Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Θετικές ρυθμίσεις και διατηρούμενες αδυναμίες στη νομοθεσία για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς (του Κ. Παπαγεωργίου)



Με το άρθρο 61 του νόμου 4277/1.8.2014 (ΦΕΚ Α 156) επιδιώχθηκε, έστω με καθυστέρηση, να προστεθεί ένα ακόμη μπάλωμα στα πολλά του νόμου 4015/2011 για τις αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις.
Τα θετικά σημεία αυτής της προσπάθειας είναι:
1.Η επαναφορά του αφορολογήτου των πλεονασμάτων των συνεταιρισμών. Αυτή η πολύ σημαντική ρύθμιση, επαναφέρει τη διάταξη του νόμου 2810/2000, με την οποία αναγνωρίζεται η διαφορά μεταξύ πλεονασμάτων και κερδών, είχε καταργηθεί από τον νόμο Διαμαντοπούλου (Ν. 4072/2012) (Δες σχόλιο με τίτλο «Δόκιμα και Αδόκιμα» στο προηγούμενο τεύχος). Όμως, η διαφορά αυτή είναι ουσιώδης για τους συνεταιρισμούς, διότι το πλεόνασμα δεν αποτελεί παρά παρακράτηση ποσών που ανήκουν στα μέλη και πρέπει να αποδοθούν σε αυτά. Άρα δεν υπάρχει φορολογητέα ύλη.
Η άγνοια της ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ συνεταιρισμών και Α.Ε. ακόμη και από τους ίδιους τους συνεταιρισμούς, ίσως παρακίνησε ορισμένες Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών να επιλέξουν τη μετατροπή τους σε Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις (δηλ. σε Ανώνυμες Εταιρείες). Ως Ανώνυμες Εταιρείες δεν μπορούν να κάνουν διάκριση μεταξύ πλεονασμάτων και κερδών, οπότε οφείλουν να επιλέγουν προσεκτικά την πολιτική τους κατά την τιμολόγηση των υπηρεσιών τους, για να μην φορολογούνται διπλά.

2. Η μείωση του αριθμού των μελών που απαιτούνται για την ίδρυση αγροτικού συνεταιρισμού. Αφού με αυτοσχεδιασμούς των νομοθετών ο αρχικός αριθμός 7 ιδρυτικών μελών του νόμου 602/1915, πέρασε από διάφορα στάδια, για να ικανοποιεί τις ιδεοληψίες των νομοθετών, επανήλθε στο 7 με τον νόμο 2810/2000, για να αυξηθεί και πάλι σε 20 με τον νόμο 4015/2011. Αυτός ο αριθμός μειώθηκε τώρα σε 10, με το άρθρο 61 του νόμου 4277/2014.
Ορθή η μείωση, αν και θα ήταν ορθότερη η επιλογή του αριθμού 7, έστω «τιμής ένεκεν» για τον σοφό νόμο 602/1915, που συμπλήρωσε 100 χρόνια από την ψήφισή του.

3. Η μείωση του κεφαλαίου των μερίδων από 30.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ. Ο κανόνας που υπερισχύει στις νομοθεσίες ανά τον κόσμο, είναι να αφήνεται στο καταστατικό να ορίζει το ύψος της μερίδας ή του αθροίσματος των μερίδων, διότι ορισμένες κατηγορίες αγροτικών συνεταιρισμών έχουν ανάγκη από σημαντικό ύψος συνεταιριστικού κεφαλαίου και άλλες από πολύ περιορισμένο. Άλλωστε, ένα οποιοδήποτε ύψος συνεταιριστικού κεφαλαίου θα αποδεικνύεται ασήμαντο για έναν μεγάλο συνεταιρισμό αλλά πολύ μεγάλο για έναν μικρό συνεταιρισμό. Οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες του συνεταιρισμού τους και τις δικές τους δυνατότητες. Το γεγονός ότι το ελάχιστο κεφάλαιο για την ίδρυση μιας Α.Ε. μειώθηκε από 60.000 ευρώ σε 24.000 ευρώ, μιας Ε.Π.Ε. από 4.500 ευρώ σε 2.400 ευρώ και για την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία απαιτείται μόνο 1 ευρώ, έπρεπε να προβληματίσει τον νομοθέτη. Να επισημανθεί ότι ο Κανονισμός 1435/2003 όρισε ελάχιστο συνεταιριστικό κεφάλαιο 30.000 ευρώ για Ευρωπαϊκό Συνεταιρισμό, που θα έχει μέλη από 2 ή περισσότερες χώρες. Πάντως, και το γεγονός ότι περιορίσθηκε το εξωπραγματικό 30.000 ευρώ αποτελεί σημαντική πρόοδο.

4. Ελεγκτές πτυχιούχοι οικονομικών σχολών. Η δυνατότητα να χρησιμοποιούνται ως ελεγκτές μικρών συνεταιρισμών και πτυχιούχοι οικονομικών σχολών με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ελεγκτού, συνιστά σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο νόμος 4015/2011 όριζε ότι για κάθε συνεταιρισμό έπρεπε να ορισθούν δύο ορκωτοί ελεγκτές! Εννοείται ότι κάθε μικρός συνεταιρισμός, που, όμως, ήταν αναγκαίος για τα μέλη του, θα ήταν αναγκασμένος να κλείσει υπό το βάρος της σχετικής δαπάνης. Οι μικροί συνεταιρισμοί είχαν κηρυχθεί υπό διωγμό με το νόμο!

5. Η διάθεση του υπολοίπου του ενεργητικού μετά την εκκαθάριση. Πρόκειται για μια σημαντική προσθήκη στη νομοθεσία, και ειδικότερα στο νόμο 2810/2000, που είναι σύμφωνη με τις συνεταιριστικές αξίες και την αρχή για το αδιανέμητο αποθεματικό. Από την πρακτική πλευρά, εμποδίζει τη δόλια διάλυση συνεταιρισμού, με σκοπό να επωφεληθούν τα υφιστάμενα κατά τη δεδομένη περίοδο μέλη. Η τροποποίηση ορίζει ότι σε περίπτωση διάλυσης και εκκαθάρισης, το υπόλοιπο του ενεργητικού δεν διανέμεται στα μέλη αλλά διατίθεται για συνεταιριστικούς ή κοινωνικούς σκοπούς.

Παρά τις βελτιωτικές προσπάθειες, διατηρούνται σημαντικές αδυναμίες του νόμου 4015/2011, οι οποίες συνοψίζονται στη συνέχεια, με την προσδοκία για μια ευρύτερη αποκατάσταση των συνεταιριστικών κανόνων στο εγγύς μέλλον.

1. Κατάργηση της δυνατότητας ίδρυσης συνεταιρισμών ανωτέρου βαθμού (2ου ή και 3ου) κατά την κρίση των ίδιων των συνεταιρισμών. Τέτοια απαγόρευση, δεν έχει βρεθεί σε καμία γνωστή νομοθεσία ανά τον κόσμο, καθόσον στην ουσία αποτελεί αναίρεση της δυνατότητας του συνεταιρίζεσθαι. Έτσι, ενώ οι εταιρείες μπορούν να συνεργάζονται και να ιδρύουν νέες εταιρείες, οι συνεταιρισμοί δεν μπορούν να συνεταιρίζονται και να ιδρύουν νέους συνεταιρισμούς. Καλό είναι να αρθεί, το συντομότερο δυνατό, η απαγόρευση ίδρυσης συνεταιρισμών ανωτέρου βαθμού, για να μην εκτίθεται η χώρα διεθνώς.

2. Η δια νόμου υποχρέωση των μελών να διαθέτουν μέσω του συνεταιρισμού τουλάχιστον το 80% των αγροτικών προϊόντων που παράγουν. Πρόκειται για μια σύγχυση του νομοθέτη, ο οποίος μεταφέρει στους συνεταιρισμούς μια διάταξη των Ομάδων Παραγωγών (Ο.Π.), αγνοώντας ότι:
(α) Η διάταξη αυτή τίθεται στο καταστατικό των Ομάδων Παραγωγών και όχι σε διάταξη νόμου γενικού για όλους τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Αυτό σημαίνει ότι τα ίδια τα μέλη αποφασίζουν και υιοθετούν αυτόν τον κανόνα, εάν επιθυμούν να αναγνωρισθούν ως Ομάδα Παραγωγών, και δεν τους τον επιβάλλει το κράτος. Αυτή η υποχρέωση αποτελεί προϋπόθεση για να μπορούν οι Ομάδες Παραγωγών να απολαμβάνουν ορισμένα οφέλη, που προβλέπουν οι κανονισμοί της Ε.Ε. για τις Ο.Π.
(β) Ως Ο.Π. μπορούν να αναγνωρισθούν, αν το επιθυμούν, εκείνοι οι συνεταιρισμοί που πληρούν τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θέτουν οι κανονισμοί.
Παραβλέπει ο νομοθέτης ότι ο συνεταιριστικός θεσμός είναι ευρύτερος από τον θεσμό των Ο.Π.. Ένας αγροτικός συνεταιρισμός μπορεί να μην αναλαμβάνει καν την εμπορία αγροτικών προϊόντων. Μπορεί, π.χ. να αναλαμβάνει μόνο την επεξεργασία των προϊόντων των μελών του, αλλά όχι την από κοινού διάθεση, οπότε δεν τίθεται θέμα αναγνώρισής του ως Ο.Π.. Αν, αντίθετα, τα μέλη επιλέγουν να διαθέτουν τα προϊόντα τους από κοινού και επιθυμούν να επωφεληθούν αφενός μεν από τις οικονομίες κλίμακος και από την αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη και αφετέρου από τις κοινοτικές παροχές, τότε οφείλουν να δεσμεύονται μέσω του καταστατικού ότι θα διαθέτουν από κοινού τουλάχιστον το 80% της παραγωγής τους. Διαφορετικά δεν αναγνωρίζονται ως Ο.Π.. Συνεπώς, το συντομότερο δυνατόν, θα πρέπει να αρθεί η αναγωγή σε αρχή των συνεταιρισμών και σε νόμο για όλους τους αγροτικούς συνεταιρισμούς ενός κανόνα των Ο.Π., που εφαρμόζεται μόνο σε όσους συνεταιρισμούς έχουν τη βούληση και τη δυνατότητα να αναγνωρισθούν ως Ομάδες Παραγωγών. Αλλά και αν δεν αρθεί, ουδέποτε θα εφαρμοσθεί, διότι είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί από όλους τους αγροτικούς συνεταιρισμούς.

3. Η διάκριση των συνεταιρισμών σε ενεργούς και ανενεργούς. Η διάκριση αυτή μπορεί να ξεκινά από αγαθές προθέσεις (να μη νοθεύεται η δημοκρατία στους συνεταιρισμούς) αλλά καταλήγει σε παράλογη διάκριση μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών. Αντί της διάλυσης και εκκαθάρισης των ανενεργών συνεταιρισμών, θα αρκούσε η διαφοροποίηση της δύναμης ψήφων ανάλογα με τον κύκλο εργασιών, οπότε σε μηδέν κύκλο εργασιών θα αντιστοιχούσαν μηδέν ψήφοι και αποκλεισμός από τη συμμετοχή στη γενική συνέλευση της συνεταιριστικής οργάνωσης ανωτέρου βαθμού. Δεν χρειάζεται δίκαννο για να σκοτωθεί ένα κουνούπι!

Αλλά και στις τροποποιήσεις που εισήγαγε το άρθρο 61 του νόμου 4277/2014, μπορούν να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις.

1. Τα ποσοστά των εταίρων στις Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις (Α.Ε.Σ.)

Στο άρθρο που αντικατέστησε το άρθρο 6 του νόμου 4015/2011, αναφέρεται ότι στις Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις δεν επιτρέπεται ένας μέτοχος να κατέχει πλέον του 20% ή του 50% (όταν οι μέτοχοι είναι λίγοι) των μετοχών. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν γίνεται λόγος για σύμπραξη φυσικών προσώπων αλλά νομικών προσώπων. Ακόμη και στις αρχές του συνεργατισμού αναφέρεται χωριστά η ισχύς του κανόνα της μιας ψήφου κατά μέλος όταν πρόκειται για συνεργασία μεταξύ φυσικών προσώπων. Στην περίπτωση συνεταιρισμών ανωτέρου βαθμού, αναφέρεται ότι η διοίκηση ασκείται με δημοκρατικό τρόπο. Στην πράξη, αυτό ερμηνεύεται ως τρόπος που δεν επιτρέπει την επιβολή των μεγάλων και την εξαφάνιση των μικρών. Αναζητείται, συνεπώς, τρόπος που να ανταποκρίνεται στην προσφορά κάθε συνεργαζόμενου μέλους στην επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο δημιουργείται η ανωτέρου βαθμού συνεταιριστική οργάνωση. Η παρέμβαση του νομοθέτη με καθορισμό ποσοστών συμμετοχής στο κεφάλαιο είναι μάλλον περιττή. Εξάλλου, όταν η εισαγόμενη ρύθμιση αντιπαρατεθεί με τη διάταξη του άρθρου 19, που αναφέρεται στη μετατροπή των υφιστάμενων συνεταιριστικών εταιρειών σε Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις, θα φανεί η αντίφαση, διότι εκεί τα υφιστάμενα ποσοστά διατηρούνται. Έτσι θα υπάρχουν δύο κατηγορίες Α.Ε.Σ.: μία με περιορισμούς στα ποσοστά συμμετοχής των εταίρων και άλλη χωρίς περιορισμούς.

2. Η εκπροσώπηση στη γενική συνέλευση της ΠΑΣΕΓΕΣ

Η τουλάχιστον περίεργη ρύθμιση που όριζε ο νόμος 4015/2011 για τις αρχαιρεσίες στην ΠΑΣΕΓΕΣ, επιδιώκεται να εκλογικευθεί με τη ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 61 του νόμου 4277/2014 ως προς την εκπροσώπηση των μελών. Με τη ρύθμιση αυτή, το Διοικητικό και το Εποπτικό Συμβούλιο της ΠΑΣΕΓΕΣ εκλέγονται από τους αντιπροσώπους των μελών της. Ο αριθμός των αντιπροσώπων ορίζεται με βάση τον αριθμό φυσικών προσώπων/μελών κάθε συνεταιρισμού.
Παρά την ουσιαστική βελτίωση που επέρχεται με τη ρύθμιση αυτή, θεωρούμε χρήσιμο να εκτεθούν ορισμένες απόψεις, ενδεχομένως χρήσιμες.

) Το κριτήριο για τον καθορισμό του αριθμού αντιπροσώπων
Για τις εκλογές στην ΠΑΣΕΓΕΣ, το κριτήριο για τον καθορισμό του αριθμού των αντιπροσώπων κάθε μέλους, είναι ο αριθμός των φυσικών προσώπων-μελών. Η αδυναμία αυτής της ρύθμισης είναι ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας κάθε μέλους της ΠΑΣΕΓΕΣ, οπότε δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα οι πιο δραστήριοι και αποτελεσματικοί αλλά οι πλέον πολυάνθρωποι συνεταιρισμοί. Ορθότερη συνεταιριστικά θα ήταν η ρύθμιση που είχε υιοθετηθεί από τον νόμο 2810/2000 για τις ενώσεις συνεταιρισμών, δηλ. να έχουν όλα τα μέλη από μία ψήφο και πρόσθετες ψήφοι να χορηγούνται ανάλογα με το ύψος συναλλαγών, μέχρις ενός ανώτατου ορίου ψήφων.

(β) ) Ο αριθμός αντιπροσώπων των συνεταιρισμών στην ΠΑΣΕΓΕΣ
Ο αριθμός αντιπροσώπων των συνεταιρισμών στην ΠΑΣΕΓΕΣ είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει προβλήματα δυσλειτουργικότητας. Ένας συνεταιρισμός που προήλθε από μετατροπή ένωσης, μπορεί να έχει 10.000 μέλη, οπότε θα έχει 21 αντιπροσώπους στην ΠΑΣΕΓΕΣ. Αυτό μπορεί να προκαλέσει δύο ειδών προβλήματα. Πρώτον, οι δαπάνες που θα απαιτηθούν για την εκπροσώπηση του συνεταιρισμού θα είναι σημαντικές και δεύτερον, η γενική συνέλευση της ΠΑΣΕΓΕΣ ενδέχεται να περιλαμβάνειν μεγάλο αριθμό αντιπροσώπων, οπότε περισσότερα προβλήματα θα δημιουργούνται παρά θα επιλύονται. Με το νόμο 2810/2000, είχε γίνει προσπάθεια (άρθρο 27, παρ. 3) να είναι ένας εκπρόσωπος κάθε μέλους, με διαφοροποιημένο τον αριθμό των ψήφων, οπότε οι αντιπρόσωποι θα ήταν λιγότεροι, οι δαπάνες μικρότερες και η αποτελεσματικότητα μεγαλύτερη [Δεν συζητείται εδώ το γεγονός ότι παρά την πρόβλεψη του νόμου να υπάρχει ένας αντιπρόσωπος κατά μέλος, με διαφορετικό αριθμό ψήφων, στην πράξη η διάταξη του νόμου δεν εφαρμοζόταν].