Της Άνδριανής- Άννας
Μητροπούλου
Δικηγόρου,
πρώην Νομικής Συμβούλου
της ΠΑΣΕΓΕΣ
Α. Η έννοια της
προσωπικής εργασίας των Συνεταίρων
στον Συνεταιρισμό.
1. Ιστορική Αναδρομή
της διάταξης:
Τα έννοια της προσωπικής
εργασίας των μελών του συνεταιρισμού
στον αγροτικό συνεταιρισμό, τέθηκε για
πρώτη φορά με το άρθρο 11 του ν. 1541/1985.
Ειδικά οριζόταν, στην παράγραφο 2 του
άνω άρθρου, ότι το μέλος παρέχει την
προσωπική του εργασία εθελοντικά στον
συνεταιρισμό, ανάλογα με τις ανάγκες
του τελευταίου. Η ειδικότερη εργασία
του κάθε μέλους καθορίζεται με απόφαση
του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία
μπορεί να προσβληθεί από τον ενδιαφερόμενο
στην πρώτη, μετά από την απόφαση, τακτική
ή έκτακτη γενική συνέλευση. Η προσφυγή
του μέλους στη γενική συνέλευση αναστέλλει
την εκτέλεση της απόφασης.
Συγχρόνως με το άρθρο
18 παρ.1 και 2 του ιδίου νόμου ορίστηκε
ότι το καταστατικό και ο εσωτερικός
κανονισμός λειτουργίας του αγροτικού
συνεταιρισμού ορίζουν ειδικότερα τους
όρους, για την παροχή της προσωπικής
εργασίας των συνεταίρων, όπως αυτά
καθορίστηκαν στο άνω άρθρο 11 και ότι η
τακτική γενική συνέλευση καθορίζει το
ελάχιστο ημερομίσθιο, για την παροχή
προσωπικής εργασίας των μελών του
συνεταιρισμού, όχι κατώτερο από αυτό
που ισχύει για τον ανειδίκευτο εργάτη,
σύμφωνα με τις εθνικές συλλογικές
συμβάσεις εργασίας. Η σχέση του μέλους
με τον συνεταιρισμό δεν είναι σχέση
εξαρτημένης εργασίας.
Τέλος, με το άρθρο 6 του
ιδίου ως άνω νόμου, ορίστηκε ότι το
καταστατικό θα πρέπει υποχρεωτικά να
συμπεριλαμβάνει διάταξη σχετικά με την
εθελοντική εργασία των μελών στον
συνεταιρισμό.
Από τα προαναφερόμενα
αλλά και την σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο
του Υπουργείου Γεωργίας (31533/1985) προέκυπτε
με σαφήνεια ότι η παρεχόμενη εθελοντική
εργασία του μέλους στον συνεταιρισμό
του, δηλαδή την επιχείρηση του ιδίου
του μέλους κατά τους όρους του νόμου
αυτού, δεν συνιστά
υποχρεωτική εργασία, διότι αποτελεί
δικαίωμα και όχι υποχρέωση. Αυτός είναι
ο λόγος, που ο νομοθέτης υιοθέτησε την
έννοια της «εθελοντικής εργασίας».
Η ρύθμιση αυτή αποσκοπούσε
στο να ξεκαθαρίσει το καταστατικό του
συνεταιρισμού τη διαδικασία και κάτω
από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να
προσφέρεται η προσωπική εργασία των
συνεταίρων .
Η διάταξη στον νόμο
ότι το μέλος προσφέρει την προσωπική
του εργασία ανάλογα με τις ανάγκες του
συνεταιρισμού, σημαίνει:
1) Ότι ο Συνεταίρος
πρέπει να γνωρίζει ποιες είναι οι ανάγκες
του συνεταιρισμού και οι ειδικότερες
απαιτήσεις (είδος εργασιών κλπ.).
Επομένως το καταστατικό ή ο εσωτερικός
κανονισμός εργασιών του συνεταιρισμού,
θα πρέπει να καθορίζουν τη διαδικασία
με την οποία ο συνεταιρισμός θα γνωστοποιεί
στους συνεταίρους τα θέματα αυτά (π.χ.
ανακοίνωση στην αρχή του χρόνου ή κατά
την αρχή της καλλιεργητικής περιόδου
για κάθε προϊόν κλπ.).
2) Ότι ο συνεταίρος θα
πρέπει να εκφράσει την επιθυμία του να
προσφέρει την εργασία του με δήλωση ή
αίτησή του. Το
καταστατικό ή ο εσωτερικός κανονισμός
εργασιών θα πρέπει να προβλέψουν τον
τρόπο, τις προθεσμίες, τη διαδικασία
γενικά, για την δήλωση της βούλησης των
συνεταίρων.
Στην περίπτωση που
κριθεί σκόπιμο τα πιο πάνω θέματα να
ρυθμίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό
λειτουργίας του συνεταιρισμού, θα πρέπει
να προβλέπουν τον τρόπο, τις προθεσμίες,
τη διαδικασία γενικά για τη δήλωση της
βούλησης των συνεταίρων. Στην περίπτωση
που κριθεί σκόπιμο τα πιο πάνω θέματα
να ρυθμίζονται από τον εσωτερικό
κανονισμό λειτουργίας του συνεταιρισμού,
το καταστατικό θα περιορίζεται σε
γενικότητες και θα παραπέμπει στον
κανονισμό. Θεωρείται όμως ότι είναι
σκοπιμότερο οι σχετικές ρυθμίσεις να
περιέχονται στο καταστατικό, ώστε οι
συνεταίροι να γνωρίζουν επακριβώς τα
δικαιώματά τους.
Η ειδικότερη εργασία
του κάθε μέλους προσδιορίζεται από το
διοικητικό συμβούλιο, που θα παίρνει
υπόψη του τις ειδικές γνώσεις κάθε
μέλους. Είναι φανερό ότι όλοι δεν μπορούν
υποκειμενικά και αντικειμενικά να
εργασθούν στην ίδια εργασία, αφού
ενδεχομένως οι ανάγκες του συνεταιρισμού
δεν θα καλύπτουν την προσφορά εργασίας.
Αν κάποιο μέλος νομίζει ότι αδικείται
με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου,
μπορεί να προσφύγει στην πρώτη μετά την
απόφαση τακτική ή έκτακτη γενική
συνέλευση.
Περαιτέρω η γενική
συνέλευση, καθορίζει την ημερήσια
αποζημίωση του μέλους, για την προσφορά
της προσωπικής του εργασίας. Το ύψος
της αποζημίωσης θα είναι ανάλογο με το
είδος της εργασίας του κάθε μέλους και
τις οικονομικές δυνατότητες του
συνεταιρισμού. Σύμφωνα όμως με την ρητή
διάταξη του άνω νόμου, η αποζημίωση αυτή
δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το
ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη.,
όπως κάθε φορά προβλέπεται. Η διάταξη
αυτή έχει τεθεί για την προστασία του
μέλους.
Με τη διάταξη της παρ.
4 του άρθρου 18 του ιδίου ως άνω νόμου,
προβλέπεται η προστασία των μελών.
Ειδικότερα ορίζεται ότι ο συνεταιρισμός
δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί τρίτους
για την εκτέλεση εργασιών που μπορεί
να γίνουν από τα μέλη του. Που σημαίνει
ότι οι συνεταίροι πρέπει να προτιμώνται
πάντοτε στις εργασίες του συνεταιρισμού
δηλαδή της
δικής τους επιχείρησης.
Μόνον στην περίπτωση,
που οι εργασίες του συνεταιρισμού δεν
μπορούν να γίνουν από τα μέλη του, είτε
γιατί αυτά δεν έχουν τις απαιτούμενες
γνώσεις, είτε γιατί δεν θέλουν να
προσφέρουν την εργασία τους στον
συνεταιρισμό, μπορεί ο συνεταιρισμός
να χρησιμοποιεί τρίτους. Η σχέση του
μέλους που προσφέρει την εργασία του
στον συνεταιρισμό του, δεν είναι σχέση
εξαρτημένης εργασίας. Διαφορετική
ρύθμιση θα ήταν αντίθετη με την έννοια
και τη φύση των σχέσεων των μελών με τον
συνεταιρισμό.
Ο συνεταιρισμός είναι
η επιχείρηση των μελών και είναι φανερό
ότι ο επιχειρηματίας που εργάζεται στην
επιχείρησή του δεν συνδέεται με αυτή
με σχέση εξαρτημένης εργασίας.
Ακολούθως το Υπουργείο
Γεωργίας, με την από 941/1986 εγκύκλιό
του, είχε δεχθεί τα ακόλουθα: «Η σχέση
του μέλους, όταν παρέχει προσωπική
εργασία στον συνεταιρισμό, δεν είναι
σχέση εξαρτημένης εργασίας, οι διατάξεις
που προβλέπουν την ασφάλιση στο ΙΚΑ
κάθε προσώπου, που παρέχει μέσα στα όρια
της Χώρας κατά κύριο επάγγελμα εξαρτημένη
εργασία έναντι αμοιβής, οι διατάξεις
περί καταγγελίας της εργασιακής σχέσης,
αποζημίωσης κλπ. δεν εφαρμόζονται επί
των συνεταίρων, που παρέχουν την πιο
πάνω προσωπική εργασία. Παρά το ότι δεν
υπάρχει η πιο πάνω υποχρέωση για ασφάλιση
στο ΙΚΑ, δεν αποκλείεται είτε για λόγους
συνέχισης της ασφάλισης, είτε γιατί δεν
υπάρχει άλλη κύρια ασφάλιση στο πρόσωπο
των συνεταίρων, που παρέχουν προσωπική
εργασία στον συνεταιρισμό, η δυνατότητα
να υπαχθούν στην ασφάλιση του ΙΚΑ, με
βάση τα στοιχεία της εργασίας και της
αμοιβής τους, κατά
τον ν. 1305/1982 (άρθρο τέταρτο)
χωρίς το γεγονός αυτό να μεταβάλει τη
σχέση συνεταιριστικής εργασίας σε σχέση
εξαρτημένης εργασίας, στην οποία
(εξαρτημένη εργασία) εφαρμόζονται οι
διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Το άνω άρθρο
4ο
του ν. 1305/1982 ορίζει τα ακόλουθα,
όπως ισχύει σήμερα: «Επίσης υπάγονται
στην ασφάλιση του παρόντος νόμου και
πρόσωπα που απασχολούνται ή παρέχουν
εργασία ή υπηρεσία με αμοιβή είτε σε
φυσικά πρόσωπα είτε στο Δημόσιο ή σε
νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού
δικαίου είτε σε ανεξάρτητες αρχές με
οποιαδήποτε άλλη σχέση, εφόσον για την
απασχόληση, εργασία τους ή υπηρεσία
τους αυτή δεν υπάγονται με ρητή διάταξη
νόμου στην ασφάλιση άλλου ταμείου κύριας
ασφάλισης. Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται
και σε συνταξιούχους ελληνικού ή
αλλοδαπού ασφαλιστικού φορέα. Από τα
πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου οι
απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης
έργου στο Δημόσιο υπάγονται στην
ασφάλιση του Ι.Κ.Α., εφ` όσον εργάζονται
με συνθήκες που απαντώνται στις μισθώσεις
εργασίας". Οι προϋποθέσεις ασφαλίσεως,
ο τρόπος υπολογισμού των ημερών ασφαλίσεως
των προσώπων τούτων κατά κατηγορία, η
μισθολογική περίοδος, ο τρόπος υπολογισμού
και καταβολής των εισφορών, ο υπόχρεος
για την καταβολή τους καθώς και κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια με την εφαρμογή
του παρόντος άρθρου θα καθορίζεται με
Κανονισμό. Η υπαγωγή των ανωτέρω προσώπων
στην ασφάλιση ισχύει από την πρώτη του
6ου μήνα από την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόμου".
2. Ακολούθως με το
άρθρο 7 του ν. 2810/2000, όπως τροποποιηθέν
ίσχυσε, ορίστηκαν τα ακόλουθα :
«3. Η εθελοντική εργασία
που παρέχουν τα Μέλη του Αγροτικού
Συνεταιρισμού προς το Συνεταιρισμό
τους, ανάλογα με τις ανάγκες του, δεν
θεωρείται ότι παρέχεται στα πλαίσια
σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Ο
Συνεταιρισμός εκδίδει αποδείξεις
δαπάνης για την καταβαλλόμενη αμοιβή
της προσωπικής εργασίας που παρέχεται
από τα Μέλη του, σύμφωνα με τα οριζόμενα
από τις διατάξεις του άρθρου 15 του Κώδικα
Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), ανεξάρτητα
από το ύψος του ποσού που καταβάλλεται
και εφόσον ο δικαιούχος δεν είναι
επιτηδευματίας από άλλη αιτία. Το
εισόδημα της παραγράφου αυτής θεωρείται
γεωργικό εισόδημα.»
Β.
Η άνω διάταξη λειτούργησε από το έτος
2003, μέχρι σήμερα χωρίς να παρουσιαστεί
πρόβλημα στην εφαρμογή της. Το τελευταίο
έτος, σε ελέγχους που πραγματοποίησε
το ΙΚΑ, θεώρησε ότι οι αγρότες μέλη των
αγροτικών συνεταιρισμών, ασφαλισμένοι
στον ΟΓΑ, οι οποίοι παρέχουν την εργασία
τους κατά την έννοια των προαναφερόμενων
διατάξεων, είχαν υποχρέωση να ασφαλισθούν,
για την παρεχόμενη αυτή εθελοντική
κατά τα ανωτέρω εργασία τους και στο
ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Κατά την άποψη του ΙΚΑ, η
υποχρέωση αυτή απέρρεε από τη διάταξη
του άρθρου 53 παρ.1
του ν.3518/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε
η παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3050/2002. Με τις
διατάξεις αυτές ορίστηκαν τα ακόλουθα.
Άρθρο 6 του ν.
3050/2002.
Προσδιορισμός
έννοιας κύριου επαγγέλματος Εποχική
απασχόληση αγροτών.
1.α) Η κατά κύριο επάγγελμα
απασχόληση στην αγροτική οικονομία
κατά την έννοια της παραγράφου 1 του
άρθρου 2 του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α), όπως ισχύει,
αποδεικνύεται από το εκκαθαριστικό της
αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας
(Δ.Ο.Υ.), εφόσον τα εκκαθαρισθέvτα εισοδήματα
προέρxοvται από γεωργικές επιχειρήσεις.
β) Σε περίπτωση που ο
απασχολούμενος στην αγροτική οικονομία
δεν υποχρεούται σε υποβολή φορολογικής
δηλώσεως, η κατά κύριο επάγγελμα
απασχόληση στην αγροτική οικονομία
αποδεικνύεται με τα δικαιολογητικά
που προβλέπονται από τα εδάφια α`, β` και
γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του π.δ.
78/1998 (ΦΕΚ 72 Α), όπως ισχύει
γ) Σε περίπτωση που δεν
υπάρχουν τα ανωτέρω δικαιολογητικά, η
κατά κύριο επάγγελμα απασχόληση στην
αγροτική οικονομία αποδεικνύεται με
την άμεση αντίληψη των αρμόδιων οργάνων
του άρθρου 3 του ίδιου προεδρικού
διατάγματος.
(δ) Σε περίπτωση που
δηλώνονται εισοδήματα και από άλλες
επαγγελματικές
δραστηριότητες, η
κατά κύριο επάγγελμα απασχόληση στην
αγροτική οικονομία αποδεικνύεται από
το εκκαθαριστικό της αρμόδιας Δ.Ο. Υ.,
εφόσον το 50% και πλέον του συνολικού
ετήσιου εισοδήματος προέρχεται από
γεωργικές επιχειρήσεις, με την επιφύλαξη
των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 1 εδάφια
β` και γ` του παρόντος).
Η παράγραφος αυτή
αντικαθίσταται από την παράγραφο 4 του
άρθρου 1 του ν. 3518/2006.ως εξής :
"4. Ασφαλισμένοι
του κλάδου κύριας ασφάλισης αγροτών,
οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για
χρονικό διάστημα μέχρι
έξι μήνες ετησίως
σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι
οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και
διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας,
αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας
και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν
να ασφαλίζονται στον Ο.Γ.Α., εξαιρούμενοι
της ασφάλισης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. για την
απασχόληση τους αυτή. Το συνολικό χρονικό
διάστημα των έξι μηνών μπορεί να
κατανεμηθεί κατά τη διάρκεια του έτους
σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης
ή εκμετάλλευσης."
2. Μετά την εγγραφή στα
Μητρώα ο ασφαλισμένος οφείλει ανά
πενταετία να υποβάλλει στον Ο.Γ .Α. τα
δικαιολογητικά της παραγράφου 1, από τα
οποία θα αποδεικνύεται αν εξακολουθούν
να συντρέχουν στο πρόσωπό του οι
προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση.
3. Για τους ήδη
εγγεγραμμένους η πενταετία αρχίζει από
1.1.2003».
Η άνω ερμηνεία την
οποία έδωσε το ΙΚΑ στην εθελοντική
εργασία των μελών των αγροτικών
συνεταιρισμών, στην επιχείρησή τους, η
οποία απορρέει από δικαίωμά τους, που
καθορίζει ο ειδικός νόμος και η εργασία
αυτή δεν εκτελείται στο πλαίσιο
εξαρτημένης εργασίας, είναι εσφαλμένη,
διότι δεν
συντρέχουν οι
προϋποθέσεις των νόμων, που επικαλείται
το ΙΚΑ. Σε κάθε περίπτωση, το θέμα έχει
αχθεί προς κρίσιν ενώπιον των Διοικητικών
Δικαστηρίων.
Σύμφωνα με την
τελευταία νομοθετική ρύθμιση για τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς, ενώ
ο νομοθέτης όφειλε να δώσει οριστική
λύση στο θέμα αυτό, το
οποίο δημιουργήθηκε, με μια απλή προσθήκη
στην ήδη υπάρχουσα ρύθμιση, περιέπλεξε
τα θέματα (συχνό φαινόμενο στον νέο νόμο
για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς),
με αποτέλεσμα να δημιουργήσει πρόσθετα
προβλήματα, διότι απέδωσε έννοιες στην
συγκεκριμένη διάταξη, ουδεμία σχέση
έχουσες με την συνεταιριστική θεωρία.
Ο χαρακτηρισμός
της διάταξης είναι: ο απόλυτος παραλογισμός
.
Πριν παραθέσουμε
τις απόψεις μας για την εθελοντική
απασχόληση, των μελών των συνεταιρισμών
στον συνεταιρισμό τους,
παραθέτουμε και την τελευταία διάταξη,
που θεσπίστηκε με
το άρθρο 40 «Εισφορές ασφαλισμένων στον
ΟΓΑ» παράγραφος 8 του ν. 4387/2016 «Ενιαίο
Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας-Μεταρρύθμιση
ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού»,
με το οποίο ορίστηκαν τα ακόλουθα :
8. Οι ασφαλισμένοι οι
οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές
ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν
έως την έναρξη ισχύος του παρόντος
νόμου, υπάγονταν ή θα υπάγονται στον
Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ
και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά
για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημέρες
ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις,
οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και
διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας,
αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας
και κάθε είδους εκτροφών, συνεχίζουν
να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι
αγρότες, εξαιρούμενοι της ασφάλισης ως
μισθωτοί για την απασχόλησή τους αυτή.
Το συνολικό χρονικό διάστημα των 150
ημερών μπορεί να κατανεμηθεί κατά τη
διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τις
ανάγκες τις επιχείρησης ή εκμετάλλευσης.
Οι ασφαλισμένοι αυτοί υπάγονται στις
ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του
άρθρου αυτού, αναλογικά εφαρμοζόμενων.
Γ. Τέλος με το
άρθρο 8 παράγραφος 1 περίπτωση δ),
παράγραφος 6, και των παραγράφων 1, 4 περ.
α) και 3 του άρθρου 23 του ν. 4384/2016, για
τους αγροτικούς συνεταιρισμούς,
ορίστηκαν τα εξής :
« 6. Η προσωπική εργασία
που παρέχει το μέλος του ΑΣ προς αυτόν,
ανάλογα με τις ανάγκες του, συνιστά
άσκηση δικαιώματος της περίπτωσης
δ` της παραγράφου
1 και δεν θεωρείται ότι παρέχεται στο
πλαίσιο σχέσης εξαρτημένης εργασίας.
Ο ΑΣ εκδίδει παραστατικό σύμφωνα με την
παρ. 10 του άρθρου 8 του ν. 4308/2014 (Α` 251) για
την παρασχεθείσα προσωπική εργασία. Η
αξία της προσωπικής εργασίας μεταφέρεται
στο πλεόνασμα του ΑΣ της οικείας
διαχειριστικής χρήσης και διανέμεται
στα δικαιούχα μέλη σύμφωνα με την
περίπτωση α` της παραγράφου 4 του άρθρου
23».
« 1. Τα δικαιώματα και
οι υποχρεώσεις του μέλους προς τον ΑΣ,
ορίζονται από το καταστατικό, σύμφωνα
με την περίπτωση δ` του άρθρου 5, το οποίο
πρέπει να περιέχει υποχρεωτικά διατάξεις
που ρυθμίζουν:
α)…β)…γ)… δ) Τη
συμμετοχή του
μέλους στις δραστηριότητες και στις
συναλλαγές του ΑΣ, σύμφωνα με τους
σκοπούς του, χωρίς διάκριση. Ειδικότερα,
το καταστατικό ορίζει τα είδη συμμετοχής
ή τις ελάχιστες προϋποθέσεις συμμετοχής,
καθώς και τους λόγους και τη διαδικασία
απαλλαγής από τις υποχρεώσεις αυτές.
1. Αν από τα ακαθάριστα
έσοδα του ΑΣ αφαιρεθούν οι κάθε είδους
δαπάνες, οι ζημιές, οι αποσβέσεις και
οι τόκοι των προαιρετικών μερίδων, το
υπόλοιπο που απομένει αποτελεί το
διαχειριστικό υπόλοιπο της χρήσης. Το
διαχειριστικό υπόλοιπο περιλαμβάνει
πλεονάσματα και κέρδη. Τα πλεονάσματα
προέρχονται από τις συναλλαγές του ΑΣ
με τα μέλη του και με μέλη - επενδυτές
που συναλλάσσονται με τον ΑΣ. Το πέραν
του πλεονάσματος υπόλοιπο λογίζεται
ότι προέρχεται από τις συναλλαγές με
τρίτους και αποτελεί κέρδος. Για
φορολογικούς σκοπούς διανομής του
πλεονάσματος και τήρησης των αποθεματικών,
τηρούνται διακριτοί λογαριασμοί για
το σχηματισμό των
πλεονασμάτων και των κερδών.
3.
Από τα πλεονάσματα κρατείται ποσοστό
δέκα τοις εκατό (10%) για το σχηματισμό
τακτικού αποθεματικού. Η κράτηση αυτή
παύει να είναι υποχρεωτική όταν το
τακτικό αποθεματικό φθάσει στο ύψος
του συνολικού ποσού των υποχρεωτικών
μερίδων των μελών του ΑΣ και επαναφέρεται
αν το τακτικό αποθεματικό υστερήσει
έναντι του συνολικού ποσού των μερίδων
των μελών. Το καταστατικό μπορεί να
προβλέπει μεγαλύτερο ποσοστό κράτησης.
Το μέρος των
πλεονασμάτων που μεταφέρεται στο τακτικό
αποθεματικό λογίζεται ως ισόποση εισφορά
των μελών. Αν
το καταστατικό προβλέπει συμμετοχή των
προαιρετικών μερίδων στα πλεονάσματα,
τα ποσά που αναλογούν αφαιρούνται πριν
από οποιαδήποτε άλλη χρησιμοποίηση των
πλεονασμάτων
4. Το
υπόλοιπο των πλεονασμάτων,
που απομένει μετά την κράτηση της
παραγράφου 3, διατίθεται για την:
α) Απόδοση στα μέλη,
ανάλογα με τις συναλλαγές τους με τον
ΑΣ.
β) Ανάπτυξη του ΑΣ.
γ) Υποστήριξη
δραστηριοτήτων κοινωνικού σκοπού και
εφαρμογή δράσεων βιώσιμης ανάπτυξης
της κοινότητας όπου δραστηριοποιείται
ο ΑΣ, σε ποσοστό που καθορίζεται από το
καταστατικό του ΑΣ. Για τον σκοπό της
περίπτωσης αυτής μπορεί να διατίθεται
και μέρος των κερδών της παραγράφου 1
με απόφαση της γενικής συνέλευσης.
δ) Εκπαίδευση και
επιμόρφωση των μελών του ΑΣ, σε ποσοστό
τουλάχιστον δύο τοις εκατό (2%) των
πλεονασμάτων»
Τα ερωτήματα που
τίθενται είναι :
1.
Η εθελοντική εργασία του μέλους, που
αποτελεί δικαίωμά του, πως συνδέεται
με την υποχρέωση του μέλους να συναλλάσσεται
με τον συνεταιρισμό του; Ο
αγροτικός συνεταιρισμός δεν είναι
συνεταιρισμός εργασίας, ώστε στην
περίπτωση αυτή, να ορίζεται με άλλους
όρους η συναλλαγή και η εξ αυτής δημιουργία
του πλεονάσματος.
Η έννοια της συναλλαγής
είναι καθορισμένη στον αγροτικό
συνεταιρισμό και προκύπτει και από τον
ορισμό του μέλους στο αντίστοιχο άρθρο
του νόμου, σύμφωνα με το οποίο το μέλος
επιλέγει να γίνει μέλος σε έναν αγροτικό
συνεταιρισμό αν εξυπηρετείται από τους
σκοπούς του, που είναι η ενασχόληση του
συνεταιρισμού με ένα ή περισσότερα
αγροτικά προϊόντα, η προμήθεια εφοδίων,
εργαλείων μέσων αγροτικής παραγωγής
κλπ .Με βάση τα στοιχεία αυτά το μέλος
κάνοντας χρήση αυτών συναλλάσσεται και
εξυπηρετεί τις ανάγκες του, οι οποίες
ικανοποιούνται από την συναλλαγή του
με τον αγροτικό συνεταιρισμό. Στο σκοπό
του αγροτικού συνεταιρισμού, δεν εμπίπτει
η έννοια της υποχρεωτικής παροχής
εργασίας από τα μέλη. Αν αυτό συνέβαινε
ενδεχομένως πολλά μέλη να επέλεγαν την
μη συμμετοχή τους στον αγροτικό
συνεταιρισμό.
2.
Ακολούθως διερωτάται κανείς, αν είναι
ποτέ δυνατόν το μεροκάματο που παίρνει
το μέλος από την δουλειά του στον
συνεταιρισμό, να μεταφέρεται στο
πλεόνασμα και αφού προηγηθούν όλες οι
αφαιρέσεις από δαπάνες και οι κρατήσεις
που κάνει ο συνεταιρισμός για τα γενικά
του έσοδα, ώστε να δημιουργηθεί το
πλεόνασμα και αφού και από το πλεόνασμα
να κρατηθεί και ποσοστό 10% ή και
περισσότερο για την δημιουργία
αποθεματικών, αν περισσέψει κάτι, τότε
να αποδοθεί στα μέλη.
3.
Και αν δεν υπάρξει υπόλοιπο πλεονάσματος,
τα μέλη που δούλεψαν, δεν θα αμειφθούν;
Η προσωπική εργασία του μέλους στον
συνεταιρισμό του, αμείβεται στο πλαίσιο
του άρθρου 22 του συντάγματος.
Όλα αυτά δεν επιδέχονται
περαιτέρω αναλύσεων και κριτικής.
Συμπέρασμα:
Για την αποφυγή προβλημάτων, τα οποία
δημιουργεί το ΙΚΑ και προκειμένου να
καταστεί σαφές τι σημαίνει εθελοντική
παροχή εργασίας του μέλους, θα πρέπει
να επανέλθει η διάταξη του ν. 2810/2000, με
την προσθήκη ότι, η εργασία αυτή
εξαιρείται της ασφαλίσεως του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ,
όπως ερμηνεύτηκε με την αρχική της
θέσπιση, δεδομένου
ότι δεν παρέχεται στο πλαίσιο εξαρτημένης
εργασίας.
Μάλιστα ορθότερη
αντιμετώπιση της έννοιας της εργασίας
αυτής, ήταν η αρχική, όταν είχε
χαρακτηρισθεί, ως αποζημίωση του μέλους,
για την προσφερόμενη αυτή εργασία, με
υπολογισμό ενός κατωτάτου ορίου αμοιβής.
Και είναι ορθό, διότι πολλές φορές τα
μέλη προσφέρουν την εργασία τους έξω
από τις εγκαταστάσεις του συνεταιρισμού
(καθαρισμός προϊόντος). Στην περίπτωση
αυτή θα πρέπει να αφαιρεθεί μια τεκμαρτή
ή όχι δαπάνη, ώστε να παραμένει η καθαρή
αμοιβή του μέλους. Δηλαδή να αφαιρεθούν
οι προσωπικές δαπάνες του μέλους για
την παρεχόμενη εργασία.