Ολυμπία
Κλήμη-Καμινάρη
Επ.
Καθηγήτρια, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
e-mail:kaminari@otenet.gr
Περίληψη
Ο στόχος
της παρούσας εργασίας είναι η τεκμηρίωση
της ύπαρξης καθοριστικής σημασίας
αδύνατων σημείων στον νόμο 4015/2011 για
τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που
τον καθιστούν ένα κακό για τους
συνεταιρισμούς νόμο. Ο νόμος παρουσιάζει
σημαντικές ατέλειες από απόψεως τήρησης
των Διεθνών Αρχών του Συνεργατισμού
και των δεσμεύσεων της χώρας μας ως
συμμετόχου στον ΟΗΕ και στη Διεθνή
Οργάνωση Εργασίας, από απόψεως τήρησης
των διατάξεων του Συντάγματος και από
απόψεως ίσης μεταχείρισης των συνεταιρισμών
με τις συμβατικές επιχειρήσεις.
Λέξεις-κλειδιά:
αγροτικοί
συνεταιρισμοί, Διεθνείς Συνεταιριστικές
Αρχές, Σύνταγμα, νόμος 4015/2011, Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Abstract
The
present paper aims at documenting the existence of critically
important weaknesses in the Greek law 4015/2011 concerning
agricultural co-operatives, so as to characterize this law as a bad
one for co-operatives. It is found that there are indeed serious
shortcomings with regard (a) to the International Co-operative
Principles, (b) the country’s commitments as member of the United
Nations and the International Labour Organization, (c) the provisions
of the Constitution of Greece and (d) the equal treatment of
co-operatives with the conventional enterprises. It is concluded that
the legislator has not comprehended the concept and the
particularities of co-operation and the need for specific treatment
of co-operatives. Instead, he introduced obligatory provisions and
even has prohibited the formation of second degree cooperatives.
Key
words:
Agricultural Co-operatives, International Co-operative Principles,
Greek Constitution, Law 4015/2011, European Union.
Eισαγωγή
Ο
Νόμος
όταν
απ’
τη
γνώμη
του
σοφού
δε δίνεται
σαν κάτι το θεόσταλτο,
στραγγουλιστής
και πνίχτης είναι ο νόμος.
Κ.
Παλαμάς (Από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου)
Από
μετρήσεις, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει
καταδειχθεί ότι οι συνεταιρισμοί κάθε
είδους είναι πιο ανθεκτικοί και σταθεροί
από ότι άλλες κατηγορίες επιχειρήσεων
σε περιόδους κρίσης, καθώς και ότι είναι
σε θέση να αναπτύσσουν νέες επιχειρηματικές
πρωτοβουλίες για τη μεγιστοποίηση της
ανταγωνιστικότητας.
Αυτό αποδίδεται
στην ιδιαιτερότητα των συνεταιριστικών
επιχειρήσεων, δηλ. στη μακροπρόθεσμη
προσέγγισή τους για πολλές γενεές, στις
ισχυρές εδαφικές καταβολές τους, στο
ενδιαφέρον τους για την προάσπιση των
συμφερόντων των μελών τους, καθώς και
στη σημασία που αποδίδουν στη μεταξύ
τους συνεργασία.i
Για το λόγο
αυτό, ειδικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
οι ιδιαιτερότητες του συνεταιριστικού
μοντέλου λαμβάνονται υπόψη από όλες
τις πολιτικές της Ε.Ε. στις οποίες
λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε
να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι
ανταγωνισμού μεταξύ συνεταιρισμών και
άλλων μορφών επιχειρηματικής δράσης,
ενώ ταυτόχρονα διαφυλάσσονται οι σκοποί
και οι μέθοδοι λειτουργίας των
συνεταιρισμών, καθώς και ο κοινωνικός
τους χαρακτήρας. Παράλληλα, γίνονται
συστάσεις, τόσο από τα όργανα της Ε.Ε.ii
όσο και από διεθνείς οργανισμούςiii,
προς τα κράτη-μέλη τους, για τη διαμόρφωση
ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την
αναγνώριση και την ανάπτυξη των
συνεταιρισμών, σε όλα τα πεδία και τους
τομείς, ώστε να αρθούν τα εμπόδια που
παρεμβαίνουν στην ανάπτυξή τους. Ο
εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας που αφορά
τους συνεταιρισμούς συστήνεται ως μία
από τις παραμέτρους για την ανάπτυξή
των συνεταιρισμών
Οι συνεταιρισμοί
παγκόσμια ακολουθούν τις Διεθνείς Αρχές
του Συνεργατισμού, που θεσπίστηκαν από
τη Διεθνή Συνεταιριστική Ένωση,
υιοθετήθηκαν από τον Οργανισμό Ηνωμένων
Εθνών και ενσωματώθηκαν στη Σύσταση
193/2002 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Αυτήν ακριβώς τη Σύσταση της Διεθνούς
Οργάνωσης Εργασίας το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο καλεί τα κράτη-μέλη να
εφαρμόσουν και να εναρμονίσουν, με βάση
αυτή, τη νομοθεσία τους που αφορά τους
συνεταιρισμούς.
Συνεπώς οι
εθνικοί νομοθέτες των κρατών μελών της
Ε.Ε. και των διεθνών αυτών οργανισμών,
στα κράτη που υπάρχει ειδική για τους
συνεταιρισμούς νομοθεσία, θα πρέπει να
βασίζονται στις Διεθνείς Αρχές για τους
συνεταιρισμούς όταν θεσπίζουν νόμους
που διέπουν τους συνεταιρισμούς, ώστε
να διατηρείται η φυσιογνωμία του θεσμού.
Η περίπτωση
των ελληνικών αγροτικών συνεταιρισμών
είναι ιδιόμορφη. Η κρίση στους κόλπους
τους έχει μακρότερη από την υφιστάμενη
οικονομική κρίση διάρκεια, και αναφέρεται
κυρίως σε κρίση οφειλόμενη στη μεταχείριση
του ίδιου του συνεταιριστικού θεσμού
και όχι σε κρίση οφειλόμενη στις δυνάμεις
της αγοράς. Η πρόσφατη νομοθεσία για
τους αγροτικούς συνεταιρισμούς έχει
επιδεινώσει την κατάσταση.
Τη στιγμή
που οι συνεταιρισμοί είναι ιδιαίτερα
αναγκαίοι για την προστασία των
μικροπαραγωγών, που αποτελούν το
μεγαλύτερο ποσοστό των ελλήνων γεωργών,
ως φορείς συσπείρωσης και προάσπισης
των κοινών συμφερόντων τους, ακόμα και
για απλή επιβίωση στον αγροτικό χώρο,
ο συνεταιριστικός θεσμός έχει να
αντιμετωπίσει θεσμικές παρεμβάσεις
αμφισβητούμενης σκοπιμότητας και
συμβατότητας προς τους συνταγματικούς
και διεθνείς κανόνες.
Το
περιοριστικό πλαίσιο για τον νομοθέτη
Το περιοριστικό
πλαίσιο για τον νομοθέτη συνίσταται
στην τήρηση του Συντάγματος και των
κανόνων των οποίων η τήρηση επιβάλλεται
από διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει
η χώρα, όπως η «Σύσταση
193 του ILO
για την προώθηση των Συνεταιρισμών»,
στην οποία έχουν ενσωματωθεί οι Διεθνείς
Αρχές του Συνεργατισμού. Πολύτιμη
καθοδήγηση παρέχεται επιπροσθέτως από
τις διατάξεις του Καταστατικού του
Ευρωπαϊκού Συνεταιρισμού, το οποίο πήρε
μορφή Κανονισμού της Ε.Ε. ακριβώς για
να λειτουργήσει ως οδηγός για τη βαθμιαία
ομογενοποίηση των εθνικών νομοθεσιών
για τους συνεταιρισμούς. Τα περιοδικά
ψηφίσματα του ΟΗΕ για τους συνεταιρισμούς,
οι Εκθέσεις και τα ψηφίσματα του
Ευρωκοινοβουλίου και οι Γνωμοδοτήσεις
της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
της Ε.Ε. λειτουργούν επίσης επιβοηθητικά.
Το Σύνταγμα
για τους συνεταιρισμούς
Στο άρθρο 12
παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος αναφέρεται
ότι «οι
γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί
κάθε είδους αυτοδιοικούνται σύμφωνα
με τους όρους του νόμου και του καταστατικού
τους και προστατεύονται και εποπτεύονται
από το Κράτος, που είναι υποχρεωμένο να
μεριμνά για την ανάπτυξή τους».
Στην παρ. 5 αναφέρεται ότι «επιτρέπεται
η σύσταση με νόμο αναγκαστικών
συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην
εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή
δημόσιου ενδιαφέροντος … εφόσον πάντως
εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών
που συμμετέχουν».
Από την ειδική
για τους συνεταιρισμούς διάταξη της
παρ. 4 προκύπτουν δύο πράγματα. Ότι κατ’
αρχάς το Σύνταγμα κατοχυρώνει ρητά την
αρχή της αυτοδιοίκησης των συνεταιρισμών,
αναγνωρίζεται δηλαδή σε αυτούς ατομικό
δικαίωμα αυτοκαθορισμού που εξειδικεύεται
σε ελευθερία σύστασης και οργάνωσης
του συνεταιρισμού και ελευθερία διοίκησης
και διαχείρισής του, ταυτόχρονα όμως
αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει
τα όρια αυτοδιοίκησης «σύμφωνα
με τους όρους του νόμου και του καταστατικού
τους»iv.
Και αφ’ ετέρου ότι το Σύνταγμα
αντιμετωπίζει τους συνεταιρισμούς ως
θεσμούς, ως μορφή οικονομικής και
κοινωνικής οργάνωσηςv,
και εισάγει θεσμική εγγύηση με τη μορφή
της προστασίας, της κρατικής εποπτείας
και της υποχρέωσης του κράτους να
μεριμνά για την ανάπτυξή τους.
Όπως συμβαίνει
με τα περισσότερα συνταγματικά
κατοχυρωμένα δικαιώματα, το δικαίωμα
της αυτοδιοίκησης και αυτοκαθορισμού
των συνεταιρισμών, όπως προελέχθη,
υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς
(άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος) που πρέπει
να υπηρετούν σοβαρούς λόγους δημοσίου
συμφέροντος επαρκώς εξειδικευμένους.
Σε κάθε όμως περίπτωση, οι νομοθετικοί
περιορισμοί θα πρέπει να αποβλέπουν
στην ανάπτυξη των συνεταιρισμών, που
είναι και ο δικαιολογητικός λόγος της
υπαγωγής τους στην κρατική προστασία
και εποπτεία, και να μην προσβάλλουν
τον πυρήνα του κατοχυρωμένου δικαιώματος,
που είναι η εκούσια σύσταση και δράση
του συνεταιρισμού ως αυτοδιοικούμενου.
Με την παρ.
5 του άρθρου 12 του ισχύοντος Συντάγματος
επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση από την
ελευθερία σύστασης, η σύσταση με νόμο
αναγκαστικών συνεταιρισμών και η
επιβολή υποχρεωτικής συμμετοχής σε
αυτούς, εφ’ όσον επιδιώκεται να
εξυπηρετηθούν σκοποί κοινής ωφελείας
ή δημοσίου συμφέροντος. Σε ότι αφορά
όμως την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία
τους, οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί
διέπονται από τις ίδιες αρχές που διέπουν
και τους εκούσιους, αφού και οι δύο
-εκούσιοι και αναγκαστικοί- δεν είναι
νομικά πρόσωπα δημοσίου αλλά ιδιωτικού
δικαίουvi.
Ο συνεταιρισμός
είναι νομική μορφή οικονομικής
δραστηριότητας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας
και συμμετέχει στην οικονομική ζωή της
χώρας και για το λόγο αυτό προστατεύεται
από τη γενικότερη διάταξη του άρθρ. 5
παρ. 1 του Συντάγματος, επίσης ισχύει
και για τους συνεταιρισμούς, ως αυτονόητους
φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η
θεμελιώδης διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 1 του
Συντάγματος που κατοχυρώνει την ισότητα
«ενώπιον του νόμου», επιβάλει δηλαδή
«ισότητα δικαίου» άρα και απαγόρευση
νομοθετικών ρυθμίσεων που επάγονται
άνιση μεταχείριση και, τέλος, οι
συνεταιρισμοί, ως νομικά πρόσωπα
ιδιωτικού δικαίου και μάλιστα εμπορικού
χαρακτήρα, είναι υποκείμενα συνταγματικών
δικαιωμάτων και ειδικά του δικαιώματος
ιδιοκτησίας του άρθρου 17 του Συντάγματος.
Ο νόμος
4015/2011
Το 2011
συζητήθηκε και ψηφίστηκε ο νόμος
4015/2011 για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς,
ακολουθώντας όλες τις νομότυπες
διαδικασίες. Το σχέδιο νόμου που
διαμορφώθηκε από το Υπουργείο Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων εγκρίθηκε κατ’
αρχήν από το Υπουργικό Συμβούλιο, τέθηκε
σε διαβούλευση, εξετάσθηκε από τη
Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της
Βουλής, συζητήθηκε από την Επιτροπή
Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής με
τη συμμετοχή εκπροσώπων συνεταιρισμών
και επιστημόνων, ζητήθηκε και υποβλήθηκε
γνωμάτευση της Οικονομικής και Κοινωνικής
Επιτροπής, δημοσιοποιήθηκε η άποψη
εξωτερικού συνταγματολόγου, και τελικά
συζητήθηκε και ψηφίστηκε από την
ολομέλεια της Βουλής, με συναίνεση στα
περισσότερα άρθρα και της αξιωματικής
αντιπολίτευσης.
Κατόπιν
αυτών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι
υπήρξαν όλα τα εχέγγυα για ένα νόμο
ανταποκρινόμενο στις ανάγκες των
συνεταιρισμών. Όμως μια σε βάθος
διερεύνηση των διατάξεων του νόμου
αυτού, στηριζόμενη στις διεθνείς
συνεταιριστικές αρχές, στο Σύνταγμα
της Ελλάδας, στις δεσμεύσεις της χώρας
ως συμμετόχου στον ΟΗΕ και στη Διεθνή
Οργάνωση Εργασίας, αλλά και στις
επιστημονικές απόψεις εμπειρογνωμόνων,
αποκαλύπτουν αρκετά αδύνατα σημεία. Η
ύπαρξη καθοριστικής σημασίας αδύνατων
σημείων, τεκμηριώνεται στη συνέχεια.
Από την
Αιτιολογική Έκθεση του νόμου προκύπτει
ότι σκοπός του είναι η μεταρρύθμιση του
ισχύοντος τότε νομικού πλαισίου (ν.
2810/2000) που αφορούσε τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς, που παρ’ ότι αναγνωρίζει
ότι υπήρξε ένας καλός και λειτουργικός
νόμος, «από
το ρυθμιστικό του όμως ορίζοντα διέλαθαν
η αντιμετώπιση αδρανών και υπερχρεωμένων
συνεταιρισμών, η αδρανοποίηση της
συνταγματικής επιταγής για εποπτεία
και προστασία και η διασύνδεση της
συνεταιριστικής ιδέας με την ανταγωνιστική
και διεθνοποιημένη αγορά».
Διατηρείται η αναφορά στο οργανωτικό
και λειτουργικό κεκτημένο των αγροτικών
συνεταιρισμών που προέβλεπε ο 2810/2000,
οργανώνεται όμως εκ νέου η κρατική
εποπτεία των αγροτικών συνεταιρισμών
και επιχειρείται η διεύρυνση της
αγροτικής επιχειρηματικότηταςvii.
Ο νέος νόμος
προβλέπει την ύπαρξη μόνο πρωτοβάθμιων
συνεταιρισμών. Οι υφιστάμενες Ενώσεις
Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ) οφείλουν
να μετατραπούν υποχρεωτικά σε πρωτοβάθμιους
αγροτικούς συνεταιρισμούς (ΑΣ) ή σε
Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις (ΑΕΣ),
που έχουν τη νομική μορφή των ανωνύμων
εταιρειών. Η αναγκαστική αυτή μετατροπή
ορίζεται να γίνει με απόφαση των οικείων
γενικών τους συνελεύσεων που λαμβάνονται
με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών
(άρθρ. 19 παρ. 3). Περαιτέρω οι τριτοβάθμιες
Κεντρικές Συνεταιριστικές Ενώσεις και
οι Κοινοπραξίες Αγροτικών Συνεταιριστικών
Οργανώσεων, οι οποίες έχουν ιδρυθεί και
λειτουργούν με βάση τον ν. 2810/2000,
μετατρέπονται υποχρεωτικά είτε σε
κλαδικούς πρωτοβάθμιους Αγροτικούς
Συνεταιρισμούς, και μάλιστα μόνον ένας
κλαδικός αγροτικός συνεταιρισμός μπορεί
να λειτουργεί σε εθνικό επίπεδο για
τους παραγωγούς του αντίστοιχου ομοειδούς
προϊόντος, είτε σε Αγροτικές Εταιρικές
Συμπράξεις. Διαφορετικά δεν αναγνωρίζονται
και δεν καταχωρούνται στο Εθνικό Μητρώο
Συλλογικών Αγροτικών Οργανώσεων που
δημιουργήθηκε. Τέλος, οι Συνεταιριστικές
Εταιρείες μετατρέπονται σε Αγροτικές
Εταιρικές Συμπράξεις και καταχωρούνται
και αυτές στο Μητρώο, εφ’ όσον στη
μετοχική τους σύνθεση μετέχουν κατά
πλειοψηφία αγροτικοί συνεταιρισμοί. Η
Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη περιβάλλεται
υποχρεωτικά τη νομική μορφή της
κεφαλαιουχικής εταιρείας, δηλ. της
Ανώνυμης Εταιρείας.
Αιτιολόγηση
της βαθειάς αυτής τομής στην υφιστάμενη
επί 100 έτη δομή της αγροτικής συνεταιριστικής
κίνησης (πρωτοβάθμιοι, δευτεροβάθμιοι,
τριτοβάθμιοι, κοινοπραξίες) και ο
περιορισμός της σε ένα μόνο επίπεδο,
υπήρξε η διαπίστωση, από μελέτες, ότι ο
μεγαλύτερος αριθμός των υφιστάμενων
πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών είναι
αδρανείς, δεν αναπτύσσουν αυτόνομες
οικονομικές δραστηριότητες και θεωρούνται
ως «αγροτικοί συνεταιρισμοί σφραγίδες».
Όπως αναφερόταν και σε μελέτη της
ΠΑΣΕΓΕΣ, λόγω της μεταβολής των συνθηκών
μετακίνησης των αγροτών και οικονομικής
λειτουργίας του χώρου, πολλοί συνεταιρισμοί
δεν αναπτύσσουν δραστηριότητες, διότι
τα μέλη τους εξυπηρετούνται οικονομικότερα
κατ’ ευθείαν από τις Ενώσεις. Γι’ αυτό
η ΠΑΣΕΓΕΣ συνιστούσε εθελοντική μετατροπή
των Ενώσεων σε πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς.
Με τις
συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου, δεν
τηρούνται οι διεθνείς συνεταιριστικές
αρχές, στις οποίες περιλαμβάνεται η
αυτονομία και ανεξαρτησία των
συνεταιρισμώνviii,
καθώς και η αρχή της συνεργασίας μεταξύ
συνεταιρισμώνix.
Οι αρχές αυτές, καθώς και το συνταγματικά
κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι,
περιλαμβάνουν το δικαίωμα των συνεταιρισμών
να συνεργάζονται μεταξύ τους και να
δημιουργούν ανωτέρου βαθμού συνεταιριστικές
οργανώσεις. Όπως τονίζεται από τη Διεθνή
Οργάνωση Εργασίας στις Κατευθυντήριες
Γραμμές για τη Συνεταιριστική Νομοθεσία,
«η
ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι περιλαμβάνει
το δικαίωμα των συνεταιρισμών να
διασυνδέονται οριζόντια και να
σχηματίζουν ανωτέρου βαθμού οργανώσεις,
όπως
ενώσεις,
ομοσπονδίες ή/και συνομοσπονδίες… Ως
προς την κάθετη ολοκλήρωση, ο αριθμός
των βαθμίδων πρέπει να αποφασίζεται
από τους ίδιους τους συνεταιρισμούς,
λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση κόστους/οφέλους
στη διάρθρωση»x.
Αποτελεί συνεπώς επιλογή των ίδιων των
συνεταιρισμών να αποφασίσουν εάν θα
σχηματίσουν δευτεροβάθμιες συνεταιριστικές
οργανώσεις και όχι θέμα του νομοθέτη.
Άλλωστε, οι
συνεταιρισμοί, ως επιχειρήσεις που
δραστηριοποιούνται ανταγωνιστικά στην
αγορά, όταν θέλουν να επιτύχουν οικονομίες
κλίμακας και μεγέθους για να είναι
ανταγωνιστικοί, πρέπει να έχουν την
ελευθερία να συνεργάζονται μεταξύ τους
και να κάνουν επιχειρηματικές επιλογές,
όπως ακριβώς μέσω συγχωνεύσεων ή/και
επεκτάσεων μεγεθύνονται οι κεφαλαιουχικές
εταιρείες.
Όταν
καταργείται η δυνατότητα ίδρυσης
συνεταιρισμών 2ου
βαθμού, η συνεταιριστική κίνηση χάνει
την ενότητά της στην εκπροσώπηση και
στον συντονισμό των δραστηριοτήτων
της. Βαθμοί εξ άλλου προβλέπονται στις
νομοθεσίες όλων των ευρωπαϊκών κρατών,
στο Καταστατικό του Ευρωπαϊκού
Συνεταιρισμού, το οποίο ρητά προβλέπει
τη δυνατότητα ίδρυσης Ευρωπαϊκού
Συνεταιρισμού από άλλους συνεταιρισμούς,
στους ελληνικούς Αστικούς Συνεταιρισμούς
και στην ελληνική νομοθεσία για τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς από τον ν.
602/1915 έως τον 2810/2000.
Όσο για τις
αναγκαστικές μετατροπές, συγχωνεύσεις
και αναγκαστικές εκκαθαρίσεις των
υφιστάμενων συνεταιριστικών οργανώσεων,
τις οποίες εισάγει ο νόμος, ορίζοντας
ότι οι οργανώσεις οι οποίες δεν έλαβαν
απόφαση για μετατροπή, διαγράφονται
από το Μητρώο και ακολουθείται γι’
αυτές η διαδικασία της αναγκαστικής
εκκαθάρισης, παρατηρούνται τα εξής:
μολονότι η μετατροπή ή συγχώνευση των
υφιστάμενων οργανώσεων είναι τύποις
εκούσια, εφόσον προβλέπεται με απόφαση
των γενικών τους συνελεύσεων, στην ουσία
δεν πρόκειται για ελεύθερη επιλογή,
διότι η επιλογή της μη μετατροπής ή
συγχώνευσης, και μάλιστα μέσα σε ορισμένη
προθεσμία, συνεπάγεται τη μη καταχώρηση
της συγκεκριμένης οργάνωσης στο Μητρώο
και την αναγκαστική εκκαθάρισή της.
Αντίστοιχα, η μη μετατροπή των Κοινοπραξιών
και των Κεντρικών Ενώσεων σε Αγροτικές
Εταιρικές Συμπράξεις ή κλαδικούς
αγροτικούς συνεταιρισμούς, ισοδυναμεί
με τη μη αναγνώρισή τους και καταχώρησή
τους στο Μητρώο, με αποτέλεσμα να
αποκλείονται οι συγκεκριμένες οργανώσεις
από τις παροχές και τα αναπτυξιακά,
χρηματοδοτικά και φορολογικά κίνητρα
που προβλέπει ο νόμος, με τα οποία
εκδηλώνεται, η σύμφωνα το Σύνταγμα,
υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για
την ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Η
επιλογή, συνεπώς, της συγχώνευσης
ισοδυναμεί με αναγκαστική συγχώνευση,
την οποία όμως το Σύνταγμα επιτρέπει
μόνο στην περίπτωση σύστασης αναγκαστικών
συνεταιρισμών, που αποβλέπουν στην
εξυπηρέτηση σκοπών κοινής ωφέλειας ή
δημοσίου συμφέροντος. Στην προκειμένη
όμως περίπτωση, σε καμία, ακόμα και
εξατομικευμένη, περίπτωση συγχώνευσης
δεν συντρέχει λόγος «κοινής
ωφέλειας»
ή «δημοσίου
συμφέροντος».
Συνεπώς με τις αναγκαστικές συγχωνεύσεις,
που εισάγει ο νόμος, ανατρέπεται η αρχή
της αυτοδιοίκησης των συνεταιρισμών
και το συνταγματικό δικαίωμα αυτοκαθορισμού
τους. Πολλώ δε μάλλον όταν η απόφαση
μετατροπής ή συγχώνευσης, απόφαση
δηλαδή για τη ριζική μεταβολή της μορφής
μιας συνεταιριστικής οργάνωσης,
λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία των
παρόντων μελών στη Γενική Συνέλευση,
ενώ θα έπρεπε, λόγω της σοβαρότητας του
θέματος, να απαιτείται αυξημένη απαρτία
και αυξημένη πλειοψηφία των παρόντων
μελών της Γενικής Συνέλευσης.
Εξ άλλου οι
συνεταιριστικές οργανώσεις, ως ΝΠΙΔ,
έχουν τη δική τους περιουσία την οποία
διαχειρίζονται ελεύθερα ως αυτοδιοικούμενες.
Η αναγκαστική όμως συγχώνευση, χωρίς
να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά οικονομικά
κριτήρια της κάθε οργάνωσης, π.χ. μιας
εύρωστης οργάνωσης με μία άλλη με
προβλήματα, ενδέχεται να προσβάλλει τα
περιουσιακά στοιχεία της πρώτης, τα
οποία, όπως προελέχθη προστατεύονται
από το Σύνταγμαxi
και παραβιάζει την αρχή της οικονομικής
ελευθερίας, που επίσης προστατεύεται
από το Σύνταγμαxii,
και των δύο οργανώσεων. Θα δημιουργήσει
επίσης επιπλοκές με το τραπεζικό σύστημα
και γενικά με τους πιστωτές των
συνεταιρισμών και θα επιφέρει βλάβη
στη φήμη και πελατεία τους.
Οι αγροτικές
συνεταιριστικές οργανώσεις θα πρέπει
να διαθέτουν θεσμικά την αναγκαία
αυτονομία να κάνουν ηθελημένες μετατροπές,
συγχωνεύσεις, διασπάσεις και οτιδήποτε
άλλο επιθυμούν, για αύξηση της
αποδοτικότητάς τους, ως οικονομικές
επιχειρήσεις, αλλά χωρίς εξωτερικές
παρεμβάσεις, όπως ισχύει για όλες τις
επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Οι
αναγκαστικές συγχωνεύσεις είναι
ασυμβίβαστες με τον συνεταιριστικό
θεσμό που στηρίζεται αποκλειστικά στην
εθελοντικότητα. Και ο ν. 1541/85, προσπάθησε
να επιβάλει αναγκαστικές συγχωνεύσεις
και διασπάσεις, προκλήθηκαν όμως πολλών
ειδών αναστατώσεις και δικαστικές
προσφυγές και στο τέλος ανακλήθηκαν οι
σχετικές διατάξεις του.
Τέλος θα
πρέπει να εγείρει προβληματισμό τι θα
συμβεί στην περίπτωση που αρκετές
Ενώσεις, Κοινοπραξίες και Συνεταιριστικές
Εταιρείες επιλέξουν να μετατραπούν σε
Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις, δηλαδή
σε ανώνυμες εταιρείες, εφόσον ο νόμος
τους δίνει τη δυνατότητα επιλογής.
Στην περίπτωση αυτή ο αγροτικός
συνεταιριστικός τομέας στη χώρα μας θα
συρρικνωθεί αφάνταστα, τη στιγμή που
το Σύνταγμα επιτάσσει μέριμνα για την
ανάπτυξη των συνεταιρισμών.
Με τον νέο
νόμο, για την άσκηση της κρατικής
εποπτείας στους αγροτικούς συνεταιρισμούς,
συνιστάται, όπως ελέχθη, στο ΥΠΑΑΤ,
Μητρώο, για τις ανάγκες τήρησης και
λειτουργίας του οποίου ιδρύεται, σε
επίπεδο Διεύθυνσης, Εποπτική Αρχή, της
οποίας προΐσταται υπάλληλος του
Υπουργείου, και η οποία αξιολογεί τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς, εποπτεύει
τη σύννομη λειτουργία τους και τους
βοηθά στο έργο τους. Για να αξιολογούνται
οι συνεταιρισμοί οφείλουν να
ανταποκρίνονται σε βασικές αρχές, ως
προς την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία
τους. Οι αρχές αυτές, σύμφωνα με τον
νόμο, είναι: η εθελοντική συμμετοχή σε
αυτούς, η δημοκρατική οργάνωση και
λειτουργία τους, διάθεση στον συνεταιρισμό
του 80% της παραγωγής κάθε μέλους,
αποτελεσματική συνεταιριστική και
εταιρική διακυβέρνηση, οικονομική
βιωσιμότητα, ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα
και σεβασμός της νομιμότητας. Οι Αγροτικοί
Συνεταιρισμοί αφού αξιολογηθούν, σε
ετήσια βάση, καταχωρούνται στο Μητρώο
σε δύο αξιολογικές κατηγορίες: ως ενεργοί
ή ως ανενεργοί. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί
οι οποίοι για δύο συνεχόμενες αξιολογήσεις
καταχωρούνται στο Μητρώο ως ανενεργοί,
τίθενται σε εκκαθάριση.
Στις διατάξεις
αυτές του νέου νόμου παρατηρούνται τα
εξής:
Όπως προελέχθη,
οι συνεταιρισμοί τίθενται υπό την
προστασία και εποπτεία του κράτους και
ο νομοθέτης καθορίζει τα όρια της
διοικητικής εποπτείας (άρθρ. 12 παρ. 4 του
Συντάγματος). Δεν μπορεί όμως να αναιρέσει,
στην πράξη, την συνταγματικά κατοχυρωμένη
αυτοδιοίκηση των συνεταιρισμών. Στις
περιπτώσεις αυτές η κρατική εποπτεία
οφείλει να αφορά μόνο την επίβλεψη για
την τήρηση της νομιμότητας των πράξεων
της διοίκησης και δεν επιτρέπεται να
ασκείται κατά τρόπο που μπορεί να
οδηγήσει σε διοικητικές παρεμβάσεις
στον τρόπο λειτουργίας και στην
επιχειρηματική δράση και τις επιχειρηματικές
επιλογές των συνεταιρισμών, να προσβάλλει
δηλ. τον πυρήνα του κατοχυρωμένου
δικαιώματος αυτοδιοίκησης. Τότε μόνο
η έννοια της κρατικής εποπτείας
συμβιβάζεται με την κατοχυρωμένη στην
ίδια διάταξη αρχή της αυτοδιοίκησηςxiii.
Οι σχετικές
διατάξεις όμως του ν. 4015 καθιστούν τον
έλεγχο σκοπιμότητας βασικό στοιχείο
αξιολόγησης, προκειμένου μία αγροτική
συνεταιριστική οργάνωση να εγγραφεί
στο Μητρώο.
Οι πιο πάνω
αναφερόμενες βασικές αρχές αποτελούν
τα κριτήρια, με βάση τα οποία οι αγροτικοί
συνεταιρισμοί αφ’ ενός μεν αναγνωρίζονται
και καταχωρούνται στο Μητρώο, άρα και
αποκτούν πρόσβαση στις παροχές και τα
κίνητρα των εκάστοτε αναπτυξιακών νόμων
με τους οποίους, όπως τονίζεται στην
Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, ασκείται
η «προνοιακή
δράση του Δημοσίου»,
και αφ’ ετέρου ασκείται σε αυτούς η
κρατική εποπτεία μέσω ετήσιας αξιολόγησης.
Βέβαια, ορισμένες από τις αρχές που
αναφέρει ο νόμος, όπως η εθελοντική
συμμετοχή, η δημοκρατική διοίκηση και
ο σεβασμός στη νομιμότητα, αποτελούν
εκ των ων ουκ άνευ της συνεταιριστικής
ιδέας και είναι κριτήρια εύλογα που
επιτρέπουν την άσκηση, με αντικειμενικό
τρόπο, μόνον ελέγχου νομιμότητας της
λειτουργίας των συνεταιρισμών και όχι
σκοπιμότητας, στα πλαίσια της εποπτείας
του κράτους. Οι υπόλοιπες όμως αρχές
που θέτει ο νόμος για την άσκηση της
κρατικής εποπτείας, όπως αποτελεσματική
και εταιρική διακυβέρνηση, οικονομική
βιωσιμότητα, διάθεση του 80% της παραγωγής
στο συνεταιρισμό, συνιστούν γενικότητες,
είναι ασαφείς και αόριστα διατυπωμένες,
ώστε δίνουν τη δυνατότητα, σε κάθε
περίπτωση, να μετατραπεί η κρατική
εποπτεία στους αγροτικούς συνεταιρισμούς
από έλεγχο νομιμότητας σε έλεγχο
σκοπιμότητας. Αυτό επισημάνθηκε και
από τη Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών
της Βουλής κατά τη διαδικασία ψήφισης
του νόμου.
Η υποχρεωτική
π.χ. διάθεση του 80% τουλάχιστον της
παραγωγής κάθε συνεταίρου στον
συνεταιρισμό, που είναι μία από τις
βασικές αρχές στις οποίες οφείλουν να
ανταποκρίνονται οι συνεταιρισμοί, είναι
κατ’ εξοχήν ζήτημα σκοπιμότητας που
συνδέεται με το επιχειρηματικό πλάνο
κάθε συνεταιρισμού, άρα εμπίπτει στην
έννοια της αυτοδιοίκησής του.
Ως επιδίωξη,
ακόμα και ως ευχή, η διάθεση στην αγορά
του μεγαλύτερου δυνατού ποσοστού της
παραγωγής των μελών συνιστά μέτρο της
επιτυχίας κάθε συνεταιρισμού. Σε όλες
όμως τις περιπτώσεις των συνεταιρισμών,
η δέσμευση των μελών να συνεργάζονται
στενά με τη συνεταιριστική τους οργάνωση
αποτελεί καταστατική ρύθμιση και δεν
επιβάλλεται με διατάξεις νόμων. Όσο
περισσότερο κατανοούν τη δύναμη της
συνεργασίας τα μέλη, τόσο περισσότερο
δεσμεύονται στο καταστατικό, με σκοπό
να ισχυροποιήσουν την οργάνωσή τους
και να λειτουργούν με όρους ανταγωνιστικότητας
και υπευθυνότητας. Τέτοιοι κανόνες,
άλλωστε, ισχύουν και στα καταστατικά
των Ομάδων Παραγωγών, αλλά δεν προσφέρονται
όλοι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί να
καταστούν Ομάδες Παραγωγών. Από την
άλλη πλευρά, την πλευρά του συνεταιρισμού
δηλαδή, οι ποσότητες συγκέντρωσης της
παραγωγής των μελών και ο τρόπος διάθεσής
της, ρυθμίζονται κάθε φορά από τους
ίδιους τους συνεταιρισμούς με απόφαση
της Γενικής Συνέλευσης, κατά τη διαδικασία
που ορίζεται στο καταστατικό, ώστε ο
συνεταιρισμός να έχει τη δυνατότητα να
ανταποκριθεί. Το εάν δηλαδή ο συνεταιρισμός
έχει τη δυνατότητα να αναλάβει ανάλογο
έργο και να διαθέσει την παραγωγή των
μελών του, δεν μπορεί να αποτελέσει
στοιχείο νομοθετικής ρύθμισης αλλά
μόνο καταστατικής.
Τα στοιχεία
αυτά αξιολόγησης των συνεταιρισμών δεν
πρέπει να αποτελούν αντικείμενο έρευνας
και ελέγχου της Εποπτικής Αρχής, γιατί
αποτελούν επιχειρηματική δραστηριότητα
του συνεταιρισμού που εμπίπτει στην
έννοια της αυτοδιοίκησής του. Η ίδια δε
η αξιολόγηση συνιστά καινοτομία για
τα συνεταιριστικά θέματα και μάλιστα
όταν εισάγεται ως μία διαρκής διαδικασία
που θα επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση.
Παραβλέπεται ότι οι συνεταιρισμοί είναι
οικονομικές επιχειρήσεις, και για την
επιχειρηματική της δραστηριότητα η
διοίκηση οφείλει να λογοδοτεί μόνο στη
Γενική Συνέλευση, η οποία κρίνει την
σκοπιμότητα των κάθε είδους ενεργειών
της διοίκησης. Ο έλεγχος σκοπιμότητας
των ενεργειών αυτών θα ήταν εύλογος για
τους συνεταιρισμούς μόνον εάν ανάλογοι
έλεγχοι ίσχυαν και για τις επιχειρήσεις
του συμβατικού ιδιωτικού τομέα καθώς
και για τους αστικούς συνεταιρισμούς,
εφόσον όπως προαναφέρθηκε συνταγματικά
κατοχυρώνεται για τους φορείς αυτούς
ισότητα ενώπιον του νόμου, άρα και
απαγόρευση νομοθετικών ρυθμίσεων που
επάγονται άνιση μεταχείρισηxiv.
Τέλος, σύμφωνα
με τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τη
συνεταιριστική νομοθεσία που εκπόνησε
η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, η εποπτεία
των συνεταιρισμών πρέπει να διενεργείται
από όργανο ανεξάρτητο από την Κυβέρνηση
και από τους συνεταιρισμούςxv.
Το σχήμα που ορίζεται από τον νόμο
4015/11 δεν έχει το τεκμήριο της ουδετερότητας.
H
ΠΑΣΕΓΕΣ αποτελεί την εθνική συντονιστική
οργάνωση των Συλλογικών Αγροτικών
Οργανώσεων. Μέλη της ΠΑΣΕΓΕΣ, σύμφωνα
με τον νόμο 4015/11, είναι Αγροτικοί
Συνεταιρισμοί. Όμως, η Γενική Συνέλευση
και το Διοικητικό της Συμβούλιο εκλέγονται
από Πανελλήνιο Συνέδριο Αντιπροσώπων,
το οποίο συνέρχεται για το σκοπό αυτό
το αργότερο κάθε τέσσερα έτη. Η εκλογή
των Αντιπροσώπων γίνεται από τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς με καθολική
ψηφοφορία των μελών τους. Το μέτρο για
την εκλογή των Αντιπροσώπων δεν μπορεί
να υπερβαίνει τους πεντακόσιους
εγγεγραμμένους ψηφοφόρους για κάθε
αντιπρόσωπο.
Με τις
αναγκαστικές μεταβολές που εισάγει ο
νόμος 4015/2011, θα υπάρχουν συνεταιρισμοί
με μικρό αριθμό μελών και άλλοι,
προερχόμενοι από μετατροπή Ενώσεων, με
αρκετές χιλιάδες μέλη. Αν το εκλογικό
μέτρο ορισθεί σε 500, οι μικροί συνεταιρισμοί
θα πρέπει να συμπτύξουν ομάδες από 2
μέχρι 25 συνεταιρισμούς, για να εκλέξουν
έναν αντιπρόσωπο στην ΠΑΣΕΓΕΣ. Τις
ομάδες αυτές θα τις συγκροτεί η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Εκτός του ότι το σύστημα αυτό μπορεί να
καταστεί διαβλητό, παραμένει ερώτημα
ποιών τις απόψεις θα εκφράζει ο εν λόγω
αντιπρόσωπος, όταν θα καλείται να
εγκρίνει ή όχι τα πεπραγμένα της διοίκησης
κατά τα 4 έτη της θητείας του.
Η βαθύτατη
αυτή επέμβαση σε εξαιρετικά κρίσιμα
ζητήματα που θα έπρεπε να ρυθμίζονται
από το καταστατικό της ΠΑΣΕΓΕΣ, θίγει
υπέρμετρα την αρχή της αυτοδιοίκησής
της και το συνταγματικά κατοχυρωμένο
δικαίωμα αυτοκαθορισμού της και αποτελεί
διοικητική παρέμβαση του κράτους στον
τρόπο λειτουργίας και δράσης της. Στην
Αιτιολογική Έκθεση του νόμου η επέμβαση
αιτιολογείται ως «κορυφαίο
μέτρο
εκδημοκρατισμού»,
διότι έτσι η διοίκηση της ΠΑΣΕΓΕΣ θα
μπορεί να εκπροσωπεί αποτελεσματικότερα
τον αγροτικό κόσμο επειδή θα προέρχεται
από ευρύτερο σώμα, στην πραγματικότητα
όμως με αυτήν καταργούνται η
αντιπροσωπευτικότητα και οι βασικές
αρχές του Αστικού Κώδικα λήψης αποφάσεων
από θεσμοθετημένα αντιπροσωπευτικά
όργανα.
Με τις
ρυθμίσεις αυτές παραβλέπεται το ότι οι
συνεταιρισμοί είναι οικονομικές
επιχειρήσεις, οι οποίες επιδιώκουν
συγκεκριμένους οικονομικούς σκοπούς,
δηλ. να προσφέρουν υπηρεσίες που παράγουν
οικονομικά αποτελέσματα στα μέλη τους,
ώστε τα μέλη να βελτιώσουν την οικονομική
τους θέση, και δεν επιδιώκουν απλά την
πολιτική εκπροσώπηση των μελών τους,
όπως συμβαίνει π.χ. στους Οργανισμούς
Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Προέχει συνεπώς
η απρόσκοπτη εκπλήρωση του σκοπού τους
και η αποτελεσματικότητά τους και όχι
η ελεύθερη αντιπροσώπευση των μελών
τους, όπως συμβαίνει όταν επιζητείται
η πολιτική εκπροσώπηση στη δημοκρατία.
Σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε,
η ρυθμιστική παρέμβαση του νομοθέτη,
που ασκείται μέσα στα πλαίσια της
κρατικής εποπτείας, δεν πρέπει να θίγει
υπέρμετρα την αυτοδιοίκηση των
συνεταιρισμών και την συνταγματική
αρχή της ελευθερίας που τους διέπει, θα
πρέπει δε να γίνεται μόνο για σοβαρούς
λόγους δημοσίου συμφέροντος επαρκώς
καθορισμένους και εξειδικευμένους, να
είναι αναγκαία και πρόσφορη για την
επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται
και να μην προσβάλλει τον πυρήνα του
κατοχυρωμένου δικαιώματοςxvi.
Ο «εκδημοκρατισμός»
όμως και η διεύρυνση της «δημοκρατικής
νομιμοποίησής»
της δεν συνιστούν επαρκή λόγο δημοσίου
συμφέροντος που να δικαιολογεί μια τόσο
ριζική νομοθετική παρέμβαση σε ζητήματα
που πρέπει να ρυθμίζονται από το
καταστατικό της ΠΑΣΕΓΕΣxvii.
Βεβιασμένες
ενέργειες
Για την
ολοκλήρωση της παρούσας εισήγησης
σχετικά με την τεκμηρίωση της ύπαρξης
καθοριστικής σημασίας αδύνατων σημείων
στο ν. 4015/11 για τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς, θα πρέπει ενδεικτικά
να αναφερθούν, εν συντομία, και μερικά
άλλα σημεία προχειρότητας του νόμου,
που δημιουργούν νομικά ζητήματα και
δυσχέρεια στην υλοποίησή του.
Κατ’ αρχάς
πάσχει ο ίδιος ο τίτλος του νόμου, που
είναι «Θεσμικό
πλαίσιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς,
τις συλλογικές οργανώσεις και την
επιχειρηματικότητα του αγροτικού
κόσμου. Οργάνωση της εποπτείας του
Κράτους».
Στο άρθρ. 1 στους ορισμούς αναφέρεται
ότι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί αποτελούν
τμήμα των Συλλογικών Αγροτικών Οργανώσεων.
Άρα, δεν είναι νοητό να αναφέρονται στον
τίτλο του νόμου ως δύο διακριτά αντικείμενα
που χειρίζεται ο νόμος.
Επίσης στο
νόμο εκλαμβάνονταν οι Ομάδες Παραγωγών
(Ο.Π.) ως θεσμός διάφορος και διακριτός
από το θεσμό των Συνεταιρισμών. Οι Ο.Π.
όμως δεν αποτελούν ξεχωριστό θεσμό
συνεργασίας. Όπως ορίζουν οι Κανονισμοί
της Ε.Ε. η Ο.Π. οφείλει να έχει νομική
προσωπικότητα χωρίς να προσδιορίζεται
αν θα πρέπει να είναι συνεταιρισμός ή
άλλη νομική μορφή επιχείρησης. Επομένως
ως Ο.Π. μπορούν να αναγνωρισθούν τόσο
οι συνεταιρισμοί που έχουν στο καταστατικό
τους τα απαιτούμενα από τους κοινοτικούς
κανονισμούς χαρακτηριστικά, όσο και
οποιαδήποτε άλλη νομική προσωπικότητα
που τα διαθέτει. Σε ολόκληρη την Ε.Ε. η
συντριπτική πλειονότητα των Ο.Π. είναι
συνεταιρισμοί ή Ενώσεις Συνεταιρισμών.
Οι Ο.Π. αποτελούν συνεπώς δραστηριότητα
των αγροτικών συνεταιρισμών και το
ισχύον εθνικό και κοινοτικό νομικό
πλαίσιο είναι απολύτως επαρκές για τη
λειτουργία τους. Για το λόγο αυτό ήδη
τα σχετικά άρθρα του ν. 4015/11 που αναφερόταν
στις Ο.Π. ως θεσμό διακριτό από τον
συνεταιριστικό θεσμό, καταργήθηκαν από
την ημέρα που ίσχυσε ο νόμοςxviii.
Κατά τον νόμο
4015/11 επίσης, για τη σύσταση αγροτικού
συνεταιρισμού απαιτείται η σύνταξη
καταστατικού και η υπογραφή του από
είκοσι τουλάχιστον φυσικά πρόσωπα.
Αυξάνονται δηλαδή τα ιδρυτικά μέλη, από
επτά που προέβλεπε ο 2810/00, σε είκοσι, με
την αιτιολόγηση ότι με τον τρόπο αυτό
θα αποφευχθεί ο κατακερματισμός των
συνεταιριστικών δυνάμεων.
Ο πρώτος
νόμος περί συνεταιρισμών, ο 602/1915 είχε
εισαγάγει τον αριθμό επτά που ήταν και
τότε και είναι και σήμερα, ο επικρατέστερος
σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όταν αναφερόμαστε
σε αγροτικούς συνεταιρισμούς δεν πρέπει
να λησμονούμε ότι όλοι οι συνεταιρισμοί
δεν έχουν τον ίδιο σκοπό και το ίδιο
έργο να επιτελέσουν. Οι μικροί αριθμοί
μελών προσιδιάζουν σε δύσκολες μορφές
συνεργασίας, όπως είναι οι συνεταιρισμοί
από κοινού παραγωγής, ή σε ελάχιστα
διαδεδομένους σκοπούς, διότι δύσκολα
θα βρεθούν τόσοι πολλοί να συμφωνούν
να εξαρτήσουν την οικονομία τους από
ένα συλλογικό όργανο και να λειτουργούν
αρμονικά. Να σημειωθεί ότι το Καταστατικό
για τον Ευρωπαϊκό Συνεταιρισμό ορίζει
ως ελάχιστο αριθμό μελών τα 5 φυσικά
πρόσωπα, τα οποία να προέρχονται από
δύο τουλάχιστον διαφορετικά κράτη. Από
την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων ο νόμος
εξαιρεί τους γυναικείους συνεταιρισμούς
(αγροτουριστικοί, αγροβιοτεχνικοί,
οικοτεχνικοί) και τους δασικούς, οι
οποίοι συνεχίζουν να λειτουργούν σύμφωνα
με τις διατάξεις του ν. 2810/00. Υπάρχουν
όμως και άλλες κατηγορίες συνεταιρισμών
που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις
διαδικασίες που εισάγει ο νόμος, με
συνέπεια την αναγκαστική τους εκκαθάριση.
Σύμφωνα,
τέλος, με τον νόμο 4015/11, το συνεταιριστικό
κεφάλαιο των αγροτικών συνεταιρισμών
ανέρχεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των
τριάντα χιλιάδων ευρώ. Αυτό σημαίνει
1.500 ευρώ κατά μέλος στην περίπτωση του
ελάχιστου αριθμού μελών που είναι
είκοσι. Με την ευρύτητα όμως των
αντικειμένων με τα οποία ασχολούνται
οι συνεταιρισμοί είναι αμφίβολο αν ο
καθορισμός ενός ελάχιστου κεφαλαίου
θα είναι χρήσιμος. Εξ άλλου υπάρχουν
χώρες όπου δεν υπάρχει απαίτηση καταβολής
ενός ποσού ως συνεταιριστική μερίδα,
χωρίς αυτό να έχει βλάψει τη συνεταιριστική
ανάπτυξη. Αν οι μετέχοντες στον
συνεταιρισμό πιστεύουν στην πρωτοβουλία
αυτή και στις δυνατότητες που ανοίγονται
γι’ αυτούς, αλλά πιστεύουν και στη
συνοχή και τις ικανότητες των
συνεργαζομένων, τότε θα είναι διατεθειμένοι
να καταβάλουν σημαντικά ποσά. Διαφορετικά,
ακόμη και μικρά ποσά δεν θα καταβάλλονται.
Την ευθύνη οφείλουν να την έχουν τα ίδια
τα μέλη. Να σημειωθεί ότι το Καταστατικό
για τον διακρατικό Ευρωπαϊκό Συνεταιρισμό
ορίζει ελάχιστο κεφάλαιο 30.000 ευρώ.
Συμπέρασμα
Από τα
προεκτεθέντα, προκύπτει ότι ο νόμος
4015/11 δεν μπόρεσε
να αντιληφθεί
την έννοια και την ιδιαιτερότητα του
συνεταιριστικού θεσμού, που απαιτούν
ειδικούς νομοθετικούς χειρισμούς. Ο
νομοθέτης αγνόησε και δεν έλαβε υπόψη
κανόνες για τους οποίους δεσμεύθηκε η
χώρα να εφαρμόζει, ούτε τα ισχύοντα σε
άλλες χώρες. Παρέβλεψε το γεγονός ότι
οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι
ιδιωτικές οικονομικές επιχειρήσεις
και εισήγαγε αναγκαστικού χαρακτήρα
διατάξεις, που αντί να μεριμνούν για
την ανάπτυξη των συνεταιρισμών, όπως
επιτάσσει το Σύνταγμα, αντίθετα τους
διαφοροποιεί προς το χειρότερο σε
σύγκριση με τις συμβατικές ιδιωτικές
επιχειρήσεις και με τις άλλες κατηγορίες
συνεταιρισμών. Ο αυτοσχεδιασμός που
επιχειρήθηκε υπήρξε ατυχής και είναι
δυστύχημα το ότι δεν έχει ακόμη επιχειρηθεί
αποκατάσταση του θεσμού στις παγκοσμίως
αποδεκτές συνεταιριστικές αρχές.
Από τον
νομοθέτη διέφυγε ακόμη και η κορυφαία
αντίφαση ότι στην πραγματικότητα
απαγορεύει τη συνεργασία μεταξύ των
συνεταιρισμών, αφού δεν επιτρέπει τον
συνεταιρισμό συνεταιρισμών (δηλ. την
ένωση συνεταιρισμών), που αποτελεί το
μέσον για την επίτευξη οικονομιών
κλίμακας από τους συνεταιρισμούς.
Αντίθετα, επιβάλλει στους συνεταιρισμούς
να ιδρύουν ανώνυμες εταιρείες όταν
θέλουν να συνεργαστούν μεταξύ τους.
Αυτό δεν συνιστά μέριμνα για την ανάπτυξη
των συνεταιρισμών, που επιτάσσει το
Σύνταγμα, αλλά μέριμνα για την ανάπτυξη
ανωνύμων εταιρειών.
Σημαντικό
είναι ότι ενώ κατά τη διαδικασία της
συζήτησης του νομοσχεδίου παρουσιάσθηκε
πλούσιο υλικό για τη διόρθωση των
ατελειών του νομοσχεδίου, ποικίλες
αγκυλώσεις, άγνοια και ενδεχομένως
σκοπιμότητες, οδήγησαν σε ένα κακό για
τους συνεταιρισμούς νόμο.
Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική
Επιτροπή, Γνωμοδότηση με θέμα Συνεταιρισμοί
και αναδιάρθρωση, Εισηγήτρια η κ.
Zvolska, CCMI/093,
Bρυξέλλες 25.4.2012, σελ. 1.
ii
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ΄Εκθεση σχετικά
με τη συμβολή των συνεταιρισμών στην
υπέρβαση της κρίσης 2012/2321 (ΙΝΙ), Επιτροπή
Βιομηχανίας, ΄Ερευνας και Ενέργειας,
Εισηγήτρια Patrizia Toia,
Α7-02222/2013, σελ. 6 επ. και Επιτροπή των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ανακοίνωση της
Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και
την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά
με την προώθηση των συνεταιριστικών
εταιρειών στην Ευρώπη, Βρυξέλλες
23.2.2004, COM (2004) 18, σελ. 14.
iii
Βλ. Hagen Henry, Guidelines for
Cooperative Legislation, second revised edition, International
Labour Organization, 2005, , σελ. 53.
iv
Ν. Αλιβιζάτος, Η αυτοδιοίκηση των
συνεταιρισμών και η ανάδειξη των
διοικήσεών τους, Το Σύνταγμα, 2/1998, σελ.
298.
v
Κιντής, Στ., Δίκαιο Συνεταιρισμών, τ΄
α, 1997, σελ. 65 επ.
vi
Αλεβιζάτος, Ν., Γνωμοδότηση με αίτηση
της ΠΑΣΕΓΕΣ, 19.5.2011, σελ. 5.
vii
Αιτιολογική ΄Εκθεση στο σχέδιο νόμου
«Θεσμικό πλαίσιο για τους αγροτικούς
συνεταιρισμούς, τις συλλογικές οργανώσεις
και την επιχειρηματικότητα του αγροτικού
κόσμου – Οργάνωση της εποπτείας του
κράτους», σελ. 1.
viii
4η αρχή «Οι συνεταιρισμοί είναι
αυτόνομες οργανώσεις αυτοβοήθειας,
διοικούμενες από τα μέλη τους. Εάν
συνάπτουν συμφωνίες με άλλους φορείς,
συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων,
ή αντλούν κεφάλαια από εξωτερικές
πηγές, είναι σ’ αυτό ελεύθεροι,
ακολουθώντας κανόνες που διασφαλίζουν
τη δημοκρατική διοίκηση από τα μέλη
και διατηρούν τη συνεταιριστική
αυτονομία».
ix
6η αρχή «Οι συνεταιρισμοί υπηρετούν
με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα τα
μέλη τους και ισχυροποιούν τη
συνεταιριστική κίνηση, όταν συνεργάζονται
μεταξύ τους δια μέσου οργανώσεων
τοπικού, εθνικού, περιφερειακού και
διεθνούς επιπέδου».
x
Βλ. Hagen Henry, op. cit: σελ.
53.
xi
Άρθρο 17 του Συντάγματος: «Η ιδιοκτησία
τελεί υπό την προστασία του Κράτους,
τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από
αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος
του γενικού συμφέροντος. Κανένας δεν
στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο
για δημόσια ωφέλεια …. Και πάντοτε αφού
προηγηθεί πλήρης αποζημίωση…».
xii
΄Αρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος «Καθένας
έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα
την προσωπικότητά του και να συμμετέχει
στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική
ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει
τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει
το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».
xiii
Σ. Κιντής, op. cit:
σελ. 69 και του ιδίου, «Χάος στη Νομολογία
για τους συνεταιρισμούς – Η απουσία
κρατικής μέριμνας για το θεσμό», Νομικό
Βήμα, τόμ. 47, τεύχ. 7, 1999, σελ. 1086.
xiv
΄Αρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος «Οι
΄Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».
Το αυτό ισχύει και για τις συνεταιριστικές
οργανώσεις, ως αυτόνομους φορείς
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
xv
Βλ. Hagen Henry, op. cit: σελ.
54.
xvi
Αλεβιζάτος, Ν., (1998), op.cit:
σελ. 301.
xvii
Αλεβιζάτος, Ν., (2011), op.
cit σελ. 16.
xviii
Ν. 4171/2013 (ΦΕΚ 166/Α/23.7.2013) παρ.3.
Βιβλιογραφία
Αιτιολογική
Έκθεση
στο σχέδιο νόμου «Θεσμικό πλαίσιο για
τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τις
συλλογικές οργανώσεις και την
επιχειρηματικότητα του αγροτικού
κόσμου – Οργάνωση και εποπτεία του
Κράτους».
Αλιβιζάτος,
Ν.,
(1998) Η αυτοδιοίκηση των συνεταιρισμών
και η ανάδειξη των διοικήσεών τους, Το
Σύνταγμα
2/1998, σελ. 296-307.
Αλιβιζάτος,
Ν.,
(2011) Γνωμοδότηση με αίτηση της ΠΑΣΕΓΕΣ
(αδημοσίευτη).
Βουλή
των Ελλήνων,
Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, Τμήμα
Νομοτεχνικής Επεξεργασίας Σχεδίων
και Προτάσεων Νόμων, Έκθεση επί του
Νομοσχεδίου «Θεσμικό πλαίσιο για τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς, τις
συλλογικές οργανώσεις και την
επιχειρηματικότητα του αγροτικού
κόσμου – Οργάνωση και εποπτεία του
Κράτους».
Επιτροπή
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
Ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και
την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά
με την προώθηση των συνεταιριστικών
εταιρειών στην Ευρώπη, Βρυξέλλες,
23.3.2004, COM
(2004) 18.
Eυρωπαϊκό
Κοινοβούλιο,
Έκθεση σχετικά με τη συμβολή των
συνεταιρισμών στην υπέρβαση της κρίσης
2012/2321 (ΙΝΙ) Α7-0222/2013.
Ευρωπαϊκή
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή,
Γνωμοδότηση
με θέμα Συνεταιρισμοί
και
αναδιάρθρωση, CCMI/093.
Κανονισμός
Ε.Ε. αριθμ. 1435/2003 του
Συμβουλίου της 2ας Ιουλίου 2003 περί του
καταστατικού της Ευρωπαϊκής
Συνεταιριστικής Εταιρείας (L
207/18.8.2003).
Kιντής,
Στ.,
(1999) Χάος στη Νομολογία για τους
συνεταιρισμούς – Η απουσία κρατικής
μέριμνας για το θεσμό,
Νομικό Βήμα,
τ. 47, τεύχ. 7, 1999, σελ. 1077 επ.
Κιντής,
Στ.,
(1997) Δίκαιο
Συνεταιρισμών,
τεύχ. Α΄, β΄ έκδοση, Αθήνα.
Παπαγεωργίου,
Κ.,
(2004) Βιώσιμη
Συνεταιριστική Οικονομία. Θεωρία και
Πρακτική,
εκδ. Α. Σταμούλης
Παπαγεωργίου,
Κ.,
(2011) Σχολιασμός Σχεδίου Νόμου του
Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και
Τροφίμων, Εισήγηση προς την Οικονομική
και Κοινωνική Επιτροπή, Συνεδρίαση
2/8/2011 (αδημοσίευτη).
ΠΑΣΕΓΕΣ,
(2011)
Προτεινόμενες τροπολογίες στο ν.
2810/2000 ΦΕΚ Α΄61/9.3.2000 Νόμος υπ’ αριθμ.
2810
Αγροτικές
Συνεταιριστικές
Οργανώσεις.
Διόρθ.
Σφάλμ.
στο ΦΕΚ Α΄ 108/6.4.2000 (αδημοσίευτη).
Τσάτσος,
Δημ.
(1986)
Γνωμάτευση με αίτηση της ΠΑΣΕΓΕΣ
(αδημοσίευτη).
Hagen
Henry,
(2012) Guidelines for Cooperative Legislation, International Labour
Office, 3rd
ed, rev., Geneva.
ILO,
Recommendation
No 193 on the promotion of Cooperatives, ILO, 2002.
United
Nations,
Guidelines aimed at creating a supportive environment for the
development of cooperatives, U.N. 2001.