(Αναδημοσιεύεται
από την Καθημερινή της 31.08.2016, με την
άδεια του δημοσιογράφου)
Το
σοκ της αλλαγής εργασιακών δεδομένων
–η απόλυση είναι η πλέον επώδυνη–, λόγω
της οικονομικής κρίσης, και η ανάγκη
για την... επόμενη ημέρα έκαναν πολλούς
να θυμηθούν την ηρεμία του χωριού, το
λιγότερο στρες, την ποιότητα ζωής κοντά
στη φύση. Τους έκανε να στρέψουν το
βλέμμα στα ξεχασμένα οικογενειακά
σπίτια στο χωριό και κάποιους –αρκετούς,
όπως αποδεικνύεται– να αναζητήσουν
νέο μοντέλο ζωής. Πολλοί μορφωμένοι
40άρηδες επέλεξαν να επιστρέψουν στο
χωριό για να στήσουν τη δική τους
επιχείρηση – είτε αγροτοκτηνοτροφική
είτε σε κλάδους της βιοτεχνίας και των
υπηρεσιών. Η τάση επιστροφής στα πάτρια
εδάφη, που ξεκίνησε από όσους έχασαν τη
δουλειά τους λόγω κρίσης, δημιουργεί
νέα δεδομένα για τα μικρά χωριά της
χώρας και την οικονομία τους, τα οποία
ερήμωσαν τις προηγούμενες
δεκαετίες.
Συγκεκριμένα, η Χαρισία Βλάχου, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της στο ΑΠΘ («Εμπειρική προσέγγιση της διαδραστικής σχέσης μεταξύ επιχειρηματικότητας και ποιότητας ζωής στον αγροτικό χώρο», με επιβλέπουσα την καθηγήτρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, Όλγα Ιακωβίδου), μελέτησε 240 επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν σε αμιγώς αγροτικές περιοχές, δηλαδή σε χωριά με λιγότερους από 2.000 κατοίκους, στην περιφέρεια των Σερρών. Η έρευνα έδειξε ότι η «νέα» επιχειρηματικότητα στον αγροτικό χώρο αναπτύσσεται από άτομα που κατάγονται από τον τόπο και αναγνωρίζουν τις «επιχειρηματικές ευκαιρίες», δημιουργώντας μικρού μεγέθους επιχειρήσεις.
Υπερτερούν οι άνδρες σημαντικά των γυναικών (63,9% έναντι 37,1%), είναι άτομα 34-54 ετών (69,6%), παντρεμένοι (75,4%) με δύο παιδιά (45,0%). Οι περισσότεροι είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (43,8%), ωστόσο αρκετοί έχουν ολοκληρώσει και τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (31,3%). Οι περισσότεροι γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα, τα αγγλικά είναι η πλέον διαδεδομένη, και χειρίζονται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή στην καθημερινότητά τους. Η πλειονότητα κατάγεται από τον τόπο στον οποίο εγκατέστησε την επιχείρηση και, παρόλο που έλειψε από αυτόν για διάφορους λόγους (σπουδές, εργασία), επέστρεψε για να επενδύσει επιχειρηματικά. «Η επιχειρηματικότητα είναι επιλογή των πιο μορφωμένων ατόμων στις αγροτικές περιοχές», λέει η κ. Βλάχου.
Πρόκειται για μικρού μεγέθους επιχειρήσεις στις οποίες επικρατεί η αυτοαπασχόληση του επιχειρηματία (65,8%), ενώ ελάχιστες δημιουργούν έως τρεις θέσεις εργασίας (26,3%). Εμφανίζουν δε, συνήθως, μικρούς τζίρους. Πελάτες των μικροεπιχειρήσεων είναι οι κάτοικοι της γύρω αγροτικής περιοχής, ενώ οι προμηθευτές τους είναι από διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Το 35,4% των επιχειρήσεων συγκεντρώνεται στον τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ενώ αρκετές δραστηριοποιούνται και στον τομέα της εστίασης και των καταλυμάτων (27,1%), ωστόσο με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η στροφή και προς τις αγροτοκτηνοτροφικές επιχειρήσεις. «Η επιστροφή στο χωριό είναι μια αρχή την οποία όσοι έχουν κάνει διαπιστώνουν ότι υπάρχει επαγγελματική διέξοδος μακριά από τα αστικά κέντρα», τονίζει η κ. Βλάχου.
Όπως ανέφερε χθες στην «Κ» η κ. Βλάχου, η επιστροφή στο χωριό δημιουργεί νέα τοπικά οικονομικά δίκτυα. Για την ενίσχυσή τους η μελέτη προτείνει θέσπιση κινήτρων προσέλκυσης εγκατάστασης επιχειρήσεων στον αγροτικό χώρο, με χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές για μεγάλο χρονικό διάστημα, και χαμηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων, με ανταποδοτικό χαρακτήρα στους κατοίκους του τόπου.
Παράλληλα σφυρηλατούνται κοινωνικά δίκτυα που δημιουργούν συνθήκες για νέα ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές, ώστε να αποτραπεί ένα πιθανό κύμα αστυφιλίας σε βάθος χρόνου. Ποιότητα ζωής που πολλοί την έχουν στις θερινές διακοπές και τη νοσταλγούν όταν το άγχος κατακλύζει την καθημερινότητα στο «τσιμεντένιο» κλεινόν άστυ.
Συγκεκριμένα, η Χαρισία Βλάχου, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της στο ΑΠΘ («Εμπειρική προσέγγιση της διαδραστικής σχέσης μεταξύ επιχειρηματικότητας και ποιότητας ζωής στον αγροτικό χώρο», με επιβλέπουσα την καθηγήτρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, Όλγα Ιακωβίδου), μελέτησε 240 επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν σε αμιγώς αγροτικές περιοχές, δηλαδή σε χωριά με λιγότερους από 2.000 κατοίκους, στην περιφέρεια των Σερρών. Η έρευνα έδειξε ότι η «νέα» επιχειρηματικότητα στον αγροτικό χώρο αναπτύσσεται από άτομα που κατάγονται από τον τόπο και αναγνωρίζουν τις «επιχειρηματικές ευκαιρίες», δημιουργώντας μικρού μεγέθους επιχειρήσεις.
Υπερτερούν οι άνδρες σημαντικά των γυναικών (63,9% έναντι 37,1%), είναι άτομα 34-54 ετών (69,6%), παντρεμένοι (75,4%) με δύο παιδιά (45,0%). Οι περισσότεροι είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (43,8%), ωστόσο αρκετοί έχουν ολοκληρώσει και τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (31,3%). Οι περισσότεροι γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα, τα αγγλικά είναι η πλέον διαδεδομένη, και χειρίζονται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή στην καθημερινότητά τους. Η πλειονότητα κατάγεται από τον τόπο στον οποίο εγκατέστησε την επιχείρηση και, παρόλο που έλειψε από αυτόν για διάφορους λόγους (σπουδές, εργασία), επέστρεψε για να επενδύσει επιχειρηματικά. «Η επιχειρηματικότητα είναι επιλογή των πιο μορφωμένων ατόμων στις αγροτικές περιοχές», λέει η κ. Βλάχου.
Πρόκειται για μικρού μεγέθους επιχειρήσεις στις οποίες επικρατεί η αυτοαπασχόληση του επιχειρηματία (65,8%), ενώ ελάχιστες δημιουργούν έως τρεις θέσεις εργασίας (26,3%). Εμφανίζουν δε, συνήθως, μικρούς τζίρους. Πελάτες των μικροεπιχειρήσεων είναι οι κάτοικοι της γύρω αγροτικής περιοχής, ενώ οι προμηθευτές τους είναι από διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Το 35,4% των επιχειρήσεων συγκεντρώνεται στον τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ενώ αρκετές δραστηριοποιούνται και στον τομέα της εστίασης και των καταλυμάτων (27,1%), ωστόσο με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η στροφή και προς τις αγροτοκτηνοτροφικές επιχειρήσεις. «Η επιστροφή στο χωριό είναι μια αρχή την οποία όσοι έχουν κάνει διαπιστώνουν ότι υπάρχει επαγγελματική διέξοδος μακριά από τα αστικά κέντρα», τονίζει η κ. Βλάχου.
Όπως ανέφερε χθες στην «Κ» η κ. Βλάχου, η επιστροφή στο χωριό δημιουργεί νέα τοπικά οικονομικά δίκτυα. Για την ενίσχυσή τους η μελέτη προτείνει θέσπιση κινήτρων προσέλκυσης εγκατάστασης επιχειρήσεων στον αγροτικό χώρο, με χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές για μεγάλο χρονικό διάστημα, και χαμηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων, με ανταποδοτικό χαρακτήρα στους κατοίκους του τόπου.
Παράλληλα σφυρηλατούνται κοινωνικά δίκτυα που δημιουργούν συνθήκες για νέα ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές, ώστε να αποτραπεί ένα πιθανό κύμα αστυφιλίας σε βάθος χρόνου. Ποιότητα ζωής που πολλοί την έχουν στις θερινές διακοπές και τη νοσταλγούν όταν το άγχος κατακλύζει την καθημερινότητα στο «τσιμεντένιο» κλεινόν άστυ.