Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Φεφές Μ., Νέες Μορφές Επιχειρηματικής Δραστηριότητας : Οι Κοινωνικές Επιχειρήσεις


ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ: ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Μιχαήλ Φεφές

Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου - Δικηγόρος




1. Εισαγωγή: Οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι ένα «νεοπαγές» φαινόμενο στο νομικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας μας. Η έννοια της κοινωνικής επιχείρησης διατυπώνεται πλέον σε νόμο, πλην όμως η έννοια αυτή καθαυτή ακόμα συζητείται στους επιστημονικούς κύκλους που ασχολούνται με τον κλάδο της κοινωνικής οικονομίας, χωρίς κανείς να είναι σε θέση να διατυπώσει έναν γενικά αποδεκτό ορισμό. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ως θεσμός συναντώνται πρώτη φορά στον ν. 4019/20111 και πλέον ορίζονται και ρυθμίζονται από τον ν. 4430/2016,2 ο οποίος κατάργησε τον προϋπάρχοντα. Το παρόν κείμενο θα επιχειρήσει μια συνοπτική παρουσίαση του νομικού καθεστώτος των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, όπως αυτό περιγράφεται στον νόμο για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Θα προηγηθεί μια θεωρητική προσέγγιση της έννοιας στο πλαίσιο της ιστορικής πορείας της, προκειμένου να γίνει πιο προσιτή στον αναγνώστη η νομική της προσέγγιση.

2. Θεωρητική προσέγγιση - Έννοια κοινωνικής επιχείρησης: Όπως αναφέρθηκε, καθολικά αποδεκτός ορισμός των κοινωνικών επιχειρήσεων δεν υπάρχει σήμερα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει νέου τύπου μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, οι οποίες διέφεραν από τις παραδοσιακές (π.χ., σωματεία, ιδρύματα) σε διάφορες πτυχές τους. Οι νέες οργανώσεις χρησιμοποίησαν συνδυαστικά τα νομικά οχήματα του σωματείου και του συνεταιρισμού, σχηματίζοντας υβριδικές οργανωτικές μορφές των δραστηριοτήτων τους συχνά πέραν των ορίων του γνωστού νομικού περιβάλλοντος. Σε κάποιες χώρες οι υβριδικές αυτές μορφές αναγνωρίστηκαν νομικά, όπως, π.χ., οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί (social co-operatives) στην Ιταλία, οι συνεταιρισμοί κοινωνικής αλληλεγγύης (social solidarity co-operatives) στην Πορτογαλία, οι συνεταιρισμοί γενικού ενδιαφέροντος (co-operatives of general interest) στη Γαλλία και οι επιχειρήσεις κοινωνικού σκοπού (entreprise à finalité sociale) στο Βέλγιο.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις γνώρισαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, κατέστησαν εαυτόν έναν από τους ορατούς παράγοντες στην αγορά. Έτσι δεν άργησαν να τραβήξουν και την προσοχή των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν, ιδιαίτερα από το 2000 έως σήμερα, αρκετές δημοσιεύσεις και δράσεις σχετικά με αυτές και, γενικότερα, με τον τομέα της κοινωνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι κοινωνικές επιχειρήσεις συνδυάζουν κοινωνικούς στόχους με επιχειρηματικό πνεύμα και επικεντρώνονται στην επίτευξη ευρύτερων κοινωνικών, περιβαλλοντικών ή κοινοτικών σκοπών. Δεν υπάρχει ενιαία νομική μορφή για τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Πολλές από αυτές λειτουργούν με τη μορφή κοινωνικών συνεταιρισμών (όπως συνέβη ευθύς εξαρχής στην Ελλάδα με τους νόμους για την κοινωνική οικονομία), μερικές καταχωρούνται ως ιδιωτικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, μερικές είναι αλληλασφαλιστικοί οργανισμοί και πολλές από αυτές είναι οργανώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως προνοιακές οργανώσεις, σωματεία, εθελοντικές οργανώσεις, φιλανθρωπικές οργανώσεις ή ιδρύματα. Άρα σημασία έχει ο σκοπός της δραστηριότητας και όχι το επιλεγέν νομικό όχημα, προκειμένου να προσδιορίσουμε μια οντότητα ως κοινωνική επιχείρηση.
Ως κοινωνική επιχείρηση, σύμφωνα με την Επιτροπή, ορίζεται ο φορέας της κοινωνικής οικονομίας, ο κύριος στόχος του οποίου είναι να έχει κοινωνικό αντίκτυπο αντί να παράγει κέρδος για τους ιδιοκτήτες ή τους μετόχους του. Λειτουργεί παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες για την αγορά με επιχειρηματικό και καινοτόμο τρόπο και χρησιμοποιεί τα κέρδη του κυρίως για την επίτευξη κοινωνικών σκοπών. Διευθύνεται με ανοικτό και υπεύθυνο τρόπο και, κυρίως, εμπλέκει διαδραστικά τους εργαζομένους, τους καταναλωτές και τους άλλους ενδιαφερόμενους (stakeholders) που επηρεάζονται από τις εμπορικές του δραστηριότητες.

Τα ακόλουθα επιχειρηματικά χαρακτηριστικά είναι κοινά στις κοινωνικές επιχειρήσεις:
1) Συνήθως ο λόγος της εμπορικής δραστηριότητάς τους είναι ο κοινωνικός ή κοινοτικός στόχος της κοινής ωφέλειας, συχνά με τη μορφή δραστηριοτήτων υψηλού επιπέδου κοινωνικής καινοτομίας.
2) Τα κέρδη τους επανεπενδύονται κυρίως για την επίτευξη του κοινωνικού ή κοινοτικού αυτού στόχου.
3) Η μέθοδος οργάνωσης ή το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς αντανακλούν την επιχειρηματική τους αποστολή, χρησιμοποιώντας δημοκρατικές ή συμμετοχικές αρχές ή εστιάζοντας στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Παρά την ποικιλομορφία τους, οι κοινωνικές επιχειρήσεις λειτουργούν κυρίως στους ακόλουθους τέσσερις τομείς:
1) Εργασιακή επαναδραστηριοποίηση - κατάρτιση και ένταξη ατόμων με αναπηρίες και ανέργων.
2) Προσωπικές κοινωνικές υπηρεσίες - υγεία, ευεξία και ιατρική περίθαλψη, επαγγελματική κατάρτιση, εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, υπηρεσίες φύλαξης παιδιών, υπηρεσίες για ηλικιωμένους ή βοήθεια σε μειονεκτούντα άτομα.
3) Τοπική ανάπτυξη μειονεκτικών περιοχών - κοινωνικές επιχειρήσεις σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές, σχέδια ανάπτυξης / αποκατάστασης γειτονιάς σε αστικές περιοχές, αναπτυξιακή βοήθεια και αναπτυξιακή συνεργασία με τρίτες χώρες.
4) Άλλες δραστηριότητες – συμπεριλαμβανομένων τομέων όπως ανακύκλωση, περιβαλλοντική προστασία, αθλητισμού, τέχνης, διατήρηση πολιτιστικής ή ιστορικής μνήμης, επιστήμης, έρευνα και καινοτομία, προστασία καταναλωτών και ερασιτεχνικός αθλητισμός.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, κοινωνική επιχείρηση είναι κάθε ιδιωτική δραστηριότητα και πρωτοβουλία που στοχεύει στο κοινωνικό συμφέρον, χαράσσει επιχειρηματική στρατηγική και οργανώνεται βάσει των αρχών της επιχειρηματικότητας. Κύριος σκοπός της κοινωνικής επιχείρησης δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά η επίτευξη συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών στόχων και προσπαθεί, παράγοντας προϊόντα και υπηρεσίες, να φέρει καινοτόμες λύσεις στα προβλήματα του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας. Αποτελούν τμήμα του διογκούμενου τομέα οντοτήτων που βρίσκονται μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους μη κερδοσκοπικούς φορείς, επειδή ασκούν εμπορικές δραστηριότητες για να επιτύχουν τους σκοπούς τους και την οικονομική τους αυτάρκεια. Παρέχουν την ευκαιρία σε μειονεκτούντα άτομα να ενσωματωθούν ή να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας, συντελώντας έτσι γενικότερα στη δημιουργία συνεκτικών και δημιουργικών κοινωνιών.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις συνδυάζουν τις επιχειρηματικές ικανότητες του ιδιωτικού τομέα με μια ισχυρή κοινωνική αποστολή που χαρακτηρίζει τον μη κερδοσκοπικό τομέα ως ολότητα. Παρουσιάζονται με μια ποικιλία οργάνωσης ως επιχειρήσεις ιδιοκτησίας των εργαζομένων, εργατικών συνδικάτων, συνεταιρισμών, ως εταιρείες φιλανθρωπικών σωματείων ή ιδρυμάτων κ.ο.κ. Δραστηριοποιούνται κυρίως σε δύο τομείς: την εκπαίδευση και επανένταξη ανέργων και την παροχή προσωπικών και κοινωφελών υπηρεσιών.
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι όλες οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι η επιχειρηματικότητα παίζει ιδιαίτερο και αυξημένο ρόλο στις κοινωνικές επιχειρήσεις. Μια μελέτη του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την εμφάνιση των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη διατύπωσε κάποια οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια που διακρίνουν τις επιχειρήσεις αυτές. Τα οικονομικά κριτήρια περιλαμβάνουν τον υψηλό βαθμό αυτονομίας, το σημαντικό επίπεδο οικονομικού κινδύνου και ένα ελάχιστο επίπεδο αμειβόμενης εργασίας. Αναφορικά με τα κοινωνικά κριτήρια αφορά σε πρωτοβουλία που ξεκινά από μια ομάδα πολιτών, το σύστημα αποφάσεων τους δεν προκρίνει την αμοιβή του επενδυμένου κεφαλαίου, τον συμμετοχικό χαρακτήρα, την περιορισμένη έκταση διανομής κερδών και τον εμφανή σκοπό προς όφελος της κοινωνίας.
Η έννοια αυτή της κοινωνικής επιχείρησης είναι σχετικά στενή, διότι αποκλείουμε απ’ αυτή κάθε γνήσια εμπορική και κερδοσκοπική δραστηριότητα που μπορούν να ασκήσουν οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας. Για τον λόγο αυτό, η έννοια της κοινωνικής επιχείρησης θα μπορούσε να προεκταθεί, ώστε να περιλαμβάνει επιχειρηματικές δραστηριότητες που συμβάλλουν ταυτόχρονα και σε μη κερδοσκοπικούς σκοπούς, συνδεδεμένους με κάποια αποστολή και σε εισοδήματα και εργασία. Π.χ., μια ομάδα συνεταιρισμών, νέου ή κλασικού τύπου προκρίνει ότι τα συμφέροντα των μελών τους θα εξυπηρετηθούν καλύτερα, αν ιδρύσουν μια ανώνυμη εταιρεία της οποίας μέτοχοι θα είναι οι συνεταιρισμοί αυτοί. Επίσης, ένα ίδρυμα, προκειμένου να προωθήσει την πραγματοποίηση του σκοπού του, είτε συμμετέχει κατά πλειοψηφία, είτε ιδρύει με άλλους μια ανώνυμη εταιρεία.

Σημειώνεται ότι η σύγχρονη τάση είναι οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που προσφέρουν οι κερδοσκοπικές δραστηριότητες, προκειμένου να «κερδίσουν» το εισόδημά τους και να είναι λιγότερο εξαρτημένοι από την κρατική χρηματοδότηση ή τις παραδοσιακές πηγές φιλανθρωπικής χορηγίας.
Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η αύξηση των εμπορικών επιχειρήσεων στον μη κερδοσκοπικό τομέα σπάνια είναι εντελώς ασύνδετη με κάποια αποστολή και, συνεπώς, είναι δύσκολο να την αποκόψεις από το σχετικό εισόδημα που αποκτήθηκε. Ενώ οι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις μπορεί να επωφεληθούν από περιφερειακές πηγές εισοδήματος που εύκολα αποκτούν (π.χ., ενοίκια, χρεώσεις για πάρκινγκ) ή που θεωρούνται φυσική προέκταση των δραστηριοτήτων τους (π.χ., πώληση απομιμήσεων έργων τέχνης), συνήθως αντιλαμβάνονται τις εμπορικές επιχειρήσεις ως απευθείας μέσο επίτευξης των σκοπών τους.
Οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να ενταχθούν στον ιδιωτικό τομέα οικονομίας, όσο κι αν οι φορείς τους είναι καθαρά εμπορικές εταιρείες, διότι αφενός ιδιοκτήτες τους είναι οντότητες της κοινωνικής οικονομίας, διεπόμενες από τις αρχές που ήδη αναλύθηκαν και, αφετέρου, λειτουργούν με μοναδικό γνώμονα την επίτευξη του κοινωφελούς σκοπού του οικονομικού τους υποκειμένου.
Προτείνεται, λοιπόν, μια διαφορετική αντίληψη για την κοινωνική επιχείρηση, δηλαδή την οικονομική δραστηριότητα των φορέων κοινωνικής οικονομίας που ασκείται μέσω οχημάτων που, κατά κύριο λόγο, συναντώνται στην ιδιωτική οικονομία. Τα οχήματα αυτά λειτουργούν βάσει των αρχών της επιχειρηματικότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού της ανοικτής αγοράς, χωρίς να θέτουν ως μοναδικό τους στόχο το κέρδος αδιαφορώντας για τις κοινωνικές, πολιτιστικές ή περιβαλλοντικές συνέπειές της δραστηριότητάς τους, είναι, δηλαδή, επιχειρήσεις με κοινωνικό σκοπό. Δεχόμενοι τον διαχωρισμό αυτό δεν αποκλείουμε τις γνήσια εμπορικές δραστηριότητες των οντοτήτων της κοινωνικής οικονομίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση τείνει η θεωρία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σχεδόν σε κάθε τομέα με αποτέλεσμα σήμερα στην Αγγλία να υπάρχουν πάνω από 80,000 από αυτές συμβάλλοντας με 24 δις λίρες στην οικονομία και απασχολώντας περίπου 1.000.000 ανθρώπους. Δημιουργούν θέσεις εργασίας και προσφέρουν ευκαιρίες στα πιο περιθωριοποιημένα μέλη της κοινωνίας. Άρα είναι επιχειρήσεις που έχουν:

1)Ξεκάθαρη κοινωνική ή περιβαλλοντική αποστολή που περιγράφεται λεπτομερώς στα καταστατικά τους
2) Αποκτούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους από το εμπόριο.
3) Επανεπενδύουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους.
4) Είναι ανεξάρτητοι από το κράτος.
5) Ελέγχονται κατά πλειοψηφία από εμπλεκόμενους στην κοινωνική αποστολή
6) Λειτουργούν με τις αρχές της λογοδοσίας και της διαφάνειας.


3. Ορισμοί Ν. 4430/2016: Το πρώτο βήμα για τη νομική οριοθέτηση και την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα ήταν η ψήφιση του νόμου 4019/2011, οπότε εισέρχεται για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη η νομική έννοια της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Με τον νόμο 4430/2016 καταργήθηκε ο ισχύων 4019/2011 και αναπροσαρμόστηκε το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στην κοινωνική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα.
Στο άρθρο 3, ν. 4430/2016 προσδιορίζεται η έννοια των Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ). Ο νόμος αναφέρει καταρχάς ότι Φορείς ΚΑΛΟ είναι οι οντότητες που ρυθμίζονται από συγκεκριμένες διατάξεις, δηλαδή οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (άρθρο 14), οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων (άρθρο 24) και οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένης Ευθύνης - Κοι.Σ.Π.Ε (άρθρο 12, Ν. 2716/1999). Συνεπώς, το άρθρο 3 κατατάσσει εξ ορισμού και χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις τις κοινωνικές επιχειρήσεις στους Φορείς της ΚΑΛΟ. Οι συγκεκριμένες διατάξεις που ρυθμίζουν τις κοινωνικές επιχειρήσεις περιέχονται στα άρθρα 14 – 23 του νόμου.
Στο άρθρο 14§1 ορίζεται ότι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ. Επ.) είναι οι αστικοί συνεταιρισμοί του ν. 1667/1986, που έχουν ως καταστατικό σκοπό τη συλλογική και την κοινωνική ωφέλεια και διαθέτουν εκ του νόμου εμπορική ιδιότητα.

Άρα τα συστατικά στοιχεία μιας κοινωνικής επιχείρησης είναι τα παρακάτω:
1) Είναι οργανωμένη κατά τον συνεταιριστικό τρόπο και μάλιστα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον νόμο περί αστικών συνεταιρισμών.
2) Έχουν την εμπορική ιδιότητα, άρα εφαρμόζεται σ’ αυτές το δίκαιο των εμπόρων (π.χ., έχουν την πτωχευτική ικανότητα).
3) Μεταξύ άλλων στοιχείων, στο καταστατικό τους θα αναφέρεται υποχρεωτικά ως σκοπός της επιχείρησης η επιδίωξη συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας (η λέξη «και» φανερώνει ότι στον σκοπό πρέπει να περιλαμβάνονται και οι δύο δραστηριότητες).

Στο άρθρο 2§§2, 3 του νόμου δίνονται οι ορισμοί της συλλογικής και της κοινωνικής ωφέλειας. Συλλογική ωφέλεια είναι η από κοινού εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών του Φορέα ΚΑΛΟ, μέσα από τη διαμόρφωση ισότιμων σχέσεων παραγωγής, τη δημιουργία θέσεων σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας, τη συμφιλίωση προσωπικής, οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Κοινωνική ωφέλεια είναι η εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα με την αξιοποίηση της κοινωνικής καινοτομίας, μέσα από δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης ή παροχής κοινωνικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος ή κοινωνικής ένταξης.


Οι Κοιν.Σ.Επ. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, οι οποίες προσδιορίζονται βάσει του καταστατικού τους σκοπού. Η πρώτη κατηγορία είναι οι Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης, οι οποίες ασκούν δραστηριότητες κοινωνικής ένταξης, που εντάσσονται στην κοινωνική ωφέλεια, όπως ορίστηκε παραπάνω και επιδιώκουν την επαναφορά και ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή ατόμων, που ανήκουν σε ομάδες πληθυσμού που είναι αποκλεισμένες ολικά ή μερικά από την κοινωνική και οικονομική ζωή.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής ωφέλειας, οι οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητες βιώσιμης ανάπτυξης ή/και παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος.

Οι Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης διακρίνονται σε Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων και σε Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ειδικών Ομάδων.
Στις Ευάλωτες Ομάδες ανήκουν άτομα που η ένταξή τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια ή λόγω παραβατικής συμπεριφοράς, δηλαδή, άτομα με αναπηρία οποιασδήποτε μορφής (σωματική, ψυχική, νοητική, αισθητηριακή), άτομα με προβλήματα εξάρτησης από ουσίες ή τα απεξαρτημένα άτομα και ανήλικοι με παραβατική συμπεριφορά, φυλακισμένοι/ες και αποφυλακισμένοι/ες.
Στις Ειδικές Ομάδες ανήκουν άτομα που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την ομαλή ένταξή τους στην αγορά εργασίας, από οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αίτια, δηλαδή, θύματα ενδοοικογενειακής βίας, θύματα παράνομης διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων, άστεγοι, άτομα που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας, οικονομικοί μετανάστες, πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, για όσο εκκρεμεί η εξέταση του αιτήματος χορήγησης ασύλου, αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, άτομα με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και μακροχρόνια άνεργοι έως είκοσι πέντε ετών και άνω των πενήντα ετών.
Στις Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων ποσοστό τουλάχιστον 30% των μελών και των εργαζομένων τους θα ανήκουν υποχρεωτικά στις Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού. Η υποχρέωση αυτή είναι διαρκής και για τον λόγο αυτό το καταστατικό τους θα προσδιορίζει υποχρεωτικά ότι θα γίνεται μέτρηση του ποσοστού αυτού κάθε φορά που θα παρέρχεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, π.χ., κατ’ έτος. Ο νόμος δεν προσδιορίζει κατώτατο ή ανώτατο διάστημα ελέγχου, αλλά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το διάστημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη του άρθρου 11§8.13 Αν για οποιονδήποτε λόγο σταματήσει να ισχύει το ποσοστό αυτό, η Κοιν.Σ.Επ. πρέπει εντός τριών μηνών να προβεί στις απαραίτητες εγγραφές μελών ή προσλήψεις εργαζομένων. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τις Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ειδικών Ομάδων με τη μόνη διαφορά ότι το ποσοστό των μελών και των εργαζομένων που ανήκουν στις Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού είναι τουλάχιστον 50%.
Αν για οποιοδήποτε λόγο τα παραπάνω ποσοστά δεν καταστεί εφικτό να πληρούνται, η επιχείρηση μετατρέπεται σε Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας. Επίσης, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και, εφόσον πληρούνται οι προβλεπόμενες στον νόμο προϋποθέσεις, μία Κοιν.Σ.Επ. μπορεί να τροποποιήσει το καταστατικό της με σκοπό να ενταχθεί σε άλλη κατηγορία Κοιν.Σ.Επ..


4. Οργάνωση κοινωνικών επιχειρήσεων

4. 1 Σύσταση: Για τη σύσταση Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας απαιτείται η συμμετοχή σε αυτήν τουλάχιστον πέντε προσώπων και για Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης τουλάχιστον επτά. Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ. συντάσσουν καταστατικό, το οποίο υπογράφουν και υποβάλλουν για έγκριση στο Τμήμα Μητρώου Φορέων ΚΑΛΟ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Μαζί με το καταστατικό υποβάλλεται και αίτηση για εγγραφή στο Γενικό Μητρώο Φορέων ΚΑΛΟ και οι υπεύθυνες δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 της ΥΑ 61621/Δ5.2643/201715 για την τήρηση και λειτουργία του Γενικού Μητρώου Φορέων Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας.16 Από την εγγραφή της στο Μητρώο και μετά, η Κοιν.Σ.Επ. αποκτά νομική προσωπικότητα και εμπορική ιδιότητα. Επίσης, η Κοιν.Σ.Επ. καταχωρεί στο Μητρώο κάθε μεταβολή του καταστατικού της, ή λοιπών στοιχείων της αλλά και όλες τις οικονομικές της καταστάσεις που εγκρίνονται από τη Γενική Συνέλευση των μελών της (ετήσιο προγραμματισμό, ετήσιο απολογισμό και ετήσιο ισολογισμό ή οικονομική κατάσταση αποτελεσμάτων).


Προβολή ακυρότητας σχετικά με τη σύσταση Κοιν.Σ.Επ. επιτρέπεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον με αγωγή που ασκείται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία17 δύο μηνών από τη σύσταση της Κοιν.Σ.Επ.. Η αγωγή θα ασκηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της Κοιν.Σ.Επ. κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 17§4 ΚΠολΔ.


4.2 Καταστατικό: Το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. πρέπει, όπως κάθε καταστατικό, να περιέχει τουλάχιστον κάποια συγκεκριμένα στοιχεία. Αυτά είναι:

α) Η επωνυμία της Κοιν.Σ.Επ.. Η επωνυμία θα περιέχει οπωσδήποτε στοιχεία σχετικά με το είδος της (π.χ., Ένταξης) και τον σκοπό της (π.χ., δωρεάν διανομή εφημερίδας). Ονόματα μελών ή τρίτων δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στην επωνυμία.
β) Η έδρα της Κοιν.Σ.Επ., που θα είναι οπωσδήποτε ο δήμος, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της.
γ) Ο σκοπός της Κοιν.Σ.Επ., που, όπως είδαμε, πρέπει οπωσδήποτε να είναι η συλλογική και η κοινωνική ωφέλεια και πώς αυτές εξυπηρετούνται από τις δραστηριότητες της Κοιν.Σ.Επ., οι οποίες αναφέρονται ειδικότερα.
δ) Τα ονοματεπώνυμα, οι διευθύνσεις κατοικίας και οι Α.Φ.Μ. των ιδρυτικών μελών-φυσικών προσώπων και η επωνυμία, η έδρα, οι Α.Φ.Μ. και οι αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. των ιδρυτικών μελών-νομικών προσώπων.
ε) Οι όροι εισόδου και εξόδου των μελών. στ) Οι λόγοι αποβολής ενός μέλους.
ζ) Ο αριθμός των συνεταιριστικών μερίδων και το ύψος της ονομαστικής αξίας τους.
η) Η έκταση της ευθύνης των μελών έναντι των τρίτων για τις υποχρεώσεις της Κοιν.Σ.Επ..
θ) Η διάρκεια της θητείας των μελών της Διοικούσας Επιτροπής της Κοιν.Σ.Επ. και η διαδικασία σύγκλησής της από τον Πρόεδρό της.
ι) Ορισμός προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής, που θα μεριμνήσει για την έγκρισή του και τη σύγκληση της πρώτης γενικής συνέλευσης για ανάδειξη των οργάνων διοίκησης της Κοιν.Σ.Επ..
ια) Ειδικά οι Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης, το χρονικό διάστημα του περιοδικού ελέγχου του ποσοστού συμμετοχής στην Κοιν.Σ.Επ. μελών και εργαζομένων που ανήκουν σε Ευάλωτες ή Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού.

Κατά τα λοιπά, το καταστατικό μπορεί να περιέχει άλλες προβλέψεις για τη λειτουργία της Κοιν.Σ.Επ. (π.χ., όργανα, εκκαθαριστές) και μπορεί να παραπέμπει στις διατάξεις των οικείων νόμων, αλλά σε κάθε περίπτωση εντός του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις Κοιν.Σ.Επ..
Το άρθρο 15§3 αναφέρει ότι το καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ. πρέπει να εξειδικεύει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 3 του νόμου. Η αναφορά αυτή μας δημιουργεί προβληματισμό σχετικά με την πραγματική της σημασία. Όπως είδαμε, οι Κοιν.Σ.Επ., οι Κοι.Σ.Π.Ε. και οι Συνεταιρισμοί Εργαζομένων, σύμφωνα με την παράγραφο 1α, β και γ του άρθρου 3, είναι αυτοδίκαια Φορείς ΚΑΛΟ. Περαιτέρω, το άρθρο 3§1δ ορίζει ότι οποιοδήποτε άλλο μη μονοπρόσωπο νομικό πρόσωπο επιθυμεί να χαρακτηριστεί Φορέας ΚΑΛΟ απαιτείται να τηρεί σωρευτικά τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο αυτή.
Δεν είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, αν οι εν λόγω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και στα πρόσωπα των Κοιν.Σ.Επ.. Αν ναι, γιατί γίνεται χωριστή αναφορά στο άρθρο 3 και δεν προβλέπεται ρητά κάτι τέτοιο; Αν όχι, τι νόημα έχει η αναφορά του άρθρου 15§3; Είναι προφανές ότι οι Κοιν.Σ.Επ. θα τηρούν οπωσδήποτε κάποιες από τις προϋποθέσεις του άρθρου 3§1δ΄, λόγου χάρη, την προϋπόθεση της παραγράφου αα για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας (άλλωστε κάποιες από αυτές αναπαράγονται στα άρθρα 14-23). Πρέπει, όμως, να τηρήσουν και την προϋπόθεση της παραγράφου δδ, ότι, δηλαδή, θα εφαρμόζει σύστημα σύγκλισης στην αμοιβή της εργασίας, κατά το οποίο ο ανώτατος καθαρός μισθός δεν μπορεί να υπερβαίνει περισσότερο από τρεις φορές τον κατώτατο, εκτός και αν τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης αποφασίσουν διαφορετικά;


Κατά την άποψή μου, από το λεκτικό του νόμου προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη είναι οι Κοιν.Σ.Επ. να διέπονται από τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 14-23 του νόμου και συμπληρωματικά από τις λοιπές του διατάξεις, άρα οι ειδικές διατάξεις θα υπερισχύουν κάθε γενικότερης διάταξης σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους. Π.χ., στο άρθρο 14§5 προβλέπεται ότι δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε μια Κοιν.Σ.Επ. των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. που υπάγονται σε Ο.Τ.Α., ενώ στην παράγραφο στστ του άρθρου 3§1δ απαγορεύεται μεν η ίδρυση ενός Φορέα ΚΑΛΟ από Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή άλλο νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα όχι, όμως, η εκ των υστέρων συμμετοχή τους. Συνεπώς, στις Κοιν.Σ.Επ. θα ισχύει παγίως η απαγόρευση συμμετοχής Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ. που υπάγονται σ’ αυτούς (με μόνη εξαίρεση τους Κοιν.Σ.Επ. Ενταξης, όπως θα δούμε παρακάτω). Άρα, οι Κοιν.Σ.Επ. θα τηρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, εκτός αν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα άρθρα 14-23. Επειδή, όμως, όλα τα παραπάνω αφορούν στο καταστατικό, καλό θα ήταν το Τμήμα Μητρώου να ξεκαθαρίσει το συγκεκριμένο ζήτημα προς αποφυγή περιττών επιπλοκών.

4.3 Μέλη:18 Μέλη μιας Κοιν.Σ.Επ. μπορούν να είναι και φυσικά και νομικά πρόσωπα, όμως τα νομικά πρόσωπα δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 1/3 του συνόλου των μελών της. H συμμετοχή ενός φυσικού προσώπου μόνο με την ιδιότητα του μέλους σε Κοιν.Σ.Επ. δεν του προσδίδει εμπορική ιδιότητα και δεν δημιουργεί ατομικές ασφαλιστικές ή φορολογικές υποχρεώσεις. Ειδικά στους Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων, μέλη τους μπορούν να γίνουν ενήλικα φυσικά πρόσωπα, χωρίς να απαιτείται να έχουν ικανότητα για δικαιοπραξία.
Μέλη της Κοιν.Σ.Επ. δεν επιτρέπεται να είναι Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., που υπάγονται σε Ο.Τ.Α.. Κατ’ εξαίρεση, στις Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης μπορούν να είναι μέλη νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κατόπιν έγκρισης του δημόσιου φορέα που τα εποπτεύει.
Μέλος μιας Κοιν.Σ.Επ. δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα μέλος και άλλης Κοιν.Σ.Επ. με ίδια δραστηριότητα, άρα μπορεί να είναι μέλος άλλης Κοιν.Σ.Επ. με διαφορετική δραστηριότητα, π.χ., κάποιος μπορεί να είναι μέλος σε Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης και ταυτόχρονα μέλος σε Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας, αν, φυσικά, αυτό επιτρέπεται από τα καταστατικά τους.
Για να γίνει κάποιος μέλος απαιτείται να υποβάλει, σύμφωνα με τους όρους του καταστατικού, γραπτή αίτηση προς τη Διοικούσα Επιτροπή, που αποφασίζει για την αποδοχή της στην πρώτη της συνεδρίαση μετά την κατάθεση της αίτησης, οπότε ο αιτών αποκτά την ιδιότητα του μέλους. Η εγγραφή των νέων μελών εγκρίνεται από την επόμενη γενική συνέλευση. Η συμμετοχή των νέων μελών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και η δυνατότητα ανάδειξής τους σε όργανα επιτρέπεται μετά την έγκριση εγγραφής από τη Γενική Συνέλευση. Η ίδια Γενική Συνέλευση αποφασίζει για τις αιτήσεις εγγραφής των μελών, που δεν έγιναν δεκτές από τη Διοικούσα Επιτροπή. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης κοινοποιείται μέσα σε είκοσι ημέρες από τη λήξη των εργασιών της στον ενδιαφερόμενο.
Κατά της απορριπτικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης επιτρέπεται προσφυγή στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας της έδρας της Κοιν.Σ.Επ. εντός δέκα ημερών από την κοινοποίησή της. Η απόφαση του Ειρηνοδικείου υπόκειται μόνο σε έφεση που ασκείται στο Μονομελές Πρωτοδικείο εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του Ειρηνοδικείου. Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.
Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ. αποκτούν μία υποχρεωτική συνεταιρική μερίδα. Περαιτέρω, τα μέλη μπορεί να είναι ταυτόχρονα εργαζόμενοι στην Κοιν.Σ.Επ. με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Οι εργαζόμενοι – μέλη αμείβονται για την παρεχόμενη εργασία και έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία. Υπόχρεη προς απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης είναι η εργοδότις Κοιν.Σ.Επ.. Επισημαίνεται ότι εργαζόμενοι στις Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων, οι οποίοι λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας ή επιδόματα επανένταξης ή οποιασδήποτε μορφής νοσήλιο ή παροχή ή σύνταξη ως έμμεσα ασφαλισμένοι, συνεχίζουν να εισπράττουν τις παροχές αυτές ταυτόχρονα µε την αμοιβή τους από την Κοιν.Σ.Επ..
Αντίθετα, η παροχή υπηρεσιών προς εξυπηρέτηση του σκοπού της Κοιν.Σ.Επ. από μέλη της - μη εργαζομένους σ’ αυτή γίνεται χωρίς αμοιβή με σύμβαση εντολής μεταξύ μέλους και Κοιν.Σ.Επ.. Η σύμβαση εντολής που συνάπτεται μεταξύ μελών και Κοιν.Σ.Επ. οφείλει να γίνεται εγγράφως (τυπική δικαιοπραξία) και να περιγράφει με σαφήνεια την παρεχόμενη υπηρεσία. Η απασχόληση αυτή, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 16 ώρες εβδομαδιαίως.
Ο αριθμός των εργαζομένων - μη μελών δεν μπορεί να υπερβαίνει σε ποσοστό το 40% του συνόλου των εργαζομένων της Κοιν.Σ.Επ.. Άρα 60% τουλάχιστον των μελών οπωσδήποτε θα εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην Κοιν.Σ.Επ.. Κατ’ εξαίρεση, το ποσοστό των εργαζομένων - μη μελών μπορεί να αυξάνεται μέχρι και το 50% του συνολικού ποσοστού των εργαζομένων της Κοιν.Σ.Επ. κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του Τμήματος Μητρώου επί αιτήσεως της Κοιν.Σ.Επ. για την αντιμετώπιση έκτακτων εποχικών αναγκών για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες ανά ημερολογιακό έτος. Π.χ., αν μια Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας έχει δέκα μέλη, τα έξι από αυτά οπωσδήποτε θα είναι και εργαζόμενοι. Αν στην Κοιν.Σ.Επ. απασχολούνται 10 εργαζόμενοι, οι έξι από αυτούς θα είναι οπωσδήποτε μέλη και οι υπόλοιποι τέσσερις μη-μέλη. Άρα η Κοιν.Σ.Επ. του παραδείγματος θα έχει έξι μέλη – εργαζομένους, 4 μέλη – μη εργαζομένους και τέσσερις εργαζομένους, που δεν είναι μέλη. Ο αριθμός των τεσσάρων εργαζομένων μπορεί να γίνει πέντε, μόνο κατ’ εξαίρεση.
Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους επέρχεται με τον θάνατο μέλους-φυσικού προσώπου ή τη λύση ή πτώχευση μέλους-νομικού προσώπου, την αποχώρηση, την αποβολή ή τη μεταβίβαση της συνεταιρικής μερίδας του μέλους. Η απώλεια της ιδιότητας του μέλους καταχωρίζεται στο Μητρώο. Στην ουσία, η μεταβίβαση της μερίδας ισοδυναμεί με οικειοθελή αποχώρηση του μέλους.
Η αποβολή μέλους γίνεται με απόφαση των 3/5 του συνόλου των μελών της Γενικής Συνέλευσης, εφόσον συντρέχει ένας από τους λόγους αποβολής που ορίζονται ρητώς στο καταστατικό. Κατά της απόφασης αυτής, το αποβληθέν μέλος έχει δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή μέσα σε δύο μήνες από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης στο Ειρηνοδικείο. Κατά τα λοιπά, η διαδικασία διεξάγεται όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από την Κοιν.Σ.Επ. με δήλωση που υποβάλλεται εγγράφως σε αυτή (δηλαδή στη Διοικούσα Επιτροπή ή το εξουσιοδοτημένο από την Κοιν.Σ.Επ. προς τούτο πρόσωπο). Η δήλωση αποχώρησης γεννά τα αποτελέσματά της από την αρχή του επομένου λογιστικού έτους. Στο μέλος που αποχωρεί επιστρέφεται εντός τριών μηνών από την έγκριση του ισολογισμού ή των αποτελεσμάτων χρήσης, η αξία της συνεταιρικής του μερίδας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης περί έγκρισης της αποχώρησης. Λέγοντας αξία της μερίδας εννοούμε πάντα την αξία που αναφέρεται στο καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ., όπως αυτή εκάστοτε διαμορφώνεται. Αν η αξία της μερίδας υπερβαίνει την αξία του ποσού που είχε καταβληθεί για την απόκτησή της, ως ανώτερο όριο επιστροφής ορίζεται το τριπλάσιο της αξίας αυτής. Με την επιστροφή εκκαθαρίζεται οικονομικά η σχέση της Κοιν.Σ.Επ. με το μέλος, χωρίς αυτό να έχει αξίωση επί της περιουσίας που έχει σχηματιστεί. Η αποχώρηση του μέλους ολοκληρώνεται με τη λογιστική εκκαθάριση του επόμενου λογιστικού έτους.
Η ιδιότητα του μέλους δεν αποτελεί αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής, άρα αν μέλος-φυσικό πρόσωπο αποβιώσει, η αξία της συνεταιρικής του μερίδας, στο ύψος που αναφέρθηκε ανωτέρω, καταβάλλεται στον ειδικό ή καθολικό διάδοχο. Αν μέλος- νομικό πρόσωπο τεθεί σε εκκαθάριση λόγω λύσης ή πτώχευσής του, η αξία της συνεταιρικής του μερίδας καταβάλλεται στον σύνδικο ή εκκαθαριστή του.

4.4 Όργανα: Τα όργανα της Κοιν.Σ.Επ. είναι η Γενική Συνέλευση και η Διοικούσα Επιτροπή.
4.4.1 Γενική Συνέλευση: Η Γενική Συνέλευση είναι το ανώτατο όργανο και αποφασίζει για όλα τα θέματα της Κοιν.Σ.Επ. και η Διοικούσα Επιτροπή ορίζεται ως το εκτελεστικό διοικητικό όργανο. Αν η Κοιν.Σ.Επ. έχει μόνο πέντε μέλη, αντί Διοικούσας Επιτροπής, τα μέλη μπορεί να εκλέξουν διαχειριστή, ο οποίος αναλαμβάνει όλες τις αρμοδιότητες της Διοικούσας Επιτροπής, που περιγράφονται παρακάτω. 
Στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης υπάγονται: 
α) Η τροποποίηση του καταστατικού.
β) Η απόφαση για τη συγχώνευση, την παράταση της διάρκειας, τη λύση και την αναβίωση της Κοιν.Σ.Επ..
γ) Η έγκριση των ειδικών κανονισμών εργασίας και προσωπικού, αν εννοείται υπάρχει ανάγκη γι’αυτό λόγω αύξησης του μεγέθους και των εργασιών της Κοιν.Σ.Επ.. 
δ) Η συμμετοχή σε εταιρεία (οποιασδήποτε μορφής) και η αποχώρηση από αυτή.
ε) Οι γενικοί όροι της δραστηριότητας της Κοιν.Σ.Επ., ανάλογα με τους σκοπούς της. Η αρμοδιότητα αυτή μπορεί να μεταβιβαστεί στη Διοικούσα Επιτροπή ή τον διαχειριστή.
στ) Η έγκριση του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης.
ζ) Η εκλογή και η απαλλαγή κάθε ευθύνης της Διοικούσας Επιτροπής ή του διαχειριστή καθώς και των αντιπροσώπων της Κοιν.Σ.Επ. σε δευτεροβάθμιες οργανώσεις, αν βέβαια συμμετέχει σε κάποια.
η) Η επιβολή εισφοράς στα μέλη για την αντιμετώπιση έκτακτων ζημιών ή άλλων εξαιρετικών καταστάσεων.

Είναι αυτονόητο ότι το καταστατικό μπορεί να προβλέπει και άλλες αποκλειστικές αρμοδιότητες της Γενικής Συνέλευσης.
Η Γενική Συνέλευση διακρίνεται σε τακτική και έκτακτη. H τακτική συγκαλείται υποχρεωτικά τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος και, σε κάθε περίπτωση, πριν την υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης. Η σύγκληση γίνεται με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής ή του διαχειριστή που απευθύνεται προς τα μέλη, προ τουλάχιστον τριών ημερών από την ημερομηνία της συνέλευσης. Η πρόσκληση αναγράφει τουλάχιστον την ακριβή διεύθυνση σύγκλησης, την ημερομηνία και την ώρα που θα συνέλθει η συνέλευση και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και πρέπει να αναρτάται δημόσια σε ηλεκτρονική σελίδα.21 Τα μέλη μετέχουν και ψηφίζουν στη Γενική Συνέλευση αυτοπροσώπως, άρα δεν επιτρέπεται ψήφος δι’ εκπροσώπου, πλην, εννοείται, της περίπτωσης των μελών-νομικών προσώπων.
Η έκτακτη Γενική Συνέλευση συγκαλείται με πρόσκληση που απευθύνεται προς τα μέλη τουλάχιστον δύο ημέρες πριν την ημερομηνία της συνέλευσης, είτε από τη Διοικούσα Επιτροπή, είτε με πρωτοβουλία του διαχειριστή, είτε εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα με συγκεκριμένο θέμα προς τη Διοικούσα Επιτροπή από το 1/3 των μελών. Αν η Διοικούσα Επιτροπή αρνείται τη σύγκληση αυτή, τα αιτούντα μέλη δικαιούνται να τη συγκαλέσουν αυτοβούλως, χωρίς δηλαδή να ζητήσουν να διαταχθεί η σύγκληση από το Ειρηνοδικείο (άρθρο 5§3, ν. 1667/1986), με την παραπάνω διαδικασία.
Η Γενική Συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία όταν παρευρίσκεται το 1/2 των μελών της. Αν δεν επιτευχθεί απαρτία, συγκαλείται νέα Γενική Συνέλευση μέσα σε διάστημα που κυμαίνεται από δύο έως επτά ημέρες, κατά την οποία απαιτείται η ίδια απαρτία. Όμως, για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν στη μεταβολή του σκοπού ή της έδρας της Κοιν.Σ.Επ., τη μεταβολή του ποσού της συνεταιρικής μερίδας, την παράταση, τη διάλυση, την αναβίωση, τη συγχώνευση της Κοιν.Σ.Επ. και την ανάκληση και αντικατάσταση μελών της Διοικούσας Επιτροπής ή του διαχειριστή και των αντιπροσώπων της Κοιν.Σ.Επ. σε δευτεροβάθμιες οργανώσεις, η Γενική Συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται σ’ αυτήν τα δύο τρίτα των μελών. Οι αποφάσεις και στις δύο περιπτώσεις λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της.
Στην αρχή της συνεδρίασης εκλέγεται από τα μέλη ο πρόεδρος και ο γραμματέας της Γενικής Συνέλευσης. Έως την εκλογή του προέδρου τα καθήκοντα του ασκεί ο πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής ή, αν αυτός απουσιάζει, ο αντιπρόεδρος ή μέλος της ή, αν λείπουν και αυτοί ένα μέλος της Κοιν.Σ.Επ. που υποδεικνύεται από τη Γενική Συνέλευση. Ο πρόεδρος διευθύνει τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης και ο γραμματέας τηρεί τα πρακτικά που υπογράφονται από τον πρόεδρο και από τον ίδιο. Η Γενική Συνέλευση συζητεί και αποφασίζει για τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Αν παρίσταται το σύνολο των συνεταίρων (που είναι και το πιθανότερο), η Γενική Συνέλευση μπορεί να αποφασίζει και για θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην πρόσκληση. Αν, όμως, το ένα εικοστό των μελών, αλλά όχι λιγότερα από τρία, φέρει αντίρρηση για τη συζήτηση των εκτός διάταξης θεμάτων, η συζήτησή τους αναβάλλεται υποχρεωτικά. Η ψηφοφορία γίνεται όπως ορίζει το καταστατικό.
Ειδικά για αρχαιρεσίες, παροχή εμπιστοσύνης, απαλλαγή από ευθύνη, έγκριση απολογισμού και ισολογισμού και για προσωπικά θέματα η ψηφοφορία είναι μυστική. Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής δεν έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν στα θέματα απαλλαγής από την ευθύνη τους.
Οι αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης προσβάλλονται από τα 2/5 των μελών της Κοιν.Σ.Επ., εντός προθεσμίας 30 ημερών από την καταχώρισή τους στο Μητρώο, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας που εδρεύει η Κοιν.Σ.Επ. σύμφωνα με την τακτική διαδικασία.

4.4.2 Διοικούσα Επιτροπή: Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση. Τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών διενεργεί εφορευτική επιτροπή που εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση και αποτελείται από τρία τουλάχιστον μέλη.22 Η Διοικούσα Επιτροπή είναι τουλάχιστον τριμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και δύο τουλάχιστον μέλη, από τα οποία ένας φέρει την ιδιότητα του Γραμματέα και ένας του Ταμία. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός των μελών της πρέπει να είναι περιττός αριθμός. Η ιδιότητα του μέλους της Διοικούσας Επιτροπής είναι άμισθη. Η Διοικούσα Επιτροπή διοικεί και εκπροσωπεί την Κοιν.Σ.Επ., σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού. Μπορεί να μεταβιβάζει αρμοδιότητές της σε ένα ή περισσότερα μέλη, στον διευθυντή (αν υπάρχει) ή σε άλλον υπάλληλο της Κοιν.Σ.Επ.. Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής οφείλουν να καταβάλλουν την επιμέλεια που καταβάλλουν στις δικές τους υποθέσεις κατά τη διαχείριση των υποθέσεων της Κοιν.Σ.Επ..

Η διάρκεια της θητείας των μελών ορίζεται από το καταστατικό. Η θητεία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών ούτε μικρότερη των δύο ετών. Η θητεία της Διοικούσας Επιτροπής παρατείνεται μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 923, εντός της οποίας πρέπει να συνέλθει η αμέσως επόμενη γενική συνέλευση των μελών, εφαρμοζόμενων αναλόγως των παραγράφων 7, 8, 9 του άρθρου 18 του κ.ν. 2190/1920.24
Η Διοικούσα Επιτροπή συνεδριάζει τακτικά μία τουλάχιστον φορά κάθε τρεις μήνες ή συχνότερα αν το ζητήσει το 1/3 των μελών της, αλλά όχι λιγότερα από δύο άτομα (άρα σε τριμελή Διοικούσα Επιτροπή δεν ισχύει). Η σύγκλησή της γίνεται από τον Πρόεδρο κατά τα οριζόμενα στο καταστατικό της Κοιν.Σ.Επ.. Αν ο Πρόεδρος αδρανεί, η σύγκληση διενεργείται από οποιοδήποτε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής. Η πρόσκληση αναρτάται υποχρεωτικά σε ηλεκτρονική σελίδα, με ελάχιστα δημοσιευτέα στοιχεία την ακριβή διεύθυνση σύγκλησης, ημερομηνία, ώρα και τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
Απαρτία υπάρχει όταν παρευρίσκεται το 1/2 των μελών της Διοικούσας Επιτροπής και οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντα με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, ενώ σε περίπτωση ισοψηφίας υπερτερεί η ψήφος του προέδρου. Εκπροσώπηση μέλους δεν επιτρέπεται, ενώ αν υπάρχουν θέματα στην ημερήσια διάταξη, που αφορούν άμεσα κάποιο μέλος, ή συγγενή του πρώτου βαθμού, το μέλος αυτό δεν συμμετέχει στις συνεδριάσεις, ούτε έχει δικαίωμα ψήφου.
Οι αποφάσεις της Διοικούσας Επιτροπής προσβάλλονται από τα 2/5 των μελών της Κοιν.Σ.Επ., εντός προθεσμίας 30 ημερών από την καταχώρισή τους στο Μητρώο, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας που εδρεύει η Κοιν.Σ.Επ., που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.

4.5 Κεφάλαιο – οικονομικά και λειτουργικά στοιχεία: Το κεφάλαιο της Κοιν.Σ.Επ. διαιρείται σε συνεταιρικές μερίδες, των οποίων ο αριθμός και η ονομαστική αξία, που είναι ίδια για κάθε μερίδα, καθορίζονται στο καταστατικό. Κάθε μέλος της Κοιν.Σ.Επ. διαθέτει από μία υποχρεωτική συνεταιριστική μερίδα, ως ελάχιστη συμμετοχή στο κεφάλαιό της. Το ύψος της μερίδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 100 ευρώ και η απόκτησή της πραγματοποιείται μόνο με καταβολή μετρητών. Η μεταβίβαση της υποχρεωτικής συνεταιρικής μερίδας μέλους γίνεται μόνο σε νέο μέλος και εγκρίνεται από το συλλογικό όργανο που προβλέπει το καταστατικό και σε περίπτωση αμφιβολίας από τη Διοικούσα Επιτροπή.
Στο καταστατικό μπορεί να προβλέπεται η απόκτηση μέχρι πέντε προαιρετικών μερίδων. Οι προαιρετικές μερίδες χρησιμεύουν στην κεφαλαιακή ενίσχυση της επιχείρησης και δεν φέρουν δικαίωμα ψήφου, η δε απόκτησή τους μπορεί να πραγματοποιείται είτε με καταβολή μετρητών, είτε με εισφορά κινητής ή ακίνητης περιουσίας, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο καταστατικό. Επιτρέπεται η μεταβίβαση των προαιρετικών συνεταιριστικών μερίδων σε υφιστάμενα μέλη, εφόσον αυτό προβλέπεται ρητά στο καταστατικό.
Η διαχειριστική χρήση είναι ετήσια και λήγει την 31η Δεκεμβρίου. Η πρώτη διαχειριστική χρήση λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους από τη σύσταση της Κοιν.Σ.Επ.. Στο τέλος της διαχειριστικής χρήσης η Διοικούσα Επιτροπή συντάσσει τον ισολογισμό και το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης και τους υποβάλλει στην τακτική Γενική Συνέλευση για έγκριση. Ο ισολογισμός και ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης πρέπει να είναι στη διάθεση των μελών δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα σύγκλησης της συνέλευσης. Ο ισολογισμός και ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης δημοσιεύονται μέσα σε ένα μήνα από την έγκρισή τους από τη Γενική Συνέλευση σε εφημερίδα του νομού, όπου ο συνεταιρισμός έχει την έδρα του.
Το ποσοστό των ακαθαρίστων εσόδων από τις δραστηριότητες της Κοιν.Σ.Επ. που προέρχεται από Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 65% των συνολικών εσόδων της επιχείρησης, υπολογιζόμενου σε τριετή βάση, με εξαίρεση τις Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης.
Οι Κοιν.Σ.Επ. μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις για τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων κοινωνικής ωφέλειας που αναφέρονται στους καταστατικούς σκοπούς τους με αντισυμβαλλόμενους το Δημόσιο ή φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τους Ο.Τ.Α. α και β βαθμού. Οι συμβάσεις αυτές υπόκεινται στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, με ποινή ακυρότητας, αναρτώνται εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία σύναψης, στον ιστότοπο της Διαύγειας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και καταχωρίζονται στο Μητρώο εντός της ίδιας προθεσμίας. Στις προγραμματικές συμβάσεις απαραίτητα ορίζονται το αντικείμενο της σύμβασης, ο σκοπός και το περιεχόμενο των μελετών, των έργων, των προγραμμάτων ή των υπηρεσιών, ο προϋπολογισμός τους, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης της σύμβασης, οι πόροι από τους οποίους θα καλυφθούν οι αναλαμβανόμενες οικονομικές υποχρεώσεις και η διάρκεια της σύμβασης. Επίσης, ορίζεται το όργανο παρακολούθησης της εφαρμογής της και οι αρμοδιότητές του, καθώς και οι ρήτρες σε βάρος του συμβαλλομένου που παραβαίνει τους όρους της προγραμματικής σύμβασης.
Οι συμβαλλόμενοι φορείς για την εκτέλεση των προγραμματικών συμβάσεων μπορεί να χρηματοδοτούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων μέσω προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται αμιγώς από εθνικούς πόρους, τον Τακτικό Προϋπολογισμό ή άλλα εθνικά ή περιφερειακά προγράμματα, καθώς και από τους προϋπολογισμούς των συμβαλλόμενων φορέων. Είναι δυνατή η χρηματοδότηση των συμβαλλομένων και από φορείς του δημόσιου τομέα που δεν μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση. Για την εκτέλεση των προγραμματικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται η απασχόληση προσωπικού του ενός συμβαλλομένου στον άλλον, αλλά επιτρέπεται η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και μέσων.

Περαιτέρω, οι Κοιν.Σ.Επ. έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση από το Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης, μπορεί να υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 3908/201127 και μπορεί να εντάσσονται σε προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας και σε προγράμματα του Ο.Α.Ε.Δ. για τη στήριξη της εργασίας. Τέλος, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τα Ν.Π.Ι.Δ.-φορείς της Γενικής Κυβέρνησης μπορεί να παραχωρούν με απόφαση του διοικητικού τους οργάνου τη χρήση κινητής και ακίνητης περιουσίας τους σε Κοιν.Σ.Επ. για την ενίσχυση δραστηριοτήτων συλλογικής και κοινωνικής ωφέλειας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα αντικειμενικά κριτήρια και η διαφανής διαδικασία παραχώρησης χρήσης, δηλαδή η διάρκεια της παραχώρησης της χρήσης, οι υποχρεώσεις της Κοιν.Σ.Επ. προς την οποία γίνεται η παραχώρηση, το τυχόν αντάλλαγμα, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Οι εργασίες διαμόρφωσης, συντήρησης, λειτουργίας, έκδοσης πολεοδομικών ή άλλων αδειών βαρύνουν την Κοιν.Σ.Επ..
Τα κέρδη της Κοιν.Σ.Επ. δεν διανέμονται στα μέλη. Αν, όμως, τα μέλη είναι και εργαζόμενοι, ποσοστό 35% των κερδών διανέμονται σ’ αυτά. Τα υπόλοιπα κέρδη διατίθενται κατά ποσοστό 5% για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και κατά 60% διατίθεται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής της δραστηριότητας. Τα 2/3 των μελών της Γενικής Συνέλευσης της Κοιν.Σ.Επ. μπορούν ν’ αποφασίσουν αιτιολογημένα να μην διανεμηθεί μέρος ή όλο το 35% που είναι προς διανομή στα μέλη–εργαζομένους, αλλά να διατεθεί για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας της Κοιν.Σ.Επ..
Η Κοιν.Σ.Επ.  υποχρεούται, από τη δεύτερη χρήση λειτουργίας της, να παρουσιάζει ετήσια δαπάνη μισθοδοσίας τουλάχιστον ίση με το 25% του κύκλου εργασιών της προηγούμενης χρήσης της. Η υποχρέωση αυτή αφορά Κοιν.Σ.Επ. με κύκλο εργασιών και έσοδα επιχορηγήσεων της προηγούμενης ετήσιας χρήσης μεγαλύτερα από το 300% του ετήσιου κόστους μισθοδοτικής δαπάνης ενός υπαλλήλου πλήρους απασχόλησης, με βάση τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό χωρίς επιδόματα. Ως ετήσιος κύκλος εργασιών (Turnover, net) νοείται η ακαθάριστη εισροή οικονομικών ωφελειών στη διάρκεια της περιόδου που προέρχεται από τις συνήθεις δραστηριότητες της Κοιν.Σ.Επ., η οποία καταλήγει σε αύξηση της καθαρής θέσης, εξαιρουμένων των αυξήσεων της καθαρής θέσης από συνεισφορές των ιδιοκτητών. Στο ποσό του κύκλου εργασιών δεν προσμετρούνται οι εκπτώσεις και επιστροφές, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών. Η Κοιν.Σ.Επ. απαλλάσσεται από το τέλος επιτηδεύματος για τα 5 πρώτα έτη λειτουργίας και στη συνέχεια αυτό καθορίζεται σε 500 ευρώ.
Για τις εταιρικές υποχρεώσεις ευθύνεται μόνο η Κοιν.Σ.Επ. με την περιουσία της. Άρα τα μέλη δεν φέρουν καμία ευθύνη. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι υποχρεώσεις προς το Δημόσιο. Για τις οφειλές αυτές ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την Κοιν.Σ.Επ. ο πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής (ή ο διαχειριστής, αν δεν υπάρχει πρόεδρος). Σε περίπτωση καταβολής των οφειλών αυτών από τον πρόεδρο (ή τον διαχειριστή), αυτός έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών μελών της Κοιν.Σ.Επ., τα οποία, με τη σειρά τους, ευθύνονται έναντί του απεριόριστα και εις ολόκληρον.
Κατά τα λοιπά, η Κοιν.Σ.Επ. τηρεί τα βιβλία που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία. Επίσης τηρεί Βιβλίο μητρώου μελών, Βιβλίο πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης και Βιβλίο πρακτικών συνεδριάσεων της Διοικούσας Επιτροπής, τα οποία θεωρούνται πριν από τη χρήση τους από τον Ειρηνοδίκη στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η Κοιν.Σ.Επ.. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει την τήρηση και άλλων βιβλίων. Στη σφραγίδα, στα έντυπα, στα έγγραφα και στις συμβάσεις που συνάπτει μια Κοιν.Σ.Επ. αναγράφεται υποχρεωτικά ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου και ο Αριθμός Γενικού Μητρώου Κοινωνικής Οικονομίας, οι οποίοι της αποδίδονται κατά τη σύστασή της καθώς και όποιο άλλο στοιχείο τυχόν προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία.

4.6 Πτώχευση: Αν η Κοιν.Σ.Επ. αδυνατεί να πληρώσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της, ή αν, κατά τη σύνταξη του ισολογισμού, διαπιστωθεί ότι το παθητικό υπερβαίνει το ενεργητικό κατά το ένα τρίτο του συνολικού ποσού της ευθύνης όλων των μελών, η Διοικούσα Επιτροπή (ή ο διαχειριστής, αν υπάρχει) υποχρεούται να συγκαλέσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη Γενική Συνέλευση με θέμα την επιβολή έκτακτης εισφοράς στα μέλη. Στη Γενική Συνέλευση υποβάλλεται ισολογισμός και έκθεση της Διοικούσας Επιτροπής για την περιουσιακή κατάσταση της Κοιν.Σ.Επ. και την προτεινόμενη έκτακτη εισφορά. Η απόφαση από τη Γενική Συνέλευση λαμβάνεται με απαρτία των 2/3 των μελών και με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών. Πίνακας για τις έκτακτες εισφορές που επιβλήθηκαν και τις τυχόν καθυστερούμενες τακτικές εισφορές υποβάλλεται αμέσως από τη Διοικούσα Επιτροπή στο Ειρηνοδικείο και κηρύσσεται απ’ αυτό εκτελεστός.
Η Κοιν.Σ.Επ. κηρύσσεται σε πτώχευση με αίτηση οποιουδήποτε δανειστή, αν η Διοικούσα Επιτροπή δεν συγκαλεί τη Γενική Συνέλευση για την επιβολή έκτακτης εισφοράς και με αίτηση της Κοιν.Σ.Επ. ή οποιουδήποτε δανειστή, αν η επιβολή έκτακτης εισφοράς αποτύχει, δηλαδή δεν λάβει θετική ψήφο από τη Γενική Συνέλευση. Αρμόδιο δικαστήριο για την πτώχευση είναι το Ειρηνοδικείο της έδρας της Κοιν.Σ.Επ., ενώ κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία του Πτωχευτικού Κώδικα.

4.7 Λύση, εκκαθάριση, αναβίωση, μετατροπή: Η Κοιν.Σ.Επ. λύεται είτε οικειοθελώς με τη βούληση των μελών της είτε αναγκαστικά κατόπιν συγκεκριμένων γεγονότων.
Οικειοθελής λύση υπάρχει αν το αποφασίσει η Γενική Συνέλευση ή αν λήξει ο χρόνος διάρκειάς της που ορίζει το καταστατικό και δεν αποφασίστηκε η παράταση της από τη Γενική Συνέλευση.
Αναγκαστική λύση επέρχεται αν η Κοιν.Σ.Επ. κηρυχθεί σε πτώχευση, αν τα μέλη της μειωθούν κάτω του ελάχιστου αριθμού (πέντε ή επτά αναλόγως της Κοιν.Σ.Επ.), αν εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που κηρύσσει άκυρη τη σύσταση της Κοιν.Σ.Επ., ή αν διαγραφεί από το Μητρώο.
Πέραν της περίπτωσης της πτώχευσης, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, την με οποιονδήποτε τρόπο λύση της Κοιν.Σ.Επ. ακολουθεί η θέση της σε εκκαθάριση, ενώ οι ενέργειες αυτές καταχωρίζονται στο Μητρώο. Η Κοιν.Σ.Επ. λογίζεται ότι εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη λύση της, για όσο χρόνο διαρκεί η εκκαθάριση. Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ. καθίστανται συνεκκαθαριστές μετά τη θέση της Κοιν.Σ.Επ. σε εκκαθάριση, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά. H Γενική Συνέλευση μπορεί να διορίσει άλλο ή και τρίτο φυσικό ή φυσικά πρόσωπα ως εκκαθαριστές. Οι εκκαθαριστές δεν αμείβονται για τις υπηρεσίες εκκαθάρισης. Αν οι εκκαθαριστές είναι περισσότεροι του ενός, οι αποφάσεις αυτών λαμβάνονται κατά απόλυτη πλειοψηφία.
Κατά την εκκαθάριση διεκπεραιώνονται οι εκκρεμείς υποθέσεις, και ιδίως εισπράττονται οι απαιτήσεις, ρευστοποιείται η περιουσία και εξοφλούνται τα χρέη. Αν απομένει μόνο παθητικό, οι εκκαθαριστές προβαίνουν στην περάτωση της εκκαθάρισης. Αν απομένει ενεργητικό, τα μέλη λαμβάνουν την ονομαστική αξία των συνεταιριστικών τους μερίδων, ακέραιη ή αναλογικά εφόσον το ποσό που απομένει δεν επαρκεί. Αν απομένει αδιάθετο ενεργητικό, αυτό περιέρχεται στο Ταμείο Κοινωνικής Οικονομίας.
Οι αποφάσεις των εκκαθαριστών προσβάλλονται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την καταχώρισή τους στο Μητρώο, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας που εδρεύει η Κοιν.Σ.Επ., το οποίο δικάζει κατά την τακτική διαδικασία. Η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης καταχωρίζεται στο Μητρώο και το Τμήμα Μητρώου έχει υποχρέωση να ενημερώσει κάθε άλλο μητρώο στο οποίο έχει πρόσβαση και υποχρέωση ενημέρωσης για την οριστική διαγραφή της Κοιν.Σ.Επ..
Αν η Κοιν.Σ.Επ. λύθηκε λόγω λήξης της διάρκειάς της είναι δυνατή η αναβίωσή της με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Το ίδιο ισχύει αν λύθηκε λόγω πτώχευσης, η οποία ανακλήθηκε ή περατώθηκε με συμβιβασμό. Αν η Κοιν.Σ.Επ. λύθηκε επειδή τα μέλη της μειώθηκαν κάτω του ελαχίστου ορίου, η αναβίωση είναι δυνατή, αν μέσα σε τρεις μήνες συμπληρωθεί ο απαιτούμενος ελάχιστος αριθμός μελών κατόπιν έγκρισης εισόδου νέων μελών από τη Γενική Συνέλευση. Η απόφαση της αναβίωσης λαμβάνεται από τα 3/5 του συνόλου των μελών και καταχωρίζεται στο Μητρώο. Σε περίπτωση αναβίωσης θεωρείται ότι η Κοιν.Σ.Επ. δεν λύθηκε ποτέ. Η αναβίωση δεν είναι δυνατή αν έχει αρχίσει η διανομή του απομένοντος ενεργητικού στα μέλη (η διάταξη είναι εσφαλμένη, γιατί θα μπορούσε να ισχύσει η ίδια διαδικασία με ομοφωνία των μελών και παράλληλα τα μέλη να επιστρέψουν τα εισπραχθέντα ποσά).
Μια Κοιν.Σ.Επ. μπορεί να διαγραφεί από το Μητρώο με πρωτοβουλία της Διοίκησης. Οι λόγοι διαγραφής είναι είτε η αδράνειά της, δηλαδή η έλλειψη οικονομικής δραστηριότητας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, είτε επειδή διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιεί τις ρυθμίσεις του Ν. 4430/2016 με σκοπό να αποκομίσει για λογαριασμό της ή για λογαριασμό άλλων παράνομο περιουσιακό όφελος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Κοιν.Σ.Επ. αν η Γενική Συνέλευση δεν προβεί στη λύση της, οφείλει εντός 90 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτή της πράξης διαγραφής, να ενεργήσει τη νόμιμη μετατροπή της σε μορφή επιχείρησης που τα μέλη επιθυμούν. Πριν τη μετατροπή σε άλλη νομική μορφή, η Κοιν.Σ.Επ. τίθεται σε εκκαθάριση. Οι ανωτέρω ενέργειες οφείλουν να γνωστοποιούνται από την Κοιν.Σ.Επ. στο Μητρώο.

5. Τελικές σκέψεις: Στο Κεφάλαιο 5 της ετήσιας έκθεσης «Κ.Αλ.Ο. 2018» της Ειδικής Γραμματείας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Κ.ΑΛ.Ο. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α» από την έναρξη λειτουργίας του Τμήματος στις 16 Μαρτίου 2017 μέχρι και τον Αύγουστο (23/8/2018) του 2018 εγκρίθηκαν 580 νέοι Φορείς Κ.ΑΛ.Ο. (σε σύνολο 820 περίπου αιτήσεων), επανεγγράφηκαν στο νέο Μητρώο 541 Φορείς (σε σύνολο 586 αιτήσεων), οι οποίοι είχαν συσταθεί με τον Ν.4019/2011 και επανεγγράφηκαν αυτοδίκαια, βάσει του Ν. 4430/2016, 17 ΚΟΙ.Σ.Π.Ε., άρα σήμερα υπάρχουν εγγεγραμμένες περίπου 1151 επιχειρήσεις Κ.ΑΛ.Ο. σε όλη τη χώρα. Συγκρίνοντας καταστάσεις, σύμφωνα με στοιχεία του Τμήματος Μητρώου έως την 27.10.2016, πραγματοποιήθηκαν 1221 εγγραφές Κοιν.Σ.Επ., από τις οποίες παρέμειναν ενεργές 908. Πολλές από αυτές έχουν να επιδείξουν σημαντικό έργο και έχουν δημιουργήσει πολλαπλασιαστικά οφέλη στην τοπική κοινωνία μέσω της παραγωγής προϊόντων, της παροχής υπηρεσιών και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης.
Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, αν όχι εντυπωσιακά, για μια μορφή επιχείρησης, η οποία ρυθμίστηκε μόλις το 2011. Θα μπορούσε, επίσης, κανείς να αντιλέξει ότι οι Κοιν.Σ.Επ. (και γενικότερα η τάση για ενασχόληση στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας) είναι μια μόδα, που οφείλεται κυρίως, στα προνόμια και την πρόσβαση σε οικονομικές ενισχύσεις που προβλέπει ο νόμος. Είναι αλήθεια, δυστυχώς, ότι ενώ ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας επιδεικνύει ιδιαίτερο δυναμισμό και αξιοσημείωτα αποτελέσματα και είναι πολύ σπουδαιότερη οικονομική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο απ’ ό,τι συνήθως πιστεύει η κοινή γνώμη, στην Ελλάδα ο τομέας έχει αδύναμες ρίζες. Η ύπαρξη ενός αδύναμου κράτους σε συνδυασμό με μια αδύναμη κοινωνία πολιτών, η αποσπασματική και άνευ στρατηγικού σχεδιασμού, εν πολλοίς, ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, ο κυρίαρχος ρόλος των κομμάτων και η διαφθορά, που συνάδει με την κομματοκρατία, είναι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας.
Η κοινωνική οικονομία αποτελεί ένα όραμα για μια κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων, στην οποία το προσωπικό κίνητρο οφέλους δεν θα αποθαρρύνεται αλλά θα περιορίζεται και θα υποτάσσεται σε κανόνες για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Χαρακτηριστικά της είναι η απουσία ακροτήτων στην κατανομή του πλούτου, η προώθηση της συνεργατικής προσπάθειας, η προώθηση ανθρώπινων αξιών στην λειτουργία της αγοράς, ο σεβασμός προς μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους, η ανθρώπινη αλληλεγγύη, η ελεύθερη πρόσβαση στη μόρφωση, η προστασία του περιβάλλοντος, η προστασία της υγείας και η ασφάλεια στην εργασία, η φροντίδα για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ο σεβασμός ηθικών αξιών, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ισότητα των φύλων, η κοινή προσπάθεια για κατάργηση της εκμετάλλευσης των παιδιών και για τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Ας ελπίσουμε ότι η ανάπτυξη που παρατηρείται πλέον και στη χώρα μας δεν οφείλεται σε ευκαιριακές συγκυρίες (λόγω και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης), αλλά σε μια πραγματική ανάγκη για περισσότερη κοινωνική δραστηριότητα και ωφέλεια σε συνδυασμό με την ιδιωτική επιχειρηματικότητα.