Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Πρωτοβουλίες και στόχοι του κ. Π. Κουκουλόπουλου (του Κ. Παπαγεωργίου)



Οι αρμοδιότητες για τα θέματα των Αγροτικών Συνεταιρισμών στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έχουν αναληφθεί από τον Υπουργό Αναπληρωτή κ. Π. Κουκουλόπουλο.
Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο κ. Κουκουλόπουλος, με την ορμητικότητα που χαρακτηρίζει συνήθως τους νέους υπουργούς, είχε δηλώσει στη γενική συνέλευση της ΠΑΣΕΓΕΣ ότι «ο νόμος 4015/2011 θα εφαρμοσθεί μέχρι κεραίας». Συμπλήρωσε δε: «Προέρχομαι από μια παράταξη που σέβεται το συνεταιριστικό κίνημα και δεν πρόκειται να γίνω νεκροθάφτης του συνεταιριστικού κινήματος». Όσοι τον άκουσαν, βέβαια, σκέφθηκαν ότι και ο κ. Κ. Σκανδαλίδης, προέρχεται από την ίδια παράταξη, οπότε καλό είναι να μην επαίρεται γα την παράταξη ο κ. Κουκουλόπουλος.
Το καλό είναι ότι σε σύντομο χρόνο ο κ. Υπουργός αντιλήφθηκε ότι «κάτι δεν πάει καλά» με το νόμο 4015/2011 και ότι πήρε την πρωτοβουλία να εισηγηθεί τροποποιήσεις του, που ψηφίσθηκαν και αποτέλεσαν το άρθρο 61 του νόμου 4277/1.8.2014 (ΦΕΚ Α 156). Αυτές οι τροποποιήσεις σχολιάζονται σε άλλο σημείο αυτού του τεύχους.
Σημαντικό είναι να λεχθεί ότι σε συνέντευξη του κ. Κουκουλόπουλου στον ραδιοφωνικό σταθμό «Ακρόαμα» (του Βόλου) στις αρχές Νοεμβρίου, προχώρησε σε δύο δηλώσεις, τις οποίες σημειώνουμε ιδιαίτερα. Η πρώτη αναφέρεται στην ανάγκη να υπάρχει περισσότερη ελευθερία στο συνεταιριστικό κίνημα και η δεύτερη ότι διαφωνεί με την ορολογία περί ενεργών και ανενεργών συνεταιρισμών, που έχει εισαγάγει ο νόμος 4015/2011.
Όσον αφορά το βαθμό ελευθερίας στους συνεταιρισμούς, είναι ευχής έργον που το αναφέρει ο αρμόδιος Υπουργός, αντιλαμβανόμενος τους απίστευτους περιορισμούς και εκβιασμούς του νόμου 4015/2011. Υποθέτουμε ότι ο κ. Κουκουλόπουλος πρόλαβε να ενημερωθεί από γνώστες της φυσιογνωμίας των συνεταιρισμών, ότι όχι μόνο η Διεθνής Συνεταιριστική Ένωση (I.C.A.) αλλά και ο ΟΗΕ και ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) διακηρύσσουν την ανάγκη πιστής τήρησης των Παγκόσμιων Αρχών του Συνεργατισμού, μία από τις οποίες (η 4η), είναι η αρχή της Αυτονομίας και Ανεξαρτησίας των συνεταιρισμών, η οποία αναφέρει:
«Οι συνεταιρισμοί είναι αυτόνομες οργανώσεις αυτοβοήθειας, διοικούμενες από τα μέλη τους. Εάν συνάπτουν συμφωνίες με άλλους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων ή αντλούν κεφάλαια από εξωτερικές πηγές, το πράττουν ελεύθερα, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται ο δημοκρατικός έλεγχος από τα μέλη τους και διατηρούν τη συνεταιριστική αυτονομία».
Όπως τονίζεται στο ερμηνευτικό κείμενο (Background paper) που συνοδεύει τις συνεταιριστικές αρχές «Η αρχή για την αυτονομία αναφέρεται στην ουσιαστική ανάγκη των συνεταιρισμών να είναι αυτόνομοι, κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κεφάλαιο είναι αυτόνομες στις σχέσεις τους με την κυβέρνηση».
Αφού, λοιπόν, οι συνεταιρισμοί είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, η μεταχείρισή τους εκ μέρους των κυβερνήσεων δεν πρέπει να είναι διαφορετική από τη μεταχείριση των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Εύλογα, λοιπόν, θέτονται τα ερωτήματα:
  • Ποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις αξιολογεί - και δικάζει – το Κράτος;
  • Ποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις αποφασίζει να τις διαλύσει το Κράτος;
Πόσο μάλλον, που το ελληνικό Σύνταγμα επιτάσσει ότι το Κράτος οφείλει να μεριμνά για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών!
Εύλογος αλλά ρηχός είναι ο αντίλογος. Υποστηρίζουν οι θιασώτες του κρατικού ελέγχου ότι το κράτος παρεμβαίνει ενισχυτικά, με παροχές προς τους συνεταιρισμούς. Αν αυτό συμβαίνει, κακώς συμβαίνει. Αυτό που ζητείται από το Κράτος δεν είναι παροχές για τους συνεταιρισμούς αλλά ευνοϊκό θεσμικό περιβάλλον, με το οποίο να αναγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες του συνεταιριστικού θεσμού. Κρίμα που στον τόπο μας ο μέσος πολίτης έχει πεισθεί ότι για τα χρέη των συνεταιρισμών στο παρελθόν υπαίτιοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, ενώ το «παντοδύναμο Κράτος” (κατά τον Laidlaw), αφού τους εκμαύλισε, τους παρέσυρε στον κατήφορο.
Η δεύτερη ένσταση του κ. Κουκουλόπουλου αναφέρεται στη διάκριση των συνεταιρισμών σε ενεργούς και ανενεργούς. Από αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω, είναι σαφές ότι δεν είναι ο ρόλος του Κράτους να καταργεί επιχειρήσεις, έστω και αν είναι ανενεργές. Οι ανενεργές, έχουν οι ίδιες συμφέρον να αποφασίσουν τη διάλυσή τους ή όχι, αρκεί να τηρούν τους νόμους.
Το πρόβλημα που θέλησε να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης του 4015/2011, αναφερόταν στην τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών και κυρίως να μην επηρεάζουν τις αρχαιρεσίες στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις με τις ψήφους τους. Η πρόθεση του νομοθέτη ήταν απολύτως θεμιτή. Υπάρχουν όμως πολύ απλούστερες λύσεις σ’ αυτό. Θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί ο κανόνας ότι όσοι δεν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, π.χ. να έχουν ορισμένο ύψος συναλλαγών με τα μέλη τους, να αποκλείονται από τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση των ανωτέρου βαθμού συνεταιριστικών οργανώσεων. Μάλιστα, ένας τέτοιος κανόνας θα μπορούσε να ορίζεται από το καταστατικό της ανωτέρου βαθμού συνεταιριστικής οργάνωσης.
Οι τρόποι που επινόησε ο νόμος 4015/2011 είναι οι πλέον αδόκιμοι. Αναμένεται να βρεθεί ο αρμόδιος Υπουργός ο οποίος μετά τις διαπιστώσεις θα προχωρήσει σε πράξεις.