Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Καπελλίδης Ε., «Η ενοποίηση της συνεταιριστικής νομοθεσίας - Από τον κατακερματισμό στην ενοποίηση», Εισήγηση στο 6ο Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας


ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Σ. ΚΑΠΕΛΛΙΔΗΣ Δικηγόρος παρ΄Αρείω Πάγω- Προϊστάμενος Νομικής Υπηρεσίας Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου, Αράπη 2  – Ιωάννινα τκ.45332Τηλ. 26510 35917- φαξ 26510 35785E mail . mankapel@otenet.gr

«Η ενοποίηση της συνεταιριστικής νομοθεσίας - Από τον κατακερματισμό στην ενοποίηση» Εισήγηση του κ. Εμμανουήλ Καπελλίδη στο 6ο Φόρουμ Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας (29 και 30 Νοεμβρίου 2019, Αθήνα).

               Αστικοί Πιστωτικοί Συνεταιρισμοί/Συνεταιριστικές Τράπεζες
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ως δικηγόρος και προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου, με 38 έτη ενασχόλησης με τη νομοθεσία των αστικών συνεταιρισμών και ιδίως των αστικών πιστωτικών συνεταιρισμών και συνεταιριστικών τραπεζών, δεν θα ασχοληθώ  τόσο με τη νομοτεχνική ανάλυση για την αναγκαιότητα βελτίωσης ή τροποποίησης του ν. 1667/1986, η οποία είναι υπαρκτή, αλλά  με την άφευκτη ανάγκη για μία εκ βάθρων αλλαγή ή καλύτερα αντικατάσταση του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου των συνεταιριστικών τραπεζών, προσαρμοσμένου στις παρούσες ανάγκες της κοινωνίας και των αλματωδών οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών που επισυμβαίνουν σε παγκόσμιο κλίμακα.
Θα ήταν για εμένα ευχερές και οικείο να ασχοληθώ  με θέματα καθαρά νομοτεχνικών βελτιώσεων της υπάρχουσας νομοθεσίας των συνεταιριστικών τραπεζών, μιας και αποτελεί καθημερινή ενασχόλησή μου.
Θεωρώ όμως ότι ένα φόρουμ  με το συγκεκριμένο αντικείμενο, πρέπει να χαράσσει κατευθύνσεις, να δίνει το έναυσμα στην πολιτεία  και να ασκεί την απαραίτητη πίεση προς αυτή, ώστε να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Θα ξεκινήσω με τη δεδομένη παραδοχή , ότι ζούμε σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομίας και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης , πορεία η οποία δεν είναι αναστρέψιμη, όσο και εάν διατυπώνονται αντιρρήσεις, αντίθετες φωνές ή αντιστάσεις κάθε είδους.
Κάτω από αυτές της συνθήκες η συγκρότηση ή ανασυγκρότηση της κοινωνικής συνεταιριστικής οικονομίας, αποτελεί αδήριτη αναγκαιότητα  και προϋπόθεση επιβίωσης μεγάλων και ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων.
 Για την ανασυγκρότηση αυτή, απαιτούνται σύγχρονα και ευέλικτα εργαλεία και σχήματα.
1.2. Ζούμε σε μία χώρα με μοναδικό συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα, τον πρωτογενή τομέα, ιδίως λόγω του κλίματος, καθώς και την παροχή τουριστικών και υπηρεσιών αναψυχής, τομείς στους οποίους (ιδίως στον πρώτο) μπορούν να αναπτυχθούν συνέργειες και οικονομίες κλίμακας. Διαπιστώνουμε όμως ότι στη χώρα μας οι συνέργειες αυτές είναι από ελάχιστες, έως ανύπαρκτες. Και τίθεται το ερώτημα, γιατί ;
Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη, είναι όμως προσεγγίσιμη. Απαντάται κατά την άποψη του ομιλούντος, πρώτον στην έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, η οποία δεν ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της  δήθεν ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης του έλληνα, αλλά υπό το πρίσμα της έλλειψης σχετικής συνεργατικής παιδείας και κουλτούρας και δεύτερον  στην έλλειψη εκείνων των εργαλείων που μπορούσε και όφειλε να παράσχει η πολιτεία  διαχρονικά.
Και οι δύο παραπάνω παράγοντες σχετίζονται άμεσα και διαχρονικά με την πολιτεία και αυτό γιατί:   Γιατί η ελληνική οικονομία για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσας να αναλυθούν, από τις αρχές του 20ου αιώνα, αναπτύχθηκε,  με τον στρεβλό τρόπο που αναπτύχθηκε , μέσω κρατικών μονοπωλιακών καταστάσεων, ή μέσω, κατά βάση, κρατικοδίαιτων επενδυτών και αυτό, γιατί  η κεντρική κρατική εξουσία, για ευνόητους λόγους, ήθελε τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο της οικονομίας, έλεγχος ο οποίος μεταφραζόταν και σε πλούτο και σε εξουσία, μέσω του ελέγχου της ψήφου.
Με αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκαν κρατικές μονοπωλιακές οικονομικές μονάδες, στον πρωτογενή τομέα, στον τομέα της μεταποίησης και ιδίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα  (βλ. ενδεικτικά,  Αγροτική Τράπεζα, Εθνική Τράπεζα, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Γενική Τράπεζα κ.ο.κ.).
Εάν το κράτος δεν επιζητούσε τον ασφυκτικό έλεγχο της οικονομίας, είναι προφανές ότι θα αναζητούσε άλλα μοντέλα ανάπτυξης, μεταξύ των οποίων  και το μοντέλο της συνεργατικής, ή συνεταιριστικής οικονομίας, το οποίο είχε δοκιμασθεί  και επιτύχει στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Καθίσταται έτσι προφανές ότι εάν ήθελε να το πετύχει αυτό,  θα έδινε βαρύτητα και στην ανάπτυξη της συνεταιριστικής/συνεργατικής παιδείας και εκπαίδευσης  και στη θέσπιση εκείνων των εργαλείων, μέσω των οποίων θα αναπτυσσόταν η οικονομία  με άλλα μοντέλα.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ως επιτυχημένα μοντέλα δεν εννοώ τα αποτυχημένα μοντέλα αυτά του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά  τα μοντέλα που εφαρμόστηκαν και πέτυχαν ιδίως στις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπό το παραπάνω πρίσμα και ιδίως υπό το πρίσμα των μελλοντικών προκλήσεων, θα αποπειραθώ να προσεγγίσω το θέμα, της αναγκαιότητας της ενοποίησης και βασικά της εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού  της συνεταιριστικής νομοθεσίας, στον τομέα των αστικών συνεταιρισμών και ιδιαίτερα στον τομέα των  συνεταιριστικών τραπεζών.
1.3. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο θεσμός των συνεταιριστικών τραπεζών, εμφανίζεται  από βάθος 100 και πλέον ετών. Εκεί οι συνεταιριστικές τράπεζες ασχολούνται με ιδιαίτερους κλάδους της οικονομίας και με συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού (όπως π.χ. αγρότες, βιοτέχνες, μικροεμπόρους κ.ο.κ).
Στη χώρα μας, ο θεσμός αυτός, θεμελιώνεται για πρώτη φορά το 1993,  με την 2258/1993 ΠΔ/ΤΕ και μάλιστα μετά από έντονη παρέμβαση της Ένωσης Ευρωπαϊκών Συνεταιριστικών Τραπεζών και συνακόλουθα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την τότε κυβέρνηση , η οποία σε εφαρμογή ευρωπαϊκής οδηγίας, είχε φέρει για ψήφιση τον πρώτο τραπεζικό νόμο , τον ν. 2076/1992.
Στο νομοθέτημα αυτό, προβλεπόταν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα , λειτουργούν μόνο με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και κατά την ψήφιση προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 5 η πρόβλεψη της δυνατότητας λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και με τη μορφή των αμιγώς αστικών πιστωτικών συνεταιρισμών, με τις προϋποθέσεις που θα έθετε η ΤτΕ.
Όταν ο ομιλών, στις 23.3.1993,  για λογαριασμό του τότε Αστικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Ιωαννίνων, μετέβη στην ΤτΕ και κατέθεσε την πρώτη αίτηση στην Ελλάδα, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας συνεταιριστικής τράπεζας, διαπίστωσε ότι η ΤτΕ αγνοούσε εντελώς το θεσμό και δεν υπήρχε κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο όφειλε να είχε θεσπίσει η Εποπτική Αρχή. Το πλαίσιο αυτό θεσπίσθηκε το Νοέμβριο του 1993 και δόθηκε η πρώτη άδεια λειτουργίας συνεταιριστικής τράπεζας στη χώρα μας, στη Συνεταιριστική Τράπεζα Ιωαννίνων και νυν Ηπείρου, καθώς και στη Συνεταιριστική Τράπεζα Λαμίας.
Την άνοιξη του 1993, ιδίως με πρωτοβουλία των επιμελητηρίων,  διοργανώνεται στη Λαμία το πρώτο πανευρωπαϊκό συνέδριο  των συνεταιριστικών τραπεζών και δημιουργείται στη χώρα μας  μία κινητικότητα σχετικά με το θεσμό.
Το έτος 1995, με πρωτοβουλία της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ιωαννίνων, Λαμίας, Παγκρήτιας, Αχαϊκής και του Πιστωτικού Συνεταιρισμού Κορινθίας,  δημιουργείται στα Ιωάννινα, η Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος (ΕΣΤΕ) , η οποία σήμερα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών (EACB) και της Διεθνούς Ένωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών (ICBA).
Στο  δεύτερο μισό της δεκαετίας του  1990, μέχρι και την αρχή της οικονομικής κρίσης του 2008, υπήρξε μία έκρηξη στη δημιουργία  συνεταιριστικών τραπεζών στη χώρα μας.
Σήμερα υπάρχουν και λειτουργούν οι συνεταιριστικές τράπεζες, Ηπείρου, Παγκρήτια, Χανίων , Θεσσαλίας, Καρδίτσας, Σερρών, Δράμας , Έβρου και Πιερίας, από τις οποίες , οι τέσσερις τελευταίες βρίσκονται σε διαδικασία ενοποίησης.
Η κρίση και όχι μόνο, έπληξε και οδήγησε σε παύση λειτουργίας τις συνεταιριστικές τράπεζες: Λαμίας, Ευβοίας, Αχαϊκή, Λέσβου- Λήμνου, Δυτικής Μακεδονίας, Δωδεκανήσου και Πελοποννήσου.
Ένα από τα  αίτια παύσης της λειτουργίας των παραπάνω αναφερόμενων συνεταιριστικών τραπεζών, ήταν η έλλειψη συγχρόνου θεσμικού πλαισίου και κατάλληλης προληπτικής εποπτείας από την ΤτΕ.
2.ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ .
2.1. Αναφέρθηκα παραπάνω στον πρώτο και ισχύοντα μέχρι σήμερα νόμο για τους αστικούς συνεταιρισμούς και τις συνεταιριστικές τράπεζες, στον 1667/86, ο οποίος, ως προς τις ρυθμιστικές του διατάξεις που αφορούν τις συνεταιριστικές τράπεζες, έχει υποστεί οβιδιακές  τροποποιήσεις και μπορώ να πω και μεταλλάξεις.
Τα ερωτήματα που τίθενται σήμερα είναι τα εξής: α)   Οι διατάξεις του ν. 1667/1986, όπως αυτές ισχύουν σήμερα για τις συνεταιριστικές τράπεζες, είναι ενταγμένες σε ένα πλαίσιο και πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων , ώστε να μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο  συμβολής και ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας  και β) είναι εναρμονισμένες  με το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών χωρών και ιδίως των χωρών μελών της Ε.Ε και των χωρών του ευρώ  . 
Εμπειριοκριτικά τοποθετούμενος στο πρώτο ερώτημα,  με κατηγορηματικό τρόπο , διατυπώνω αρνητική απάντηση.
Ο παραπάνω νόμος, όπως αυτός ισχύει, προφανώς δεν είναι ενταγμένος σε ένα πλαίσιο νομοθετικών ρυθμίσεων οι οποίες αφορούν  την κοινωνική οικονομία, ούτε  συμβάλει στην ανάπτυξη αυτών. Αποτελεί μία αποκομμένη ρύθμιση και με τις συνεχείς τροποποιήσεις, ως προς τις συνεταιριστικές τράπεζες, προσεγγίζει περισσότερο  στις ρυθμίσεις των ανωνύμων εταιριών και όχι στις απαιτούμενες ρυθμίσεις για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Όταν ο ομιλών, αναφέρει τον όρο «κοινωνική οικονομία»,  δεν νοεί  τις μεμονωμένες μειοψηφικές μονάδες με ιδιαίτερα παραγωγικά ή άλλα χαρακτηριστικά, αλλά την οικονομία η οποία αφορά και διέπει τη λειτουργία  μεγάλου και οικονομικά ενεργού  τμήματος του πληθυσμού, ο οποίος  αποτελεί μέρος της μικρομεσαίας οικονομίας της χώρας μας και  η οποία μπορεί να αναπτυχθεί μέσω των φορέων της κοινωνικής οικονομίας .
Μέρος και εργαλείο αυτής της οικονομικής ανάπτυξης οφείλουν  να είναι και οι συνεταιριστικές τράπεζες.
Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται  η δημιουργία της κατάλληλης κουλτούρας και των εργαλείων , μέσω των οποίων θα απελευθερωθούν οι κατάλληλες παραγωγικές  δυνάμεις  .
Οι βασικές αλλαγές στο νόμο 1667/86 επήλθαν με σειρά διάσπαρτων διατάξεων οι περισσότερες των οποίων υπήρξαν στους νόμους: 2515/97, 3483/2006, 33601/2007, 3631/2008, 3867/2010, 4019/2011, 4223/2013, 4261/2014, 4316/ 2014, 4340/2015,  4446/2016, 4583/2018, 4601/2019 και 4605/2019.  
Παράλληλα όμως με την ισχύ των παραπάνω διατάξεων, οι συνεταιριστικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν την εκάστοτε ισχύουσα τραπεζική νομοθεσία, η οποία σήμερα εμπεριέχεται στο νόμο 4261/2014 , ως  βασικό τραπεζικό νόμο, στο νόμο  3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, καθώς και το ασφυκτικό κανονιστικό πλαίσιο που κάθε φορά ορίζεται από την ΤτΕ και την ΕΚΤ για τις συστημικές τράπεζες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βασική αρχή της αναλογικότητας, αφού οι συνεταιριστικές τράπεζες,  ως τοπικές περιφερειακές κυρίως τράπεζες, δεν έχουν εκείνα τα μεγέθη από τα οποία μπορεί να προκύψει συστημικός κίνδυνος.
Εν προκειμένω, καλούνται οι συνεταιριστικές τράπεζες, παρά το μικρό τους  μέγεθος,  να ανταποκριθούν σε δαπανηρότατες διοικητικές δομές  ίσες με αυτές των 4ων μεγάλων συστημικών τραπεζών της χώρας μας.
2.3. Ετσι, μολονότι στις λοιπές , πλήν Ελλάδας, χώρες της Ε.Ε,  έχουμε κατίσχυση της αρχής της αναλογικότητας. Στη χώρα μας τόσο  ο κοινός νομοθέτης όσο και η εποπτεύουσα αρχή, δεν ευθυγραμμίσθηκαν  ούτε με τη  συνταγματική επιταγή  του άρθρου 12, ούτε με την αρχή της αναλογικότητας που επιζητά ο Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός.
Αντιγράφοντας από την επίσημη καταγραφή της αποστολής του Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) για το θέμα διαπιστώνουμε ότι: «Η τραπεζική εποπτεία που ασκεί ο ΕΕΜ είναι ευέλικτη και βασίζεται στην αξιολόγηση των κινδύνων, προβλέπει δε τη διαμόρφωση γνώμης και τη μελλοντικής προοπτικής κριτική αξιολόγηση. Λαμβάνει υπόψη τόσο την πιθανότητα χρεοκοπίας ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων όσο και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο αυτής της χρεοκοπίας στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι εποπτικές πρακτικές του ΕΕΜ στηρίζονται στην αρχή της αναλογικότητας, προσαρμόζοντας τον βαθμό έντασης της εποπτείας ανάλογα με τη συστημική σημασία και το προφίλ κινδύνου των εποπτευόμενων τραπεζών.
Η προσέγγιση του ΕΕΜ ευνοεί την αποτελεσματική και έγκαιρη εποπτική δράση και τη διεξοδική παρακολούθηση της αντίδρασης των πιστωτικών ιδρυμάτων.». Ακόμη, στις 19 Αυγούστου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε την ΕΒΑ (την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) να διευρύνει –σε σχέση με όσα προβλέπονται στην ευρωπαϊκή Οδηγία για την Κεφαλαιακή Επάρκεια (CRR) - το περιεχόμενο των εκθέσεων που θα υποβάλει, εξετάζοντας επίσης:
·        το πεδίο εφαρμογής, ιδίως σε ότι αφορά την εξαίρεση ορισμένων ιδρυμάτων από την τήρηση των ανωτέρω εποπτικών απαιτήσεων,
·      την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, κυρίως αναφορικά με την υιοθέτηση απλούστερων υποχρεώσεων για την υποβολή εποπτικών αναφορών από ορισμένα – λιγότερο σημαντικά – ιδρύματα.
Από αυτή την θεωρητική προσέγγιση μέχρι την εφαρμογή των αποφάσεων στο πολύ συγκεκριμένο πεδίο της ελληνικής πραγματικότητας και ειδικότερα της πραγματικότητας των ελληνικών Συνεταιριστικών Τραπεζών, διαπιστώνεται μία μεγάλη απόκλιση.
Σήμερα στις συνεταιριστικές τράπεζες, η υποχρέωση προσαρμογής στις εποπτικές πρακτικές και τις εξ αυτών θεσμοθετημένες αναφορές, δημιουργούν ένα δυσβάστακτο βάρος τόσο οικονομικού κόστους όσο και ανθρωποαπασχόλησης. Η τήρηση των υποχρεώσεων που τίθενται από τον Επόπτη, απαιτεί προσαρμογές συστημάτων, συνεχή εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού, συνεχή  λήψη εξειδικευμένων υπηρεσιών από εξωτερικούς συμβούλους.
Για το μέγεθος των οργανισμών αυτών, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα συνταγματική επιταγή,  η προσπάθεια αυτή είναι δυσανάλογη με τον κίνδυνο που προορίζεται να καλύψει.
Τίθεται ως εκ τούτου προς συζήτηση η αναζήτηση αποδεκτής λύσης, καθώς και η ανάγκη εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας ως προς το μέγεθος, τον αριθμό και την πολυπλοκότητα του εποπτικού πλαισίου και ειδικότερα των παραγόμενων εποπτικών αναφορών.
Η εφαρμογή της αρχής αυτής η οποία είναι συνταγματικώς αποδεκτή, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, θα συμβάλει στην ανάπτυξη των ειδικών πιστωτικών ιδρυμάτων στα πλαίσια της προώθησης της κοινωνικής οικονομίας, ενός  νεοπαγούς πλήν όμως απαραίτητου θεσμού στη χώρα μας, ο οποίος στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό και Οικονομικό χώρο ,  μετρά πολλές δεκαετίες  με ιδιαίτερα ισχυρές βάσεις.
3. Συμπεράσματα
3.1. Η οικονομική κρίση που κατά βάση ήταν και ενδεχομένως παραμένει χρηματοπιστωτική κρίση, οδηγεί τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον απεγκλωβισμό τους από  τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες και σε παγκόσμιες συνέργειες για την ανεύρεση νέων μορφών χρηματοδότησης και λειτουργίας.
Σε πολύ λίγο χρόνο από σήμερα, δεν θα υπάρχουν τα τραπεζικά καταστήματα που γνωρίζαμε μέχρι τώρα και δεν θα υπάρχουν και οι κλασσικές μορφές χρηματοδότησης που γνωρίζαμε.
Ηδη διαπιστώνουμε ότι από το 2015  με το ν. 4354 για τη σύσταση εταιριών αγοράς και διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων , καθώς και το ν. 4335/2015 για τους ηλεκτρονικούς  πλειστηριασμούς, το τοπίο της είσπραξης των δανείων και ιδίως αυτό της αναγκαστικής εκτέλεσης, έχει αλλάξει ριζικά.
Το δάνειό μας, ενήμερο ή σε καθυστέρηση, μπορεί να έχει μεταβιβασθεί σε εταιρία αγοράς ή διαχείρισης τραπεζικών απαιτήσεων  με έδρα π.χ.   την Ιρλανδία και να το διαχειρίζεται άλλη εταιρία με έδρα π.χ. το Λουξεμβούργο.
Από τις παραπάνω αναφερόμενες νέες μορφές χρηματοδότησης και είσπραξης απαιτήσεων και μόνο, χωρίς να μπορεί να γίνει πρόβλεψη για τυχόν μελλοντικές αλλαγές, θα προκύψει ο αποκλεισμός σημαντικών και ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού από την τραπεζική αγορά.
Το γεγονός αυτό θα έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τα πρόσωπα και για την οικονομία της χώρας μας, η οποία είναι κατά βάση μικρομεσαία οικονομία.
Καλείται συνεπώς, η χώρα και ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος και να αντιμετωπίσει αυτές ενεργά, όχι  με άγονη άρνηση και αντιλήψεις του παρελθόντος, αλλά  με γόνιμο και έξυπνο τρόπο , που θα συμβάλει θετικά  στα άτομα, στις ομάδες , στην κοινωνία και στην πολιτεία.
3.2. Η πολιτεία οφείλει να προχωρήσει στη  θέσπιση ενός νόμου πλαισίου που θα διέπει τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας, στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα αυτής.
Σ΄αυτό το νόμο πλαίσιο θα πρέπει να προβλέπεται, η σύσταση, η λειτουργία, οι βασικές αρχές και βέλτιστες πρακτικές της εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και ο έλεγχος και η εποπτεία των φορέων αυτών. Ο νόμος  οφείλει να λειτουργεί και να συμβάλει στην ανάπτυξη των συνεργειών  μεταξύ των φορέων και επιχειρήσεων που λειτουργούν στα πλαίσια της  ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας , καθώς επίσης των συνεργειών με την τοπική αυτοδιοίκηση Α και Β βαθμού και τα επιμελητήρια.
Στ πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ενταχθεί η ίδρυση και λειτουργία των συνεταιριστικών τραπεζών, ως ειδικών  και μη συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων , τα οποία μπορούν να συμβάλλουν στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας και ιδίως στους τομείς των συγκριτικών οικονομικών πλεονεκτημάτων που αυτή διαθέτει.

Μανώλης Καπελλίδης
Δικηγόρος
Προϊστάμενος Νομικής Υπηρεσίας
Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου