Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Φ. Παναγιωτόπουλος, Προσφορά, απαξίωση και διάλυση του θεσμικού διδύμου Γεωργικοί Συνεταιρισμοί (Γ.Σ.) - Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (ΑΤΕ)




Το θεσμικό πλαίσιο για τη σύσταση του διδύμου Γ.Σ.-ΑΤΕ, δημιουργήθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Προηγήθηκε η ψήφιση του Ν.602 για τους Γ.Σ. το έτος 1915 και ακολούθησε η ίδρυση της ΑΤΕ το 1929. Το έτος 1915 ο αριθμός των Γ.Σ. σε λειτουργία ανερχόταν σε 150 και το 1929 είχε αυξηθεί σε 259. Η αριθμητική εξέλιξη των Γ.Σ. παρουσιάζεται στο σύγγραμμα ''Βιώσιμη Συνεταιριστική Οικονομία'' του καθηγητή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Λ. Παπαγεωργίου.
Οι πρώτες δραστηριότητες
Το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα οι κύριες δραστηριότητες των Γ.Σ. συνίσταντο στην προμήθεια, για λογαριασμό των μελών τους, των γεωργικών εφοδίων (λιπάσματα, γεωργικά φάρμακα, ζωοτροφές) και στη μεταφορά τους σε αποθήκες, ενοικιασμένες ή ιδιόκτητες, στις έδρες των Γ.Σ. από όπου τα μέλη παρελάμβαναν τις ποσότητες που τους αναλογούσαν.
Τα βραχυπρόθεσμα δάνεια, που χορηγούσε η ΑΤΕ στους συνεταιρισμένους αγρότες, τα παρελάμβαναν οι πρόεδροι των Γ.Σ. προσκομίζοντας στα υποκαταστήματα της τράπεζας κατάσταση με τα ποσά που ζητούσε το κάθε μέλος. Τα ποσά αυτά ελέγχονταν από τις υπηρεσίες της τράπεζας και αυθημερόν διαμορφώνονταν τα τελικά. Τα εγκριμένα ποσά παρελάμβανε ο πρόεδρος του Γ.Σ. και απέδιδε σε κάθε μέλος το ποσό που του είχε εγκριθεί.
Η σημασία της δραστηριότητας αυτής των Γ.Σ. θα πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τα διαθέσιμα μέσα μεταφοράς στις αγροτικές περιοχές, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, που περιορίζονταν στα υποζύγια. Γεωργικοί ελκυστήρες και αγροτικά αυτοκίνητα ήταν άγνωστα στις περισσότερες περιοχές οι δε αγροτικοί δρόμοι που οδηγούσαν στα κτήματα προσφέρονταν για μεταφορές μόνο με υποζύγια.
Η ΑΤΕ εκτός από τα δάνεια διέθετε και ειδικές υπηρεσίες για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και για τους αγρότες, όπως η Εποπτική Υπηρεσία για τους συνεταιρισμούς, η Γεωτεχνική για τους αγρότες και οι ασφαλιστικές υπηρεσίες για την ασφάλιση του κεφαλαίου και της παραγωγής των αγροτών και των συνεταιρισμών. Οι δύο πρώτες καταργήθηκαν, η Εποπτική την δεκαετία του 1980 και η Γεωτεχνική τη δεκαετία του 1990, με συνέπεια τη χαλάρωση των δεσμών Γ.Σ.-ΑΤΕ. Η Αγροτική Ασφαλιστική επωλήθη πρόσφατα, το 2016, στην γερμανική ασφαλιστική ΕRGO, που συνεργάζεται με την Τράπεζα Πειραιώς.
Η διεύρυνση των δραστηριοτήτων στη μεταποίηση και εμπορία της αγροτικής παραγωγής
Στο δεύτερο ήμισυ τις δεκαετίας του 1950, μετά την σιτάρκεια που πέτυχε η χώρα, η αγροτική πολιτική έδωσε προτεραιότητα στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και των εκτροφών, με στόχο τον περιορισμό των εισαγωγών και την αύξηση των εξαγωγών των γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων. Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής απαιτούσε την ίδρυση και λειτουργία εγκαταστάσεων συντήρησης, μεταποίησης και εμπορίας της πρωτογενούς παραγωγής. Η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν επέδειξε ενδιαφέρον, λόγω των υψηλών αναγκών σε κεφάλαια και σε ειδικευμένο προσωπικό που δεν διέθετε.
Η λύση που δόθηκε ήταν η δημιουργία σχημάτων, με την μορφή Κοινοπραξιών και Ανωνύμων Εταιριών, μεταξύ Ενώσεων Γ.Σ. και της ΑΤΕ. Η ΑΤΕ θα εξασφάλιζε τα κεφάλαια και το εξειδικευμένο προσωπικό, μετά από μετεκπαίδευση στελεχών της στην τεχνολογία τροφίμων και στη διοίκηση επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν επιχειρήσεις επεξεργασίας γάλακτος, συσκευασίας-συντήρησης και μεταποίησης οπωροκηπευτικών, σφαγεία και βιομηχανίες ζωοτροφών και επεξεργασίας καπνών. Επίσης, δημιουργήθηκαν βιομηχανίες μόνο από γεωργικούς συνεταιρισμούς όπως η ΣΕΚΟΒΕ, ή και μόνο από την ΑΤΕ (Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης). Ειδική αναφορά, γίνεται για την επιτυχή συνεργασία ενός κρατικού φορέα, της ΑΤΕ, με μια ιδιωτική πολυεθνική εταιρεία την NESTLE για την ίδρυση εργοστασίου επεξεργασίας γάλακτος. Παράλληλα η συνεταιριστική πρωτοβουλία προχώρησε στην ίδρυση μικρών τυροκομείων και ελαιουργείων που συνέβαλαν στην αξιοποίηση της τοπικής παραγωγής και στην αύξηση των τιμών παραγωγού και από τις ιδιωτικές μονάδες που λειτουργούσαν στον ίδιο χώρο. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίζεται και από την διεύρυνση της παρέμβασης των Γ.Σ. στην συγκέντρωση και εμπορία δημητριακών (ΚΥΔΕΠ), ελαιολάδου (ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΚΗ) και στην εμπορία λιπασμάτων (ΣΥΝΕΛ).
Η απαξίωση και η διάλυση
Τα υψηλά επιτόκια του τραπεζικού δανεισμού των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα δημιούργησαν προβλήματα βιωσιμότητας στις επιχείρησης που δεν διέθεταν επαρκή ίδια κεφάλαια, όπως ήταν κατά κανόνα οι μονάδες του κλάδου των γεωργικών βιομηχανιών και ειδικότερα οι συνεταιριστικές, οι οποίες στη μακρά περίοδο λειτουργίας τους δεν ακολούθησαν πολιτική δημιουργίας αδιανέμητων αποθεματικών με μια μικρή εισφορά επί του κύκλου εργασιών τους. Αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση ληξιπροθέσμων δανείων προς την ΑΤΕ από τις συνεταιριστικές, με ή χωρίς τη συμμετοχή της ΑΤΕ, βιομηχανίες καθώς και από αρκετές Ενώσεις και Πρωτοβάθμιους Συνεταιρισμούς που λειτουργούσαν μικρές μονάδες (τυροκομεία, ελαιουργεία, συσκευαστήρια). Η Πολιτεία προέβη σε ρύθμιση των χρεών, με λογιστικό την 31/12/1990, με δύο όρους που καθιστούσαν αδύνατη την εφαρμογή της ρύθμισης. Οι όροι αυτοί είναι:
  • Το κεφάλαιο των χρεών θα εξοφλείτο από το Κράτος ατόκως, η δε τόκοι θα καταβάλλονταν από τους Γ.Σ.. Την περίοδο εκείνη τα επιτόκια τραπεζικών δανείων κυμαίνονταν από 25% μέχρι και πέραν από το 30%, ποσά που εξ αντικειμένου αδυνατούσαν να καταβάλουν οι Γ.Σ.
  • Συνέπεια της αδυναμίας αυτής ήταν ο αποκλεισμός των Γ.Σ. από τον Τραπεζικό δανεισμό και η αδρανοποίηση των περισσοτέρων, κατά κανόνα εκείνων που είχαν αναπτύξει τις περισσότερες δραστηριότητες.
  • Τα ποσά των επιδοτήσεων λιπασμάτων και ζωοτροφών που περιλαμβάνονταν στους κρατικούς προϋπολογισμούς και εξοφλούνταν εντόκως από το Κράτος, περιελήφθησαν στα ρυθμισθέντα χρέη ή δε εξόφλησή τους θα γινόταν ατόκως.
Μετά τα ανωτέρω οι πιο δραστήριες συνεταιριστικές οργανώσεις, που είχαν αναπτύξει μεταποιητικές δραστηριότητες, χρεοκόπησαν. Η τράπεζα προχώρησε σε πλειστηριασμό των βιομηχανικών εγκαταστάσεων που ανήκαν στις χρεοκοπημένες μονάδες, συνεταιριστικές ή μικτές με συμμετοχή της ΑΤΕ. Από τους πλειστηριασμούς εισπράχθηκαν ποσά που αντιστοιχούσαν σε μικρό μέρος των συσσωρευμένων χρεών, ή δε κυριότητα των μονάδων περιήλθε σε νέους φορείς από τον ιδιωτικό τομέα. Λίγες συνεταιριστικές μονάδες διασώθηκαν. Αν είχε δοθεί η δυνατότητα στους συνεταιριστικούς φορείς να αποπληρώσουν, σε εύλογο χρόνο, ένα χρέος μειωμένο σε επίπεδο ανάλογο του ποσού που απέδιδαν οι πλειστηριασμοί, θα είχαν διατηρηθεί οι περισσότερες συνεταιριστικές βιομηχανίες και θα συνέχιζαν να παρέχουν τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζαν στους αγρότες με την απορρόφηση της παραγωγής τους σε ικανοποιητικές τιμές και στους καταναλωτές με την γνησιότητα και ποιότητα των προϊόντων που τους προσέφεραν. Ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ συνεταιριστικών και ιδιωτικών μονάδων θα συνεχιζόταν σε όφελος και των αγροτών και των καταναλωτών.
Η ΑΤΕ αντιμετώπισε πολλά προβλήματα από την ως άνω ρύθμιση των δανείων, γιατί τα κεφάλαια του ρυμθισθέντος ποσού (265 δις δρχ. ή 779 εκατομμύρια ευρώ περίπου) δεν εξοφλούνταν εγκαίρως από το Κράτος, οι δε συνεταιρισμοί αδυνατούσαν να καταβάλουν τους τόκους των δανείων, τα οποία δάνεια η τράπεζα είχε χρηματοδοτήσει από τις καταθέσεις των πελατών της για τις οποίες κατέβαλε τόκο με επιτόκιο 18-20%.
Τα ποσά που εγκρίθηκαν από την Κυβέρνηση το 1994 (500 δις δρχ. ή 1,47 δις ευρώ περίπου), για τη μερική κάλυψη των ζημιών που υπέστη η ΑΤΕ, αποκατέστησαν τη φερεγγυότητα της Τράπεζας και της επέτρεψαν να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές για την χρηματοδότηση του πιστωτικού προγράμματος της.
Στην περίοδο της συνεχιζόμενης κρίσης, η ΑΤΕ παρουσίασε τα προβλήματα που το σύνολο των τραπεζών παρουσίασε, με κυριότερο την αύξηση των ληξιπροθέσμων δανείων. Στις εκλογές του 2012 τα κόμματα που σχημάτισαν την Κυβέρνηση μετεκλογικά, είχαν δηλώσει προεκλογικά, ότι θα διατηρούσαν την ΑΤΕ, ως πυλώνα κρατικής τράπεζας και μάλιστα με προοπτική συγχώνευσης της με το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Παρά τις δηλώσεις αυτές και πάρα το ότι κατά την αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών από την εταιρία Blackrock, στην οποία είχε αναθέσει την αξιολόγηση η Τράπεζα της Ελλάδος, η ΑΤΕ, που όπως δηλώνουν αρμόδια στελέχη της δεν ευρίσκετο στην τελευταία θέση μεταξύ των συστημικών τραπεζών, διαγράφηκε από τον τραπεζικό χάρτη της χώρας, με διαδικασίες αδιαφανείς για την κοινή γνώμη.
Η απαξίωση και διάλυση του διδύμου Γεωργικοί Συνεταιρισμοί-ΑΤΕ, που άρχισε την δεκαετία του 1990 με την ανεφάρμοστη ρύθμιση των χρεών, η οποία οδήγησε στην χρεοκοπία και στον πλειστηριασμό των εγκαταστάσεων των πιο δραστήριων Γ.Σ., ολοκληρώθηκε το 2012 με την πώληση της ΑΤΕ, με το συμβολικό τίμημα των 95 εκ. ευρώ.


Αθήνα Σεπτέμβριος 2016
Φώτης Παναγιωτόπουλος

πρώην Υποδιοικητής της πρώην ΑΤΕ