Φορείς
Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και Αγροτικοί Συνεταιρισμοί: Νομοθετικά Παράδοξα
Μιχάλης Φεφές
Αναπληρωτής Καθηγητής
Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
1) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το κείμενο αυτό παρήχθη
με αφορμή μια ομότιτλη ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στην Ημερίδα με θέμα «Αγροτική
Ανάπτυξη. Προκλήσεις και Προοπτικές για τη Δημιουργία Προστιθέμενης Αξίας στον
Πρωτογενή Τομέα», η οποία συνδιοργανώθηκε από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και την Εταιρεία Αγροτικής Οικονομίας (ΕΤΑΓΡΟ)
και έλαβε χώρα την 10/05/2019 στην Τρίπολη. Στόχος του κειμένου είναι η εξέταση
δύο νόμων που αφορούν γενικότερα στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας και
δημοσιεύθηκαν το ίδιο έτος. Οι νόμοι αυτοί είναι (σε χρονική σειρά) ο Ν.
4384/2016 για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και άλλες μορφές συλλογικής
οργάνωσης του αγροτικού χώρου[1] και ο Ν. 4430/2016 για την
κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία.[2] Οι δύο νόμοι (κατά τη
συνήθεια του νομοθετικού σώματος στην Ελλάδα) περιέχουν και «άλλες διατάξεις»,
οι οποίες, όμως, δεν μας απασχολούν, αφού δεν αφορούν το αντικείμενο του παρόντος.
Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει εδώ έχει να κάνει με το αν οι αγροτικοί
συνεταιρισμοί (εφεξής «ΑΣ») μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των φορέων
κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας (εφεξής «Φορείς ΚΑΛΟ»), όπως αυτοί
προσδιορίζονται εννοιολογικά από τον Ν. 4430/2016.
2) ΕΝΝΟΙΕΣ
«Αρχή σοφίας ονομάτων
επίσκεψις», έλεγε ο κυνικός φιλόσοφος Αντισθένης. Μπορεί να είναι κουραστική η
αναφορά σε ορισμούς και έννοιες, είναι όμως απαραίτητη, προκειμένου να μπορούμε
να συνεννοούμαστε για το τι είναι το κάθε τι που αναφέρεται σε έναν νόμο. Πολύ
σημαντικό είναι, επίσης, να καταλάβουμε, ότι οι αναφορές αυτές, που πολλές
φορές θυμίζουν ευχολόγια και λέξεις πρόχειρα παρατιθέμενες σε σειρά χωρίς να
έχουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα, έχουν νομικές συνέπειες. Αποτελούν κανόνες
δικαίου που η αμφιβολία για την έννοιά τους θα οδηγήσει τους διαφωνούντες
ενώπιον δικαστηρίων, τα οποία θα δώσουν και την τελική αυθεντική ερμηνεία της
βούλησης του νομοθέτη. Ειρήσθω εν παρόδω, πάντως, ότι ο νομοθέτης σε πολλές περιπτώσεις αντί να
λύνει προβλήματα κάνει «βαφτίσια».
Ας έλθουμε τώρα σε
ορισμούς που θα μας οδηγήσουν στα τελικά μας συμπεράσματα. Αφετηρία μας είναι
οι αναφορές του Ν. 4430/2016, ο οποίος στο Πρώτο Μέρος του με τίτλο «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΤΗΣ» στο άρθρο 1, διακηρύττει
ότι «Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η δημιουργία του νομοθετικού πλαισίου για
την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία, ως μορφή εναλλακτικής οργάνωσης των
οικονομικών δραστηριοτήτων». Στην παράγραφο 2 του άρθρου εξειδικεύει ότι «Ειδικότερα,
ο παρών νόμος στοχεύει: α. Στη διάχυση της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας
Οικονομίας σε όλους τους δυνατούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας. β. Στη
στήριξη και την ενίσχυση των παραγωγικών εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης και της
συλλογικής κοινωνικής επιχειρηματικότητας».
Άρα στόχος του νόμου
και των διατάξεων που περιέχει είναι αφενός η διείσδυση του τομέα της
κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας σε κάθε είδους, ει δυνατόν, οικονομική -
επιχειρηματική δραστηριότητα και αφετέρου η στήριξη στους φορείς που επιχειρούν
εντός του τομέα αυτού.
Τι είναι, όμως,
κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία; Είναι το ίδιο ή, μήπως, είναι δύο
διαφορετικοί τομείς; Ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία
σε συνδυασμό με τον όρο «κοινωνική οικονομία» ως ταυτόσημη έννοια (économie
sociale et solidaire). Η πρόσφατη τάση,
όμως, είναι να διακριθεί η αλληλέγγυα οικονομία ως μέρος της κοινωνικής
οικονομίας, ενώ τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους προσδιορίζονται σταδιακά. Η
αλληλέγγυα οικονομία περιλαμβάνει τις οικονομικές δραστηριότητες που δεν
στοχεύουν απλώς σε κοινωνικά οφέλη, αλλά προσπαθούν να διορθώσουν κοινωνικές
αδικίες και ανισότητες μέσω της αξίας της αλληλεγγύης. Λόγου χάρη, ένα αθλητικό
σωματείο συγκαταλέγεται σαφώς στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας αλλά όχι
στην αλληλέγγυα οικονομία. Αν, όμως, ένα
αθλητικό σωματείο δημιουργήσει ομάδα αστέγων και συμμετέχει σε εθνικές ή διεθνείς
αθλητικές διοργανώσεις με την ομάδα αυτή, εμπίπτει και στην αλληλέγγυα
οικονομία, γιατί με τη δραστηριότητά του αυτή δεν προωθεί απλώς τα αθλητικά
ιδεώδη, αλλά προσπαθεί να διαδώσει τα ιδεώδη αυτά και παράλληλα να ενσωματώσει
μια περιθωριακή κοινωνική ομάδα, όπως οι άστεγοι.
Ο Ν. 4430/2016, πάντως,
στο άρθρο 2§1 θεωρεί ότι οι όροι είναι ταυτόσημοι, οπότε αναρωτιέται κανείς
γιατί πρέπει να αναφέρονται και τα δύο και να μην περιοριστούμε στον κοινά
αποδεκτό όρο «κοινωνική οικονομία». Προφανώς ο στόμφος θεωρείται ότι προσδίδει μεγαλύτερο
κύρος στον τομέα και ο νομοθέτης ακολουθεί τη σύγχρονη τάση που προτιμά να
αναφέρεται και στα δύο.[3] Για την εφαρμογή του νόμου[4], λοιπόν, ως «Κοινωνική και
Αλληλέγγυα Οικονομία» ορίζεται το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που
στηρίζονται σε μία εναλλακτική μορφή οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής, διανομής,
κατανάλωσης και επανεπένδυσης, βασισμένη στις αρχές της δημοκρατίας, της
ισότητας, της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, καθώς και του σεβασμού στον άνθρωπο
και το περιβάλλον.
Συνοπτικότερα, κοινωνική
οικονομία θα μπορούσε να οριστεί ο τομέας μεταξύ κράτους και αγοράς, που θέτει
και εκπληρώνει οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς βασιζόμενος στις αρχές της
αλληλεγγύης και της αειφορίας και του οποίου ο τελικός στόχος δεν είναι η
διανομή κέρδους.
Από τα παραπάνω
προκύπτει ότι στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας θα ανήκει οποιαδήποτε οντότητα
έχει οικονομικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες ασκούνται σύμφωνα
με τις προαναφερόμενες συντεταγμένες.
3) ΦΟΡΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 3§1
του Ν. 4430/2016 με τίτλο «Έννοια» ορίζονται ως «Φορείς Κοινωνικής και
Αλληλέγγυας Οικονομίας» οι κάτωθι:
α. Οι Κοινωνικές
Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις του άρθρου 14 του οικείου νόμου,
β. οι Κοινωνικοί
Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.), που διέπονται από το άρθρο 12
του Ν. 2716/1999[5],
συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 1667/1986[6], του άρθρου 12 του Ν.
3842/2010[7] και του οικείου νόμου,
γ. οι Συνεταιρισμοί
Εργαζομένων, που συστήνονται με το άρθρο 24 του οικείου νόμου,
δ. οποιοδήποτε άλλο μη
μονοπρόσωπο νομικό πρόσωπο, εφόσον έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα[8], όπως ιδίως αγροτικοί
συνεταιρισμοί του Ν. 4384/2016, αστικοί συνεταιρισμοί του Ν. 1667/1986, Αστικές
Εταιρίες των άρθρων 741 επ. του Α.Κ., εφόσον σωρευτικά συντρέχουν οι εξής
προϋποθέσεις:
αα) Αναπτύσσει
δραστηριότητες συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας, όπως ορίζονται στις
παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2.
ββ) Μεριμνά για την
πληροφόρηση και τη συμμετοχή των μελών του και εφαρμόζει δημοκρατικό σύστημα
λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την αρχή ένα μέλος μία ψήφος, ανεξάρτητα από τη
συνεισφορά κάθε μέλους.
γγ) Το καταστατικό του
προβλέπει περιορισμούς στη διανομή του[9] ως εξής:
i. ποσοστό τουλάχιστον
5% διατίθεται για το σχηματισμό αποθεματικού,
ii. ποσοστό έως 35%
αποδίδεται στους εργαζόμενους του Φορέα, εκτός κι αν τα 2/3 των μελών της
Γενικής Συνέλευσης αποφασίσουν αιτιολογημένα τη διάθεση του ποσοστού αυτού σε
δραστηριότητες του στοιχείου iii,
iii. το υπόλοιπο
διατίθεται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη διεύρυνση της
παραγωγικής του δραστηριότητας.
δδ) Εφαρμόζει σύστημα
σύγκλισης στην αμοιβή της εργασίας, κατά το οποίο ο ανώτατος καθαρός μισθός δεν
μπορεί να υπερβαίνει περισσότερο από τρεις φορές τον κατώτατο, εκτός και αν τα
2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης αποφασίσουν διαφορετικά. Η υποχρέωση του
προηγούμενου εδαφίου ισχύει και σε οποιαδήποτε μορφή σύμπραξης δύο ή
περισσότερων Φορέων ΚΑΛΟ.
εε) Αποβλέπει στην
ενδυνάμωση των οικονομικών δραστηριοτήτων του και τη μεγιστοποίηση της παραγόμενης
κοινωνικής ωφέλειας μέσω της οριζόντιας και ισότιμης δικτύωσης με άλλους φορείς
ΚΑΛΟ.
στστ) Δεν έχει ιδρυθεί
και δεν διοικείται άμεσα ή έμμεσα από Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. α ή β βαθμού ή από άλλο
νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Από τον παραπάνω ορισμό
προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι Φορείς ΚΑΛΟ διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην
πρώτη κατηγορία εντάσσονται αυτοί που εξ ορισμού είναι Φορείς ΚΑΛΟ, χωρίς να
απαιτείται η πλήρωση άλλων προϋποθέσεων και είναι οι ΚοινΣΕπ, οι ΚοιΣΠΕ και οι
ΣυνΕργ. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται όσοι πληρούν τις περιγραφόμενες από
τον νόμο προϋποθέσεις ανεξαρτήτως νομικής μορφής. Θα μπορούσε, δηλαδή, Φορέας
ΚΑΛΟ να είναι και μια ανώνυμη εταιρεία.
Πέραν των ανωτέρω
υπάρχουν και άλλες διατάξεις που δεν αφορούν στον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως
Φορέα ΚΑΛΟ, αλλά αποτελούν παρεπόμενες υποχρεώσεις ενός Φορέα ΚΑΛΟ, οι οποίες
πρέπει να τηρούνται. Αν παραβιάζονται, τίθεται θέμα επιβολής διοικητικών
προστίμων ή/και διαγραφής του Φορέα από το Γενικό Μητρώο Φορέων ΚΑΛΟ (άρθρα 4§2
και 11, Ν. 3346/2016 και ΥΑ 61621/Δ5.2643, ΦΕΚ Β 56/18.01.2017). Αυτές είναι:
α) Τα μέλη του Φορέα
που δεν είναι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών.
β) Ο Φορέας ΚΑΛΟ
οφείλει να τηρεί Μητρώο Εθελοντών, στο οποίο καταγράφονται τα μη μέλη, που
λειτουργούν ως εθελοντές και υποστηρίζουν τις δράσεις του Φορέα.
γ) Ο Φορέας ΚΑΛΟ
υποχρεούται, από τη δεύτερη χρήση λειτουργίας του, να παρουσιάζει ετήσια δαπάνη
μισθοδοσίας τουλάχιστον ίση με το 25% του κύκλου εργασιών της προηγούμενης
χρήσης του. Η υποχρέωση αυτή αφορά τους Φορείς με κύκλο εργασιών και έσοδα
επιχορηγήσεων της προηγούμενης ετήσιας χρήσης μεγαλύτερα από το 300% του
ετήσιου κόστους μισθοδοτικής δαπάνης ενός υπαλλήλου πλήρους απασχόλησης, με
βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό χωρίς επιδόματα. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών
λαμβάνεται, όπως ορίζεται στο Παράρτημα Α, του Ν. 4308/2014.[10]
4) ΕΝΑΣ ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΑΣ
ΚΑΛΟ;
Ναι μεν ο Ν. 4430/2016
μνημονεύει ξεχωριστά τους ΑΣ ως φορείς, που κατ’ εξοχήν εντάσσονται δυνητικά
στους Φορείς ΚΑΛΟ («ιδίως»), πλην όμως, κατά τον νόμο, οι ΑΣ πρέπει να πληρούν
όλες τις ανωτέρω προϋποθέσεις (και μάλιστα σωρευτικά), προκειμένου να
κατηγοριοποιηθούν ως Φορείς ΚΑΛΟ (οπότε αναρωτιέται κανείς προς τι η ξεχωριστή
αναφορά σ’ αυτούς). Ας δούμε, λοιπόν, μία προς μία τις προϋποθέσεις αυτές όχι
απαραιτήτως με τη σειρά που εμφανίζονται στον νόμο. Στην εξέτασή μας αυτή
θεωρούμε δεδομένο ότι οι ΑΣ εμφορούνται από τις διατυπωμένες συνεταιριστικές
αξίες[11] και κατευθύνονται στις
δραστηριότητές τους από τις διεθνώς αποδεκτές επτά συνεταιριστικές αρχές.
4.1) ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΦΟΡΕΑ
Καταρχάς οι ΑΣ είναι μη
μονοπρόσωπα νομικά πρόσωπα, δεδομένου ότι το άρθρο 2§1, Ν. 4384/2016 προβλέπει
ρητά ότι ο ΑΣ είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και έχει εμπορική ιδιότητα
και το άρθρο 4§1 ότι για τη σύσταση ΑΣ απαιτείται η σύνταξη καταστατικού και η
υπογραφή του από είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα. Άρα πληρείται η πρώτη προϋπόθεση.
Επίσης, ένας ΑΣ μεριμνά
για την πληροφόρηση και τη συμμετοχή των μελών του. Σύμφωνα με την 5η
συνεταιριστική αρχή «Εκπαίδευση, πρακτική εξάσκηση και πληροφόρηση», οι
συνεταιρισμοί παρέχουν εκπαίδευση και πρακτική εξάσκηση στα μέλη τους, στα
αιρετά μέλη της διοίκησης, στα διευθυντικά στελέχη και στους υπαλλήλους, ώστε
να μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ανάπτυξη των συνεταιρισμών τους. Το
άρθρο 8§1α του Ν. 4384/2016 προβλέπει ρητά τη συμμετοχή του μέλους στις γενικές
συνελεύσεις του ΑΣ, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι και τη συμμετοχή
του μέλους στις δραστηριότητες και στις συναλλαγές του ΑΣ, σύμφωνα με τους
σκοπούς του, χωρίς διάκριση. Το δε άρθρο 23§δ προβλέπει τη διάθεση ποσοστού
τουλάχιστον 2% των πλεονασμάτων για την εκπαίδευση και επιμόρφωση των μελών του
ΑΣ. Άρα, πληρείται και αυτή η προϋπόθεση.
Περαιτέρω, ο ΑΣ εφαρμόζει
δημοκρατικό σύστημα λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με την αρχή ένα μέλος μία ψήφος,
ανεξάρτητα από τη συνεισφορά κάθε μέλους. Σύμφωνα με τη 2η
συνεταιριστική αρχή «Δημοκρατική διοίκηση εκ μέρους των μελών», οι
συνεταιρισμοί είναι δημοκρατικές οργανώσεις διοικούμενες από τα μέλη τους, τα
οποία συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της πολιτικής τους και στη λήψη των
αποφάσεων. Άνδρες και γυναίκες που προσφέρουν υπηρεσίες ως αιρετοί εκπρόσωποι
είναι υπόλογοι στα μέλη. Στους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς τα μέλη έχουν ίσα
δικαιώματα ψήφου (κάθε μέλος μία ψήφο) και στους συνεταιρισμούς ανωτέρου βαθμού
οργανώνονται, επίσης, με δημοκρατικό τρόπο. Δεδομένου δε ότι στη χώρα μας έχουν
καταργηθεί οι βαθμοί των συνεταιρισμών και το άρθρο 12§1 του Ν. 4384/2016
προβλέπει ρητά ότι στη γενική συνέλευση κάθε μέλος έχει μία ψήφο, η ως άνω
προϋπόθεση πληρείται σε απόλυτο βαθμό.
Οι ΑΣ δεν ιδρύονται,
ούτε διοικούνται άμεσα ή έμμεσα από Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. α΄ ή β΄ βαθμού ή από άλλο
νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ο Ν. 4384/2016 προβλέπει τον τρόπο
και τη διαδικασία ίδρυσης ενός ΑΣ (άρθρα 4-6) και τον τρόπο διοίκησής του
(άρθρα 11-17) χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για ίδρυση ή διοίκηση από τα ως άνω
πρόσωπα. Πληρείται, λοιπόν, η εν λόγω προϋπόθεση.
Ποσοστό 10% από τα
πλεονάσματα του ΑΣ διατίθεται για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού (άρθρο
23§3, Ν. 4384/2016). Πληρείται, λοιπόν, μέχρι κεραίας, η προϋπόθεση του σημείου
γγ.i (τουλάχιστον 5%) και μάλιστα με νομοθετική διάταξη και όχι απλώς καταστατική.
Η επόμενη προϋπόθεση
είναι η ανάπτυξη δραστηριοτήτων συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας, όπως
ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν. 3346/2016. Εδώ θα
χρειαστεί να αναφέρουμε τους σχετικούς ορισμούς. Η «συλλογική ωφέλεια» είναι η από κοινού εξυπηρέτηση των αναγκών των
μελών του Φορέα ΚΑΛΟ, μέσα από τη διαμόρφωση ισότιμων σχέσεων παραγωγής, τη
δημιουργία θέσεων σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας, τη συμφιλίωση προσωπικής,
οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι η
προϋπόθεση αυτή πληρείται. Σύμφωνα με το άρθρο 1§1 του Ν. 4384/2016 ως ΑΣ ορίζεται
η αυτόνομη ένωση προσώπων, η οποία συγκροτείται εθελοντικά και επιδιώκει, με
την αμοιβαία βοήθεια και την αλληλεγγύη των μελών της, τη συλλογική οικονομική,
κοινωνική, πολιτιστική ανάπτυξη και προαγωγή τους, μέσω μίας συνιδιόκτητης και
δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης. Παρατηρούμε ότι ο ΑΣ είναι η κατ’ εξοχήν
επιχείρηση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις ανάγκες των μελών της, ενώ στο
πλαίσιο των δραστηριοτήτων του εντάσσονται και τα λοιπά στοιχεία της συλλογικής
ωφέλειας. Εδώ βέβαια θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι ο ΑΣ δεν στοχεύει τη
δημιουργία θέσεων εργασίας, όμως στο πνεύμα της 7ης αρχής
(ενδιαφέρον για την κοινότητα) θεωρώ ότι παρακάμπτεται η αντίρρηση αυτή.
Η «κοινωνική ωφέλεια», τώρα, ορίζεται ως η εξυπηρέτηση κοινωνικών
αναγκών τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα με την αξιοποίηση της κοινωνικής
καινοτομίας, μέσα από δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης.[12] Με τον ορισμό αυτό
αρχίζει μια διελκυστίνδα ορισμών οι οποίοι έχουν ως κάτωθι:
Α. Ως «κοινωνική καινοτομία» ορίζεται η
παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών, οι οποίες αποσκοπούν στην
ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, τη συμφιλίωση παραγωγής και κατανάλωσης, την
εναρμόνιση προσφοράς και ζήτησης και τη διαμόρφωση νέου τύπου κοινωνικών
σχέσεων βασιζομένων στη συλλογικότητα και στην ισοτιμία και όχι στον
ανταγωνισμό.
Β. Ως «βιώσιμη ανάπτυξη» ορίζονται οι
οικονομικές δραστηριότητες, εμπορικές ή ανταλλακτικές, που προωθούν την
αειφορία του περιβάλλοντος, την κοινωνική και οικονομική ισότητα, καθώς και την
ισότητα των φύλων, προστατεύουν και αναπτύσσουν τα κοινά αγαθά και προωθούν τη
διαγενεακή και πολυπολιτισμική συμφιλίωση, δίνοντας έμφαση στις ιδιαιτερότητες
των τοπικών κοινωνιών. Ενδεικτικά, η βιώσιμη ανάπτυξη περιλαμβάνει τις εξής
δραστηριότητες:
α. Την προστασία και
αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.
β. Την αειφόρο γεωργία
και κτηνοτροφία, η οποία δίνει έμφαση στη διατήρηση και διάδοση απειλούμενων
τοπικών παραδοσιακών ποικιλιών ή «φυλών» και στην αποτροπή διείσδυσης γενετικά
τροποποιημένων οργανισμών.
γ. Την τοπικά και
περιφερειακά υποστηριζόμενη γεωργία ή κτηνοτροφία, που συμβάλλει στην ανάπτυξη
απευθείας εμπορικών σχέσεων μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και ενισχύει την
προσβασιμότητα σε είδη πρώτης ανάγκης, ιδίως των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων
του πληθυσμού, μέσα από την απευθείας διάθεσή τους.
δ. Το δίκαιο και
αλληλέγγυο εμπόριο. Ως δίκαιο και αλληλέγγυο εμπόριο ορίζεται η βασισμένη στο
διάλογο, τη διαφάνεια και τον αλληλοσεβασμό εμπορική σύμπραξη, που επιδιώκει
μεγαλύτερη ισοτιμία στο διεθνές και εγχώριο εμπόριο. Συνεισφέρει στη βιώσιμη
ανάπτυξη, προσφέροντας καλύτερους όρους εμπορίας των προϊόντων και
διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των περιθωριοποιημένων παραγωγών και εργαζομένων.
ε. Την παραγωγή
ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε μικρή κλίμακα και την ανάπτυξη τεχνολογίας
που μειώνει την κατανάλωση ενέργειας.
στ. Τη μείωση της
παραγωγής αποβλήτων και απορριμμάτων σε τοπικό επίπεδο, με συμμετοχή των
πολιτών, μέσα από την επαναχρησιμοποίηση, αξιοποίηση, ανακύκλωση των αποβλήτων
ή μέσα από τον επανασχεδιασμό του τρόπου παραγωγής και διανομής των προϊόντων.
ζ. Την κατασκευή και
συντήρηση υποδομών και ενέργειας σε δημοκρατική συνεργασία με τις τοπικές
κοινωνίες.
η. Την ανάπτυξη
δεξιοτήτων και μεταφορά τεχνογνωσίας.
θ. Τον εναλλακτικό,
θεματικό και ήπιο τουρισμό.
ι. Το σχεδιασμό και τη
διάθεση καινοτόμων και ελεύθερων ψηφιακών προϊόντων και υπηρεσιών ή κάθε μορφή
τεχνολογίας που προωθεί την ομότιμη και βασισμένη στα κοινά παραγωγή.
ια. Την παραγωγή, τη
μεταποίηση, την προώθηση ή τη διατήρηση της παραγωγικής ή πολιτιστικής
κληρονομιάς κάθε τόπου.
ιβ. Την παραγωγή και
προώθηση της ανεξάρτητης πολιτισμικής δημιουργίας.
ιγ. Την περιβαλλοντική
αναβάθμιση των οικισμών και του κτιριακού αποθέματος.
ιδ. Τη διαχείριση
ακίνητης περιουσίας με κοινωνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια.
Αναπτύσσει, άραγε, ένας
ΑΣ δραστηριότητες κοινωνικής ωφέλειας, εξυπηρετεί δηλαδή κοινωνικές ανάγκες
τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα με την αξιοποίηση της κοινωνικής καινοτομίας,
μέσα από δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης; Μπορούμε να δεχθούμε και την
πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής, αν επικεντρώσουμε στην κοινωνική καινοτομία και
τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο ΑΣ, όπως είναι γνωστό, έχει έντονο το κοινωνικό στοιχείο
(χωρίς, εννοείται, να είναι ένα είδος φιλανθρωπικής οργάνωσης). Περαιτέρω, όπως
είπαμε, ο ΑΣ λειτουργεί με οδηγό τις συνεταιριστικές αξίες και αρχές.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι τα μέλη των ΑΣ στηρίζονται στις ηθικές αξίες της
εντιμότητας, της διαφάνειας, της κοινωνικής υπευθυνότητας και της φροντίδας για
τους άλλους και έχοντας υπόψη τις 1η[13], 2η[14], 3η[15] και 7η[16] αρχές, θεωρούμε ότι
πληρούνται σε γενικές γραμμές όλα τα δεδομένα των ως άνω ορισμών.
Ας στραφούμε τώρα στα
υπόλοιπα στοιχεία που πρέπει να έχει ένας Φορέας ΚΑΛΟ, άρα και ο ΑΣ. Όσον αφορά
στη διάταξη για την αμοιβή της εργασίας, δηλαδή την υποχρέωση να εφαρμόζει ο ΑΣ
σύστημα σύγκλισης, κατά το οποίο ο ανώτατος καθαρός μισθός δεν μπορεί να
υπερβαίνει περισσότερο από τρεις φορές τον κατώτατο, εκτός και αν τα 2/3 των
μελών της Γενικής Συνέλευσης αποφασίσουν διαφορετικά, δεν υπάρχει πρόβλημα
τήρησής του, καθώς εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των μελών του ΑΣ. Όσον
αφορά στη διάταξη για την ενδυνάμωση των οικονομικών δραστηριοτήτων του και τη
μεγιστοποίηση της παραγόμενης κοινωνικής ωφέλειας μέσω της οριζόντιας και
ισότιμης δικτύωσης με άλλους Φορείς ΚΑΛΟ, επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα, άλλωστε
ένα μέρος μιας τέτοιας δικτύωσης προβλέπεται στην 6η αρχή
(συνεργασία μεταξύ συνεταιρισμών).
Απομένουν τα στοιχεία αφορούν
στη διανομή του πλεονάσματος ή/και του κέρδους και προβλέπονται στο καταστατικό
του φορέα. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η τήρησή τους εναπόκειται
αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των μελών ενός ΑΣ, άρα παρέλκει η εξέτασή
τους. Δεν είναι έτσι όμως τα πράγματα. Συγκεκριμένα:
Υπενθυμίζω ότι οι
περιορισμοί στη διανομή είναι α) ποσοστό τουλάχιστον 5% να διατίθεται για το
σχηματισμό αποθεματικού, β) ποσοστό έως 35% να αποδίδεται στους εργαζόμενους
του Φορέα, εκτός κι αν τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης αποφασίσουν
αιτιολογημένα τη διάθεση του ποσοστού αυτού σε δραστηριότητες του επομένου
στοιχείου και γ) το υπόλοιπο να διατίθεται για τη δημιουργία νέων θέσεων
εργασίας και τη διεύρυνση της παραγωγικής του δραστηριότητας. Όπως είδαμε
παραπάνω, η προϋπόθεση για τον σχηματισμό αποθεματικού πληρείται και με το
παραπάνω. Τα δύο επόμενα στοιχεία, όμως, είναι προβληματικά.
Καταρχάς, η περίπτωση
της διάθεσης πλεονασμάτων/κερδών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη
διεύρυνση της παραγωγικής του δραστηριότητας είναι σε δυσαρμονία με τις
διατάξεις του Ν. 4384/2016. Θα μπορούσαμε βέβαια να υποστηρίξουμε ότι η
απαίτηση αυτή καλύπτεται από την περίπτωση του άρθρου 23§4β (ανάπτυξη του ΑΣ),
πλην όμως εύλογα θα αντιτάξει κανείς ότι η ανάπτυξη είναι η διεύρυνση της παραγωγικής
δραστηριότητας και όχι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Επειδή, όμως, υπάρχουν
επιχειρήματα εκατέρωθεν (π.χ., η παραγωγική επέκταση συνεπάγεται την αύξηση των
θέσεων εργασίας – δεν πρόκειται για μόνιμες θέσεις αλλά εποχικές ως επί το
πλείστον – δεν είναι δυνατόν κάθε έτος να διατίθεται ποσοστό για τον σκοπό αυτό
δεδομένης της φύσης και του μεγέθους ενός ΑΣ κ.ο.κ.), θα μπορούσε να γίνει
δεκτό ότι η συγκεκριμένη προϋπόθεση πληρείται από τη στιγμή, μάλιστα, που
αποτελεί καταστατική και όχι νομοθετική πρόβλεψη.
Η απαίτηση της διανομής
35% στους εργαζομένους, όμως, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 23§§4, 6α,
Ν. 4384/2016. Η πρώτη διάταξη προβλέπει ότι το υπόλοιπο των πλεονασμάτων (μετά
δηλαδή την κράτηση του 10% για τον σχηματισμό τακτικού αποθεματικού) διατίθεται
για την: α) Απόδοση στα μέλη, ανάλογα με τις συναλλαγές τους με τον ΑΣ. β)
Ανάπτυξη του ΑΣ. γ) Υποστήριξη δραστηριοτήτων κοινωνικού σκοπού και εφαρμογή
δράσεων βιώσιμης ανάπτυξης της κοινότητας όπου δραστηριοποιείται ο ΑΣ. δ)
Εκπαίδευση και επιμόρφωση των μελών του ΑΣ (τουλάχιστον 2%). Η δεύτερη διάταξη
προβλέπει ότι το σύνολο των κερδών του ΑΣ περιέρχεται στο τακτικό αποθεματικό,
εκτός εάν με απόφαση της γενικής συνέλευσης διατεθεί μέρος τους για υποστήριξη
δραστηριοτήτων κοινωνικού σκοπού και εφαρμογή δράσεων βιώσιμης ανάπτυξης της
κοινότητας όπου δραστηριοποιείται ο ΑΣ. Πουθενά, λοιπόν, δεν προβλέπεται
δυνατότητα διανομής πλεονασμάτων ή/και κερδών στους εργαζομένους του ΑΣ. Άρα,
ακόμα κι αν προβλεφθεί στο καταστατικό κάτι τέτοιο, θα είναι άκυρο λόγω
παραβίασης αναγκαστικού κανόνα δικαίου.
Η μόνη περίπτωση να
καλυφθεί η αδυναμία αυτή είναι η παραδοχή ότι οι διατάξεις του Ν. 4384/2016
κάμπτονται μπροστά στη διάταξη του Ν. 4430/2016 (παλαιότερος – νεότερος κανόνας
δικαίου). Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται πιθανό, διότι υπερισχύει ο
ειδικότερος (ακόμα και παλαιότερος) κανόνας δικαίου, όταν συγκρούεται με γενικό
(έστω και μεταγενέστερο) κανόνα. Συνεπώς, πρέπει να καταλήξουμε ότι ένας ΑΣ δεν
μπορεί να πληρώσει τη συγκεκριμένη προϋπόθεση.
4.2) ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ας στρέψουμε τώρα την
προσοχή μας στις υπόλοιπες απαιτήσεις που πρέπει να σέβονται οι εγγεγραμμένοι
στο Μητρώο Φορείς ΚΑΛΟ, προκειμένου να μην υποστούν τις συνέπειες που
προβλέπονται και να εξετάσουμε αν οι ΑΣ είναι σε θέση να τηρούν. Ξεκινάμε με
την υποχρέωση του Φορέα, από τη δεύτερη χρήση λειτουργίας του, να παρουσιάζει
ετήσια δαπάνη μισθοδοσίας τουλάχιστον ίση με το 25% του κύκλου εργασιών της
προηγούμενης χρήσης του, αν έχει κύκλο εργασιών και έσοδα επιχορηγήσεων της
προηγούμενης ετήσιας χρήσης μεγαλύτερα από το 300% του ετήσιου κόστους
μισθοδοτικής δαπάνης ενός υπαλλήλου πλήρους απασχόλησης, με βάση τον κατώτατο
νομοθετημένο μισθό χωρίς επιδόματα. Η υποχρέωση αυτή μπορεί εύκολα να τηρηθεί,
δεδομένου ότι αποτελεί καθαρά εσωτερική υπόθεση του ΑΣ.
Συνεχίζουμε με τη
διάταξη που προβλέπει ότι τα μέλη του Φορέα, που δεν είναι εργαζόμενοι, δεν
έχουν δικαίωμα στη διανομή των κερδών. Αν ερμηνεύσουμε στενά τη διάταξη και
θεωρήσουμε ότι με τη λέξη «κέρδη» δεν εννοούμε και τα πλεονάσματα ενός ΑΣ, τότε
πράγματι ο ΑΣ πληροί την προϋπόθεση αυτή, αφού, όπως έχουμε δει, το σύνολο των
κερδών πηγαίνει (με μια εξαίρεση) στο τακτικό αποθεματικό του. Άρα σε καμία
περίπτωση τα κέρδη δεν διανέμονται στα μέλη. Αν θεωρήσουμε ότι εννοούνται και
τα πλεονάσματα, τότε ο ΑΣ δεν είναι σε θέση να τηρήσει την υποχρέωση αυτή, αφού
είναι βασικό στοιχείο της λειτουργίας του η διανομή των πλεονασμάτων στα μέλη
ανάλογα με τις συναλλαγές τους στον ΑΣ αν όχι κατ’ έτος οπωσδήποτε από καιρού
εις καιρόν.
Τέλος υπάρχει η
υποχρέωση τήρησης Μητρώου Εθελοντών από τον Φορέα ΚΑΛΟ, στο οποίο καταγράφονται
τα μη μέλη, που λειτουργούν ως εθελοντές και υποστηρίζουν τις δράσεις του
Φορέα. Στην περίπτωση των ΑΣ είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορούσε να
τηρήσει την υποχρέωση αυτή. Καταρχάς οι ΑΣ δεν έχουν μη μέλη. Το άρθρο 6§2, Ν.
4384/2016 αναφέρει ότι το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την εγγραφή στον ΑΣ
μελών - επενδυτών, που μπορούν να συντελέσουν στην επίτευξη των σκοπών του ΑΣ,
αλλά δεν υποχρεούνται να συναλλάσσονται με αυτόν. Άρα τα μέλη – επενδυτές δεν
μπορούν να θεωρηθούν μη μέλη, αλλά μια διαφορετική κατηγορία μελών. Μόνη
περίπτωση που μπορεί να φανταστεί κανείς είναι ο ΑΣ να οργανώνει εθελοντικές
δράσεις, στις οποίες θα συμμετέχουν μέλη και μη μέλη, άρα θα τηρεί και Μητρώο
Εθελοντών. Πλην όμως οι δράσεις πρέπει να υποστηρίζουν τις δράσεις του ΑΣ και
χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταφέρεις κάτι τέτοιο (ίσως θα ήταν δυνατό
σε ένα Δασικό Συνεταιρισμό, αλλά αυτοί δεν θεωρούνται ΑΣ).
5) ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Διαπιστώνουμε από όλα
τα παραπάνω, ότι οι ΑΣ θα μπορούσαν με μεγάλη δυσκολία και με «ιδιόμορφη»
ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου να καταταγούν ως Φορείς ΚΑΛΟ. Είδαμε ότι
στην ουσία δεν πληρούν μία από τις προϋποθέσεις και δημιουργούνται ερωτηματικά
αν όχι για δύο τουλάχιστον για ένα από τα λοιπά στοιχεία.
Θα ρωτούσε κάποιος
γιατί έχει τόση σημασία να είναι οι ΑΣ και Φορείς ΚΑΛΟ. Για τον απλούστατο λόγο
ότι θα μπορούσαν να επωφεληθούν των προβλεπομένων στα άρθρα 5 (συμμετοχή των
Φορέων ΚΑΛΟ σε υποστηρικτικά μέτρα), 6 (συμμετοχή των Φορέων ΚΑΛΟ σε
προγραμματικές συμβάσεις) και 10 (Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας). Δυστυχώς η
αμετροέπεια του νομοθέτη και η αναφορά σε έννοιες που θα ταίριαζαν περισσότερο
σε επιστημονικά εγχειρίδια και όχι σε νόμους δημιουργεί προβλήματα. Τα παράδοξο
είναι ότι τα προβλήματα προκαλούνται στους συνεταιρισμούς, οι οποίοι είναι
γενικά αποδεκτό ότι αποτελούν κατ’ εξοχήν φορείς κοινωνικής οικονομίας και
μάλιστα το πιο δυναμικό κομμάτι του κλάδου. Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον θα
διορθωθούν τα σφάλματα που επισημαίνονται εδώ και η κατάταξη στους Φορείς ΚΑΛΟ
θα γίνεται βάσει της αληθινής φύσης του κάθε φορές και όχι βάσει των
ιδεολογικών νεφών στα οποία περιδιαβάζει ο νομοθέτης.
[1]. ΦΕΚ Α 78/26.04.2016.
[2]. ΦΕΚ Α 205/31.10.2016.
[3]. Π.χ., σύμφωνα με το
RIPESS, η Κοινωνική Αλληλέγγυα Οικονομία αποτελεί την εναλλακτική λύση στον
καπιταλισμό και άλλα αυταρχικά, κρατικά ελεγχόμενα οικονομικά συστήματα. Στην ΚΑΛΟ οι καθημερινοί άνθρωποι παίζουν ενεργό
ρόλο σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική,
πολιτική και περιβαλλοντική και συμμετέχουν σε όλους τους παραγωγικούς
τομείς. Η ΚΑΛΟ έχει την ικανότητα να
αφομοιώσει τις βέλτιστες πρακτικές που υπάρχουν στις υφιστάμενες
επιχειρηματικές δραστηριότητες (όπως αποτελεσματικότητα, χρήση της τεχνολογίας,
γνώση) και να τις μετασχηματίσει προκειμένου να υπηρετήσει την ευημερία της
κοινωνίας βασισμένη σε διαφορετικές αξίες και στόχους. Έτσι, επιδιώκει ένα συστημικό μετασχηματισμό
που ξεπερνά μια επιφανειακή αλλαγή, η οποία δεν επιλύει τα θεμελιώδη ζητήματα
και διατηρεί άθικτες τις παραδοσιακές καταπιεστικές δομές,
http://www.ripess.org/what-is-sse/what-is-social-solidarity-economy/?lang=en.
[4]. Αυτό σημαίνει ότι στον
όρο είναι πιθανό να δοθεί άλλη έννοια αν περιληφθεί σε άλλο νόμο.
[5]. ΦΕΚ Α 96/17.05.1999 -
Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και άλλες διατάξεις.
[6]. ΦΕΚ Α 196/08.12.1986 -
Αστικοί συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις.
[7]. ΦΕΚ Α 58/23.04.2010 -
Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες
διατάξεις.
[8]. Η άτεχνη διατύπωση αξίζει
σχολιασμού, διότι ο πλεονασμός είναι κραυγαλέος. Εννοείται ότι ένα νομικό
πρόσωπο θα έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, αλλιώς δεν θα ήταν νομικό
πρόσωπο. Προφανώς ο νομοθέτης έχει στο μυαλό του τις συνεργασίες εκείνες που
βρίσκονται στο στάδιο της ίδρυσής τους ως νομικά πρόσωπα μόνο που πλέον σε όλες
τις περιπτώσεις η απόκτηση της νομικής προσωπικότητας έχει συστατικό χαρακτήρα
και δεν νοείται νομικό πρόσωπο χωρίς νομική προσωπικότητα.
[9]. Το κείμενο της διάταξης
είναι ατελές, αφού δεν προσδιορίζει σε τίνος τη διανομή προβλέπονται
περιορισμοί. Προφανώς εννοείται το κέρδος ή το πλεόνασμα που προκύπτει από την
ετήσια οικονομική χρήση, δεν παύουμε, όμως, να απορούμε με την προχειρότητα του
νομοθέτη.
[10]. ΦΕΚ Α 251/24.11.2014 -
Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις. «Κύκλος
εργασιών (καθαρός) (Turnover, net): Η ακαθάριστη εισροή οικονομικών ωφελειών
στη διάρκεια της περιόδου που προέρχεται από τις συνήθεις δραστηριότητες της
οντότητας, η οποία καταλήγει σε αύξηση της καθαρής θέσης, εξαιρουμένων των
αυξήσεων της καθαρής θέσης από συνεισφορές των ιδιοκτητών. Στο ποσό του κύκλου
εργασιών δεν προσμετρούνται οι εκπτώσεις και επιστροφές, ο φόρος προστιθέμενης
αξίας και άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών».
[11]. Οι συνεταιρισμοί
στηρίζονται στις αξίες της αυτοβοήθειας, της αυτευθύνης, της δημοκρατίας, της
ισότητας, της ισοτιμίας και της αλληλεγγύης.
Ακολουθώντας την παράδοση των πρωτεργατών, τα μέλη των συνεταιρισμών
στηρίζονται στις ηθικές αξίες της εντιμότητας, της διαφάνειας, της κοινωνικής
υπευθυνότητας και της φροντίδας για τους άλλους
[12]. Ο ορισμός περιλαμβάνει
και δραστηριότητες παροχής «κοινωνικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος» ή κοινωνικής
ένταξης, πλην όμως θεωρώ ότι αυτές αφορούν αποκλειστικά τις ΚοινΣΕπ, οι οποίες,
όπως ήδη εξετέθη, είναι Φορείς ΚΑΛΟ εξ ορισμού.
[13]. Οι συνεταιρισμοί είναι
εθελοντικές οργανώσεις, ανοικτές σε όλα τα πρόσωπα που μπορούν να
χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες τους και επιθυμούν ν’ αποδεχθούν τις ευθύνες του
μέλους, χωρίς διακρίσεις φύλου, κοινωνικού επιπέδου, φυλής, πολιτικών
πεποιθήσεων ή θρησκείας.
[14]. Οι συνεταιρισμοί είναι
δημοκρατικές οργανώσεις διοικούμενες από τα μέλη τους, τα οποία συμμετέχουν
ενεργά στη διαμόρφωση της πολιτικής τους και στη λήψη των αποφάσεων.
[15]. Τα μέλη συμμετέχουν
ισότιμα και διαχειρίζονται δημοκρατικά το κεφάλαιο του συνεταιρισμού.
[16]. Οι συνεταιρισμοί
εργάζονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη των κοινοτήτων τους με πολιτικές που
εγκρίνονται από τα μέλη τους.