Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Υποχώρηση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των δανειοληπτών προς τις Τράπεζες

 Το μεγάλο κεφάλαιο των τραπεζών είναι η εμπιστοσύνη των πελατών τους και ιδιαίτερα των καταθετών και των δανειοληπτών, που αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία. Το κεφάλαιο αυτό, στη διάρκεια της εξαετούς κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη, μειώνεται για λόγους που αναφέρονται στην συνέχεια.
Κατάθετες: Η εμπιστοσύνη των καταθετών προς τις τράπεζες οικοδομήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια δεκαετιών, με την κατάλληλη πολιτική της Πολιτείας και των Τραπεζών, που έπεισαν τους καταθέτες να εμπιστευτούν τις αποταμιεύσεις τους στις τράπεζες για την ασφάλεια τους και για την πρόσοδο που απέφερε ο εκτοκισμός τους.
Από την έναρξη τις κρίσης οι μειώσεις του οικογενειακού εισοδήματος που προέκυψαν από την πρωτοφανή αύξηση της ανεργίας και από τις βίαιες περικοπές μισθών και συντάξεων, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς προοπτικές για την πορεία τις οικονομίας, οδήγησαν πολλούς καταθέτες στην ανάληψη ποσών που υπερέβαιναν τις τρέχουσες ανάγκες τους.
Ήδη, η εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες για την ασφάλεια των καταθέσεων άρχισε να δέχεται τα πρώτα πλήγματα. Ακολούθησε η περίπτωση της Κύπρου στην οποία προβλεπόταν χρησιμοποίηση καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ, για την κάλυψη του κόστους εξυγίανσης προβληματικών τραπεζών και ζημιών τραπεζών που πτώχευσαν.
Στην συνέχεια, η επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης καθιέρωσε την κατά προτεραιότητα κάλυψη του κόστους εξυγίανσης των προβληματικών τραπεζών από τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες με ποσά καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ. Για καταθέτες κάτω από 100.000 ευρώ προβλέπεται από κοινού εγγύηση με πόρους από Κοινό Ταμείο, που, λόγω αντιδράσεων ισχυρών οικονομιών της ευρωζώνης, δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή, με συνέπεια να παραμένει ο φόβος για την ασφάλεια και των καταθέσεων μέχρι 100.000 ευρώ.
Η εμπιστοσύνη των καταθετών δέχθηκε νέο ισχυρό πλήγμα από το πρόσφατο κύμα κατασχέσεων καταθέσεων για την εξόφληση χρεών προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά ταμεία.
Για να αποκατασταθεί, έστω μερικώς, η εμπιστοσύνη των καταθετών, θα πρέπει η οικονομία να εισέλθει σε σταθερή πορεία ανάπτυξης, να μειωθεί σε λογικά επίπεδα η ανεργία και να επανέλθουν τα εισοδήματα σε επίπεδα που αντιστοιχούν στη θέση που η χώρα κατείχε πριν από την κρίση, μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Σκέψεις από τους εταίρους και ιδιαίτερα από το ΔΝΤ για μείωση των εισοδημάτων σε επίπεδα χωρών που αγωνίζονται να ξεφύγουν από την φτώχεια, αποτελούν προσβολή για τον Ελληνικό λαό.
Παράλληλα, προϋπόθεση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών αποτελεί η πλήρης εφαρμογή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης και ειδικότερα των πυλώνων της Εποπτείας των Τραπεζών και της εγγύησης από Κοινό Ταμείο των καταθέσεων ποσού μέχρι 100.000 ευρώ. Οι καταθέτες άνω των 100.000 ευρώ έχουν την δυνατότητα να επιλέγουν ασφαλή καταφύγια σε ισχυρές οικονομίες και εναλλακτικές μορφές επένδυσης των κεφαλαίων τους.
Δανειολήπτες: Οι τράπεζες μετά την ένταξη της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση ακλούθησαν επεκτατική και με μάλλον χαλαρά κριτήρια πιστωτική πολιτική, στην οποία ανταποκρίθηκαν οι δανειολήπτες παρακινούμενοι και από τα χαμηλά επιτόκια. Συνέπεια υπήρξε η συσσώρευση χρεών από καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Ένα μέρος των δανείων αυτών, ιδιαίτερα των καταναλωτικών, βρισκόταν σε καθυστέρηση και πριν από την κρίση, αλλά σε ποσοστά κάτω του 5%, που υπό κανονικές συνθήκες θεωρείται όριο για κώδωνα κινδύνου.
Mετά την κρίση και τη βίαιη μείωση των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων και την εκτίναξη της ανεργίας στο 1/4 του εργατικού δυναμικού, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναρριχήθηκε στο 50% περίπου. Τα μέτρα που αποφασίστηκαν από την Πολιτεία και τις Τράπεζες είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας, γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα αίτια που προκάλεσαν τα κόκκινα δάνεια. Δεν περιλαμβάνονται μέτρα όπως η διασύνδεση της εξόφλησης με τη βελτίωση των εισοδημάτων των δανειοληπτών σε επίπεδα που να αφήνουν περιθώριο για εξυπηρέτηση έστω μερική των δανείων. Τα αποτελεσματικά μέτρα απαιτούν χρόνο, στη διάρκεια του οποίου θα πρέπει να ανασταλεί η εξυπηρέτηση των κόκκινων δάνειων. Παράλληλα, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και η μείωση, κατά περίπτωση, του ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάνοντας χρήση των κεφαλαίων από τις προβλέψεις των τραπεζών και εθνικών και κοινοτικών πόρων, που θα ήτο δυνατό να εγκριθούν, κατ' εξαίρεση, από τους εταίρους μας στην Ευρωζώνη, γιατί φέρουν ευθύνη για την κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η οικονομία μας. Επιβεβαίωση της αναποτελεσματικότητας των μέτρων που έχουν ληφθεί αποτελούν τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδος, που υπολογίζει στο 70% τα ρυθμισθέντα δάνεια, οι δανειολήπτες των οποίων δεν μπορούν να ανταποκριθούν στους όρους της ρύθμισης. Οι καθυστερήσεις στην ρύθμιση των κόκκινων δανείων διαβρώνουν την εμπιστοσύνη των δανειοληπτών στις τράπεζες.
Ήδη, η Πολιτεία και οι Τράπεζες προωθούν πώληση κόκκινων δανείων έναντι μικρού ποσοστού του ύψους τους σε ειδικές εταιρίες, υιοθετώντας την πρακτική άλλων χωρών. Ακόμη και για τα εξυπηρετούμενα δάνεια προβλέπεται δυνατότητα μεταβίβασης της διαχείρισης τους, δηλαδή της διαδικασίας είσπραξής τους, σε ειδικές εταιρείες.
Η λύση της πώλησης των κόκκινων δανείων και της διαχείρισης των πράσινων σε εταιρείες οδηγεί σε ρήξη των σχέσεων συνεργασίας και εμπιστοσύνης που χαρακτήριζαν ή έπρεπε να χαρακτηρίζουν την τραπεζική πρακτική και μεταφέρει περισσότερη ευθύνη στους δανειολήπτες, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν τα σχέδια τους για τραπεζική δανειοδότηση πριν από την υποβολή των αιτημάτων τους στις τράπεζες και να προσέχουν τους όρους των δανειστικών συμβάσεων. Παράλληλα, οι τράπεζες για να ξανακερδίσουν το μεγάλο κεφάλαιο που αντιπροσωπεύει η εμπιστοσύνη των πελατών τους, θα πρέπει να ενισχύσουν τον συμβουλευτικό τους ρόλο και να συνεργάζονται με τους δανειολήπτες για την έγκαιρη αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν από απρόβλεπτες (π.χ. λόγοι υγείας) ή εκτός του ελέγχου τους συνθήκες, όπως η σημερινή κρίση.
ΙΟΥΝΙΟΣ 2016
ΦΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΤΕ