Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Γεωργία Κηπουροπούλου , Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πανεπιστήμιο
Δυτικής Μακεδονίας, georgkip@yahoo.com
Κατερίνα Μέλφου , Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Δυτικής
Μακεδονίας, kmelfou@uowm.gr
Σκοπός της έρευνας, η οποία βρίσκεται ακόμα σε
εξέλιξη, είναι να διερευνήσει τη συμβολή των
αποφάσεων των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην προώθηση και εξέλιξη
της αγροτικής οικονομίας στην Ελλάδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά τις παρακάτω χρονικές περιόδους :
· 1910-1915,
· 1916-1920
· 1924
· 1928-1932
Οι γενικότερες υποθέσεις της παρούσας έρευνας έχουν ως εξής:
α) μέσα από τη μελέτη των ιστορικών
αρχείων της συγκεκριμένης χρονικής
περιόδου θα προκύψει μία ουσιαστική προώθηση της αγροτικής οικονομίας β) οι αποφάσεις των κυβερνήσεων του
Ελευθερίου Βενιζέλου σχετικά με τον αγροτικό τομέα θα είναι περισσότερες και
πιο ουσιαστικές τις περιόδους 1914-1917 και 1924-1930 δεδομένων των ιστορικών
συγκυριών (τέλος Βαλκανικών Πολέμων και Μικρασιατική καταστροφή).
Εισαγωγή
Το 1881 προσαρτήθηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία, μία αραιοκατοικημένη επαρχία με 395 τσιφλίκια συνολικής έκτασης 6 εκατομμυρίων στρεμμάτων. Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας άλλαξε αισθητά το καθεστώς ιδιοκτησίας καθώς οι ιδιοκτησίες των Τούρκων γαιοκτημόνων αγοράστηκαν από Έλληνες της διασποράς, γεγονός που σήμανε με τη σειρά του σημαντικές συνέπειες στη ζωή των καλλιεργητών αυτών των κτημάτων. Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός σύνθετου δικτύου σχέσεων. Στα κτήματα αυτά ζούσαν, εργάζονταν και σύναπταν σχέσεις ακτήμονες καλλιεργητές, εργαζόμενοι, ιδιοκτήτες, επιστάτες, ενοικιαστές της γης και όλοι όσοι είχαν δημιουργήσει κάποιου είδους σχέση εργασίας και συναλλαγής με τις υπόλοιπες προαναφερθείσες ομάδες (Αντωνίου, 2004). Οι δυσβάσταχτες συνθήκες διαβίωσης των καλλιεργητών-ελονοσία, φτώχεια, αυξημένη θνησιμότητα στην παιδική ηλικία- σε συνδυασμό με τις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις των γαιοκτημόνων οδήγησαν τους αγρότες σε συγκρούσεις. Οι 300 χιλιάδες Θεσσαλοί αγρότες είχαν να αντιμετωπίσουν και τα σκληρά καιρικά φαινόμενα και την παντελή έλλειψη έργων υποδομής όπως αντιπλημμυρικά έργα, ποτιστικά, αποξηραντικά (Κορδάτος, 1956-1959). Το 1910 έλαβαν χώρα τα γεγονότα του Κιλελέρ χωρίς όμως η εξέγερση αυτή να αναδεικνύει μία ταξική πολιτική ιδεολογία, ένα αγροτικό κίνημα με σαφείς ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, αλλά ένα αυθόρμητο ξέσπασμα τμήματος του πληθυσμού που βίωνε δύσκολες συνθήκες σε απομονωμένες γεωγραφικά περιοχές την περίοδο αυτή (Δερτιλής, 1999).
Μεθοδολογία
Η μεθοδολογία που
χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα
είναι η ποιοτική. Η ποιοτική έρευνα μετατρέπει τον κόσμο σε μια σειρά από
αναπαραστάσεις του εαυτού, συμπεριλαμβανομένων των σημειώσεων πεδίου, των
συνεντεύξεων, των συνομιλιών, των φωτογραφιών, των μαγνητοφωνήσεων και των
σημειώσεων σε ημερολόγια. Η ποιοτική έρευνα περιλαμβάνει μια ερμηνευτική,
νατουραλιστική προσέγγιση στον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι οι ποιοτικοί ερευνητές
μελετούν τα πράγματα στο φυσικό τους πλαίσιο, επιχειρώντας να δώσουν νόημα ή να
ερμηνεύσουν τα φαινόμενα με όρους των νοημάτων που οι άνθρωποι δίνουν σε αυτά
(Ισαρη, 2015) Στο πλαίσιο της ποιοτικής έρευνας ο ερευνητής επιδιώκει να
διερευνήσει την ιδιαιτερότητα του φαινομένου που τον ενδιαφέρει και όχι να παραμείνει σε μια αποσπασματική, αφαιρετική
και στατική του μελέτη. Ένα είδος
ποιοτικής έρευνας είναι η Ανάλυση κειμένων - αρχειακού υλικού (analysis of
documentation) στο πλαίσιο της Ιστορικής έρευνας. Η ιστορική έρευνα με τη
συστηματική και αντικειμενική αξιολόγηση των στοιχείων επιδιώκει να εξάγει
συμπεράσματα για γεγονότα του παρελθόντος. Οι άμεσες πηγές-αρχεία, χειρόγραφα,
καταστατικά, δημοσιεύσεις, συλλογές- αλλά και οι έμμεσες-εργασίες τρίτων-
μπορούν να φωτίσουν γεγονότα του παρελθόντος και να ερμηνεύσουν πολιτικές
αποφάσεις και κοινωνικά φαινόμενα.
Ειδικότερα η
παρούσα έρευνα χρησιμοποίησε ως μεθοδολογικό εργαλείο τη Θεμελιωμένη Θεωρία. Η
Θεμελιωμένη Θεωρία εμφανίστηκε το 1967 όταν οι Barney Glaser και Anselm Strauss την εισήγαγαν με το βιβλίο τους The Discovery of Grounded Theory. Πρόκειται για μία συστηματική
ερευνητική μέθοδο σύμφωνα με την οποία η παραγόμενη θεωρία προκύπτει επαγωγικά
από τη μελέτη εμπειρικών δεδομένων και δεν βασίζεται σε προηγούμενες αντιλήψεις
ή ιδέες του ερευνητή. Όπως υποδηλώνει και το όνομά της, η συγκεκριμένη
ερευνητική μέθοδος έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας θεωρίας η οποία είναι
θεμελιωμένη στα εμπειρικά δεδομένα τα οποία και ερμηνεύει. (Μπράιλας, 2015). Η
grounded theory (θεμελιωμένη θεωρία) ανήκει στις ποιοτικές μεθόδους κοινωνικής
έρευνας και συνίσταται στην ανάλυση δεδομένων, στις μεθόδους παραγωγής
ποιοτικού υλικού, στη χρήση της θεωρίας και τελικά στην παρουσίαση των
αποτελεσμάτων (Ιωσηφίδης, 2006) και χρησιμοποιείται κυρίως σε ερευνητικά
ζητήματα τα οποία είτε δεν έχουν διερευνηθεί ακόμα είτε βρίσκονται υπό
διερεύνηση. Η γνώση λοιπόν χτίζεται καθώς ο ερευνητής ανακαλύπτει λογικές
σχέσεις στα αποτελέσματα των παρατηρήσεών του προκειμένου να τα συσχετίσει με
τα δεδομένα της έρευνας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει την απουσία ή έλλειψη
οποιουδήποτε θεωρητικού πλαισίου. Αντίθετα η Θεμελιωμένη Θεωρία παρέχει στον
ερευνητή θεωρητική ευελιξία και
προσαρμογή της θεωρίας με βάση τη συλλογή και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων. Ο
Ιωσηφίδης (2008) διέκρινε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της Θεμελιωμένης
Θεωρίας. Αρχικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, απουσιάζει ένα εξ αρχής δομημένο
θεωρητικό πλαίσιο, Η βασική όμως αυτή αρχή
ουσιαστικά είναι αδύνατο να εφαρμοστεί διότι ο ερευνητής δεν μπορεί να
απαλλαγεί από προηγούμενες θεωρητικές τοποθετήσεις του ή απόψεις. Ένα δεύτερο
χαρακτηριστικό είναι ότι η θεωρία κατασκευάζεται καθώς δημιουργούνται
κατηγορίες οι οποίες εμπλουτίζονται, αναδιατυπώνονται, ανασχεδιάζονται
παράλληλα με τη ανάδυση νέων ερευνητικών δεδομένων. Τέλος, η θεωρία που
προκύπτει αφορά στην ερμηνεία συγκεκριμένων κοινωνικών πλαισίων, περιπτώσεων
και διαδικασιών.
Στην πρώτη φάση της διαδικασίας
δημιουργούνται κατηγορίες στις
οποίες εντάσσονται τα ποιοτικά δεδομένα που ο ερευνητής έχει συλλέξει και στη
δεύτερη φάση προσδιορίζονται τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε μίας
κατηγορίας. Την τρίτη και πιο σημαντική φάση της μεθοδολογίας αποτελεί η
διαδικασία της κωδικοποίησης. Με την έννοια κωδικοποίηση στη grounded theory
εννοούμε την αντιστοίχιση και απόδοση νοήματος σε λέξεις κλειδιά με φράσεις,
προτάσεις που έχουν νόημα για την έρευνα. Η κωδικοποίηση γίνεται σε τρία
στάδια. Το πρώτο στάδιο αποτελεί το open
coding. Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία ο ερευνητής καλείται να ανακαλύψει τις ιδέες που κρύβονται στο υπό
μελέτη κείμενο. Γεγονότα, αντικείμενα, πράξεις, αλληλεπιδράσεις που ο ερευνητής
ανακαλύπτει και σχετίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή συνδέεται το νόημά τους
τοποθετούνται σε κατηγορίες (Strauss & Corbin,1998). Στη συνέχεια ο
ερευνητής ονοματίζει τις κατηγορίες προκειμένου να μπορέσει να
ομαδοποιήσει ίδια γεγονότα, πράξεις ή
αντικείμενα κάτω από μια κοινή κατηγορία. Τέλος, ο ερευνητής ομαδοποιεί τις
κατηγορίες και αναλύει τις ιδιότητές τους.
Στη δεύτερη φάση της διαδικασίας
δημιουργούνται οι υποκατηγορίες. Οι
υποκατηγορίες είναι ειδικεύσεις των κατηγοριών, έχουν ιδιότητες και διαστάσεις
όπως οι κατηγορίες και περιέχουν πληροφορίες όπως πότε, που, γιατί, ποιος, πως
ένα φαινόμενο λειτουργεί και με ποιες συνέπειες. Στην κωδικοποίηση άξονα ο ερευνητής φτιάχνει μια λίστα με όλους τους
κώδικες και ειδικεύει σύμφωνα με τις διαστάσεις. Σκοπός σε αυτή τη φάση είναι η
επανασυναρμολόγηση των δεδομένων όπως αυτά προέκυψαν στην πρώτη φάση της ανοιχτής κωδικοποίησης και η συσχέτιση
κατηγοριών υποκατηγοριών στις ιδιότητες και τις διαστάσεις τους η οποία παρέχει ένα πιο ακριβή και ολοκληρωμένο
επεξηγηματικό σχήμα για τα φαινόμενα. (Σταυροπούλου, 2012).
Την Τρίτη φάση της μεθοδολογίας
αποτελεί το paradigm. Σε αυτή τη
φάση ο ερευνητής προσπαθεί να απαντήσει στις ερωτήσεις που, πότε, με τι αποτελέσματα, από πού
έρχεται, γιατί, κλπ θέλοντας να ανακαλύψει τις
σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών αλλά και να βάλει σε ένα πλαίσιο το
φαινόμενο που μελετάει. Για το λόγο αυτό συνδέει τη δομή με τη διαδικασία ώστε
να διευκολυνθεί στη φάση αυτή. Δομή και
διαδικασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και για να καταφέρει ο ερευνητής να
κατανοήσει τι πραγματικά συμβαίνει, τη φύση των γεγονότων, πρέπει να έχει
κατανοήσει και τα δύο μέρη. Η δομή δίνει το πλαίσιο όπου δημιουργούνται οι καταστάσεις
που αφορούν τα γεγονότα του φαινομένου που βρίσκονται ή προκύπτουν ενώ η
διαδικασία υποδηλώνει την δράση/αντίδραση των ατόμων, οργανισμών, κοινοτήτων
σαν απάντηση σε συγκεκριμένα προβλήματα και ζητήματα.
Η τελευταία φάση της μεθοδολογίας
είναι η επιλεκτική κωδικοποίηση.
Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία αναλύονται οι κατηγορίες και ο
αναλυτής αλληλεπιδρά με τα δεδομένα. Η κεντρική κατηγορία αντιπροσωπεύει το
κυρίως θέμα της έρευνας και περιέχει όλα τα προϊόντα της ανάλυσης συνοπτικά
δίνοντας εξηγήσεις για το περιεχόμενο της έρευνας και έχει τη δυνατότητα να
συγκεντρώνει όλες τις άλλες κατηγορίες σε ένα επεξηγηματικό σχήμα που να
αντιπροσωπεύει τις σημαντικές διαφορές τους.
Οι κατηγορίες πρέπει να ενωθούν ώστε να αποκτήσει ο ερευνητής ολοκληρωμένη
εικόνα και να έχει τις απαντήσεις στα ερευνητικά του ερωτήματα. Σύμφωνα με τους
Strauss και Corbin τα κριτήρια επιλογής και τα χαρακτηριστικά της κεντρικής
κατηγορίας είναι τα εξής (Strauss &Corbin,1998): η κατηγορία για να είναι
κεντρική πρέπει οι άλλες κατηγορίες να σχετίζονται με αυτή, η κατηγορία θα
πρέπει να εμφανίζεται συχνά στα δεδομένα και σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, ο
τρόπος συσχέτισης των κατηγοριών μεταξύ τους, ο οποίος οδηγεί στη διατύπωση της
κεντρικής κατηγορίας, θα πρέπει να είναι λογικός και συστηματικός και ο τίτλος
ή το όνομα που θα χρησιμοποιηθεί στην περιγραφή της κατηγορίας πρέπει να είναι
αφηρημένος ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί μια πιο γενική θεωρία.
Η μελέτη των
δεδομένων και το εκ νέου διάβασμα των παρατηρήσεων παρακινούν την σκέψη και
βοηθούν τον ερευνητή να απαντήσει στην ερώτηση ΄΄τι φαίνεται να
συμβαίνει΄΄. Με αυτό τον τρόπο αρχίζει η ανάδυση της ιστορίας η οποία
σκιαγραφεί το φαινόμενο και δίνει μια εικόνα προς τη κατεύθυνση της κατανόησής
του μέσω της ερμηνείας της έρευνας.
Τέλος προχωράμε στην επικύρωση της
θεωρίας. Η θεωρία στην περίπτωση της grounded theory αναδύεται από τα δεδομένα,
στην φάση της ενσωμάτωσης αντιπροσωπεύει μια αφαιρετική απόδοση της ροής των
δεδομένων. Συνεπώς είναι σημαντικό να καθορίσουμε δύο πράγματα για να υπάρξει
επικύρωση, πόσο καλά ταιριάζει η αφαίρεση με την ροή των δεδομένων και πότε
παραλείψαμε κάτι σημαντικό από το θεωρητικό σχήμα (Strauss &Corbin, 1998).
Συμπερασματικά, η διαδικασία της
ανάλυσης ιδωμένη ως μια απαγωγική διαδικασία προϋποθέτει το δυναμικό και
δημιουργικό ρόλο του ερευνητή. Ο ερευνητής αναπτύσσει μια διαλογική σχέση
με τα δεδομένου του και η ανάλυση (κωδικοποίηση), αποτελεί μια δημιουργική διαδικασία, η οποία διαμεσολαβείται από τις
θεωρητικές προκατανοήσεις του ερευνητή. Ο ερευνητής προσεγγίζει τα δεδομένα του
με φόντο τους θεωρητικούς του προϊδεασμούς όχι για να ταξινομήσει τα δεδομένα
του με βάση αυτούς, αλλά για να εντοπίσει το «νέο», το «απρόσμενο», εκείνο που
δεν δύναται να ενταχθεί στα γνωστά θεωρητικά σχήματα ή κανόνες και που οδηγεί
εν τέλει στο σχηματισμό της γνώσης. (Πυργιωτάκης, 2015)
Στην παρούσα έρευνα η Θεμελιωμένη
Θεωρία (Grounded Theory) και οι φάσεις αυτής εφαρμόστηκαν
ως αναφέρεται παρακάτω:
1η
φάση μεθοδολογίας- δημιουργία κατηγοριών
Στην παρούσα έρευνα οι κατηγορίες
στην πρώτη φάση της μεθοδολογίας προσδιορίστηκαν με βάση τα έτη δεδομένης της
πολιτικής πραγματικότητας της περιόδου που μελετάται. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος
υπήρξε πρωθυπουργός της Ελλάδας συνολικά για δώδεκα έτη σε διάφορες χρονικές στιγμές.
Πιο αναλυτικά, οι κατηγορίες διαμορφώθηκαν ως εξής:
1η
κατηγορία: 1910-1915
2η
κατηγορία: 1917-1920
3η
κατηγορία: 1924
4η
κατηγορία: 1928-1932
5η
κατηγορία: 1933
Κύρια χαρακτηριστικά της πρώτης
κατηγορίας είναι η Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911, οι πολεμικές συγκρούσεις των Βαλκανικών
Πολέμων 1912-1913, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου και ο Εθνικός Διχασμός, Πιο ειδικά, η Αναθεώρηση του Συντάγματος
επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό τομέα της
χώρας, αλλαγές που επηρέασαν σημαντικά και τον αγροτικό χώρο της Ελλάδας, Το
τέλος των Βαλκανικών Πολέμων βρήκε την Ελλάδα κερδισμένη σε πολλά επίπεδα.
Σχεδόν διπλασιάστηκαν τα εδάφη της Ελλάδας γεγονός που σήμαινε και αύξηση των
καλλιεργήσιμων εδαφών, αυξήθηκε ο πληθυσμός και το κράτος χρειάστηκε να
διαχειριστεί τις μεγάλες αλλαγές αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία σε πολλούς τομείς.
Ιδιαίτερα σημαντική και για τον αγροτικό τομέα υπήρξε η εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση του 1913. Η πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση του Βενιζέλου με το
παλάτι, η οποία διαφάνηκε ήδη από τους Βαλκανικούς Πολέμους, κορυφώθηκε όταν
ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η χώρα βρέθηκε στο δίλημμα για τη συμμετοχή
της ή μη σε αυτόν. Η κορύφωση της αντίθεσης Βενιζέλου και Βασιλιά Κωνσταντίνου
εκδηλώθηκε με δύο παραιτήσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου και με την ίδρυση της
Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη από τον πρώτο. Ο Εθνικός Διχασμός (1915-1917)
επηρέασε τις μετέπειτα πολιτικές αποφάσεις του Βενιζέλου
Χαρακτηριστικά της δεύτερης κατηγορίας
είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Μικρασιατική
εκστρατεία. Η συνεχόμενη εμπλοκή της χώρας σε πολεμικές συγκρούσεις για μία
πενταετία κλόνισε την οικονομία της χώρας γεγονός που οδήγησε τον μετέπειτα
πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο σε σημαντικές για τη χώρα αποφάσεις. Η
κατάρρευση του μετώπου δύο χρόνια αργότερα προκάλεσε ένα πρωτοφανές για τα
χρονικά προσφυγικό κύμα προς την Ελλάδα.
Στην τρίτη κατηγορία κυρίαρχο πολιτικό γεγονός αποτελεί η υπογραφή
της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, η
οποία συνοδεύτηκε από ξεχωριστή Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την
υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Η χώρα υποδέχτηκε σχεδόν 1.500.000 πρόσφυγες.
Η αποκατάσταση των προσφύγων βρέθηκε στο επίκεντρο των κυβερνητικών αποφάσεων. Ο τεράστιος αυτός όγκος προσφύγων οδήγησε τον
πρωθυπουργό σε γενναίες και αποφασιστικές ενέργειες. Η αγροτική οικονομία της
χώρας προωθήθηκε ιδιαίτερα και ο
αγροτικός τομέας γνώρισε μία σημαντική ανάπτυξη.
Χαρακτηριστικά σημεία της
τέταρτης κατηγορίας είναι το Σύνταγμα
του 1927 και η καθιέρωση της αβασίλευτης Δημοκρατία, η συνέχιση του έργου της
αποκατάστασης των προσφύγων, η ίδρυση της τράπεζας της Ελλάδος και η ίδρυση της
Αγροτικής Τράπεζας, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Στην
ουσία, η ανάπτυξη και η αλλαγή που επέφερε ο Μεσοπόλεμος στις ευρωπαϊκές χώρες
έγιναν αισθητές στην Ελλάδα την πενταετία 1927-1932.
2η
φάση μεθοδολογίας - δημιουργία
υποκατηγοριών
Στη δεύτερη φάση της μεθοδολογίας
επελέγησαν κοινές υποκατηγορίες και για τις 5 κατηγορίες, όπως αυτές έχουν ήδη
προσδιοριστεί. Πιο συγκεκριμένα ορίστηκαν οι παρακάτω υποκατηγορίες με τους
αντίστοιχους κωδικούς:
1η υποκατηγορία: οικονομία.
Κωδικός: ΟΙΚ
2η υποκατηγορία: εκπαίδευση.
Κωδικός: ΕΚΠ
3η υποκατηγορία: αγροτικός
χώρος: ΑΓΡΧΡ
Στην τρίτη φάση της μεθοδολογίας μελετήθηκε ο βαθμό στον
οποίο το υλικό που έχει συγκεντρωθεί απαντάει στα ερευνητικά ερωτήματα που
έχουν τεθεί. Ειδικότερα, τα ερευνητικά ερωτήματα ήταν α) μέσα από τη μελέτη των ιστορικών αρχείων της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου θα
προκύψει μία ουσιαστική προώθηση της αγροτικής οικονομίας; β) οι αποφάσεις των κυβερνήσεων του
Ελευθερίου Βενιζέλου σχετικά με τον αγροτικό τομέα θα είναι περισσότερες και
πιο ουσιαστικές τις περιόδους 1914-1917 και 1922-1924 δεδομένων των ιστορικών
συγκυριών (τέλος Βαλκανικών Πολέμων και Μικρασιατική καταστροφή); Επομένως,
η καταγραφή των καταστάσεων και των γεγονότων που συνδέονται με τις κατηγορίες
και τις υποκατηγορίες τους θα δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που θα
εξυπηρετήσει την κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας και στην ουσία θα
προωθήσει την έρευνα και τους στόχους της. Η τρίτη φάση μελετήθηκε και
αναπτύχθηκε σε άμεση συνάρτηση με την καταγραφή των υποκατηγοριών.
3η
φάση μεθοδολογία - paradigm
Στην τελική φάση της μεθοδολογίας
ορίστηκε ως κεντρική κατηγορία η αγροτική
οικονομία. Η επιλογή έγινε με βάση τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν.
Αναλυτικότερα, η οικονομία, η εκπαίδευση και ο αγροτικός χώρος είναι τομείς που
διέπουν τις αποφάσεις όλων των
κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου (1911-1933) και ως εκ τούτου ο γενικός
όρος εμπερικλείει τις κατηγορίες, τις υποκατηγορίες και απαντάει στα δύο
ερευνητικά ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Αποφάσεις των κυβερνήσεων του
Ελευθερίου Βενιζέλου
Μετά το 1910 το αγροτικό ζήτημα απασχόλησε τις
κυβερνήσεις του Βενιζέλου και οι αποφάσεις του άλλαξαν και αναμόρφωσαν
κοινωνικά τον αγροτικό χώρο στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει ο Β. Πατρώνης (2016), το
1911 η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κατήργησε τον νόμο 1899 «Περί εξώσεως δυστροπούντων
ενοικιαστών» και απαγόρευσε τις εξώσεις των κολίγων από τα κτήματα. Επίσης στην
αναθεώρηση του Συντάγματος επέβαλε ρυθμίσεις (όπως το άρθρο 17 που προέβλεπε τη
δυνατότητα απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών όχι μόνο για λόγους «δημόσιας ανάγκης»
αλλά και για λόγους «δημόσιας ωφέλειας»), οι οποίες άνοιξαν το δρόμο για την
απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Το 1911
εισάγεται ο θεσμός του νομογεωπόνου ο οποίος, όπως αναφέρει ο Α. Κουτσούρης
(2004), εφαρμόστηκε αρχικά σε δέκα περιοχές και τις θέσεις αυτές κατέλαβαν
διπλωματούχοι Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής «εξ Εσπερίας». Επιπλέον, προβλεπόταν
ακόμα και η δυνατότητα ίδρυσης κατώτερων πρακτικών γεωργικών σχολείων για τους
αγρότες.
Το 1917
ιδρύθηκε το Υπουργείο Γεωργίας, μία απόφαση που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην
ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στη χώρα. Στο
σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούν και οι γεωργικοί οργανισμοί δημοσίου
δικαίου που ιδρύθηκαν την ίδια περίοδο και βοήθησαν το κράτος στις απαραίτητες
ρυθμιστικές του παρεμβάσεις προκειμένου για την ενίσχυση και προστασία της
γεωργικής παραγωγής και είναι οι εξής: Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός, ο
Αυτόνομος Οργανισμός Ελληνικού Καπνού, ο Οργανισμός Βάμβακος, η Κεντρική
Επιτροπή Προστασίας Σίτου, (Μαρτίνος, 2004).
Σημαντική
επίσης απόφαση και βασική αρχή της νομοθεσίας ήταν η συνένωση αγροτών σε
αγροτικούς συνεταιρισμούς ώστε να εξαλειφθούν τα μειονεκτήματα της μικρής
ιδιοκτησίας. Το 1914
ιδρύθηκαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι ωστόσο αποτέλεσαν
περισσότερο ένα όργανο ελέγχου της υπαίθρου και λιγότερο επιθυμία των αγροτών
(Κοντογεώργος και Σεργάκη, 2016).
Αργότερα, με τον νόμο 2521 του 1920 και το Ν.Δ της 15/02/1923
καθιερώνεται η σύσταση αναγκαστικών συνεταιρισμών αποκατάστασης ακτημόνων
καλλιεργητών. Παράλληλα, στις 28/11/1925 εισάγεται ο θεσμός των Συνεταιρισμών
Κτηματικής Πίστεως. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το 1922 το
Υπουργείο Γεωργίας ίδρυσε τρεις Φυτοπαθολογικούς Σταθμούς: στα Λεχώνια Πηλίου,
στην Εγκυλάδα Αχαΐας και στο Ηράκλειο της Κρήτης (Χιτζανίδου, 2004).
Το 1923 ιδρύθηκε το Αγροτικό Κόμμα
Ελλάδας (Α.Κ.Ε.) με προτεραιότητα το θέμα της απαλλοτρίωσης μεγάλων ιδιοκτησιών
γης και την αναδιανομή αυτών σε αγροτικούς συνεταιρισμούς. Σκοπός του ΑΚΕ ήταν
να προωθήσει τα συμφέροντα του αγροτικού κόσμου στην πολιτική χωρίς όμως να
αποκλίνει από τα εθνικά συμφέροντα (Πατρώνης, 2004) και το 1929 ιδρύεται η Αγροτική Τράπεζα.
Το 1928 σύμφωνα με την απογραφή ο πληθυσμός της Ελλάδας ανέρχεται στους 6.204.684 κατοίκους εκ των οποίων το 60%
χαρακτηρίζεται ως αγροτικός πληθυσμός (Λουκάκης, 2010).
Επιπλέον, με τον νόμο «Περί στοιχειώδους γεωργικής
εκπαιδεύσεως» στις 7 Οκτωβρίου 1927 προβλέπεται η ίδρυση σε κάθε δημοτικό
σχολείο ενός γεωργικού σχολείου με την ονομασία Κυριακό γεωργικό σχολείο, διότι
η διδασκαλία θα γινόταν τις Κυριακές και τις αργίες. Οι σπουδαστές αυτού του
τύπου σχολείων θα έπρεπε να είναι απόφοιτοι δημοτικού ενώ η φοίτηση θα διαρκούσε τουλάχιστον δύο εξάμηνα
και όχι περισσότερο από τέσσερα. Οι εκπαιδευτές ήταν μετεκπαιδευόμενοι
προερχόμενοι από την Ανώτατη Γεωργική Σχολή Αθηνών, από τον γεωργικό σταθμό
Θεσσαλονίκης, την γεωργική σχολή της Λάρισας, την γεωργική σχολή Πατρών, την
γεωργική σχολή Μεσσάρου-Κρήτης, του γεωργικού σταθμού Φλωρίνης, και του
γεωργικού σταθμού Ιωαννίνων, φτάνοντας ήδη τους 152. Ο μισθός θα καταβαλλόταν
από την κοινότητα στην οποία θα λειτουργούσε το εκάστοτε Κυριακό σχολείο.
Επιπλέον οι κοινότητες επιβαρύνονταν με το ποσό των 2.000δρχ. το οποίο έδιναν
στους αριστούχους μαθητές. Τα Κυριακά γεωργικά σχολεία λειτούργησαν και δόθηκε
η δυνατότητα να συσταθούν όπου υπήρχαν δημοδιδάσκαλοι που είχαν πτυχίο
γεωργικής σχολής ή αγροτικού οικοτροφείου και όπου οι κοινότητες είχαν την
δυνατότητα να προσλαμβάνουν γεωπόνο (Κανδήλα, 2001).
Συζήτηση
Οι πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων του πρώτου μισού του 20ου
αιώνα προώθησαν τη λύση του αγροτικού ζητήματος με σημαντική στιγμή την
αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 αλλά και μετέπειτα τις απαλλοτριώσεις του
1922-1923, μετά την είσοδο στη χώρα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Αν λάβει
κανείς υπόψη τα κοινωνικοπολιτικά, οικονομικά και πολεμικά γεγονότα που
σημάδεψαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, αντιλαμβάνεται πως
κατά τη βενιζελική περίοδο πραγματοποιήθηκαν πολλά σημαντικά βήματα για τη
βελτίωση του κράτους και των υποδομών του. Ειδικότερα για τον αγροτικό τομέα
σημειώθηκαν ουσιαστικές εξελίξεις όπως η αγροτική μεταρρύθμιση, η διαμόρφωση
και στελέχωση της γεωργικής εκπαίδευσης, η ίδρυση και ενδυνάμωση των αγροτικών
συνεταιρισμών κ.ά. που άλλαξαν άρδην το τοπίο του αγροτικού χώρου στην Ελλάδα
(Παπαγεωργίου, 2004).
Είναι επίσης φανερό ότι οι αγώνες των αγροτών της χώρας τις
πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οδήγησαν σε αναμόρφωση του αγροτικού
κόσμου. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι οι συγκρούσεις, η φτώχεια, ο κοινωνικός
αποκλεισμός και οι δυσμενείς συνθήκες που χαρακτήριζαν την ελληνική ύπαιθρο
οδήγησαν σταδιακά στον κοινωνικό
μετασχηματισμό του αγροτικού κόσμου.
Abstract
The
development of the rural economy during the 20th century should not be studied
as an autonomous socio-economic phenomenon but in connection with the
political, economic and social phenomena that emerged at the same time in the
international arena and influenced the historical development of Greece. At the
same time, internal events in politics, society and the economy determined the
course of the agricultural issue.
The purpose of
this paper is to investigate the impact on the Greek economy of the changes in
the agricultural sector as they were implemented by the government of
Eleftherios Venizelos. The agricultural sector was the predominant employment
sector of the inhabitants of Greece during the period (1910-1930) and its
strengthening significantly helped both the fiscal size of the country and the
avoidance of social tensions in times of social crisis. The reform of the rural
economy at that time provoked a series of reactions that significantly affected
society, education, politics and the effects of this influence are still
visible today.
Through the
study of archival material for the specific time period and with the
methodological approach of the Grounded theory, it will emerge that the
decisions of the governments of Eleftherios Venizelos regarding the
agricultural sector will be more and more substantial in the periods 1914-1917 and
1922-1924. given the historical circumstances.
Βιβλιογραφία
∆ερτιλής,
Γ. (1999). Κοινωνικός µετασχηµατισµός και στρατιωτική επέµβαση (1880-1909).
Αθήνα: Εξάντας.
Ίσαρη Φ, Πούρκος, Μ. (2015), Ποιοτική μεθοδολογία
έρευνας. Εφαρμογές στη Ψυχολογία και την Εκπαίδευση, Αθήνα: ΣΕΑΒ
Ιωσηφίδης Θ. και Σπυριδάκης Μ. (2006), Ποιοτική Κοινωνική Έρευνα Μεθοδολογικές
Προσεγγίσεις και Ανάλυση Δεδομένων, Κριτική
Κανδήλα, Ι. (2001). Η Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λάρισας:
συμβολή στην ιστορία της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Κοντογεώργος,
Α & Σεργάκη, Π. (2016). Αρχές Διοίκησης Αγροτικών Συνεταιρισμών. Προκλήσεις και
Προοπτικές, ΣΕΑΒ.
Κορδάτος,
Γ. (1956-1959). Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος, ΧΙΙ. Αθήνα: Εκδόσεις 20ος
αιώνας.
Κουτσούρης,
Α. (2004). Γεωργικές εφαρμογές κατά τη βενιζελική περίοδο. Στο «Η ελληνική αγροτική κοινωνία και
οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο: Πρακτικά». Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Λουκάκης, Μ.(2010). Δημόσια οικονομική
και χρεοκοπία: η ελληνική περίπτωση 1932, (Αδημοσίευτη διπλωματική εργασία).
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα.
Μαρτίνος,
Ν. (2004). Η αγροτική πολιτική στο μεσοπόλεμο: τα όρια και οι δυνατότητές της.
Στο «Η ελληνική αγροτική κοινωνία και
οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο: Πρακτικά». Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μπράιλας, Α. (2015),εισαγωγή στη Θεμελιωμένη Θεωρία.
Οδηγός εφαρμογής με το atlas.ti, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Παπαγεωργίου,
Κ. (2004). Η βενιζελική περίοδος και το σήμερα: αγροτικοί συνεταιρισμοί. Στο «Η ελληνική αγροτική κοινωνία και
οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο: Πρακτικά», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Πατρώνης,
Β. (2004). Ιδεολογικές και πολιτικές προσεγγίσεις των αγροτικών συνεταιρισμών
στην περίοδο του μεσοπολέμου. Στο «Η
ελληνική αγροτική κοινωνία και οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο: Πρακτικά», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Πατρώνης,
Β. (2015). Ελληνική Οικονομική Ιστορία. Οικονομία, Κοινωνία και κράτος στην
Ελλάδα (18ος-20ος αιώνας. ΣΕΑΒ.
Πυργιωτάκης, Γ και Θεοφιλίδης, Χρ. (επιμ.), (2015). Ερευνητική Μεθοδολογία στις Κοινωνικές
Επιστήμες και στην Εκπαίδευση. Συμβολή στην επιστημολογική θεωρία και την
ερευνητική πράξη. Αθήνα: Πεδίο.
Σταυροπούλου, Α.(2012). Η συνεργασία
οικογένειας-εκπαιδευτικών: πώς νοηματοδοτεί κάθε πλευρά την έννοια της συνεργασίας.
(Αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία). Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της
Αγωγής στην Προσχολική ηλικία, Πάτρα
Χιτζανίδου,
Α. (2004). Μια επιστολή του Ελευθερίου Βενιζέλου σχετική με την ίδρυση του
Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου. Στο «Η
ελληνική αγροτική κοινωνία και οικονομία κατά τη βενιζελική περίοδο: Πρακτικά», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Strauss A. and Corbin J.(1998), Basics of Qualitative Research Techniques
and Procedures for Developing Grounded Theory, Library of Congress
Cataloging in Publication Data, United
States of America.
Αρχεία
Μουσείο
Μπενάκη, Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου
«Η
υλοποίηση της μεταδιδακτορικής έρευνας/εργασίας συγχρηματοδοτήθηκε από την
Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) μέσω του Επιχειρησιακού
Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση»,
στο πλαίσιο της Πράξης «ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΟΡΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ/ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΩΝ - Β
κύκλος» (MIS 5033021) που υλοποιεί το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ).