Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Κούτρα Φ., Κλήμη-Καμινάρη Ο., "Οι Καταναλωτικές Οργανώσεις ως Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας"


Οι Καταναλωτικές Οργανώσεις ως Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας

ΚΟΥΤΡΑ ΦΩΤΕΙΝΗ* και ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΛΗΜΗ-ΚΑΜΙΝΑΡΗ**
*Υποψήφια Διδάκτορας του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου
**Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου

1.Κοινωνική Οικονομία: Εννοιολογική προσέγγιση
Σύμφωνα με την έκθεση του CIRIΕC (2007) (Διεθνές Κέντρο Έρευνας και Πληροφοριών για την Κοινωνική και την Συνεταιριστική Οικονομία) προτείνεται διεθνώς ο εξής ορισμός της Κοινωνικής Οικονομίας:
«Η Κοινωνική Οικονομία είναι το σύνολο των ιδιωτικών, τυπικά συγκροτημένων επιχειρήσεων, με αυτονομία αποφάσεων και ελευθερία συμμετοχής, που έχουν δημιουργηθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών τους μέσα από την αγορά, παράγοντας αγαθά και παρέχοντας υπηρεσίες, ασφάλεια και χρηματοδότηση και όπου η λήψη των αποφάσεων και κάθε διανομή των κερδών ή πλεονασμάτων μεταξύ των μελών δεν συνδέονται άμεσα με το κεφάλαιο ή τις συνδρομές από μέρους των μελών, κάθε ένα από τα οποία έχει και μια ψήφο. Η Κοινωνική Οικονομία επίσης περιλαμβάνει ιδιωτικούς, τυπικά συγκροτημένους οργανισμούς με αυτονομία αποφάσεων και ελευθερία συμμετοχής, που παράγουν μη αγοραίες υπηρεσίες για τα νοικοκυριά και τα πλεονάσματα των οποίων δεν μπορούν να περιέλθουν στους οργανισμούς που τους δημιουργούν, τους ελέγχουν ή τους χρηματοδοτούν».
Αυτός ο ορισμός είναι απόλυτα συνεπής με την εννοιολογική οριοθέτηση της Κοινωνικής Οικονομίας και αντικατοπτρίζει τον χάρτη των αρχών της, ο οποίος είναι σύμφωνος με την μόνιμη ευρωπαϊκή διάσκεψη των συνεταιρισμών, των αλληλασφαλιστικών ταμείων, των ενώσεων και των ιδρυμάτων. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, οι Φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας (Social Economy Europe,2015):
·         Δεν ελέγχονται από τον δημόσιο τομέα.
·         Είναι νομικά πρόσωπα.
·         Έχουν αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, δηλαδή έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν όλες τις δραστηριότητές τους.
·         Έχουν ελευθερία συμμετοχής με την ιδιότητα του μέλους.
·         Οποιαδήποτε διανομή πλεονασμάτων, όταν προκύπτει, πρέπει να χρησιμοποιείται για τις δραστηριότητες του Οργανισμού και την επέκτασή του.
·         Ασκούν αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα με σκοπό να καλύψουν τις ανάγκες των μελών τους.
·         Είναι δημοκρατικές οργανώσεις. Το δημοκρατικό κριτήριο θεωρείται απαραίτητο για την Κοινωνική Οικονομία, διότι η κοινωνική χρησιμότητα αυτών των επιχειρήσεων αξιολογείται με βάση τον κοινωνικό τους σκοπό και τις δημοκρατικές και συμμετοχικές αξίες τους.
Η Κοινωνική Οικονομία ή τρίτος τομέας της Οικονομίας ή μη-κερδοσκοπικός τομέας είναι ο τομέας, ο οποίος δημιουργήθηκε για να καλύψει την περιοχή μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού τομέα, με σκοπούς και στόχους προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Δεν ταυτίζεται με τη Σοσιαλιστική Οικονομία, ούτε αποτελεί πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης. Αποτελεί ένα όραμα για μία κοινωνία ελεύθερων πολιτών, όπου το προσωπικό κίνητρο οφέλους δεν θα αποθαρρύνεται, αλλά θα πρέπει να υπακούει σε κανόνες για μία πιο ανθρώπινη κοινωνία.
Γενικά, η Κοινωνική Οικονομία δραστηριοποιείται και στοχεύει στην:
 • Τοπική και βιώσιμη ανάπτυξη.
• Αποτροπή κοινωνικών ανισοτήτων.
• Ενίσχυση κοινωνικού ιστού.
• Ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου.
• Ανάπτυξη δημοκρατικών δομών.
• Πολιτιστική ανάπτυξη και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Συνοπτικά, η Κοινωνική Οικονομία (Παπαγεωργίου, Κ.,2005) στηρίζεται στις ακόλουθες αρχές:
Ø  Ο άνθρωπος προηγείται του κεφαλαίου. Το κέρδος λειτουργεί ως μέσο για την  εξυπηρέτηση του ανθρώπου και όχι ως αυτοσκοπός.
Ø  Οι Οργανισμοί της Κοινωνικής Οικονομίας έχουν κοινοτικό χαρακτήρα και αυτή είναι η βάση της ανάπτυξής τους.
Ø  Η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα για τη σωστή λειτουργία των Οργανισμών Κοινωνικής Οικονομίας.
Ø  Οι αποφάσεις λαμβάνονται σύμφωνα με τη δημοκρατική αρχή «ένας άνθρωπος-μία ψήφος» και όχι ανάλογα με την συμμετοχή στο κεφάλαιο. Η εσωτερική λειτουργία και η συνοχή των Οργανώσεων στηρίζεται στη συμμετοχική δημοκρατία. Όλοι είναι ίσοι και ισοδύναμοι, χωρίς διαφορές και διακρίσεις.  
Και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κοινωνική Οικονομία περιλαμβάνει τέσσερις κατηγορίες φορέων(Καραχάλιος, Β.,2006):
ü  τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και τις οργανώσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο χώρο της αγροτικής οικονομίας, 
ü  τις οργανώσεις και τους συνεταιρισμούς στον χώρο της κατανάλωσης, 
ü  τις οργανώσεις που καλύπτουν τον χώρο της κοινωνικής ασφάλισης (αυτοδιαχειριζόμενα ταμεία αλληλοβοήθειας), 
ü  τα ιδρύματα και σωματεία, τα οποία δραστηριοποιούνται στους χώρους της οικολογίας, του πολιτισμού, της άθλησης και της παραγωγής κοινωφελούς έργου.
Οι ανωτέρω Φορείς έχουν διοικητική αυτονομία και ανεξαρτησία, παράγουν και προσφέρουν υπηρεσίες συλλογικού ενδιαφέροντος και επιτυγχάνουν τους στόχους τους, συνδυάζοντας την προσφορά κοινωνικής υπηρεσίας μέσω νομικών μορφών, οι οποίες προβάλλουν τον κοινωνικό σκοπό της πρωτοβουλίας.
Επιπλέον η Κοινωνική Οικονομία, αποτελεί έναν όρο, ο οποίος λόγω της σύγχρονης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που διανύουμε, επαναφέρεται όλο και πιο συχνά στη δημόσια συζήτηση. Ο όρος, περιλαμβάνει την έννοια της οικονομίας ως μηχανισμού λειτουργίας της αγοράς, παράλληλα με την έννοια της κοινωνίας, εστιάζοντας και ενδυναμώνοντας έτσι την κοινωνική διάσταση, η οποία εμπεριέχεται στην αγοραία οικονομία (Στασινοπούλου, Ο.,2006)

2.Καταναλωτικές Οργανώσεις

Ο όρος «Κοινωνική Οικονομία» περιγράφει έναν οικονομικό χώρο ανάμεσα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος όμως διαθέτει και πολιτική ισχύ. Ο πολιτικός όρος λοιπόν, ο οποίος  περιγράφει τον συγκεκριμένο χώρο, είναι ο όρος «Κοινωνία των Πολιτών» (Μπίμπα, Κ.,2009).
Η «Κοινωνία των Πολιτών» αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της αναγκαιότητας των κοινωνιών να διευρύνουν τον ρόλο τους σε ένα ευμετάβλητο πολιτικό σκηνικό παγκοσμίως, με σκοπό να δοθεί μία λύση στην κρίση της έμμεσης, αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (Δουκάκης, Λ.,et al, 2004). Η ανάπτυξη της «Κοινωνίας των Πολιτών» επομένως κάλυψε την ανάγκη για κατάλληλη αντιμετώπιση πάγιων και διαρκών ζητημάτων, τα οποία δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν οι υφιστάμενοι Φορείς. Η ανάγκη λοιπόν οργανωτικής δομής και ενεργοποίησης προήλθε από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι αποφάσισαν να κινηθούν αποτελεσματικά εναντίον δράσεων, οι οποίες έπλητταν και πλήττουν το δημόσιο συμφέρον, τις κοινωνικές και δημοκρατικές αρχές.
Η «Κοινωνία των Πολιτών» (Κουταλάκης, Χ., 2006) λοιπόν, διαμορφώνεται σε μία νέα κατηγορία πολιτικής πίεσης με συνεχώς αυξανόμενη ισχύ, η οποία πηγάζει από τη διευρυμένη κοινωνική της βάση και την ανάγκη ικανοποίησης των αιτημάτων των πολιτών. Αποτελούμενη από ενεργούς πολίτες η «Κοινωνία των Πολιτών» δραστηριοποιείται συλλογικά, δημόσια και ανεξάρτητα από την κρατική δράση, στοχεύοντας στην αποτελεσματική αντιμετώπιση υπαρχόντων προβλημάτων. Η εν λόγω συλλογικότητα της δράσης της «Κοινωνίας των Πολιτών» εκφράζεται μέσα από τους φορείς της Κοινωνικής Οικονομίας, προκειμένου να ισχυροποιηθεί και να διεκδικήσει το δικαίωμα των πολιτών σε μια καλύτερη ποιότητα ζωής.
Εξάλλου, οι Οργανώσεις της Κοινωνικής Οικονομίας (Κυριακίδου, Ο., Σαλαβού, Ε., 2014), βασίζονται στις αρχές της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας και της συνεργατικότητας, στοχεύοντας στην ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού. Η ανθρωποκεντρική προσέγγιση της Κοινωνικής Οικονομίας τη συνδέει με πεδία όπως:
Ø  η κοινωνική ενσωμάτωση,
Ø  η τοπική ανάπτυξη,
Ø  η βιώσιμη ανάπτυξη,
Ø  η πρόληψη κοινωνικών ανισοτήτων,
Ø  η ενίσχυση του κοινωνικού ιστού και ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου, 
Ø  η ανάπτυξη δημοκρατικών και συμμετοχικών δομών.
Χαρακτηριστικά στον ελλαδικό χώρο, κυρίως μετά το 2010, λόγω της οικονομικής κρίσης, της αποδυνάμωσης του κράτους πρόνοιας, της αύξησης της ανεργίας και της εμφάνισης έντονων κοινωνικών προβλημάτων, η «Κοινωνία των Πολιτών» έκανε την εμφάνισή της τόσο με τη μορφή Οργανώσεων (τυπικών και  άτυπων), οι οποίες επιδίωξαν την ικανοποίηση κοινωνικών και ανθρώπινων αναγκών, την κοινωνική αλληλεγγύη και την ενότητα της κοινωνίας, όσο και με τη μορφή συλλογικών δράσεων, οι οποίες αξίωσαν κρατική μέριμνα, αλλά συχνά εμφάνισαν και έντονο αντιδημοκρατικό χαρακτήρα.
Ας δούμε, κατ΄ αρχήν, ιστορικά την εκκίνηση και τη δημιουργία των φορέων της Κοινωνικής Οικονομίας στον χώρο της κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών.
Η έννοια της καταναλωτικής κουλτούρας εμφανίστηκε στις Δυτικές Κοινωνίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, στην ιστοριογραφία της κατανάλωσης τονίζεται ότι μία συγκεκριμένη κουλτούρα κατανάλωσης ήταν η κινητήρια δύναμη στη διαδικασία εκβιομηχάνισης, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι προηγούμενες μορφές καταναλωτικής κουλτούρας μπορούν να εντοπιστούν ακόμα στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα ή ακόμα και στην Αναγέννηση (Magaudda, 2015). Η μεταρρύθμιση των κανονιστικών ρυθμίσεων, οι περισσότερο ανοιχτές παγκόσμιες αγορές στο πλαίσιο της απελευθέρωσης του εμπορίου, οι νέες τεχνολογίες, καθώς και η ανάπτυξη των υπηρεσιών ως αυξανόμενης συνιστώσας της οικονομικής δραστηριότητας, υπήρξαν παράγοντες αλλαγής και σε πολλές περιπτώσεις παρείχαν σημαντικά οφέλη στους καταναλωτές (Gaile-Sarkane& Andersone,2009;OECD, 2010). Οι μεταβολές αυτές έχουν οδηγήσει σε αλλαγή του τύπου του καταναλωτή, ώστε από παθητικός να γίνει περισσότερο ενεργητικός. Παράλληλα, νέες κατηγορίες καταναλωτών αποτελούν σημαντικές δυνάμεις της αγοράς, όπως τα παιδιά, οι νέοι ενήλικες και ο αυξανόμενος αριθμός ηλικιωμένων (OECD, 2010).
Σύμφωνα με διάφορους ερευνητές (McKendrick, 1982; Sassatelli, 2010; Magaudda, 2015)μία μεγάλη ιστορική στιγμή στην καταναλωτική κουλτούρα σημειώθηκε κατά τον 18ο αιώνα στη μεσαία τάξη της Αγγλίας, όπου η κατανάλωση σχετιζόταν με μορφές ταξικού ανταγωνισμού και με την επιθυμία για κοινωνική κινητικότητα, στη βάση της βιομηχανικής επανάστασης.
Τον 19ο αιώνα, και πάλι στην Αγγλία, μία νέα πολιτισμική στάση που χαρακτηρίζεται από υλισμό και ηδονισμό διαπέρασε την κοινωνία, ανοίγοντας τον δρόμο για μία διαφορετική προσέγγιση στα βασικά προϊόντα. Οι πολιτισμικές επιρροές «του Ρομαντισμού» ήταν η βάση για την ανάπτυξη μιας νέας θεώρησης των αγαθών, των ενδυμάτων και και άλλων προσωπικών αντικειμένων, τα οποία άρχισαν να αναγνωρίζονται ως εργαλεία για την καλλιέργεια της φαντασίας, της επιθυμίας/ηδονισμού και της «ατομικής εκπλήρωσης». Η καταναλωτική κουλτούρα ενσωμάτωσε ευρύτερους πολιτιστικούς μετασχηματισμούς, καθώς οι ρομαντικές ιδέες αυξήθηκαν σε δημοτικότητα (χάρη κυρίως στη λαϊκή επιτυχία του λογοτεχνικού χαρακτήρα του Dorian Gray, που δημιουργήθηκε από τον Oscar Wilde). Έτσι, η κατανάλωση σχετίστηκε όχι μόνο με τον ηδονισμό, αλλά και την αισθητική απόλαυση και την ιδέα ότι η κατανάλωση είναι μία σφαίρα αυτο-έκφρασης και σχηματισμού ταυτότητας στη σύγχρονη εμπειρία της κοινωνίας.
Παρομοίως, υποστηρίζεται από τον White (2006) πως στην Αγγλία του 19ου αιώνα συντελέστηκε μία επαναστατική μεταμόρφωση δημιουργίας μίας μαζικής αγοράς καταναλωτικών αγαθών, με την εμφάνιση σύγχρονων μοντέλων δαπανών στη βάση της κατανάλωσης για ευχαρίστηση και όχι από ανάγκη. Ο αυξανόμενος πληθυσμός και το διαθέσιμο εισόδημα δημιούργησαν αγορές, οι οποίες στη συνέχεια θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω με καινοτομίες στις τεχνικές του μάρκετινγκ. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν προηγμένες καινοτόμες τεχνικές κατασκευής και τμήματα εργασίας για να παραχθεί ένα ευρύ φάσμα σχετικά φτηνών προϊόντων που εξέφραζαν ιδέες ευρηματικότητας και προσαρμοστικότητας. Αυτές οι ιδέες και τα αγαθά που τις ενσάρκωσαν οδήγησαν τα διάφορα προϊόντα εκείνης της εποχής να μην αποτελούν απλώς αγαθά πολυτελείας, αλλά να «μεταμορφώνονται» σε αναγκαία αγαθά, δημιουργώντας νέες ανάγκες στους καταναλωτές.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα τρεις μεταβολές στην παραγωγή και στην καθημερινή ζωή συνοδεύουν την άνοδο της κατανάλωσης:
·         η διαδικασία εκβιομηχάνισης και η διάδοση της μαζικής παραγωγής αγαθών,
·         η αστικοποίηση και ο νέος τρόπος ζωής που αναδύεται μέσα σε τεράστιες σύγχρονες πόλεις και, τέλος,
·         η εξέλιξη της διαφήμισης.
Ήταν αυτή την περίοδο που η διαφήμιση απέκτησε τη σύγχρονη μορφή της και έθεσε τα θεμέλια για τον περαιτέρω συμβολικό ρόλο που θα αποκτούσαν οι διαφημίσεις στη σύγχρονη κουλτούρα, μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους (Sassatelli, 2010; Magaudda, 2015).
Αυτή η εποχή χαρακτηρίστηκε από καινοτομίες στην κατανάλωση και στο μάρκετινγκ, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης των πολυκαταστημάτων: μεγάλα, καλά διατηρημένα, κλειστά δημόσια κτίρια όπου τα εμπορεύματα εμφανίζονταν με πολύ ελκυστικό τρόπο. Τα πολυκαταστήματα εισήγαγαν την ιδέα ότι οι καταναλωτές δεν ήταν ανάγκη να αγοράσουν κάτι και ότι δεν χρειάζεται καν να αλληλεπιδράσουν με πωλητές: όλα αυτά συνέβαλαν στην επιβεβαίωση της ιδέας ότι τα αγαθά θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτόνομο θέαμα, ανεξάρτητα από την πράξη της αγοράς (Magaudda, 2015). Τα συμβαλλόμενα μέρη και οι κοινωνικές συγκεντρώσεις δεν παραμένουν πλέον αποκλειστικότητα των ευγενών, αλλά εξαπλώνονται σε άλλους κοινωνικούς κύκλους που αναζητούν δημόσιους χώρους ψυχαγωγίας και ευχαρίστησης όπως θέατρα, αίθουσες μουσικής, εκλεπτυσμένα εστιατόρια και ξενοδοχεία (Sassatelli, 2007).
Επιπρόσθετα, οι διαφημίσεις συνέβαλαν στη δημιουργία πιο ενεργών καταναλωτών μέσα από τη δυνατότητα που τους έδωσαν να συγκρίνουν τιμές και αγαθά. Ο καταναλωτής πλέον είναι ενεργός ως προς την αναζήτηση πληροφοριών και ενεργεί ορθολογικά, κάτι το οποίο διευκολύνθηκε και προωθήθηκε περαιτέρω με την έλευση νέων τεχνολογιών (Uusitalo, 2010).
Στη σημερινή κοινωνία της πληροφορίας και της τεχνολογίας, τα άτομα δίνουν έμφαση όχι μόνο στην αλληλεπίδραση των αντικειμένων με τις αισθήσεις τους, αλλά και στην προσφορά νέων εμπειριών (Stankevich, 2017). Η νέα τεχνολογία σημαίνει ότι είναι σε θέση να γνωρίσει και να «διαβάσει» τους καταναλωτές και αυτό δίνει τη δυνατότητα προσφοράς νέων και πλήρως εξατομικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών, μέσω νέων καναλιών (π.χ. ηλεκτρονικό εμπόριο). Επιπλέον, οι καταναλωτές ενδιαφέρονται σήμερα για τους παγκόσμιους πόρους και τις επί μέρους κοινότητες και θέλουν να γνωρίζουν ότι οι «μάρκες» που αγοράζουν εκφράζουν τις ίδιες ανησυχίες (π.χ. περιβαλλοντικές και κοινωνικές) (Stankevich, 2017).
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο και η νεοφιλελεύθερη άποψη ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην αγορά είναι ο καλύτερος τρόπος για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας και της ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία βασίζεται στην άρρηκτη σχέση που έχει διαμορφωθεί μεταξύ της κατανάλωσης και της οικονομίας της αγοράς (Fitchett etal., 2014). Επιπλέον, οι καταναλωτές μπορούν να κινηθούν γύρω από τα εναλλακτικά συστήματα της αγοράς και τις πρακτικές κατανάλωσης που προσφέρονται ως μέσο για την αυτονομία από την εταιρική εξουσία.
Οι τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν οδηγήσει στη δημιουργία πιο ενεργών καταναλωτών μέσα από ένα βασικό τους χαρακτηριστικό: τη δυνατότητα των χρηστών να συνδημιουργούν το περιεχόμενο (Russell&Schau, 2014; Figueiredo&Scaraboto 2016).Ενώ η συνδημιουργία περιεχομένου από μέρους των καταναλωτών αποτελεί από καιρό συνιστώσα του σύγχρονου mediascape. Η ψηφιακή επανάσταση και η διασύνδεση των κοινωνικών μέσων στις πρακτικές της καθημερινής ζωής έχουν ουσιαστικά μετασχηματίσει τις αλληλεπιδράσεις των καταναλωτών με τα μέσα της διαφήμισης και της ψυχαγωγίας (Denegri-Knott&Molesworth, 2013; Venkatesh&Akdevelioglu, 2017). Μέσα από τη διαδραστικότητα των νέων τεχνολογιών βελτιώνεται η κατανόηση, η σχέση και η εμπιστοσύνη μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, διευκολύνοντας τη λήψη αποφάσεων και από τα δύο μέρη, αλλά και οδηγώντας στον σχεδιασμό καλύτερων και πιο ποιοτικών προϊόντων (Paustian, 2001). Επομένως, οι νέες τεχνολογίες έχουν οδηγήσει στον σχηματισμό ενός νέου τύπου καταναλωτή, περισσότερο ενεργού, ο οποίος γνωρίζει τι θέλει ακριβώς, απαιτεί και είναι σε θέση να επηρεάσει τη δημιουργία και την προσφορά αγαθών, τα οποία  ανταποκρίνονται επακριβώς στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του.
Οι καταναλωτές έδειξαν ότι χρειάζονταν προστασία έναντι των παραβιάσεων και της κακοδιοίκησης συγκριτικά πολύ ισχυρότερων εμπορικών οργανισμών που παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες σε άτομα τα οποία παραμένουν ανυπεράσπιστα έναντι τέτοιων οντοτήτων. Στη βάση αυτή σχηματίστηκαν οργανώσεις καταναλωτών εναντίον επιχειρησιακών αθέμιτων πρακτικών, οι οποίες αρχικά δεν είχαν μεγάλο αντίκτυπο, καθώς δεν υπήρχε υποστήριξη από μέρους των κυβερνήσεων. Η ομιλία του Αμερικανού Προέδρου John F. Kennedy στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, όπου παρουσίασε ένα όραμα για τα δικαιώματα των καταναλωτών, αποτέλεσε την απαρχή για την εμπλοκή των κυβερνήσεων στην προστασία των καταναλωτών (Polat, 2016).
Επί της ουσίας, τα δικαιώματα των καταναλωτών λειτουργούν ως μοχλός για την επιτυχία και την ευημερία των εταιρειών, καθώς η προστασία των καταναλωτών είναι ένα εποικοδομητικό μέσο που διευκολύνει την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και στενών σχέσεων μεταξύ καταναλωτών και εταιρειών, ώστε να βοηθούν οι επιχειρήσεις να βελτιώσουν την ικανοποίηση των καταναλωτών και έτσι να οδηγηθούν στην κερδοφορία (Polat, 2016).
Χαρακτηριστική είναι η πολιτικοποίηση της κατανάλωσης, όπως στην περίπτωση των ενεργειών μποϋκοτάζ, οι οποίες έχουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στον πολιτικό ακτιβισμό, ιδίως με τη μορφή μιας αντικαπιταλιστικής στάσης που μοιράζονται τα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης (Magaudda, 2015). Το δεύτερο κύμα του κινήματος των καταναλωτών αναφέρεται ως «αξία για χρήματα» (‘value for moneyconsumerism). Αυτό προέκυψε στη σύγχρονη μορφή του στη δεκαετία του 1930, αλλά βασίστηκε σε αμερικανικές πρωτοβουλίες για τους καταναλωτές στα τέλη του 19ουκαι στις αρχές του 20ουαιώνα. Ένα νέο κύμα οργανώσεων καταναλωτών εμφανίστηκε αργά στη δεκαετία του 1970 και επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 1980, το οποίο το 1995 χαρακτηρίστηκε ως «εναλλακτικός καταναλωτισμός». Ένας νέος προοδευτικός-καταναλωτικός ακτιβισμός δημιουργεί μια ηθική, κοινωνική και οικολογική διάσταση σε σκεπτόμενους και ενεργούς καταναλωτές. Το συνεταιριστικό κύμα επιδίωξε να ενδυναμώσει τους ανθρώπους μέσω συλλογικής δράσης εναντίον αυτού που θεώρησε ως κερδοσκοπία. Το κύμα "αξία για χρήματα" επιδιώκει να ενδυναμώσει τους καταναλωτές να λειτουργούν πιο έξυπνα στην αγορά και πιο ορθολογικά εναντίον των εμποδίων του εμπορίου. Το τρίτο κύμα έκανε έκκληση στους καταναλωτές να υψώσουν τις φωνές τους, κατά, της δύναμης των εταιρειών και την υπερβολική δύναμη του κράτους. Αντίθετα, το τέταρτο κύμα επιδιώκει να ενδυναμώσει τους ανθρώπους, προκαλώντας τον απεριόριστο καταναλωτισμό, τις μάρκες και τα σύμβολά του, τις πρακτικές του και τα προϊόντα του. Επιδιώκουν να ανακτήσουν και να αναδιαμορφώσουν «τι είναι η καλή ζωή» και να επιτρέψουν στους ανθρώπους να ανακαλύψουν νέους δρόμους για νόημα και ύπαρξη, αν όχι εξ ολοκλήρου έξω από τον κόσμο των εμπορευμάτων, τουλάχιστον υποβαθμίζοντας τη σημασία τους.
Ο Οργανισμός Consumers International (2016) εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές που θα χρησιμεύουν πρωτίστως ως οδηγός πρακτικής καθοδήγησης σε κυβερνήσεις και οργανισμούς, στο πλαίσιο της διασφάλισης των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές βασίζονται σε έντεκα ανάγκες καταναλωτών που προσδιορίστηκαν και που είναι οι εξής:
ü  Πρόσβαση: Ικανότητα πρόσβασης σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες
ü  Ενσωμάτωση: Προστασία των ευάλωτων και μειονεκτούντων καταναλωτών
ü  Ασφάλεια: Προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους για την υγεία   
            και την ασφάλεια
ü  Προστασία των οικονομικών συμφερόντων: προώθηση της σχέσης ποιότητας 
           / τιμής και παράλληλα προστασίας από τον κίνδυνο
ü  Πληροφόρηση: πρόσβαση σε σαφείς, ακριβείς πληροφορίες για να
           επιτρέπονται ενημερωμένες επιλογές από μέρους των καταναλωτών
ü  Εκπαίδευση: βοήθεια για την κατανόηση των συναλλαγών των καταναλωτών, 
            καθώς και τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες   
            συγκεκριμένων επιλογών από μέρους τους
ü  Υπηρεσίες: διαθεσιμότητα αποτελεσματικών υπηρεσιών επίλυσης διαφορών 
            και μηχανισμών έννομης προστασίας
ü  Αντιπροσώπευση: ελευθερία των καταναλωτών να διαμορφώνουν ομάδες και
           να συμπεριλαμβάνουν απόψεις στις σχετικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων
ü  Βιωσιμότητα: προώθηση των βιώσιμων μοντέλων κατανάλωσης
ü  Δικαιώματα εμπορίας: ίση προστασία για τους καταναλωτές που ασχολούνται 
           με οργανισμούς άμεσα και έμμεσα
ü  Δικαιοσύνη: προστασία της ιδιωτικής ζωής των καταναλωτών και παγκόσμια
           ελεύθερη ροή πληροφοριών
Μία Καταναλωτική Οργάνωση είναι ένας Οργανισμός που υπερασπίζεται την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών, της έρευνας και των συμφερόντων των καταναλωτών (Ghoreishi et al., 2014). Αυτό σημαίνει πως οι καταναλωτές διαμορφώνουν τη ζήτηση της αγοράς για αγαθά και υπηρεσίες. Αν έχουν τα απαιτούμενα εργαλεία και υποστήριξη, με σωστή επιλογή μπορούν να αφαιρέσουν προϊόντα και υπηρεσίες, τα οποία δεν έχουν τα απαιτούμενα πρότυπα, με οποιονδήποτε τρόπο στην αγορά και έτσι δημιουργείται μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών αγαθών και υπηρεσιών για την παροχή καλύτερων προϊόντων (Ghoreishi et al., 2014).
Υπάρχουν και οι εθελοντικές Καταναλωτικές Οργανώσεις, οι οποίες αποτελούν οργανωμένες προσπάθειες από μέρους των καταναλωτών που συνεισφέρουν τον χρόνο και την ενέργεια τους χωρίς κάποιον καταναγκασμό, δουλεύουν με πνεύμα αφοσίωσης και μάχονται για την προστασία των καταναλωτών από τη δολιότητα των εμπόρων (Karthika & Dhanaraj, 2017).
Η ανάγκη για εθελοντικές οργανώσεις καταναλωτών κερδίζει ολοένα δυναμική και διαδραματίζει ζωτικό ρόλο για να βοηθήσει τους καταναλωτές στην προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων τους (Siddiq, 2012). Επομένως, οι οργανισμοί αυτοί εργάζονται για την προστασία των καταναλωτών, την καθοδήγησή τους, την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίησή τους. Επιπρόσθετα, δεν βοηθούν μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τις κυβερνήσεις να εντοπίσουν και να διορθώσουν τα κενά στην εφαρμογή των νόμων. Άλλωστε, πολλές φορές νόμοι έχουν τροποποιηθεί και πλαισιωθεί υπό την πίεση αυτών των οργανισμών (Karthika & Dhanaraj, 2017).
Έτσι, σύμφωνα με τους Ghamdi et al. (2007), ο καταναλωτισμός βρίσκεται σε μία εξελικτική διαδικασία ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες και αυτό έχει αντίκτυπο στην ανάπτυξη της νομοθεσίας περί ενημέρωσης και προστασίας των καταναλωτών, κυβερνητικών οργανώσεων καταναλωτών και κρατικών ενισχύσεων. Εκτός των παραπάνω, προβλήματα που διαπιστώνονται σε αναπτυσσόμενες χώρες αφορούν τόσο στην έλλειψη έμφασης στην προστασία των καταναλωτών, ιδίως από μέρους των κυβερνητικών υπηρεσιών (Alqarni, 2016), όσο και στην αστάθεια των τιμών, με τους καταναλωτές να αισθάνονται πως δεν έχουν την απαιτούμενη υποστήριξη και ο νόμος δεν τους προστατεύει επαρκώς (Ghoreishi et al., 2014). Επιπλέον, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, οι καταναλωτές διστάζουν να υποβάλουν καταγγελία στους ενδιαφερόμενους φορείς. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη συνειδητοποίησης των βασικών δικαιωμάτων τους ή στην έλλειψη ανησυχίας για την ασφάλειά τους (πχ. στην περίπτωση που η καταγγελία είναι επώνυμη). Επιπρόσθετα, οι καταναλωτές ενδέχεται να μην γνωρίζουν τους αρμόδιους φορείς που πρέπει να προσεγγίσουν, καθώς και τους κανονισμούς που διέπουν τις πωλήσεις. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι οι υπάλληλοι που λειτουργούν στα ρυθμιστικά όργανα ενδέχεται να έχουν οι ίδιοι λιγότερες δεξιότητες, για την αντιμετώπιση των καταγγελιών από μέρους των καταναλωτών. Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες για την αντιμετώπιση των καταγγελλόντων και οι διαδικασίες για τη λήψη μέτρων είναι πρόσθετες δυσκολίες που πλήττουν τις αναπτυσσόμενες και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες (Ghamdi et al., 2007).

3. Καταναλωτικές Οργανώσεις και Κοινωνική Οικονομία
Η καθημερινή πρακτική αποδεικνύει ότι η Κοινωνική Οικονομία διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο τόσο στην προώθηση της απασχόλησης όσο και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των τοπικών κοινωνιών στις Ευρωπαϊκές χώρες (Λέκκα, 2011). Οι Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας, επίσης,  συμβάλλουν στη δημιουργία και στη συνοχή μεταξύ των εργαζομένων, αλλά και συντελούν παράλληλα σε μια δημοκρατική και ενεργή κοινωνία. (Schneider and Laino, 2014). Οι επιχειρήσεις της Κοινωνικής Οικονομίας εστιάζουν με επιχειρηματικό πνεύμα, στην επίτευξη τόσο αμοιβαίου όσο και συλλογικού οφέλους και στην αντιμετώπιση ευρύτερων κοινωνικών, περιβαλλοντικών και κοινοτικών θεμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στοχεύει στη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις αυτές, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν ισότιμα με τους άλλους τύπους επιχειρήσεων (Social Economy Europe, 2015).
Στη σύγχρονη εποχή λοιπόν, ο μη κερδοσκοπικός τομέας ομοιάζει με τον στυλοβάτη του μέλλοντος τόσο όσον αφορά στα αναπτυγμένα όσο και στα αναπτυσσόμενα κράτη. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι καταφέρνει να συνυπάρχει με το Κράτος Πρόνοιας, να αντιλαμβάνεται τις κοινωνικές ανάγκες και να συνεισφέρει τις κοινωνίες να δομήσουν και να αξιοποιήσουν μία κυκλική οικονομία (Αmint etal, 2002).
Οι θεσμοθετημένοι φορείς.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στον Οδηγό για την Κοινωνική Ευρώπη (2013), περιλαμβάνει στους θεσμοθετημένους φορείς τέσσερις κατηγορίες οργανώσεων Κοινωνικής Οικονομίας:
Τους Συνεταιρισμούς, τα Ταμεία αλληλοβοήθειας, τις Ενώσεις και τα Ιδρύματα.
Οι μη θεσμοθετημένοι φορείς.
Παράλληλα υφίστανται και μη θεσμοθετημένοι Φορείς, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο της Κοινωνικής Οικονομίας, όπως για παράδειγμα στον χώρο της κατανάλωσης είναι οι Καταναλωτικές Οργανώσεις. Παρατίθενται στη συνέχεια οι ρόλοι τους οποίους έχει μια τέτοια Οργάνωση (Kumar et al, 2015):
v  Εκπαίδευση: Όλοι οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Είναι η σωστή εκπαίδευση που θα διευκόλυνε τα άτομα να ενεργούν ως ενημερωμένοι καταναλωτές, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ένα από τα προβλήματα των καταναλωτών είναι η ελλιπής ενημέρωση και εκπαίδευσή τους, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν τα δικαιώματά τους. Στην περίπτωση αυτή δεν έχουν τη δύναμη να αντισταθούν, όταν εξαπατούνται ή γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
v  Έρευνα: Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα τμήματα μιας οργάνωσης καταναλωτών. Πολλά από τα προβλήματα των καταναλωτών μπορούν να επιλυθούν με τη διεξαγωγή ερευνών. Η οργάνωση, σε πρώτη φάση, θα πρέπει να απαιτήσει τη διεξαγωγή έρευνας για να διαπιστωθεί ποια σήματα εκπαίδευσης καταναλωτών χρειάζεται η κοινωνία, σε ποιο επίπεδο και σε ποιο βαθμό. Πρέπει επίσης να διεξάγονται έρευνες στην αγορά σχετικά με καταχρηστικές πρακτικές και να διεξάγονται δοκιμές για τον έλεγχο της ασφάλειας και της υπεροχής των καταναλωτικών προϊόντων, των υδάτων και των τροφίμων. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών / δοκιμών μπορούν επίσης να είναι διαθέσιμα στα μέσα ενημέρωσης, ή στις εγκυκλίους που θα εκδίδονται από τους οργανισμούς. Οι καταναλωτές γενικά πραγματοποιούν πολλές καταγγελίες σε θέματα προστασίας των δικαιωμάτων τους, όπως σε προϊόντα και υπηρεσίες κακής ποιότητας, ασφάλεια τροφίμων, μολυσμένες συνθήκες διατήρησης τροφίμων, ύδρευση κ.α. Οι καταγγελίες μπορούν να διαβιβάζονται μέσω ταχυδρομείου, τηλεφώνου ή προσωπικά. Αυτοί οι καταναλωτές χρειάζονται κατάλληλη παροχή συμβουλών και εποπτείας.
v  Εμπιστοσύνη: Πολλές υπηρεσίες, όπως οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, το τηλέφωνο, η ηλεκτρική ενέργεια, η παροχή νερού και το δημόσιο σύστημα διανομής, διοικούνται από κυβερνητικούς οργανισμούς στην πλειοψηφία των χωρών. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις δεν φαίνεται να έχει γίνει μια αποφασιστική προσπάθεια σε επαρκές επίπεδο ώστε οι κυβερνητικοί λειτουργοί να είναι φιλικοί προς τον καταναλωτή. Λόγω διαφόρων λόγων (π.χ. γραφειοκρατική δομή) οι υπηρεσίες αυτές τείνουν να γίνονται απρόσωπες στην προσέγγισή τους. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες καταγγελίες καταναλωτών αφορούν στις δημόσιες υπηρεσίες. Μερικοί από τους εθελοντές των οργανώσεων, ειδικά οι νεότεροι σε ηλικία, μπορούν να σχηματίσουν μία ομάδα επαγρύπνησης, για να παρατηρήσουν την απόδοση αυτών των υπηρεσιών.
v  Συμβουλευτική: Μερικά μέλη ενός καταναλωτικού οργανισμού, τα οποία γνωρίζουν καλά τις νομικές διατάξεις των διαφόρων πράξεων που ενδιαφέρουν τους καταναλωτές, μπορούν να παρέχουν υποστήριξη και νομικές συμβουλές σε καταναλωτές που έχουν ανάγκη από αυτές. Επιπλέον, μπορούν να παρακολουθήσουν την εφαρμογή των νόμων που ενδέχεται να έχουν θεσπιστεί από την τοπική κυβέρνηση, η οποία επηρεάζει τους καταναλωτές. Μπορούν επίσης να χειρίζονται υποθέσεις δημόσιου συμφέροντος και να «υποκαθιστούν» την κοινότητα που χρήζει τέτοιας νομικής συνδρομής και εκπροσώπησης.
v  Δημοσιεύσεις και ΜΜΕ: Καμία οργάνωση δεν είναι πλήρης χωρίς τμήμα δημοσίευσης. Ένα τακτικό ενημερωτικό δελτίο ή ένα περιοδικό μερικές φορές μπορεί να γίνει το μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ενεργών καταναλωτών και του καταναλωτικού κοινού. Στις στήλες αυτού, οι καταναλωτές αυτοί μπορούν να γνωστοποιήσουν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό τις ιδέες και τις πληροφορίες τους. Οι καταναλωτές μπορούν επίσης να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν στην περιοχή τους. Εκτός από τις δημοσιεύσεις, ο Οργανισμός (Καταναλωτική Οργάνωση) μπορεί επίσης να παράγει οπτικοακουστικά υλικά όπως αφίσες, διαγράμματα, βιντεοταινίες, κασέτες και διαφάνειες, οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως μέσο για τη διάδοση αναγκαίων πληροφοριών.
v  Βιβλιοθήκη: Μία Καταναλωτική Οργάνωση μπορεί επίσης να γίνει ένα καλό κέντρο πληροφόρησης αν διατηρεί βιβλιοθήκη. Ευρύ φάσμα βιβλίων, περιοδικών, εκθέσεων έρευνας και φυλλαδίων, μαζί με αποσπάσματα τύπου, μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες αναφοράς του καταναλωτή. Οι χώροι της βιβλιοθήκης μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν περιστασιακά ως σημείο συνάντησης για τα μέλη της καταναλωτικής οργάνωσης. Πολλές δραστηριότητες της οργάνωσης μπορεί να περάσουν απαρατήρητες εάν δεν έχουν τη δυνατότητα να δημοσιεύουν τις δράσεις και τα αποτελέσματα αυτών, σχετικά με τα θέματα των καταναλωτών. Μία βιβλιοθήκη είναι ένα ιδανικό μέρος για την εμφάνιση χαρτών, αφισών κλπ. Οι ανακοινώσεις για τα μέλη μπορούν επίσης να τοποθετηθούν σε εμφανές σημείο στη βιβλιοθήκη, για την ενημέρωσή τους.
v  Δημόσιες Συσκέψεις: Μια άλλη σημαντική λειτουργία μιας οργάνωσης καταναλωτών είναι η λειτουργία δημόσιων συναντήσεων. Μία δημόσια συνεδρίαση όπου υπάρχουν μόνο λίγοι ομιλητές και ένα μεγάλο ανενεργό ακροατήριο δεν μπορεί να είναι επιτυχημένη. Αλλά η συμμετοχή με πολλά άτομα μπορεί να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την υπεράσπιση του καταναλωτισμού. Επιπλέον, ο αντίκτυπος μιας τέτοιας συνάντησης θα έκανε την οργάνωση να εργάζεται για δημοκρατικές αρχές. Όταν οι καταναλωτές συναντώνται  ειρηνικά και συζητούν για τα συμφέροντά τους, η όλη η διαδικασία γίνεται ανεξάρτητη. Οι περισσότεροι καταναλωτές υποχωρούν είτε από τον φόβο, είτε και από την απάθεια που επικρατεί. Ωστόσο, όταν ένας καταναλωτής παίρνει το θάρρος και την πρωτοβουλία να μιλήσει, οι υπόλοιποι τον ακολουθούν. Έτσι γίνεται μία αλυσιδωτή αντίδραση και το κίνημα των καταναλωτών ενισχύεται μέσω αυτών των ανοιχτών «διαβουλεύσεων».
Η μελέτη των Nwaizugbo και Ogbunankwor (2013) εξέτασε τα παράπονα καταναλωτών σε τρία γραφεία καταναλωτικών οργανώσεων στη Νιγηρία, προκειμένου να προσδιοριστεί η ικανοποίηση των καταναλωτών. Μέσα από την έρευνα βρέθηκε ότι η ικανότητα των οργανισμών προστασίας των καταναλωτών να επιτύχουν τους στόχους τους (επίτευξη στόχων των οργανώσεων), η αποτελεσματική εφαρμογή των καθηκόντων από τους οργανισμούς προστασίας των καταναλωτών (εκπλήρωση καθηκόντων), αλλά και η αποτυχία των υπηρεσιών προστασίας των καταναλωτών να εξαλείψουν τα διαδικαστικά εμπόδια (προβλήματα οργανώσεων), αποτελούν προσδιοριστικούς παράγοντες της ικανοποίησης των καταναλωτών.
Υπάρχει επίσης ένας θετικός συσχετισμός μεταξύ της ικανοποίησης των καταναλωτών και των καθηκόντων που επιτελούν οι οργανισμοί προστασίας των καταναλωτών. Στη βάση αυτών των ευρημάτων οι συγγραφείς αυτοί καταθέτουν αρκετές προτάσεις πρακτικής εφαρμογής. Πρώτον, οι διαδικασίες υποβολής παραπόνων για παραβίαση των δικαιωμάτων των καταναλωτών πρέπει να είναι απλές. Δεύτερον, σε περίπτωση που ο καταναλωτής αποφασίσει να προσφύγει σε έναν αρμόδιο οργανισμό, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πρέπει να είναι προσιτός. Υπάρχει επίσης ένας θετικός συσχετισμός μεταξύ της ικανοποίησης των καταναλωτών και των καθηκόντων που επιτελούν οι οργανισμοί προστασίας των καταναλωτών. Οι καταναλωτές δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες στον οργανισμό. Τρίτον, σε ένα περιβάλλον αθέμιτων δυνάμεων της αγοράς, ο οργανισμός πρέπει να διασφαλίσει ότι οι υπάλληλοί του δεν ελέγχονται από ομάδες επιχειρηματικών συμφερόντων. Τέταρτον, είναι ανάγκη να εφαρμοστούν προγράμματα εκπαίδευσης των καταναλωτών. Οι οργανισμοί προστασίας των καταναλωτών στη Σαουδική Αραβία καλούνται να διαδραματίσουν εποικοδομητικό ρόλο στη διατήρηση ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ευαισθητοποιώντας τους καταναλωτές, διατηρώντας έναν λογικό κώδικα συμπεριφοράς για τις επιχειρήσεις και εξαλείφοντας τις αμφιλεγόμενες επιχειρηματικές πρακτικές από την αγορά.
Σε έρευνα του Siddiq (2012) σε ένα δείγμα καταναλωτών στην Ινδία, βρέθηκε πως οι καταναλωτές αναμένουν μία ποικιλία δραστηριοτήτων από τις εθελοντικές καταναλωτικές οργανώσεις για την προστασία των συμφερόντων τους. Λόγω αυτού, οι συγκεκριμένες οργανώσεις έχουν την ευθύνη να διαρθρώνουν τα προγράμματά τους σύμφωνα με τις προσδοκίες των καταναλωτών και να τα παρακολουθούν συνεχώς προκειμένου να διαπιστώνουν αν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Δεδομένου ότι οι αντιλήψεις και η ικανοποίηση των καταναλωτών προέρχονται πάντα από τα οφέλη που περιμένουν γενικά από τις εθελοντικές καταναλωτικές οργανώσεις, κρίθηκε απαραίτητη μια μελέτη των κυριότερων δραστηριοτήτων των οργανώσεων αυτών και εάν αυτές είναι τελικά εκείνες που αναμένουν γενικά οι πολίτες από αυτές τις καταναλωτικές οργανώσεις. Από την έρευνα βρέθηκε πως μόνο ένα μικρό ποσοστό καταναλωτών που είχε υποβάλει καταγγελία γνώριζε τα δικαιώματα των καταναλωτών και τις νομοθεσίες για την προστασία τους. Ωστόσο, οι δραστηριότητες των περισσοτέρων οργανώσεων περιορίζονται στον διακανονισμό καταγγελιών.
Ο Οργανισμός Consumer International (2016) συνιστά στις κυβερνήσεις, στις επιχειρήσεις και στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που επιθυμούν να επωφεληθούν από τις κατευθυντήριες γραμμές του, για την προστασία των καταναλωτών, να προχωρήσουν στα ακόλουθα βήματα:
Ø  Συνεργασία - επικοινωνία με συναφή ενδιαφερόμενα μέρη, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, για την ανταλλαγή εμπειριών και ιδεών.
Ø  Έλεγχος - επανεξέταση της κάλυψης και της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων πολιτικών προστασίας των καταναλωτών.
Ø  Αξιολόγηση - χρησιμοποίηση των οδηγιών για τον εντοπισμό τυχόν κενών και τον προσδιορισμό τομέων βελτίωσης.
Ø  Σχέδιο - δημιουργία ενός σχεδίου δράσης με ρεαλιστικά χρονικά πλαίσια, τα οποία να διευκρινίζουν το έργο που απαιτείται, ποιος θα συμμετάσχει και πώς θα πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Ø  Λήψη μέτρων. Οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις μπορούν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, συνεργαζόμενοι με άλλους ενδιαφερόμενους για να επιτύχουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Οι ομάδες της Κοινωνίας των Πολιτών θα πρέπει να αναλαμβάνουν δράση, προωθώντας την αλλαγή.
Το Πρόγραμμα «Consumer Law Enforcement Forum (CLEF)» επιτρέπει στις οργανώσεις καταναλωτών να αναπτύσσουν στρατηγικές για την εφαρμογή της νομοθεσίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να βελτιώνουν τις γνώσεις τους σχετικά με τα διάφορα μέσα εφαρμογής. Το έργο ασχολείται με τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίζουν οι οργανώσεις των καταναλωτών τόσο στον τομέα της δημόσιας επιβολής, δηλαδή της μεγαλύτερης εμπλοκής των δημόσιων αρχών στα προβλήματα των καταναλωτών, όσο και της ιδιωτικής επιβολής, δηλαδή της προσφυγής στα δικαστήρια μέσω συλλογικών δράσεων και της παροχής συμβουλών και βοήθειας σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι κατευθυντήριες γραμμές απορρέουν από γενικές παρατηρήσεις, σχετικά με τη συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στην διευκόλυνση προσφυγής των καταναλωτών στις οργανώσεις και τα δικαστήρια και εμπλουτίζονται από διάφορες μελέτες περιπτώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν από τις παρουσιάσεις των εταίρων κατά τις διάφορες συναντήσεις των μελών του Προγράμματος. Πιο συγκεκριμένα, αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές αποτελούνται από (Howells & Micklitz, 2009):
α) Γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τα δικαιώματα των καταναλωτών να προσφεύγουν. Οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές θεσπίζουν συστάσεις για συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στην προσφυγή των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά πρακτικά ζητήματα που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι οργανώσεις των καταναλωτών όταν ξεκινούν συλλογικές διαφορές ή / διασυνοριακά ζητήματα.
β) Έλεγχοι για τη στρατηγική συλλογικής έννομης προστασίας των οργανώσεων καταναλωτών. Οι κατάλογοι ελέγχου πρέπει να θεωρηθούν ως πρακτικά εργαλεία για να βοηθηθούν οι οργανώσεις καταναλωτών στην προετοιμασία των διαφορών.
γ) Ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για τις συλλογικές αγωγές στον ανταγωνισμό, στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, στο δίκαιο των συμβάσεων και στο δίκαιο των αδικοπραξιών και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

4. Συμπεράσματα

Η προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών αποτελεί σημαντικό ζήτημα στις σημερινές κοινωνίες. Η παροχή καλής ποιότητας υπηρεσιών είναι ένας από τους σημαντικούς στόχους των περισσότερων καταναλωτικών οργανώσεων που ασχολούνται με την προστασία των δικαιωμάτων αυτών των καταναλωτών. Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, μπορεί κανείς να συμπεράνει πως ο ρόλος των καταναλωτικών οργανώσεων είναι εξαιρετικά σημαντικός, καθώς μέσα από τις λειτουργίες τους παρέχουν υπηρεσίες προστασίας, καθοδήγησης, συμβουλευτικής, ενημέρωσης και εκπαίδευσης στους καταναλωτές. Επίσης, διαπιστώθηκε πως σε αρκετές περιπτώσεις, οι καταναλωτικές οργανώσεις δεν πέτυχαν τους στόχους για τους οποίους έχουν δημιουργηθεί. Οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις δεν έχουν συγκεκριμένη έδρα, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα όπως είναι η κακή διοίκηση, η ελλειπής χρηματοδότηση, η έλλειψη των απαραίτητων ενεργειών από μέρους των μελών τους (π.χ. διεξαγωγή συναντήσεων, σεμιναρίων, προγραμμάτων κατάρτισης), η έλλειψη ενημέρωσης για τα μέτρα προστασίας των καταναλωτών (Nwaizugbo & Ogbunankwor, 2013; Karthika & Dhanaraj, 2017). Τα προβλήματα αυτά έχουν αντίκτυπο στην ικανοποίηση των καταναλωτών από τις παρεχόμενες υπηρεσίες (Nwaizugbo & Ogbunankwor, 2013). Επιπρόσθετα, θα πρέπει να τονιστεί πως, ενώ το ζήτημα της προστασίας των καταναλωτών έχει μελετηθεί σε βάθος στις ανεπτυγμένες χώρες, δεν ισχύει το ίδιο και για τις αναπτυσσόμενες, οι οποίες αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα στο πλαίσιο της προστασίας των καταναλωτών από μέρους των καταναλωτικών οργανώσεων (Ghamdi et al., 2007; Ghoreishi et al., 2014; Alqarni, 2016). Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες, σε ακαδημαϊκό και μη επίπεδο, όσον αφορά στους στόχους, στις λειτουργίες και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εθελοντικές οργανώσεις καταναλωτών σε διάφορες χώρες, ανεπτυγμένες και προπάντων αναπτυσσόμενες.
















Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία 
Alqarni, Α. (2016). Saudi Consumers' Experiences toward the Role of the Government Agencies as Service Providers in Ensuring their Consumer Rights. International Journal of Business and Social Science, 7(9), 72-76.
Amin, A, Cameron, A. and Hudson, R. (2002) Placing the Social Economy
Contemporary Political Economy Economy Series Edited by Jonathan Michie,
Birkbeck College, University of London, UK.
CIRIEC. (2007). Social Economy in the European Union N.CESE/COMM/05/2005
European Economic and Social Committee (EESC)
Consumers International (2016). Consumer protection: Why it matters to you. Ανακτήθηκε από: https://www.consumersinternational.org/media/2049/un-consumer-protection-guidelines-english.pdf
Denegri-Knott, J., &Molesworth, M. (2013). Redistributed Consumer Desire in
Digital Virtual Worlds of Consumption. Journal of Marketing Management, 29(13-14), 1561-1579.
Figueiredo, B., &Daiane, S. (2016). The Systemic Creation of Value Through
Circulation in Collaborative Consumer Networks. Journal of Consumer Research, 43(4), 509-533.
Fitchett, J. A., Patsiaouras, G., & Davies, A. (2014). Myth and Ideology in Consumer
Culture Theory. Marketing Theory, 14(4), 495-506.
Gaile-Sarkane, E., &Andersone, I. (2009). Consumer behavior changing: methods of
evaluation. Trends of Economics and Management, 3(4), 63-71.
Ghamdi, S. M., Sohail, S. M., Khaldi, A. (2007). Measuring Consumer Satisfaction With Consumer Protection Agencies: Some Insights From Saudi Arabia. The Journal of Consumer Marketing, 24(2), 71-79.
Ghoreishi, S. M., Malekakhlagh, E., & Delafrooz, N. (2014). Evaluating the impact of consumers protection and producers organization on consumer satisfaction (case study: in guilan province). Singaporean Journal Of Business Economics, And Management Studies, 2(11), 196-201.
Howells, G., & Micklitz, H. W. (2009). Guidelines for Consumer Organisations on Enforcement and Collective Redress. Ανακτήθηκε από: http://www.cojef-project.eu/IMG/pdf/d_CLEFfinalguidelines_76647.pdfJacobs, M. (2011). State of the field: The politics of consumption. Reviews in American History, 39, 561-573.
Karthika, D., & Dhanaraj, S. (2017). A study on the functioning of voluntary consumer organisations with special reference to Coimbatore district. Intercontinental Journal Of Marketing Research Review, 5(8), 45-59.
Kumar, C. R., Rao, D. N., & Narayama, M. S. (2015). The Role of NGOs in Consumer Protection. International Journal of Innovative Research in Science, Engineering and Technology, 4(2), 340-343.
Magaudda, P. (2015). History of consumer culture. Στο: D. T. Cook, & J. M. Ryan
(Eds.), The Wiley Blackwell Encyclopedia of Consumption and Consumer Studies (σελ. 1-7). New York: John Wiley & Sons.
McKendrick, Ν. (1982). The Consumer Revolution of Eighteenth-Century England.
Στο: N. McKendrick, J. Brewer, & J. H. Plumb (Εds.), The Birth of a Consumer Society: The Commercialization of Eighteenth-Century England (σελ. 9-33). Bloomington: Indiana University Press.
Nwaizugbo, I. C., & Ogbunankwor, C. E. (2013). Measuring consumer satisfaction with consumer protection agencies-insights from complainants to CPA offices in Anambah state. International Journal of Small Business and Entrepreneurship Research, 1(3), 12-28.
OECD (2010). Consumer Policy Toolkit. Ανακτήθηκε από: http://www.oecd.org/berlin/45710126.pdf
Paustian, C. (2001). Better Products Through Virtual Customers. Sloan Management Review,42(3), 14-16.
Polat, C. (2016). An examination on the consumer problems encountered, the use of consumer rights and the decisions of consumer problems arbitration committee. İktisadiveİdariBilimlerFakültesiDergisi, 9(1), 143-158.
Russell, C., &Schau, H. (2014). When Narrative Brands End: The Impact of Narrative
Closure and Consumption Sociality on Loss Accommodation. Journal of Consumer Research, 40(6), 1039-1062.
Sassatelli, R. (2010). Historical development of consumer societies. Στο: del Campo,
S., Hamada, T., …,&Momoh, A. (Eds.), Social and economic development (σελ. 137-150). UK: EOLSS Publishers / Unesco.
Sassatelli, R. (2007). Consumer culture. History, theory and politics. London: Sage.
Siddiq, Α. (2012). The role of voluntary consumer organisations in consumer protection - an empirical study in Coastal Karnataka. Ανακτήθηκε από: https://www.researchgate.net/publication/321974161_THE_ROLE_OF_VOLUNTARY_CONSUMER_ORGANISATIONS_IN_CONSUMER_PROTECTION-AN_EMPIRICAL_STUDY_IN_COASTAL_KARNATAKA
Schneider, E. and Laino E. (2014) Promoting the Social Economy as a Driver for
Inclusive Growth and Social Progress. Social Europe, Briefing 64
Social Economy Europe (2015). Social Economy Taking Back the Initiative. ALAINCOHEUR. Ανάκτηση από http://base.socioeco.org/docs/livre-blanc_en.pdf
Stankevich, Α. (2017). Explaining the Consumer Decision-Making Process: Critical
Literature Review. Journal of International Business Research and Marketing, 2(6), 7-14.
Uusitalo, L. (2010). Advertising and consumer behavior. Στο: Ekstrom, K. (Ed.),
Consumer Behavior - a Nordic Perspective (σελ. 553-572). Lund: Studentlitteratur.
Venkatesh, A., &Akdevelioglu, D. (2017). Social Media Consumer as Digital Avatar.
Στο:  Μ. Keller, B. Halkier, T.-A. Wilska, &Truninger, Μ. (Eds.), The Routledge Handbook on Consumption(σελ. 453-465). London: Routledge
White, J. (2006). A World of Goods? The ‘Consumption Turn’ and Eighteenth
Century British History. Cultural and Social History, 3, 93-104.

Ελληνική Βιβλιογραφία
Δουκάκης Λ., Λιάπη Μ., Κυλάκου Κ., Θεσμικοί σχηματισμοί και κοινωνικό πεδίο: Ο ρόλος
των ΜΚΟ και της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση των πολιτικών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών, Αθήνα 2004. Διαθέσιμο σε: www.genderissues.org.gr
Καραχάλιος Β., «Μεθοδολογία και διάρθρωση της μελέτης για την ποσοτική και
ποιοτική αποτύπωση της κοινωνικής οικονομίας», Μη Κυβερνητική Προοπτική-Κοινωνία των Πολιτών-Ενημερωτικό δελτίο 4, 2006, σελ. 3-5
Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, Οδηγός για την
Κοινωνική Ευρώπη, Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2013), τεύχος 4, σελ.24 και 26
Κουταλάκης Χ., «Κράτος, Κοινωνία των Πολιτών και Συμφέροντα. Σύγκρουση,
διαπραγμάτευση και συμμετοχή σε νέες μορφές περιβαλλοντικής διακυβέρνησης», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, Τριμηνιαία Επιθεώρηση Διεθνούς Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας, τευχ. 3 , 2006, σελ. 210-235 9                                         
Κρητική Κοινωνική Οικονομική Σύμπραξη (ΚΡΗΚΟΣ), «Θερμοκοιτίδα για την
ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας», διαθέσιμο σε: http://www.equal-krikos.gr/content/view/45/72/ 4
Κυριακίδου Ο., Σαλαβού Ε., (2014), Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, Εκδόσεις
Rossili, Αθήνα,σελ.29.
Λέκκα, Στ.(2011). «Κοινωνική Οικονομία και επιχειρηματικότητα: H περίπτωση της Ελλάδας»   
Μπίμπα Κ., Δράσεις των Περιβαλλοντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Η περίπτωση
της WWF Ελλάς και Greenpeace. Θετικές επεμβάσεις και διαφοροποιήσεις (Μεταπτυχιακή Διατριβή), Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας, Αθήνα 2009, σελ. 12.      
Παπαγεωργίου Κ., Μαθήματα Κοινωνικής Οικονομίας, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις
για το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Βιώσιμη Ανάπτυξη», Τμήμα
Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
2005, σελ.25-37. 4    
Παπακωνσταντίνου Σμαρώ, Ο ρόλος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στον
Τομέα του Περιβάλλοντος και της Οικολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο,
Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας, Αθήνα 2008.
Στασινοπούλου Ο., (2006), Σημειώσεις για το μάθημα Κοινωνική Πολιτική, βασικές
έννοιες, φορείς και πρότυπα, Πάντειο Πανεπιστήμιο, σελ.11.

.