Euricse
Ευρωπαϊκό
Ερευνητικό Ινστιτούτο
για
τους Συνεταιρισμούς και τις Κοινωνικές
Επιχειρήσεις
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Αntonio
FICI**
Παρακαλώ
αναφέρετε αυτή την εργασία ως:
Fici,
A. (2012),
Cooperative
identity and the law,
Working
Paper
Nο.
023 | 12
_________________
*
Αυτή η εργασία ετοιμάστηκε για το έργο
"Εισαγωγή στην Κοινωνική Οικονομία
και Αποκατάσταση του Συνεταιριστικού
Συστήματος - Στήριξη της Αγροτικής
Ανάπτυξης στο Μαυροβούνιο", και
παρουσιάστηκε στο Παγκόσμιο Συνέδριο
Έρευνας της ICA
"Νέες Ευκαιρίες για τους συνεταιρισμούς",
Τμήμα 2 "Ο Ρόλος και η Προώθηση των
Συνεταιρισμών σε Παγκόσμιο Επίπεδο ",
Mikkeli
(Φινλανδία), 24-27 Αυγούστου 2011.
Ο
συγγραφέας επιθυμεί να ευχαριστήσει
τους Carlo
Borzaga,
Astrid
Coates,
Gemma
Fajardo,
Tore
Fj0rtoft,
Hagen
Henry,
Georg
Miribung,
Hans-H.
Μünkner,
Ian
Snaith,
Yifat
Solel,
Itziar
Villafanez
Perez
για τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους
σχετικά με ένα προηγούμενο σχέδιο της
παρούσας εργασίας.
Οι ανωτέρω δεν φέρουν ευθύνη για τις
θέσεις που διατυπώνονται.
**
Ο
Antonio
Fici
είναι Καθηγητής Ιδιωτικού Δικαίου στο
Πανεπιστήμιο του Molise,
στην Ιταλία, και Senior
Research
Fellow
στο Euricse
- Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ερευνών για τις
Συνεταιριστικές και Κοινωνικές
Επιχειρήσεις.
Περίληψη
Η
παρούσα εργασία ασχολείται με τη νομική
ταυτότητα των συνεταιρισμών.
Χωρίζεται
σε τρία μέρη.
Το
πρώτο μέρος πραγματεύεται τον ρόλο και
τη λειτουργία του νόμου και της συγκριτικής
νομικής έρευνας για το θέμα της
συνεταιριστικής ταυτότητας (Μέρος 2).
Το
δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στη
συνεταιριστική ταυτότητα στο πλαίσιο
των Αρχών της Διεθνούς Συνεταιριστικής
Συμμαχίας (ICA)
και της Δήλωσης της ICA
για την Συνεταιριστική Ταυτότητα γενικά
(Μέρος 3).
Το
τρίτο μέρος συγκρίνει τη Δήλωση της ICA
για την συνεταιριστική ταυτότητα με τη
νομική ταυτότητα που αρκετές ευρωπαϊκές
χώρες αποδίδουν σε συνεταιρισμούς
(Μέρος 4).
Ακολουθούν
τα συμπεράσματα.
Λέξεις-κλειδιά
Συνεταιρισμοί,
Συνεταιριστικό
Δίκαιο,
Συνεταιριστική
ταυτότητα,
Συγκριτικό
συνεταιριστικό δίκαιο,
Ευρωπαϊκή
συνεταιριστική νομοθεσία, Συνεταιριστικές
αρχές
1.
Εισαγωγή
Η
παρούσα εργασία ασχολείται με τη νομική
ταυτότητα των συνεταιρισμών.
Χωρίζεται
σε τρία μέρη.
Το
πρώτο μέρος ασχολείται με το ρόλο και
τη λειτουργία της νομοθεσίας και της
συγκριτικής νομικής έρευνας για το θέμα
της συνεταιριστικής ταυτότητας (Τμήμα
2).
Το
δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στη
συνεταιριστική ταυτότητα στο πλαίσιο
των Αρχών της Διεθνούς Συνεταιριστικής
Συμμαχίας (ICA)
και της Δήλωσης της ICA
για την Συνεταιριστική Ταυτότητα γενικά
(Τμήμα 3).
Το
τρίτο μέρος συγκρίνει τη Δήλωση της ICA
για την Συνεταιριστική Ταυτότητα με τη
νομική ταυτότητα που αρκετές ευρωπαϊκές
χώρες αποδίδουν σε συνεταιρισμούς
(Τμήμα 4).
Ακολουθούν
τα Συμπεράσματα.
2.
Η
Συνεταιριστική
ταυτότητα και η νομοθεσία
Αρχίζοντας
με τη σημασία της νομοθεσίας για την
συνεταιριστική ταυτότητα, αυτό το τμήμα
της εργασίας επιδιώκει να περιγράψει
τα στοιχεία που εμπεριέχονται και τα
προβλήματα που σχετίζονται με μια
συγκριτική νομική ανάλυση του συγκεκριμένου
θέματος.
Δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, σε γενικές
γραμμές, η νομοθεσία διαδραματίζει ένα
σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των
συνεταιρισμών, την υπεράσπισή τους
έναντι πιθανών δυσφημιστών, και τη
σταθερή θέση τους στον ανταγωνισμό με
άλλες νομικές μορφές που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για τη διεξαγωγή
επιχειρήσεων, ιδίως εταιρείες1.
Αυτό
ισχύει για διάφορους λόγους, οι οποίοι
δεν παρατίθενται εδώ2.
Ίσως αρκεί
να αναφερθεί εδώ η πρόσφατη απόφαση του
Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)
της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, όπου η νομοθεσία
της ΕΕ - δηλαδή, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1435/2003
του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 περί
του Καταστατικού της Ευρωπαϊκής
Συνεταιριστικής Εταιρείας [σ.μ.: το ορθό
είναι περί του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού
Συνεταιρισμού] (Κανονισμού SCE)
- θεωρεί απαραίτητη για το Δικαστήριο
να κάνει τη διάκριση μεταξύ των
συνεταιρισμών και των άλλων οικονομικών
φορέων, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν
(και συνεπώς να αξιολογήσουν συμβατές
με την κοινή αγορά) φορολογικές απαλλαγές
που έχουν χορηγηθεί στους συνεταιρισμούς,
σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία3.
Παρά
τα ανωτέρω, η νομική διάσταση των
συνεταιρισμών δεν έχει διερευνηθεί
επαρκώς από τους μελετητές, ειδικά σε
διεθνές επίπεδο και από μια συγκριτική
προοπτική4.
Ενόψει
της σημασίας της, ελπίζεται ότι η
συνεταιριστική κίνηση θα αναλάβει την
ευθύνη για την προώθηση και υποστήριξη
της έρευνας στον τομέα αυτό.
Αυτή
η έρευνα θα πρέπει να ξεκινήσει από το
συγκεκριμένο θέμα της νομικής ταυτότητας
των συνεταιρισμών, η οποία έχει φυσικά
προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων
θεμάτων - όχι μόνο για χάρη μιας
συστηματικής νομικής ανάλυσης, αλλά
και από πολιτική άποψη, όπως υποδηλώνει
η προαναφερθείσα απόφαση του ΔΕΕ5.
Παραδόξως,
όμως, το θέμα της νομικής ταυτότητας
των συνεταιρισμών δεν έχει ακόμη ελκύσει
την προσοχή που της αξίζει, ακόμη και
παρά τις συχνές προειδοποιήσεις από
επιφανείς αναλυτές για την «υβριδοποίηση»
ή «εταιρειοποίηση» ή «εκφυλισμό» του
συνεταιριστικού μοντέλου6,
μια τάση που μπορεί να μεταβάλει τη
φυσική και την αναμφισβήτητη ικανότητα
των συνεταιρισμών να συμβάλουν για έναν
καλύτερο κόσμο7,
ή τουλάχιστον για τη βιώσιμη οικονομική
ανάπτυξη8.
Βέβαια,
το θέμα της ταυτότητας αποτελεί τον
πυρήνα της
αποστολής
της
ICA9.
Επιπλέον,
δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι
διατάξεις αυτές, που συνήθως αναφέρονται
ως «Αρχές της ICA»,
είναι στην πραγματικότητα, ενσωματωμένες
στη "Δήλωση για την συνεταιριστική
ταυτότητα10.
Φαίνεται,
ωστόσο, ότι η παγκόσμια συζήτηση για
την συνεταιριστική ταυτότητα, δεν έχει
ακόμη λάβει τις νομικές πτυχές της εν
λόγω ταυτότητας επαρκώς υπόψη.
Πράγματι,
ο νόμος θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως
ένας ισχυρός μοχλός για την υπεράσπιση
και την προώθηση της συνεταιριστικής
ταυτότητας, καθώς μπορεί να δώσει στους
συνεταιρισμούς μια ακριβή, αδιαμφισβήτητη
και εύκολη στη διάδοση ταυτότητα.
Αυτό
είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε παγκόσμιο
επίπεδο και έναντι δυνητικών θεσμικών
αντιπάλων ή/και υποστηρικτών, όπως
κράτη, δικαστήρια, κ.λπ.11.
Επιπλέον,
είναι πιο επίπονη η υπεράσπιση μιας
ταυτότητας που δεν αντιστοιχεί σε μια
ταυτότητα που ορίζεται από το νόμο.
Αξίζει
να υπενθυμίσουμε και πάλι τη χρήση του
Κανονισμού SCE
από το Δικαστήριο της ΕΕ για την αναγνώριση
της ξεχωριστής ταυτότητας του συνεταιρισμού
σε σχέση με άλλες επιχειρηματικές
οργανώσεις.
Υπό
το πρίσμα αυτό, δεν μπορεί κανείς παρά
να εκτιμήσει ιδιαίτερα τις προσπάθειες
ενός ευφήμως γνωστού νομικού μελετητή
των συνεταιρισμών να αποδείξει τη νομική
φύση των Αρχών της ICA.
Η
εν λόγω
νομική
φύση θα προερχόταν από το γεγονός ότι
οι αρχές αυτές είναι ενσωματωμένες στην
Σύσταση 193/2002 της ΔΟΕ, η οποία - όπως αυτός
ο μελετητής υποστηρίζει με αρκετά
επιχειρήματα - θα πρέπει να θεωρείται
ως πηγή του δημοσίου διεθνούς δικαίου12.
Ωστόσο,
ακόμη και αν αυτή η θεωρία είναι αποδεκτή,
παρά τη σημασία αυτού του αποτελέσματος
για τη συνεταιριστική κίνηση, το πρόβλημα
της συνεταιριστικής νομικής ταυτότητας
θα παρέμενε άλυτο και, ως εκ τούτου, η
ανάγκη για ολοκληρωμένες νομικές μελέτες
θα παρέμενε αμετάβλητη.
Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι οι Αρχές της
ICA
είναι πολύ γενικές και δεν παρέχουν
ενδείξεις ως προς διάφορες κρίσιμες
πτυχές της συνεταιριστικής ταυτότητας13.
Επιπλέον, υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι
συνεταιριστικοί νόμοι στην
Ευρώπη,
οι
οποίοι αναγνωρίζουν ως συνεταιριστικές
οργανώσεις που δεν ανταποκρίνονται,
ούτε κατά προσέγγιση, με το συνεταιριστικό
μοντέλο που παρέχεται από τις Αρχές της
ICA.
Γενικότερα,
υπάρχουν αρκετοί εθνικοί συνεταιριστικοί
κανόνες των οποίων η συμμόρφωση με τις
Αρχές της ICA
είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη.
Τα
αμέσως προηγούμενα επιχειρήματα
αποτελούν τον πυρήνα αυτής της εργασίας
και καθορίζουν τον στόχο της.
Στην εργασία θα
τονισθούν τα στοιχεία της συνεταιριστικής
ταυτότητας που προκύπτουν σαφώς από
τις Αρχές της ICA,
καθώς και εκείνα τα στοιχεία που δεν
εξετάζονται εκεί ή που παραμένουν κάπως
ασαφή.
Αυτό
το είδος της ανάλυσης είναι αναγκαίο
για να εξακριβωθεί κατά πόσον οι εθνικοί
συνεταιριστικοί νόμοι σέβονται τις
Αρχές της ICA,
για να διαπιστωθεί ο βαθμός στον οποίο
αποκλίνουν από αυτές, για να καταλάβουμε
πώς οι εθνικοί νομοθέτες εφαρμόζουν
τις Αρχές της ICA
και υποκαθιστούν τα ρυθμιστικά κενά
στις Αρχές της ICA.
Η
εργασία αυτή έχει ως κύριο στόχο να
προτείνει μια γραμμή και μια μέθοδο για
την μελλοντική έρευνα, δείχνοντας με
συντομία πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει
η νομική σύγκριση και ποια στοιχεία θα
μπορούσε να περιλαμβάνει μια τέτοια
σύγκριση.
Βέβαια,
αυτή η εργασία δεν φιλοδοξεί να προσφέρει
μια ολοκληρωμένη εικόνα του προτεινόμενου
θέματος, έργο το οποίο θα ήταν εξαιρετικά
πολύπλοκο και χρονοβόρο για διάφορους
λόγους.
Πρώτον,
γιατί στον πραγματικό κόσμο ο συνεταιρισμός
είναι ένα ποικιλόμορφο και πολύπλευρο
φαινόμενο.
Η
ποικιλία οφείλεται είτε στη φύση της
σχέσης μεταξύ του συνεταιρισμού και
των μελών του (σε συνεταιρισμούς
καταναλωτών, εργαζομένων παραγωγών), ή
στο είδος των επιχειρήσεων που εξετάζονται
(γεωργικοί συνεταιρισμοί, συνεταιριστικές
τράπεζες,
κλπ.),
και
μερικές φορές επίσης στον συγκεκριμένο
επιδιωκόμενο σκοπό
(π.χ.,
κοινωνικοί
συνεταιρισμοί).
Εξαρτάται
επίσης από τη φύση και τα χαρακτηριστικά
των μελών (πρωτοβάθμιοι, δευτεροβάθμιοι,
τριτοβάθμιοι συνεταιρισμοί, μικροί και
μεγάλοι συνεταιρισμοί, ομοιογενή και
μη ομοιογενή μέλη των συνεταιρισμών
από την άποψη της ποσότητας / ποιότητας
/ φύσης της ατομικής συμβολής στη
συνεταιριστική δραστηριότητα).
Η
ποικιλία είναι μεγαλύτερη από εκείνη
που μπορεί κανείς να παρατηρήσει στη
μορφή της εταιρείας, η οποία για το λόγο
αυτό είναι ένα πιο εύκολο μοντέλο για
να κατανοηθεί, να μελετηθεί και να
ρυθμισθεί14.
Όμως
- αν και οι συνεταιριστικοί νόμοι θα
ρύθμιζαν επαρκώς το αντικείμενό τους
μόνο στο μέτρο που λαμβάνουν υπόψη όλες
τις διάφορες πτυχές του, απαιτώντας
κατά συνέπεια, οι μελλοντικές
συνεταιριστικές νομικές σπουδές να
ασχολούνται περισσότερο με "συνεταιρισμούς"
αντί με "συνεταιρισμό" - υπάρχουν
γενικές βασικές πτυχές που, όπως ελέχθη,
πρέπει ακόμη να αντιμετωπιστούν και να
αναπτυχθούν πλήρως από τους νομικούς
μελετητές των συνεταιρισμών.
Αυτή
η επιστημονική έρευνα αποτελεί προϋπόθεση
για την περαιτέρω ανάπτυξη των
συνεταιριστικών σπουδών, και είναι η
έρευνα στην οποία στοχεύει η παρούσα
εργασία.
Δεύτερον,
αν κάποιος εξετάσει την εθνική νομοθεσία
για τους συνεταιρισμούς, ακόμη και εντός
της ίδιας νομικής οικογένειας ή παράδοσης
(π.χ.,
αστικό
δίκαιο), θα βρει όχι μόνο μία, αλλά πολλές
διαφορετικές συνεταιριστικές νομικές
ταυτότητες, όπως αυτή η εργασία θα
επιχειρήσει να δείξει.
Αυτή
η ανάλυση, εξάλλου, περιπλέκεται από το
γεγονός ότι η ίδια η πρόσβαση στις
εθνικές πηγές του συνεταιριστικού
δικαίου δεν είναι απλή για έναν ξένο
παρατηρητή ή δικηγόρο συγκριτικού
δικαίου.
Μόνο
στην Ευρώπη υπάρχουν τουλάχιστον έξι
επίσημα διαφορετικά μοντέλα συνεταιριστικής
νομοθεσίας (που κυμαίνονται από ένα
συνεταιριστικό κώδικα, όπως στην
Πορτογαλία, μέχρι την απουσία ενός
συνεταιριστικού νόμου, όπως στην
Ιρλανδία)15,
και το σύστημα αυτό θα φαινόταν ακόμα
πιο πολύπλοκο αν αναλογιζόταν κανείς
και τις δύο όψεις, γενικούς νόμους /
ειδικούς νόμους, για συγκεκριμένους
τύπους συνεταιρισμών (η Γαλλία είναι
ένα παράδειγμα προφανές από αυτή την
άποψη), το υπόλοιπο
(δηλαδή,
η
συμπλήρωση
του κενού) ανάγεται σε εφαρμογή κανόνων
εταιρικού δικαίου για τους συνεταιρισμούς,
με εναλλακτική προεπιλογή / υποχρεωτικούς
κανόνες για τη ρύθμιση των συνεταιρισμών
και το βαθμό της ρυθμιστικής εξουσίας
να αφήνεται στα συνεταιριστικά
καταστατικά, κ.λπ.16.
Αυτή
η υφιστάμενη κατάσταση της νομοθεσίας
(η οποία μπορεί επίσης να διαπιστωθεί,
αν συγκρίνει κανείς την εθνική και την
υπερεθνική νομοθεσία,
δηλαδή,
τον
Κανονισμό SCE
και τους εθνικούς συνεταιριστικούς
νόμους των χωρών στις οποίες ισχύει
αυτός ο Κανονισμός)17
περιπλέκει
ακόμη περισσότερο τόσο τις νομικές
σπουδές για τη συνεταιριστική ταυτότητα
όσο και την προώθηση της συνεταιριστικής
ταυτότητας από παγκόσμιες και περιφερειακές
συνεταιριστικές αντιπροσωπευτικές
οργανώσεις.
Η σύγκριση
για ερευνητικούς σκοπούς και η απόδοση
μιας ακριβούς, μοναδικής ταυτότητας
για πολιτικούς λόγους, γίνονται πιο
πολύπλοκα όταν η εθνική νομοθεσία είναι
τόσο ποικίλη.
Παρ’
όλα αυτά, φαίνεται ότι οποιαδήποτε
θεωρητική πρόταση σχετικά με την
ενοποίηση ή ακόμα και την προσέγγιση
των συνεταιριστικών νομοθεσιών
αντιμετωπίζεται ψυχρά από τα σχετικά
συνεταιριστικά ενδιαφερόμενα μέρη,
ακόμη και όταν κάποιος υπογραμμίζει
ότι η διαδικασία αυτή θα πρέπει να είναι
εκ των κάτω προς τα πάνω (δηλαδή, οδηγούμενη
από την ίδια τη συνεταιριστική κίνηση
και όχι να επιβάλλεται εκ των άνω). Ίσως
αυτό είναι μόνο το αποτέλεσμα της
τρέχουσας δομής διακυβέρνησης της
παγκόσμιας συνεταιριστικής κίνησης, η
οποία φαίνεται να έχει ως επίκεντρο τα
κράτη. Κατ' αντιδιαστολή, θα ήταν πιο
δύσκολο να δικαιολογηθεί και να
υποστηριχθεί η ποικιλομορφία όσον
αφορά, και με βάση, την ευκαιρία να
προστατευθεί η πολιτιστική και ιστορική
ποικιλομορφία μεταξύ των χωρών, εάν
κάποιος θεωρεί ότι η ποικιλομορφία στην
εθνική νομοθεσία μπορεί να είναι ένα
σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη των
συνεταιρισμών18.
Το θέμα μιας ενιαίας
νομικής προσωπικότητας του συνεταιρισμού
θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω, και
στο εσωτερικό της συνεταιριστικής
κίνησης19.
Τελευταίο
αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, μια
συγκριτική νομική μελέτη για την
συνεταιριστική ταυτότητα απαιτεί
συναίνεση τόσο για τα στοιχεία που
πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό
παρόμοιας ταυτότητας όσο και – κινούμενοι
από μια καθαρή περιγραφική σε κανονιστική
ανάλυση - σχετικά με την "ιδανική"
ταυτότητα, δηλαδή, ταυτότητα που να έχει
ρόλο βάσης σύγκρισης
(tertium
comparationis).
Η παρούσα εργασία
θα θεωρήσει τις Αρχές της ICA,
δεόντως ερμηνευόμενες, ως αφετηρία για
την ανάλυσή της, αν και αναγνωρίζει ότι
αυτό είναι ένας συμβατικός τρόπος για
να προχωρήσει και ότι πολλοί άλλοι
τρόποι θα ήταν δυνατοί και νόμιμοι20.
Για
τους λόγους αυτούς, η εργασία αυτή έχει
ως στόχο να επισημάνει ένα θέμα και να
παρουσιάσει μια δυνατή μέθοδο ανάλυσης,
μέσω της οποίας να εξετάσει και να
επιλύσει αυτό το θέμα.
Έρευνα
στον τομέα της συνεταιριστικής νομικής
προσωπικότητας από τη διεθνή και
συγκριτική άποψη θα απαιτούσε πρόσθετους
πόρους από απόψεως χρόνου, χώρου και
γνώσης, και μια ομάδα επιστημόνων από
διαφορετικές χώρες και νομικές
παραδόσεις21.
3.
Η
Συνεταιριστική
ταυτότητα στις Αρχές της ICA
Η
σημασία των Αρχών της ICA
(και γενικότερα της Δήλωσης της ICA
για την Συνεταιριστική Ταυτότητα) για
τη νομική ανάλυση της συνεταιριστικής
ταυτότητας, στηρίζεται στη φύση τους
της "πειστικής" πηγής συνεταιριστικού
δικαίου.
Το
ισχυρότερο και πιο συγκεκριμένο τεκμήριο
αυτής της αποτελεσματικότητας φαίνεται
από την αναφορά τους, ή ακόμη και την
επίσημη ένταξή τους, σε ορισμένους
εθνικούς συνεταιριστικούς νόμους22.
Επιπλέον,
δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η σημασία
των Αρχών της ICA
θα αυξανόταν σημαντικά για κάποιον που
αποδέχεται την προαναφερθείσα θεωρία,
σύμφωνα με την οποία οι Αρχές της ICA
είναι αρχές του δημόσιου διεθνούς
δικαίου (έχοντας ενσωματωθεί στην
Σύσταση 193/2002 της ΔΟΕ).
Οι
Αρχές της ICA
παραπέμπουν σε ένα είδος επιχειρηματικής
οργάνωσης που χαρακτηρίζεται τόσο από
τους επιδιωκόμενους στόχους όσο και
από τη δομή της διακυβέρνησης.
Κατά
συνέπεια, η παρούσα εργασία θα διαρρυθμίσει
εκ νέου διάφορες διατυπώσεις τους,
σύμφωνα με τα δύο στοιχεία, τους «στόχους»
και τη «δομή διακυβέρνησης», που είναι
δύο στοιχεία επαρκή και αναγκαία στη
νομική ανάλυση για να προσδιορίσουν
ένα συγκεκριμένο είδος οργανισμού και
να το διακρίνουν από τα άλλα23.
Η
παρούσα εργασία θα υιοθετήσει μια ευρεία
έννοια των «στόχων», η οποία περιλαμβάνει
όχι μόνο τον τελικό σκοπό του συνεταιρισμού,
αλλά και τη δραστηριότητα που ασκεί με
σκοπό να τον επιτύχει (από νομική άποψη
μερικές φορές αναφέρεται ως το «κοινωνικό
αντικείμενο»)24.
Κατά
τον καθορισμό των στόχων, η εργασία αυτή
θεωρεί ότι οι διατάξεις σχετικά με τον
προορισμό του πλεονάσματος είναι εξίσου
σημαντικές.
Αντίθετα,
η ανάλυση δεν περιλαμβάνει εκείνες τις
διατυπώσεις που δεν επηρεάζουν τη
συνεταιριστική νομική ταυτότητα, όπως
η εθελοντική φύση της πράξης ίδρυσης
του συνεταιρισμού (βλέπε "ορισμό"
και 1η
Αρχή)
καθώς
και τη φύση των μελών του, είτε φυσικών
προσώπων είτε συνεταιρισμών ή άλλων
τύπων οργανώσεων (αν και αυτό το τελευταίο
στοιχείο μπορεί να είναι σημαντικό για
τις συνεταιριστικές ρυθμίσεις γενικά)25.
Οι
περισσότερες διατυπώσεις των Αρχών της
ICA
θα πρέπει να ερμηνεύονται ή/και να
συμπληρώνονται μέσω της ερμηνείας.
Σε
ορισμένες περιπτώσεις είναι μόνο θέμα
της γραμματικής ερμηνείας, ενώ σε άλλες
περιπτώσεις απαιτούνται λειτουργικές
ή/και παγκόσμιες ερμηνείες.
Παρ'
όλα αυτά, πολλά ρυθμιστικά κενά παραμένουν,
τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν είτε
ως επιτρεπόμενα όσα δεν απαγορεύονται
ρητά είτε ως απαγορευόμενα όσα δεν
επιτρέπονται ρητά.
3.1.
Συνεταιριστικοί
στόχοι
3.1.1.
Συνεταιρισμός
είναι μια οργάνωση που έχει σε λειτουργία
μια επιχείρηση
Στον
"ορισμό" που ενσωματώνεται στη
Δήλωση, «μια συνιδιόκτητη και δημοκρατικά
διοικούμενη επιχείρηση» αντιπροσωπεύεται
ο τρόπος που ο συνεταιρισμός (και τα
μέλη του) επιδιώκει τους στόχους του.
Ως
εκ τούτου, σύμφωνα με τις Αρχές της ICA,
ο συνεταιρισμός είναι ένα ιδιαίτερο
είδος (sui
generis)
οργάνωσης, του οποίου η δραστηριότητα
συνίσταται στη λειτουργία μιας
επιχείρησης.
Κατά
συνέπεια, εκείνες οι οργανώσεις των
οποίων το "κοινωνικό αντικείμενο»
είναι διαφορετικό
(π.χ.,
η
χορήγηση επιχορηγήσεων, η παροχή δωρεάν
υπηρεσιών,
κ.λπ.)
δεν
πρέπει να θεωρούνται συνεταιρισμοί.
3.1.2.
Μια
συνεταιριστική επιχείρηση παρέχει
υπηρεσίες στα μέλη της
Η
παροχή υπηρεσιών από μια συνεταιριστική
επιχείρηση προς τα μέλη της αναδύεται
κυριολεκτικά από την 1η
και ην 3η
Αρχή.
Αυτό
είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία
της συνεταιριστικής ταυτότητας (ειδικά
για να διακρίνονται οι συνεταιρισμοί
από τις εταιρείες), καθώς και ένα από τα
πιο αμφιλεγόμενα.
Φαίνεται
ότι, σύμφωνα με τις Αρχές της ICA,
η συνεταιριστική επιχείρηση απευθύνεται
προς τα μέλη της, με στόχο την παροχή
υπηρεσιών προς αυτά.
Με
άλλα λόγια, τα μέλη του συνεταιρισμού
- που είναι ή γίνονται μέλη με την παροχή
και την συμβολή στο κεφάλαιό του (βλέπε
3η
Αρχή
της
ICA)
-
είναι επίσης χρήστες των υπηρεσιών που
παρέχονται από τον συνεταιρισμό τους,
τις οποίες λαμβάνουν μέσω των συναλλαγών
με τον συνεταιρισμό.
Άρα,
στους συνεταιρισμούς, τα μέλη/ιδιοκτήτες
είναι επίσης οι χρήστες/πελάτες: έχουν
αυτή τη «διπλή ιδιότητα."26
Οι
Αρχές της ICA
δεν διευκρινίζουν κατά πόσον η ταύτιση
των ιδιοτήτων του χρήστη και του μέλους
πρέπει να είναι πλήρης ή μπορεί επίσης
να είναι μερική, γεγονός που εγείρει
δύο βασικά ερωτήματα:
α.
κατά πόσον είναι δεκτά μέλη που δεν
είναι χρήστες (δηλαδή,
μέλη
μη χρήστες)27
και
β.
κατά πόσον χρήστες
εκτός από τα μέλη είναι δεκτοί (δηλαδή,
κατά πόσον ή όχι ο συνεταιρισμός μπορεί
να παρέχει υπηρεσίες σε μη μέλη)28.
Δεν
υπάρχει ρητή απάντηση για τα δύο ερωτήματα
στις Αρχές της ICA.
Αν
και οι Αρχές της ICA
αναφέρονται στην παροχή υπηρεσιών από
το συνεταιρισμό στα μέλη του, αυτό δεν
αποκλείει τη δυνατότητα άλλων συναλλαγών
να λαμβάνουν χώρα μεταξύ του συνεταιρισμού
και των μελών του, όπως είναι η παροχή
προϊόντων από τον συνεταιρισμό, καθώς
και η παροχή εργασίας από τα μέλη (σε
συνεταιρισμούς εργαζομένων) ή αγαθών
και υπηρεσιών (σε συνεταιρισμούς
παραγωγών)29.
Η «παροχή
υπηρεσιών» θα πρέπει, συνεπώς, να
ερμηνεύεται με την ευρεία έννοια και
όχι κυριολεκτικά.
3.1.3.
Ο
συνεταιρισμός είναι μια οργάνωση που
ενεργεί προς το συμφέρον των μελών του,
με στόχο την ικανοποίηση των κοινών
οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών
τους αναγκών τους
Η
παραπάνω επικεφαλίδα προέρχεται από
το "ορισμό" που είναι ενσωματωμένος
στη Δήλωση της ICA
για την Συνεταιριστική Ταυτότητα.
Άρα,
από αυστηρά νομική άποψη, ο συνεταιρισμός
δεν πρέπει να θεωρείται ως "αλτρουιστική"
οργάνωση ή, ακριβέστερα, μια «κοινωνική
επιχείρηση», αφού δεν ενεργεί αποκλειστικά
ή κατά κύριο λόγο για το γενικό συμφέρον
ή προς το συμφέρον της κοινότητας, αλλά
προς το συμφέρον των μελών του
(δηλαδή,
τυπικά
επιδιώκει να ωφεληθούν τα μέλη και όχι
άλλοι). Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει
διαφορά μεταξύ συνεταιρισμών και
εταιρειών30.
Αυτό
δεν σημαίνει, ωστόσο, αγνόηση της
ιδιαίτερης κοινωνικής λειτουργίας των
συνεταιρισμών (σε σύγκριση με τις
εταιρείες)31,
η οποία είναι το αποτέλεσμα: (α) του
επιδιωκόμενου σκοπού να ικανοποιήσει
ανάγκες, εκτός από την αμοιβή του
κεφαλαίου,
(β) της
ιδιαίτερης δομής διακυβέρνησης τους
όπου τα πρόσωπα ενδιαφέρουν περισσότερο
από το κεφάλαιο και όλοι μετράνε εξίσου
δεδομένης της αρχής της δημοκρατίας
(βλέπε ενότητες 3.2.1 και 3.2.3.).,
και
(γ) των διαφόρων υποχρεώσεων για τον
προορισμό του "εξωτερικού"
πλεονάσματος, που περιλαμβάνονται στις
Αρχές της ICA
(βλέπε ενότητα 3.1.4.)32.
Αυτός
είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο η
συνεταιριστική μορφή έχει χρησιμοποιηθεί
από τους εθνικούς νομοθέτες για την
εισαγωγή της κοινωνικής επιχείρησης
στα εθνικά νομικά τους συστήματα.
Η
πρώτη γενιά νόμων για τις κοινωνικές
επιχειρήσεις στην Ευρώπη, ξεκινώντας
από την
Ιταλία
το
1991, ήταν νόμοι για κοινωνικούς
συνεταιρισμούς: έναν ειδικό τύπο
συνεταιρισμού που χαρακτηρίζεται από
το στόχο να εξυπηρετήσει το γενικό
συμφέρον33.
Πράγματι,
πρέπει να γίνει εννοιολογική διάκριση
μεταξύ των κοινωνικών συνεταιρισμών
και των συνεταιρισμών. Οι
κοινωνικοί
συνεταιρισμοί δεν έχουν τον ίδιο στόχο
με τους άλλους συνεταιρισμούς (ή τους
συνεταιρισμούς στους οποίους αναφέρονται
οι Αρχές της ICA),
διότι, όπως για παράδειγμα αναφέρει ο
Ιταλικός Νόμος 381/91 σχετικά με τους
κοινωνικούς συνεταιρισμούς, "ενεργούν
προς το γενικό συμφέρον της κοινότητας»
και όχι προς το κύριο συμφέρον των μελών
τους, όπως προβλέπεται στον ορισμό του
συνεταιρισμού στη Δήλωση της ICA
για την συνεταιριστική ταυτότητα34.
Από
την άλλη πλευρά, οι συνεταιρισμοί έχουν
μια κοινωνική λειτουργία που συμβάλλει
στην διάκρισή τους από τις εταιρείες
και, όπως αναφέρεται, να τους προσεγγίζει
προς τις κοινωνικές επιχειρήσεις.
3.1.4.
Ένας
συνεταιρισμός μπορεί να αποζημιώνει
μόνο εν μέρει τα μέλη για το κεφάλαιο
που καταβάλλουν για την εγγραφή
(περιορισμός μερικής διανομής κέρδους)
και είναι υποχρεωμένος να διαθέσει το
πλεόνασμά του για ορισμένους σκοπούς,
συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών /
αλτρουιστικών σκοπών, όπως προς όφελος
της συνεταιριστικής κίνησης και της
κοινότητας.
Η
3η
Αρχή της
ICA
ορίζει
σαφώς ότι ένας συνεταιρισμός δεν μπορεί
να έχει σκοπό μια συνολική επιδίωξη
κέρδους, δηλαδή στόχος να είναι η
αποζημίωση των μελών για το κεφάλαιο
που έχουν καταβάλει (όπως αντίθετα,
είναι ο τυπικός στόχος των εταιρειών).
Μόνο
μια περιορισμένη αποζημίωση για το
εγγεγραμμένο κεφάλαιο επιτρέπεται
στους συνεταιρισμούς.
Αυτό
είναι άλλο ένα από τα πιο σημαντικά
στοιχεία της συνεταιριστικής ταυτότητας,
το οποίο συμβάλλει σημαντικά στη διάκρισή
της από εκείνη των εταιρειών (οι οποίες
συνήθως δεν αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε
περιορισμό στη διανομή).
Οι
Αρχές της ICA
δεν διευκρινίζουν ποια αποζημίωση για
το κεφάλαιο επιτρέπεται, δηλαδή, δεν
καθορίζουν τα όρια στη διανομή κερδών.
Επιπλέον,
οι Αρχές της ICA
αναφέρουν ορισμένους σκοπούς στους
οποίους θα πρέπει να διατεθεί το
συνεταιριστικό πλεόνασμα από τα μέλη
(κυρίως,
από
τον συνεταιρισμό), δηλαδή:
-
την
ανάπτυξη του συνεταιρισμού, ενδεχομένως,
με τη δημιουργία αποθεματικών, ένα
μέρος τουλάχιστον των οποίων θα πρέπει
να είναι αδιανέμητα
(
3η
Αρχή)
-
στα
μέλη ανάλογα με τις συναλλαγές τους με
τον
συνεταιρισμό (3η
Αρχή)
-
υποστήριξη
άλλων δραστηριοτήτων που εγκρίνονται
από τα μέλη του (3η
Αρχή)
-
στην
εκπαίδευση και κατάρτιση των μελών, των
διαχειριστών, κλπ.,
και
την ενημέρωση του ευρύτερου κοινού (5η
Αρχή)
-
στην
ισχυροποίηση της συνεταιριστικής
κίνησης (6η
Αρχή)
-
την
εφαρμογή μέτρων πολιτικής για τη βιώσιμη
ανάπτυξη της κοινότητας
7η
Αρχή).
Σε
αυτό το πλαίσιο, οι Αρχές της ICA
είναι κάπως ασαφείς.
Σίγουρα,
δεν δίδουν αρκετή έμφαση στη διανομή
του πλεονάσματος κατ' αναλογία προς τις
συναλλαγές του μέλους με τον συνεταιρισμό,
που θα ήταν ο διακριτικός συνεταιριστικός
τρόπος επιβράβευσης των μελών, δεδομένης
της «διπλής ιδιότητας» των μελών.
Πράγματι, ενώ
τα
μέλη
μιας εταιρείας
(δηλ.,
οι
μέτοχοι) αποζημιώνονται λόγω της συμβολής
τους σε κεφάλαιο και σε αναλογία με
αυτό, τα μέλη του συνεταιρισμού θα πρέπει
να αμείβονται, λόγω των συναλλαγών τους
με το συνεταιρισμό, και σε αναλογία με
αυτές.
Τουλάχιστον,
αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος αποζημίωσης
των μελών του συνεταιρισμού θα πρέπει
να έχει ένα όνομα
(π.χ.
«επιστροφές
στους συναλλασσόμενους») σε μια πηγή
τόσο σημαντική όσο οι Αρχές της ICA35.
Οι
Αρχές της ICA
θα πρέπει να είναι σαφέστερες σχετικά
με την καθιέρωση του κανόνα ότι ο
συνεταιρισμός είναι υποχρεωμένος να
δημιουργήσει
αδιανέμητα
αποθεματικά ως εγγύηση της χρηματοπιστωτικής
σταθερότητας (ιδίως λαμβάνοντας υπόψη
τη μεταβλητότητα του κεφαλαίου, όπως
προβλέπεται από πολλούς συνεταιριστικούς
νόμους, και ως αποτέλεσμα της εξόδου
μελών από τον συνεταιρισμό) και της
αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών μεταξύ
των μελών του συνεταιρισμού.
Επίσης,
το καθεστώς των αδιανέμητων αποθεματικών
θα πρέπει να διευκρινιστεί καλύτερα,
ιδίως όσον αφορά το ζήτημα του κατά
πόσον είναι δυνατή η διανομή τους σε
περίπτωση εξόδου μέλους από το συνεταιρισμό
ή διάλυσης του συνεταιρισμού.
Σε
γενικές γραμμές, το νομικό καθεστώς
μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης θα
πρέπει να περιλαμβάνει την απαίτηση
ότι τα συσσωρευμένα αποθεματικά δεν θα
διανέμονται στην περίπτωση εξόδου
μέλους ή διάλυσης της οργάνωσης, γιατί
διαφορετικά θα ισοδυναμούσε με ένα
είδος διανομής
εκ
των
υστέρων
στα
μέλη.
Αλλά
στους συνεταιρισμούς, η κατάσταση είναι
πιο περίπλοκη, καθόσον αφενός οι
συνεταιρισμοί αμείβουν μερικώς το
καταβεβλημένο κεφάλαιο και αφετέρου
μπορούν να διανέμουν πλεονάσματα στα
μέλη ανάλογα με τον όγκο των συναλλαγών
με το συνεταιρισμό.
Τέλος,
ενώ θα πρέπει να αναφέρεται σαφώς ότι
μέρος των πλεονασμάτων θα χρησιμοποιείται
υποχρεωτικώς για εξωτερικούς/
αλτρουιστικούς σκοπούς σύμφωνα με την
5η
(για
την ενημέρωση του ευρύτερου κοινού), 6η
και 7η
Αρχές, ο βαθμός στον οποίο οφείλουν να
το πράττουν δεν ορίζεται με οποιονδήποτε
τρόπο36.
3.2.
Δομή
διακυβέρνησης
3.2.1.
Ο
συνεταιρισμός είναι μια δημοκρατική
οργάνωση
Ο
δημοκρατικός χαρακτήρας του συνεταιρισμού
που αναφέρεται στην «ορισμό» και στις
«αξίες» αναπτύσσεται στη
2η
Aρχή
της
ICA,
σύμφωνα
με την οποία «στους πρωτοβάθμιους
συνεταιρισμούς τα μέλη έχουν ίσα
δικαιώματα ψήφου ("ένα μέλος, μία
ψήφος») και οι συνεταιρισμοί ανωτέρου
βαθμού οργανώνονται επίσης με δημοκρατικό
τρόπο".
Αυτό
οδηγεί στον πυρήνα της συνεταιριστικής
ταυτότητας37
και
της διάκρισης μεταξύ των συνεταιρισμών
και των εταιρειών, λαμβάνοντας υπόψη
ότι στις τελευταίες η καθιερωμένη αρχή
της οργάνωσης είναι «μία μετοχή, μία
ψήφος»38.
Στους
συνεταιρισμούς, κάθε μέλος έχει μία
ψήφο, ανεξάρτητα από το ποσό του
κατατεθειμένου κεφαλαίου, πράγμα που
σημαίνει ότι όλα τα μέλη αντιμετωπίζονται
ισότιμα παρά
τις διαφορές στην οικονομική συμμετοχή
τους στο συνεταιρισμό.
Αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίο σε ορισμένα
νομικά περιβάλλοντα οι συνεταιρισμοί
θεωρούνται ενώσεις προσώπων, και για
τον οποίο τα μέλη των συνεταιρισμών,
δεν πρέπει να θεωρούνται μέτοχοι αν
και, στην πραγματικότητα, συμβάλλουν
στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού τους
(βλέπε
3η
Αρχή της ICA).
Επιπλέον,
αυτός είναι ο λόγος για την πρωτοκαθεδρία
των ατόμων στους συνεταιρισμούς39,
και για το ότι το συνεταιριστικό κεφάλαιο
και οι μερίδες δεν έχουν την ίδια
(οργανωσιακή και οικονομική) λειτουργία,
όπως οι μετοχές στις επιχειρήσεις.
Οι
Αρχές της ICA
δεν περιέχουν καμία ρητή εξαίρεση από
τον κανόνα «ένα μέλος, μία ψήφος» σε
πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς, έτσι
ώστε να διερωτάται κανείς, γιατί, υπό
το πρίσμα της
αρχής
της
2ης
Αρχής της
ICA,
εθνικοί συνεταιριστικοί νόμοι μπορούν
να προβλέπουν εξαιρέσεις, και σε περίπτωση
καταφατικής απάντησης, σε ποια έκταση
και υπό ποιες συνθήκες γίνονται
εξαιρέσεις.
Η
2η
Αρχή
της
ICA
είναι
πιο γενική μόνο όσον αφορά στο
δευτεροβάθμιο, τριτοβάθμιο ή υψηλότερο
επίπεδο συνεταιρισμών, για το οποίο
απαιτεί ένα δημοκρατικό τρόπο οργάνωσης,
αλλά όχι κατ' ανάγκη τον κανόνα «ένα
μέλος, μία ψήφος».
Για
να ακριβολογούμε, συνεταιρισμοί σε άλλα
επίπεδα θα πρέπει να θεωρούνται μόνο
εκείνοι που αποτελούνται από πρωτοβάθμιους
συνεταιρισμούς, γεγονός το οποίο
περιορίζει το πεδίο των πιθανών νομικών
εξαιρέσεων από τον κανόνα «ένα μέλος,
μία ψήφος".
Δεν
είναι απόλυτα σαφές τι θα μπορούσε να
αποτελεί έναν δημοκρατικό τρόπο
οργάνωσης, όταν «ένα μέλος, μία ψήφος»
δεν ισχύει40.
3.2.2.
Ο
συνεταιρισμός είναι μια οργάνωση που
διοικείται από τα μέλη της (διοίκηση
από τρίτους δεν επιτρέπεται)
Κατά
μία έννοια, η 4η
Αρχή της ICA
ολοκληρώνει τη δημοκρατική αρχή της
διοίκησης (βλέπε Ενότητα 3.2.1.), ενισχύοντας
έτσι τα αποτελέσματά της.
Η
4η Αρχή
της
ICA
καθιστά
σαφές τόσο το ότι ένα μέλος δεν μπορεί
να διοικεί τον συνεταιρισμό (που είναι
ήδη η συνέπεια του κανόνα "ένα μέλος,
μία ψήφος»), και ότι όλα τα μέλη, ως
σύνολο, θα πρέπει να είναι ελεύθερα να
κυβερνούν τον συνεταιρισμό χωρίς
εξωτερικές επιρροές, που προκύπτουν,
για παράδειγμα, από συμβασιακές συμφωνίες
για την απόκτηση χρηματοδότησης41.
Στην
περίπτωση των συνεταιριστικών νόμων
που επιτρέπουν μέλη επενδυτές που δεν
είναι χρήστες να είναι δεκτοί σε ένα
συνεταιρισμό – περιπτώσεις συχνές στην
ευρωπαϊκή εθνική νομοθεσία - η
4η
αρχή
θα πρέπει επίσης να διαδραματίσει έναν
ρόλο, προκειμένου να αποτρέψει τον
συνεταιρισμό από το να ελέγχεται από
αυτή την κατηγορία των μελών.
Θα
ήταν ίσως υπερβολή να δοθεί η ερμηνεία
σύμφωνα με την οποία η αρχή αυτή αποκλείει
τη δυνατότητα αποδοχής μη μελών στο
διοικητικό όργανο του συνεταιρισμού
ή, τουλάχιστον, προϋποθέτει ότι η
πλειοψηφία των μελών του διοικητικού
οργάνου να είναι μέλη του συνεταιρισμού.
Στην
πραγματικότητα, εάν οι διαχειριστές μη
μέλη εκλέγονται και μπορεί να ανακληθούν
από τα μέλη του συνεταιρισμού, τα μέλη
του συνεταιρισμού διατηρούν (έστω και
έμμεσα) τον έλεγχο του συνεταιρισμού
και η 4η
Αρχή
της
ICA
θα
τηρείται στο θέμα αυτό42.
3.2.3.
Ο
συνεταιρισμός είναι μια "ανοιχτή"
οργάνωση
Η
ελεύθερη συμμετοχή σε συνεταιρισμούς
εκτίθεται από την
1η
Αρχή
της
ICA,
σύμφωνα με την οποία «Οι συνεταιρισμοί
είναι [...] ανοιχτοί σε όλα τα άτομα που
είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τις
υπηρεσίες τους και είναι πρόθυμοι να
αποδεχθούν τις ευθύνες των μελών, χωρίς
διάκριση φύλου, κοινωνικού επιπέδου,
φυλής, πολιτικών ή θρησκευτικών
πεποιθήσεων».
Ωστόσο,
η δήλωση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με
δύο διαφορετικούς τρόπους:
α.
είτε
με την έννοια ότι ένας συνεταιρισμός
είναι υποχρεωμένος να δέχεται ως μέλη
αυτούς οι οποίοι, όντας σε θέση να
χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του, ζητούν
να γίνουν δεκτοί ως μέλη ("Αρχή της
ανοιχτής πόρτας")
ή
β.
με την
πιο περιορισμένη έννοια ότι εάν και
όταν ο συνεταιρισμός αποφασίζει να
δεχθεί νέα μέλη, ο συνεταιρισμός δεν
μπορεί να τα επιλέξει κάνοντας διακρίσεις.
Στην
πρώτη περίπτωση, θα υπάρχει υποχρέωση
να δεχθεί νέα μέλη.
Στη
δεύτερη περίπτωση, θα υπήρχε μόνο μια
υποχρέωση να μην εισάγουν διακρίσεις
εις βάρος των αιτούντων.
Αν
η πρώτη ερμηνεία επικρατήσει, το πρόβλημα
προκύπτει τόσο για τη θέσπιση ουσιαστικών
απαιτήσεων όσο και για τον καθορισμό
ορίων για την υποχρέωση αυτή,
δηλαδή,
εάν και όταν η άρνηση του συνεταιρισμού
είναι νόμιμη, πώς θα ελεγχθούν πρακτικά
οι αποφάσεις των συνεταιρισμών σχετικά
με τις αιτήσεις εισδοχής και πώς θα
προστατευθούν οι τρίτοι που επιθυμούν
να γίνουν μέλη του συνεταιρισμού.
Επιπλέον,
υπό το πρίσμα της αρχής της «ανοικτής
πόρτας», θα ήταν πολύ δύσκολο να
δικαιολογηθεί ένας συνεταιρισμός που
λειτουργεί μόνιμα με μη μέλη, αλλά, παρ'
όλα αυτά, αρνείται τις αιτήσεις εισδοχής
(ειδικά όταν αυτά τα αιτήματα προέρχονται
από την ίδια τα μη
μέλη
με τα οποία λειτουργεί ο συνεταιρισμός).
Η ίδια δυσκολία θα υπάρχει όταν ένας
συνεταιρισμός εφαρμόζει στην πραγματικότητα
για τους χρήστες που δεν είναι μέλη τους
ίδιους όρους που ισχύουν για τους χρήστες
που είναι μέλη, δεδομένου ότι οι πρώτοι
δεν θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, κάτοχοι
των δικαιωμάτων διακυβέρνησης που οι
τελευταίοι διαθέτουν ως μέλη του
συνεταιρισμού.
Ο
ανοικτός χαρακτήρας του συνεταιρισμού,
ως εκ τούτου, δεν συνεπάγεται μόνο
μεταβλητότητα του κεφαλαίου, η οποία
είναι αποκλειστικά το τεχνικό νομικό
μέσο που διευκολύνει την είσοδο νέου
μέλους σε ένα είδος οργάνωσης που, ως
εκ της φύσεώς της, είναι "ανοιχτή"43.
Μια
τελευταία παρατήρηση είναι απαραίτητη
για την εννοιολογική διαφορά μεταξύ
μιας "ανοικτής" οργάνωσης, όπως
ενός συνεταιρισμού, σύμφωνα με μια
αναμφισβήτητα αυστηρή ερμηνεία της 1ης
Αρχής της
ICA,
και
μια οργάνωσης της οποίας οι μετοχές
μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, όπως
είναι ο κανόνας στις εταιρείες44.
"Ανοικτή"
οργάνωση είναι μια οργάνωση που επιθυμεί
ή είναι υποχρεωμένη από το νόμο να
μοιραστεί τη χρησιμότητα που παράγει
με άλλους κάνοντάς τους μέλη της.
Πρόκειται για μια εκδήλωση της
«αλληλεγγύης» της οργάνωσης και της
«κοινωνικής λειτουργίας» της, η οποία
απορρέει από το γεγονός ότι εκείνοι που
είναι μέλη σε κάθε συγκεκριμένη χρονική
στιγμή δεν είναι οι αποκλειστικοί
δικαιούχοι της οργάνωσης.
Τα
υφιστάμενα μέλη μιας «ανοικτής» οργάνωσης
αποδέχονται την πιθανή μείωση των
υπηρεσιών προς αυτά από την είσοδο των
νέων μελών με τους οποίους θα πρέπει να
μοιραστούν την συνολική χρησιμότητα45.
Αυτές
οι σκέψεις ίσως να μην επεκτείνονται
σε έναν φορέα του οποίου οι μετοχές
είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμες, δεδομένου
ότι η κυκλοφορία των μετοχών καθορίζει
μόνο μια αλλαγή του ιδιοκτήτη, αλλά όχι
του συνολικού αριθμού των ιδιοκτητών
(και συνεπώς των δικαιούχων του φορέα).
Άρα,
οι εταιρείες είναι φορείς των οποίων
οι μετοχές είναι συνήθως μεταβιβάσιμες,
αλλά δεν είναι "ανοιχτοί" με την
προαναφερθείσα έννοια, όπως φαίνεται
επίσης από το καθεστώς της τροποποίησης
του κεφαλαίου με την έκδοση νέων μετοχών,
με τρόπο που προστατεύονται κανονικά
οι σημερινοί μέτοχοι, επιτρέποντάς τους
να αγοράσουν τις νέες μετοχές, διατηρώντας
έτσι την υφιστάμενη ισορροπία στο
εσωτερικό της εταιρείας46
.
3.3.
Οι
Αρχές της ICA
για
συνεταιριστική ταυτότητα συνοπτικά
(και σε σύγκριση με τη νομική ταυτότητα
των εταιρειών)
Ο
παρακάτω πίνακας συνοψίζει τα αποτελέσματα
της προηγούμενης ανάλυσης της
συνεταιριστικής ταυτότητας στις Αρχές
της ICA
και τα συγκρίνει με τη συνήθη νομική
ταυτότητα των εταιρειών: οι διαφορές
προκύπτουν με σαφήνεια.
Πίνακας
1 -
ICA
Αρχές
για την συνεταιριστική ταυτότητα
συνοπτικά (και σε σύγκριση με τη νομική
ταυτότητα των εταιρειών)
Συνεταιριστική
ταυτότητα
|
Ταυτότητα
εταιρείας
|
|||||
Είδος
δραστηριότητας
|
Επιχείρηση
|
Επιχείρηση
|
||||
Είδος
χρηστών
|
Μέλη
|
Χωρίς
περιορισμούς
|
||||
Κύριος
στόχος
|
Να
ενεργεί προς το συμφέρον των
μελών-χρηστών, επίσης με πρόσθετο
όφελος σε αναλογία με την ποσότητα /
ποιότητα των συναλλαγών τους με το
συνεταιρισμό
|
Να
ενεργεί προς το συμφέρον των μετόχων
της, διανέμοντας κέρδη σε αναλογία
με το καταβεβλημένο κεφάλαιο
|
||||
Πρόσθετοι
στόχοι
|
Υποστήριξη
νέων μελών του συνεταιρισμού (επίσης
με τη σύσταση αδιανέμητων αποθεματικών),
της συνεταιριστικής κίνησης και της
κοινότητας
|
Δεν
υπάρχουν
πρόσθετοι στόχοι
|
||||
Αρχή
της διακυβέρνησης
|
"Ένα
μέλος, μία ψήφος"
|
"Μία
μετοχή, μία ψήφος"
|
||||
Έλεγχος
|
Από
κοινού έλεγχος από τα μέλη
Εξωτερικός
έλεγχος δεν επιτρέπεται
|
Ένας
μεμονωμένος μέτοχος μπορεί να ελέγχει
την εταιρεία (και εταιρείες με ένα
μόνο μέτοχο είναι επίσης δυνατόν να
υπάρχουν)
Εξωτερικός
έλεγχος δυνατός
|
||||
"Άνοικτή"
οργάνωση
|
Ναι
|
Όχι
|
4.
Συνεταιριστική
ταυτότητα και συνεταιριστικοί νόμοι
Αυτό
το τμήμα της εργασίας θα αναφερθεί σε
εκείνα που φαίνεται να είναι τα βασικά
ερωτήματα όσον αφορά την συνεταιριστική
ταυτότητα που εγείρονται από τη
συνεταιριστική νομοθεσία αρκετών
Ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα εάν κάποιος
αποφασίσει να υιοθετήσει τη
συνεταιριστική
ταυτότητα της ICA
ως τον ιδανικό τύπο για συγκριτικούς
λόγους.
Αυτό
το μέρος της εργασίας θα δείξει επίσης
τη μεγάλη ποικιλία στον ορισμό του
συνεταιρισμού που μπορεί να βρεθεί στην
Ευρωπαϊκή εθνική νομοθεσία, σε συνδυασμό
με την μεγάλη ποικιλία όσον αφορά την
εφαρμογή της κάθε
Αρχής
της ICA.
4.1.
Απουσία
συνεταιριστικής νομοθεσίας (και
συνεταιριστικής νομικής ταυτότητας)
Πρώτα
απ' όλα, πρέπει κανείς να ρωτήσει κατά
πόσον η απουσία ενός εθνικού συνεταιρισμού
κανονισμού, και, συνεπώς, μιας
συνεταιριστικής νομικής ταυτότητας,
είναι συμβατή με την Σύσταση 193/2002 της
ΔΟΕ, ιδιαίτερα εάν αυτή λαμβάνεται ως
πηγή δημόσιου διεθνούς δικαίου.
Πράγματι,
το σημείο 6 της εν λόγω Σύστασης αναφέρει:
"Μια ισορροπημένη κοινωνία απαιτεί
την ύπαρξη ισχυρού δημόσιου και ιδιωτικού
τομέα, καθώς και έναν ισχυρό συνεταιριστικό,
αμοιβαίο και λοιπό κοινωνικό και μη
κυβερνητικό τομέα. Είναι σε αυτό το
πλαίσιο που οι Κυβερνήσεις πρέπει να
παρέχουν μια υποστηρικτική πολιτική
και νομικό πλαίσιο σύμφωνο με τη φύση
και τη λειτουργία των συνεταιρισμών
και καθοδηγούμενο από τις συνεταιριστικές
αξίες και αρχές".
Και
το σημείο 10 (1) προσθέτει: «Τα κράτη μέλη
θα πρέπει να υιοθετήσουν ειδική νομοθεσία
και κανονισμούς για τους συνεταιρισμούς,
που καθοδηγούνται από τις συνεταιριστικές
αξίες και τις αρχές που αναφέρονται
στην παράγραφο 3, και να αναθεωρούν την
εν λόγω νομοθεσία και τους κανονισμούς
όταν απαιτείται".
Ενώ
η βελτίωση της συνεταιριστικής νομοθεσίας
για την προώθηση των συνεταιρισμών
είναι ένα θέμα που μπορεί να απευθυνθεί
σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει
μια χώρα στην Ευρώπη χωρίς καμία
συγκεκριμένη συνεταιριστική ρύθμιση,
η οποία είναι
η
Ιρλανδία.
Αυτή
την περίοδο συζητείται στην
Ιρλανδία
κατά
πόσον είναι απαραίτητος
ή
όχι ένας συγκεκριμένος συνεταιριστικός
νόμος47.
Αν
κάποιος θεωρεί τη Σύσταση 193/2002 της ΔΟΕ
ως πηγή του δημοσίου διεθνούς δικαίου,
φαίνεται προφανές ότι η συζήτηση αυτή
δεν πρέπει να αξιολογήσει μόνο την
πρακτική σημασία για τους συνεταιρισμούς
να διαθέτουν ή να μην διαθέτουν νομική
ταυτότητα – κάνοντας επίσης μια
προσεκτική σύγκριση, σε όρους θετικών
αποτελεσμάτων για τη συνεταιριστική
κίνηση, μεταξύ των χωρών με μια προσέγγιση
«περιορισμένων κανόνων», όπως η Δανία,
και των χωρών με μια προσέγγιση "αυξημένων
κανόνων", όπως η Νορβηγία48
-
αλλά
επίσης να λαμβάνουν υπόψη τη δεσμευτική
ισχύ της Σύστασης 193/2002 της ΔΟΕ και των
Αρχών της ICA
που περιλαμβάνονται σ' αυτή (ακόμα και
αφήνοντας κατά μέρος το θέμα της
ομοιομορφίας στην εθνική συνεταιριστική
νομική ταυτότητα ως παράγοντα της
συνεταιριστικής ανάπτυξης)49.
4.2.
Αδύναμοι
νόμοι συνεταιριστικής ταυτότητας (και
το μοντέλο "διπλής τροχιάς" του
συνεταιριστικού κανονισμού)
Μερικοί
συνεταιριστικοί νόμοι ρυθμίζουν τους
συνεταιρισμούς με έναν τρόπο που η
συνεταιριστική ταυτότητα είναι σχεδόν
ανύπαρκτη ή, τουλάχιστον, δεν είναι
συμβατή με την ταυτότητα των Αρχών της
ICA.
Είναι δύσκολο, σε αυτές τις περιπτώσεις,
να καθορίσετε μια ξεχωριστή ταυτότητα
για τους συνεταιρισμούς σε σχέση με τις
εταιρείες50.
Σε
ορισμένες περιπτώσεις, αυτό είναι το
αποτέλεσμα μιας συνεταιριστικής ρύθμισης
που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε
προκαθορισμένους κανόνες,
δηλαδή,
σε
κανόνες που δεν είναι υποχρεωτικοί και
ότι υπόκεινται σε δυνατότητα μη-εφαρμογής,
έτσι ώστε να εφαρμόζονται μόνο εάν το
καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά.
Για
παράδειγμα, στον Κανονισμό για τους
συνεταιρισμούς του Λουξεμβούργου, δεν
υπάρχουν κανόνες σχετικά με τη
δραστηριότητα του συνεταιρισμού με τα
μέλη του, τη διανομή πλεονάσματος ανάλογα
με τις συναλλαγές των μελών με τον
συνεταιρισμό και τη δημιουργία αδιανέμητων
αποθεματικών.
Επιπλέον,
ο κανόνας "ένα μέλος μία ψήφος"
ισχύει μόνο σε περίπτωση απουσίας
ρύθμισης από το συνεταιριστικό καταστατικό
(άρθ. 117, παρ. 1, 4°, του Νόμου 10/8/1915 για τις
εμπορικές επιχειρήσεις)51.
Σε
αυτή τη χώρα η κατάσταση είναι ακόμη
χειρότερη αν αναλογιστεί κανείς τον
αριθμό των «συνεταιρισμών που οργανώνονται
ως
ανώνυμες
εταιρίες
[μετοχικές
επιχειρήσεις]» (άρθ. 137-1 επ., του Νόμου
10.08.1915, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο
10/6/1999), ο οποίος έχει σωστά αναφερθεί ως
μια «καρικατούρα» του συνεταιρισμού52.
Ο
Ολλανδικός (Αστικός Κώδικας, βιβλίο ΙΙ)
και ο Σουηδικός (EFL
SFS
1987: 667) συνεταιριστικός νόμος αποτελούν
παρόμοια παραδείγματα.
Δεν παρέχουν μια
ολοκληρωμένη συνεταιριστική ταυτότητα,
και ακόμα και εκείνες οι πτυχές που
καλύπτονται (συμπεριλαμβανομένης της
δημοκρατίας), στην πραγματικότητα,
ρυθμίζονται μόνο από προκαθορισμένους
κανόνες, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα
στο καταστατικό του συνεταιρισμού για
διαφορετική ρύθμιση.
Μια
ελαφρώς διαφορετική κατάσταση επικρατεί
σε εκείνες τις χώρες που υιοθετούν ένα
είδος μοντέλου "διπλής τροχιάς"
στη ρύθμιση των συνεταιρισμών, καθόσον
αναγνωρίζουν δύο (υπο) τύπους ή (υπο)
κατηγορίες συνεταιρισμών, μία από τις
οποίες χαρακτηρίζεται από μια πολύ
αδύναμη συνεταιριστική ταυτότητα, ενώ
στην άλλη εμφανίζονται ορισμένα
χαρακτηριστικά της συνεταιριστικής
ταυτότητας – γεγονός το οποίο, ωστόσο,
δεν σημαίνει
καθαυτό
ότι
τα χαρακτηριστικά αυτά αντιστοιχούν
σε εκείνα που χαρακτηρίζουν τη
συνεταιριστική ταυτότητα της ICA
- και τα οποία είναι απαραίτητα για την
επιλεξιμότητα των συνεταιρισμών για
μια ειδική φορολογική μεταχείριση.
Εξέχοντα
παραδείγματα της κατηγορίας αυτής
αποτελούν συνεταιριστικοί νόμοι του
Βελγίου, της Δανίας και της Ιταλίας.
Στο
Βέλγιο,
η
ρύθμιση των συνεταιρισμών βρίσκεται
στο βιβλίο VII
του Εταιρικού Κώδικα του 1999. Ο Βελγικός
συνεταιρισμός όπως ρυθμίζεται από τον
Εταιρικό Κώδικα είναι ουσιαστικά μια
εταιρεία με μεταβλητό κεφάλαιο και
αριθμό μελών (άρθ. 350, του Βελγικού
Εταιρικού Κώδικα).
Δεν
υπάρχει καμία διάταξη σχετικά με
δραστηριότητες με τα μέλη.
Το
συνεταιριστικό πλεόνασμα μπορεί να
διανεμηθεί στα μέλη του χωρίς περιορισμούς.
Επιστροφές
στα μέλη ως τρόπος διανομής του
πλεονάσματος δεν αναφέρονται.
Ο κανόνας
«ένα μέλος, μία ψήφος" μπορεί να
παραμερίζεται από το συνεταιριστικό
καταστατικό (άρθ. 382, παρ. 1, Βελγικού
Εταιρικού Κώδικα).
Σε
αντίθεση, η βελγική νομοθεσία (νόμος
20/7/1955 και Βασιλικό Διάταγμα 08/01/1962)
χορηγεί ειδική φορολογική μεταχείριση
σε εκείνους τους συνεταιρισμούς που
καταβάλλουν μόνο περιορισμένο τόκο, ή
καθόλου, στο κεφάλαιο που έχουν καταβάλει
τα μέλη (άρθ. 1, παρ. 2, 6°, Βασιλικό Διάταγμα
01/08/1962), ορίζει τη διανομή πλεονάσματος
στα μέλη κατ' αναλογία προς τις
δραστηριότητές τους με τον συνεταιρισμό
(αρθ. 1, παρ. 2, 5°, βασιλικό διάταγμα
08/01/1962), και προβλέπει τη χορήγηση αριθμού
ψήφων που δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο
ποσοστό του συνόλου των ψήφων σε ένα
μόνο μέλος (αρθ. 1, παρ. 2, 3°, το Βασιλικό
Διάταγμα 08/01/1962)53.
Στη
Δανία,
ο ισχύων νόμος περί συνεταιρισμών είναι
η Κωδικοποιημένη Πράξη για ορισμένες
εμπορικές επιχειρήσεις, Αριθ. 651 της
15/6/2006.
Ο
νόμος αυτός διατυπώνει έναν ορισμό του
συνεταιρισμού που είναι αυστηρότερος
από εκείνον του Βελγικού Εταιρικού
Κώδικα.
Σύμφωνα
με το άρθρο
4
του νόμου της Δανίας 651/2006, «ως συνεταιρισμός
(co-operative
society)
νοείται μια επιχείρηση [...], της οποίας
αντικείμενο είναι να συμβάλλει στην
προώθηση των κοινών συμφερόντων των
μελών μέσω της συμμετοχής τους στις
επιχειρηματικές δραστηριότητες ως
αγοραστές, προμηθευτές ή με οποιοδήποτε
άλλο παρόμοιο τρόπο, και της οποίας τα
κέρδη, εκτός από τον συνήθη τόκο επί
του καταβεβλημένου κεφαλαίου, θα πρέπει
είτε να διανεμηθούν μεταξύ των μελών
ανάλογα με το μερίδιό τους επί του κύκλου
εργασιών ή να παραμείνουν αδιάθετα στην
επιχείρηση".
Ο
ορισμός αυτός περιέχει προφανώς κάποια
βασικά στοιχεία της συνεταιριστικής
ταυτότητας. Τονίζει την ιδιαίτερη φύση
των συνεταιρισμένων μελών / κυριότητα
(μέλη ως χρήστες), τον περιορισμό της
διανομής κερδών («συνήθη τόκο») και την
υποχρέωση να διανείμει το πλεόνασμα σε
αναλογία με τις συναλλαγές των μελών
με τον συνεταιρισμό (δηλαδή,
επιστροφές
στους συναλλασσόμενους).
Ωστόσο,
δεν υπάρχουν διατάξεις για μη διανεμόμενα
αποθεματικά, εξωτερικές χρήσεις του
πλεονάσματος (υπέρ της συνεταιριστικής
κίνησης ή της κοινότητας), τη δημοκρατία,
ή τον ανοιχτό χαρακτήρα του συνεταιρισμού.
Ο
νόμος 1001/2009 της Δανίας αναγνωρίζει ως
"υποκείμενους στη φορολογία
συνεταιρισμούς», και συνεπώς επιλέξιμους
για ειδική φορολογική μεταχείριση, τους
συνεταιρισμούς που προωθούν το ενδιαφέρον
τουλάχιστον 10 μελών,
έχουν
κύκλο εργασιών με μη-μέλη που δεν
υπερβαίνει το 25% του συνολικού κύκλου
εργασιών,
διανέμουν
πλεόνασμα στα μέλη, εκτός από έναν συνήθη
τόκο επί του κεφαλαίου (ίσο με το
προεξοφλητικό επιτόκιο της Εθνικής
Τράπεζας της Δανίας), κατ' αναλογία προς
τον κύκλο εργασιών τους με τον συνεταιρισμό
ή το επανεπενδύουν54.
Στην
πραγματικότητα, στο παράδειγμα της
Δανίας, ο φορολογικός νόμος δεν προβλέπει
πρόσθετες απαιτήσεις, αλλά καθορίζει
μόνο, για φορολογικούς σκοπούς, τις
γενικές απαιτήσεις.
Μετά
τη μεταρρύθμιση του 2003, η Ιταλική
συνεταιριστική νομοθεσία (Αστικός
Κώδικας, βιβλίο V,
άρθρο 2511 επ.) παρουσιάζει μια ιδιόμορφη
διάκριση μεταξύ "κυρίως αμοιβαίων
συνεταιρισμών" και "άλλων" ή
"όχι κυρίως αμοιβαίων συνεταιρισμών».
Ενώ
στη ρύθμιση της πρώτης κατηγορίας των
συνεταιρισμών έχουν ληφθεί υπόψη όλες
οι πτυχές της συνεταιριστικής ταυτότητας
(πράγμα που, ωστόσο, δεν σημαίνει, ότι
η ρύθμιση αυτή καθαυτή πρέπει να θεωρείται
ότι ανταποκρίνεται στις Αρχές της ICA)55,
η δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζεται από
την απουσία περιορισμών σχετικά με τη
δραστηριότητα με μη
μέλη,
σχετικά
με τη διανομή στα μέλη μερισμάτων επί
του καταβεβλημένου κεφαλαίου, των
αποθεματικών και των υπολειμματικών
στοιχείων του ενεργητικού σε περίπτωση
διάλυσης.
Σύμφωνα
με ό,τι σε αυτή την εργασία έχει ονομασθεί
μοντέλο «διπλής τροχιάς», μόνο στους
«κατά κύριο λόγο αμοιβαίους συνεταιρισμούς"
παρέχεται ειδική φορολογική μεταχείριση,
πράγμα που σημαίνει ότι και στην
Ιταλία
η φορολογική νομοθεσία είναι ζωτικής
σημασίας για την συνεταιριστική
ταυτότητα56.
Τα
παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ότι,
στην
Ευρώπη,
το όνομα του «συνεταιρισμού» μπορεί να
χρησιμοποιηθεί από οργανώσεις, των
οποίων η φύση είναι διαφορετική από
εκείνη του συνεταιρισμού που ορίζεται
από τις Αρχές της ICA
και της Σύστασης 193/2002 της ΔΟΕ.
Το
πρόβλημα είναι ότι ο νόμος το επιτρέπει.
Τα
κύρια ερωτήματα είναι κατά πόσον η
Σύσταση 193/2002 της ΔΟΕ είναι πραγματικά
δεσμευτική, πώς θα πρέπει να επιβληθεί,
και κατά πόσον αυτή η νομική κατάσταση
βλάπτει τη συνεταιριστική κίνηση.
Κατ'
αντιδιαστολή, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες,
οι συνεταιριστικοί νόμοι προβάλλουν
μια συνεταιριστική ταυτότητα πλησιέστερα
προς εκείνη των Αρχών της ICA.
Από την άποψη αυτή,
στην Ευρώπη υπάρχουν τόσο «παραδοσιακοί»
συνεταιριστικοί νόμοι, που τηρούν
αυστηρά τις Αρχές της ICA
(βλέπε, μεταξύ άλλων, τους συνεταιριστικούς
νόμους της Βουλγαρίας, της Κύπρου, της
Πολωνίας), και πιο καινοτόμοι συνεταιριστικοί
νόμοι, που προσπαθούν να συνδυάσουν τον
σεβασμό στις Αρχές της ICA
με την ανάγκη προσαρμογής των ρυθμίσεων
προς συγκεκριμένες (κυρίως οικονομικές)
ανάγκες του συνεταιρισμού [βλέπε, μεταξύ
άλλων, και καθεμιά σε διαφορετικό βαθμό,
τη Φινλανδική, τη Γαλλική, την Ιταλική
(με περιορισμένη αναφορά στους "κυρίως
αμοιβαίους συνεταιρισμούς"), τη
Νορβηγική, την Σλοβενική συνεταιριστική
νομοθεσία].
Ωστόσο,
όπως θα επισημάνει η ανάλυση που
ακολουθεί, ο τρόπος με τον οποίο οι Αρχές
της ICA
εφαρμόζονται αυστηρά, και στο βαθμό
στον οποίο γίνονται σεβαστές, ποικίλλουν
μεταξύ των χωρών, δημιουργώντας έτσι
ένα πλήθος συνεταιρισμού νομικών
ταυτοτήτων.
4.3.
Η
συνεταιριστική επιχείρηση: δραστηριότητες
με μέλη και δραστηριότητες με μη
μέλη
Όπως
αναφέρθηκε προηγουμένως, σύμφωνα με
τις Αρχές της ICA,
συνεταιρισμός είναι μια οργάνωση που
επιδιώκει να ενεργεί με τα μέλη της ως
χρήστες (των υπηρεσιών και των αγαθών
που παρέχονται από τον συνεταιρισμό),
ως προμηθευτές (των υπηρεσιών και των
αγαθών που χρησιμοποιούνται από τον
συνεταιρισμό για την οικονομική
δραστηριότητά του) ή ως εργαζόμενοι
(συνεταιρισμοί εργαζομένων).
Αυτό
καθιστά τους συνεταιρισμούς διαφορετικούς
από τις εταιρείες, δεδομένου ότι στις
εταιρείες χρήστες (ή προμηθευτές και
εργαζόμενοι) δεν συμπίπτουν αναγκαστικά
με τους μετόχους (ούτε, αν αυτό συμβαίνει,
οι εταιρείες θα στρέφονταν στη
μεγιστοποίηση του συμφέροντός τους ως
χρήστες, αλλά μόνο ως μέτοχοι).
Κατά
συνέπεια, σε αντίθεση με τις εταιρείες,
οι συνεταιρισμοί δεν αποτελούν το μέσον
για να αμείβεται το συσσωρευμένο
κεφάλαιο, αλλά για να ικανοποιούν άλλες
ειδικές ανάγκες.
Το
κατά πόσον η νομοθεσία απευθύνεται και
προστατεύει αυτό το συνεταιριστικό
προφίλ, πρέπει να διερευνηθεί.
Για
παράδειγμα, με την άρνηση ή, τουλάχιστον,
τον περιορισμό της δυνατότητας ενός
συνεταιρισμού να συναλλάσσεται με μη
μέλη (δηλαδή,
να παρέχει σε αυτά, να προμηθεύεται από
αυτά και να απασχολεί μη
μέλη).
Στο
χειρισμό αυτού του σημείου, θα πρέπει
κανείς να εξετάσει επίσης την περίπτωση
ο συνεταιρισμός να αντιμετωπίσει μια
στιγμιαία ανάγκη να διευρυνθεί η περιοχή
των αγοραστών του, των πωλητών του και
των εργαζομένων του, οπότε το πραγματικό
πρόβλημα ανακύπτει από μια μόνιμη
δραστηριότητα που διεξάγεται με μη
μέλη57.
Η
ανάλυση των ευρωπαϊκών εθνικών
συνεταιριστικών νομοθεσιών καταλήγει
ως εξής.
Σε
ορισμένους συνεταιριστικούς νόμους, ο
ορισμός του συνεταιρισμού περιλαμβάνει
ρητά τη σχέση μεταξύ του συνεταιρισμού
και των μελών του, ενώ η πτυχή της
δραστηριότητας με τα μη-μέλη δεν
εξετάζεται, γεγονός το οποίο θα μπορούσε
να ερμηνευθεί ως εάν ο συνεταιρισμός
δεν μπορεί να συναλλάσσεται με μη μέλη.
Πιο
συγκεκριμένα, υπάρχουν συνεταιριστικοί
νόμων που απαγορεύουν κατ' αρχήν τις
συναλλαγές με μη μέλη.
Το
παράδειγμα της Γαλλικής νομοθεσίας
είναι πολύ ενδιαφέρον από αυτή την
άποψη.
Το άρθρο 3
του Νόμου 47/1775 ορίζει: «Οι συνεταιρισμοί
δεν πρέπει να επιτρέπουν μη- μέλη να
ωφελούνται από τις υπηρεσίες τους, εκτός
εάν ειδικοί νόμοι που τους διέπουν τους
επιτρέπουν να το πράττουν. Αν οι
συνεταιρισμοί κάνουν χρήση αυτής της
δυνατότητας, οφείλουν να δέχονται ως
μέλη τα πρόσωπα στα οποία επιτρέπουν
να ωφελούνται από τη δραστηριότητά τους
ή των οποίων χρησιμοποιούν την εργασία,
και τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις
που προβλέπονται από το καταστατικό
τους". Ο κανόνας αυτός δείχνει καθαρά
την υπάρχουσα σχέση μεταξύ της αρχής
της «διπλής ιδιότητας» και της αρχής
της «ανοιχτής πόρτας» στη ρύθμιση των
συνεταιρισμών, η οποία έχει ήδη επισημανθεί
σε αυτή την εργασία58.
Σε
άλλους συνεταιριστικούς νόμους ο ορισμός
του συνεταιρισμού περιλαμβάνει ρητά
τη σχέση μεταξύ του συνεταιρισμού και
των μελών του, αλλά ταυτόχρονα ο νόμος
επιτρέπει, χωρίς ρητούς ή συγκεκριμένους
περιορισμούς τη δραστηριότητα με μη
μέλη, με την προϋπόθεση ότι το συνεταιριστικό
καταστατικό, το ορίζει59.
Αυτό
είναι το μοντέλο που υιοθετήθηκε επίσης
από τον Κανονισμό SCE60.
Από
άλλους συνεταιριστικούς νόμους, οι
συνεταιριστικές συναλλαγές με μη μέλη
ρυθμίζονται ρητά από την επιβολή
διαφορετικών περιοριστικών μέτρων
(μερικές φορές μόνο για τους σκοπούς
της φορολογικής νομοθεσίας, όπως
τονίστηκε προηγουμένως).
Αυτό
σημαίνει, ωστόσο, ότι κάτω από αυτό το
όριο, ή εφόσον υπάρχουν οι προϋποθέσεις
που καθορίζονται από το νόμο, η
δραστηριότητα με μη μέλη επιτρέπεται
σε κάθε περίπτωση.
Πιο
συγκεκριμένα:
-
μερικοί
συνεταιριστικοί νόμοι θεσπίζουν ένα
συγκεκριμένο όριο για τη δραστηριότητα
με μη-μέλη σε σχέση με τη δραστηριότητα
με τα μέλη.
Το
όριο αυτό μπορεί να αλλάξει: για
παράδειγμα, αντιπροσωπεύεται από ένα
κύκλο εργασιών 25% του συνολικού κύκλου
εργασιών στη νομοθεσία της Δανίας (για
λόγους φορολογικής νομοθεσίας, από τα
έσοδα ή τα έξοδα από τη δράση με μη-μέλη
να μην είναι υψηλότερα, από τα έσοδα ή
τα έξοδα από τη δραστηριότητα με τα
μέλη, στην Ιταλική νομοθεσία (και πάλι
μόνο για σκοπούς φορολογικής νομοθεσίας,
από το 50%
του συνόλου των συναλλαγών με τα μέλη,
όπως στην Ισπανική εθνική νομοθεσία,
αναφορικά με τους γεωργικούς συνεταιρισμούς
(άρθρο 93, παρ 4, του Νόμου 27/1999..).
-
άλλοι
συνεταιριστικοί νόμοι χρησιμοποιούν
γενικές διατυπώσεις, υπαινισσόμενοι
ωστόσο, ότι η δραστηριότητα με τα μέλη
τους θα πρέπει να είναι η επικρατούσα:
για παράδειγμα, η Ολλανδική νομοθεσία
επιτρέπει στο συνεταιριστικό καταστατικό
να προβλέπει τη σύναψη συμφωνιών με
μη-μέλη παρόμοιων με αυτές που έχουν
συναφθεί με τα μέλη (άρθ. 53, παρ. 3,
Ολλανδικός Αστικός Κώδικας), αλλά αυτή
η εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί σε τέτοιο
βαθμό που οι συμφωνίες με τα μέλη του
να είναι μόνο δευτερεύουσας σημασίας
(άρθ. 53, παρ. 4, Ολλανδικού Αστικού Κώδικα)61.
-
Με παρόμοιο τρόπο, η Νορβηγική νομοθεσία ορίζει τον συνεταιρισμό ως «μια ομάδα της οποίας κύριος στόχος είναι η προώθηση του οικονομικού συμφέροντος των μελών της από τα μέλη που συμμετέχουν στους συνεταιρισμούς ως αγοραστές, προμηθευτές ή με κάποιο παρόμοιο τρόπο», επιτρέποντας έτσι συναλλαγές με μη μέλη, εφόσον δεν υπερισχύουν εκείνων με τα μέλη62.
-
Ακόμη,
άλλες συνεταιριστικές νομοθεσίες
επιτρέπουν στον συνεταιρισμό να ζητήσει
υπουργική εξουσιοδότηση (βλ. άρθ. 4 του
Ισπανικού Εθνικού Νόμου 27/1999, στην
περίπτωση ενός συνεταιρισμού που
αντιμετωπίζει μια μείωση της δραστηριότητας
με τα μέλη που ενδέχεται να υπονομεύσει
την οικονομική βιωσιμότητα του).
4.4.
Η
ιδιότητα του μέλους: μέλη-χρήστες και
μη χρήστες (επενδυτές)
Σύμφωνα
με τις Αρχές της ICA,
ο συνεταιρισμός έχει σκοπό τη διεξαγωγή
συναλλαγών με τα μέλη του, τα οποίοι
έτσι είναι μέλη-χρήστες.
Κατά
συνέπεια, ο συνεταιρισμός δεν αποσκοπεί
(σε αντίθεση με τις εταιρείες)να αμείψει
το παρεχόμενο από τα μέλη κεφάλαιο.
Πιο
συγκεκριμένα, η αμοιβή του κεφαλαίου
των μελών επιτρέπεται μόνο σε περιορισμένο
βαθμό.
Δεδομένου
αυτού, τίθεται το ερώτημα αν ένας
συνεταιρισμός μπορεί να δεχθεί μέλη
που ενδιαφέρονται μόνο για την απόδοση
του κεφαλαίου, αλλά όχι για συναλλαγές
με τον συνεταιρισμό ή για εργασία μαζί
του.
Για
να τεθεί το θέμα διαφορετικά, το ερώτημα
είναι αν ένας συνεταιρισμός μπορεί να
λάβει κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου
και από «μη χρήστες» και, συνεπώς, μέλη
επενδυτές.
Προφανώς,
αυτό είναι ένα ενδιαφέρον σημείο από
την άποψη της συνεταιριστικής ταυτότητας,
δεδομένου ότι η αμοιβή του κεφαλαίου
του μέλους είναι ο σκοπός των εταιρειών
και το κίνητρο των μετόχων τους.
Από
την άλλη πλευρά, οι συνεταιρισμοί, όπως
οι εταιρείες, μπορεί να αντιμετωπίσουν
το πρόβλημα της έλλειψης χρηματοδότησης,
για την αντιμετώπιση της οποίας η αποδοχή
μελών-επενδυτών θα μπορούσε να είναι
μια λύση.
Πώς
θα πρέπει η συνεταιριστική νομοθεσία
να ρυθμίσει το θέμα αυτό;
Θα πρέπει η σιωπή των Αρχών της ICA
να ερμηνευθεί
ως απαγόρευση των καθαυτό μελών επενδυτών
στον συνεταιρισμό; Και εν πάση περιπτώσει,
θα πρέπει ο περιορισμός της διανομής
να ισχύσει στα μέλη επενδυτές;63.
Στην
αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, οι
Ευρωπαϊκές εθνικές συνεταιριστικές
νομοθεσίες ενεργούν με διαφορετικό
τρόπο:
-
η
πλειοψηφία των συνεταιριστικών νόμων
δεν ασχολούνται με το θέμα των μελών
επενδυτών, γεγονός το οποίο θα μπορούσε
να ερμηνευθεί ως άρνηση αποδοχής τους64
-
άλλοι
συνεταιριστικοί νόμοι απλώς παρέχουν
τη δυνατότητα στο καταστατικό του
συνεταιρισμού για την αποδοχή ή όχι
μελών επενδυτών65
-
ακόμη
άλλοι συνεταιριστικοί νόμοι – ακολουθώντας
τις κατευθύνσεις του Κανονισμού SCE,
ο οποίος είχε σαφή επίδραση σε αυτό το
θέμα – αφενός επιτρέπουν τη συμμετοχή
μελών επενδυτών σε συνεταιρισμούς
(συνήθως υπό την προϋπόθεση ότι το
καταστατικό του συνεταιρισμού το
προβλέπει), αλλά αφετέρου περιλαμβάνει
υποχρεωτικούς κανόνες που εμποδίζουν
τον έλεγχο του συνεταιρισμού από την
κατηγορία των μελών επενδυτών66.
4.5.
Κατανομή
πλεονάσματος
Όπως
επισημάνθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τις
Αρχές της ICA,
η ιδιαίτερη ταυτότητα των συνεταιρισμών
βασίζεται επίσης σε συγκεκριμένα
κριτήρια διανομής του πλεονάσματος
μεταξύ των μελών που είναι συνεπή με τη
φύση τους ως οργανώσεων που στοχεύουν
στην λειτουργία με τα μέλη τους ως
χρήστες των παρεχομένων υπηρεσιών,
ικανοποιώντας έτσι ανάγκες διαφορετικές
από την επένδυση του κεφαλαίου.
Επιπλέον,
κάνοντας αναφορά στις μορφές κατανομής
του πλεονάσματος, εκτός από τη διανομή
στα μέλη - δηλαδή, στα αδιανέμητα
αποθεματικά, στην ενίσχυση της
συνεταιριστικής κίνησης, και της βιώσιμης
ανάπτυξης της κοινότητας - οι Αρχές της
ICA
διαμορφώνουν ένα είδος οργάνωσης της
οποίας η «κοινωνική λειτουργία» αναδύεται
με σαφήνεια.
Ως
εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα αν, πώς
και σε ποιο βαθμό η συνεταιριστική
νομοθεσία εμπεριέχει αυτό το βασικό
στοιχείο της συνεταιριστικής ταυτότητας.
Αυτό
το στοιχείο περιλαμβάνει αρκετές πτυχές,
οι οποίες μπορούν να τύχουν ειδικής
μεταχείρισης και να συνδυαστούν από το
νόμο με διαφορετικούς τρόπους.
Ως
εκ τούτου, η ανάλυση αυτού του συγκεκριμένου
σημείου θα περιοριστεί εδώ στο να δείξει
πού η συνεταιριστική νομοθεσία κατά
κύριο λόγο συγκρούεται με τις Αρχές της
ICA
στη ρύθμιση αυτού του συνεταιριστικού
προφίλ.
Ένας
αριθμός Ευρωπαϊκών εθνικών συνεταιριστικών
νόμων δεν αναγνωρίζουν σαφώς την έννοια
των «επιστροφών στους συναλλασόμενους»
και συνεπώς δεν τις διακρίνουν από τα
«μερίσματα» (ως απόδοση του κεφαλαίου)67.
Αυτό
προφανώς έχει ως αποτέλεσμα το γεγονός
ότι η συνεταιριστική νομοθεσία δεν
μπορεί να υποχρεώσει έναν συνεταιρισμό
να διανείμει επιστροφές στους
συναλλασσόμενους αντί των μερισμάτων68
ή
να περιορίσει τη διανομή μερίσματος,
προωθώντας έτσι έμμεσα την διανομή
επιστροφών στους συναλλασσόμενους.
Έτσι, σε
πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, το θέμα της
διανομής πλεονάσματος, αν και ζωτικής
σημασίας για την συνεταιριστική
ταυτότητα, δεν καλύπτεται από υποχρεωτικούς
κανόνες, αλλά έχει εξ ολοκλήρου ανατεθεί
στο συνεταιριστικό καταστατικό69.
Σύγχυση
σε αυτό το σημείο και συνακόλουθη έλλειψη
επαρκών διατάξεων προκύπτουν επίσης
στον κανονισμό SCE.
Πρώτον,
ο Κανονισμός SCE
αποκαλεί "μερίσματα" ό,τι στην
πραγματικότητα είναι "επιστροφές
στους συναλλασσόμενους»: πράγματι, το
άρθρο
66,
του Κανονισμού SCE,
σαφώς αναφέρεται στην έννοια των
επιστροφών στους συναλλασσόμενους όταν
αναφέρεται σε μια καταβολή ποσού στα
μέλη «κατ' αναλογία με τις συναλλαγές
τους με την SCE,
ή για τις υπηρεσίες που έχουν εκτελεστεί
για αυτή".
Δεύτερον,
ο Κανονισμός SCE
δεν υποχρεώνει την SCE
να διανείμει τις επιστροφές στους
συναλλασσόμενους αντί των αποδόσεων
του κεφαλαίου: πράγματι, το άρθρο 66, του
Κανονισμού SCE,
αναφέρει μόνο ότι «το καταστατικό μπορεί
να προβλέπει» αντί
του θα προβλέπει70.
Τέλος,
ο Κανονισμός SCE
θεωρεί ότι την παροχή μιας απόδοσης για
το καταβεβλημένο κεφάλαιο και για οιονεί
ίδια κεφάλαια ως έναν δυνατό τρόπο
διανομής του πλεονάσματος χωρίς να
καθορίζει κανένα όριο σε αυτό τον τρόπο
διανομής του πλεονάσματος (άρθ. 67, παρ.
2, του Κανονισμού SCE)71.
Όσο
για τα αδιανέμητα αποθεματικά, η
συγκριτική ανάλυση αποκαλύπτει την
ύπαρξη διαφορετικών προσεγγίσεων αυτού
του σημείου72,
οι οποίες είναι:
-
νόμοι
που δεν υποχρεώνουν τους συνεταιρισμούς
να δημιουργούν λογαριασμούς αποθεματικών,
αφήνοντας απλώς το θέμα στο συνεταιριστικό
καταστατικό73
-
νόμους
που υποχρεώνουν τους συνεταιρισμούς
να δημιουργούν λογαριασμούς αποθεματικών
κεφαλαίων και απαγορεύουν τη διανομή
τους στα μέλη μόνο κατά τη διάρκεια της
ύπαρξης του συνεταιρισμού (δηλαδή,
την
επιτρέπουν
μόνο στην περίπτωση διάλυσης των
συνεταιρισμών)74
-
νόμους
που υποχρεώνουν τους συνεταιρισμούς
να δημιουργούν λογαριασμούς αποθεματικών
κεφαλαίων και απαγορεύουν τη διανομή
τους στα μέλη ακόμη και στην περίπτωση
διάλυσης των συνεταιρισμών75.
Προφανώς,
αυτοί οι συνεταιριστικοί νόμοι, οι
οποίοι, γενικότερα, ρητά θεσπίζουν την
αρχή της "αφιλοκερδούς διανομής"
του υπολοίπου του ενεργητικού των
συνεταιρισμών, θα πρέπει επίσης να
περιλαμβάνονται σε αυτή την τελευταία
ομάδα76.
Η
ανάλυση των ευρωπαϊκών εθνικών
συνεταιριστικών νομοθεσιών αποκαλύπτει,
επίσης, ότι η «εξωτερική» διάθεση μέρους
του πλεονάσματος υπέρ της συνεταιριστικής
κίνησης και της κοινότητας - η οποία
προβλέπεται από τις Αρχές της ICA,
καθορίζοντας έτσι την μερικώς αλτρουιστική
φύση αυτού του ιδανικού τύπου του
συνεταιρισμού - γενικά δεν επιβάλλεται
από τους νομοθέτες.
Υπάρχουν
σημαντικές εξαιρέσεις όσον αφορά τον
υποχρεωτικό προορισμό μέρους του
πλεονάσματος υπέρ της συνεταιριστικής
κίνησης77.
4.6.
Η
δημοκρατική αρχή
Η
Αρχή της ICA
«ένα
μέλος, μία ψήφος"
-
που είναι ίσως το πιο σημαντικό και
παραδοσιακό στοιχείο της συνεταιριστικής
ταυτότητας – γενικά ακολουθείται από
όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές εθνικές
συνεταιριστικές νομοθεσίες.
Ωστόσο,
η εφαρμογή του «ένα μέλος, μία ψήφος"
διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα,
έτσι ώστε, και πάλι, οι συνεταιριστικοί
νόμοι μπορούν να χωριστούν στις εξής
ομάδες:
-
υπάρχουν
συνεταιριστικοί νόμοι, όπου «ένα μέλος,
μία ψήφος» είναι ένας υποχρεωτικός
κανόνας και δεν προβλέπονται εξαιρέσεις
από το νόμο78
-
υπάρχουν
συνεταιριστικοί νόμοι, όπου «ένα μέλος,
μία ψήφος» είναι μόνο ένας κανόνας, και
ως εκ τούτου υπόκειται σε παρεκκλίσεις
από τα συνεταιριστικά καταστατικά.
Πιο
συγκεκριμένα, αυτή η δεύτερη ομάδα των
νόμων μπορεί να διαιρεθεί περαιτέρω σε
διάφορες επιμέρους
ομάδες,
δεδομένου
ότι:
-
κάποιοι
συνεταιριστικοί νόμοι δεν θέτουν σαφή
όρια στο συνεταιριστικό καταστατικό,
το οποίο σημαίνει ότι η παρέκκλιση είναι
ελεύθερη κατ' αρχήν79
-
άλλοι
συνεταιριστικοί νόμοι επιτρέπουν μόνο
ορισμένες παρεκκλίσεις που βασίζονται
στη φύση του συνεταιρισμού
(π.χ.
γεωργικοί
συνεταιρισμοί), στο είδος των μελών
(π.χ.,
δευτεροβάθμιοι
συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί μεταξύ
επιχειρηματιών), στο κριτήριο που
εφαρμόζεται για τη χορήγηση περισσότερων
ψήφων
(π.χ.,
σε
αναλογία με τις συναλλαγές των μελών
με τον συνεταιρισμό), στο είδος του
δικαιούχου
(π.χ.,
μέλος
επενδυτής), ή σε συνδυασμό αυτών των
στοιχείων80
-
ακόμη
άλλοι συνεταιριστικοί νόμοι θέτουν
συγκεκριμένα όρια στη δυνατότητα του
συνεταιριστικού καταστατικού να
παρεκκλίνει, προκειμένου να αποφευχθεί
ο έλεγχος του συνεταιρισμού από ένα
μόνο μέλος (ή από μια κατηγορία μελών)81.
4.7.
Η
αποδοχή νέων μελών και ο «ανοικτός»
χαρακτήρας του συνεταιρισμού
Με
αναφορά στην ελεύθερη συμμετοχή μελών
στους συνεταιρισμούς, η 1η
Αρχή της ICA
κάνει μια
άλλη πτυχή της κοινωνικότητας των
συνεταιρισμών να ξεχωρίζει: εάν η
συμμετοχή είναι ελεύθερη, όλοι οι
άνθρωποι που επιθυμούν να γίνουν μέλη
στο συνεταιρισμό μπορούν, θεωρητικά,
να επωφεληθούν από τα οφέλη που ο
συνεταιρισμός είναι σε θέση να παράσχει.
Προφανώς,
η έννοια της ελεύθερης συμμετοχής
προϋποθέτει, ως εκ της φύσεώς της, ότι
τα μη μέλη αντιμετωπίζονται με διαφορετικό
τρόπο (και όχι καλύτερα) από τα μέλη,
γιατί διαφορετικά αυτό το συνεταιριστικό
χαρακτηριστικό δεν θα είχε νόημα. Όπως
επισημάνθηκε προηγουμένως, όμως, η
απαίτηση
της ICA
για ελεύθερη συμμετοχή,
μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς
τρόπους, είτε ως υποχρέωση για τον
συνεταιρισμό να δεχθεί νέα μέλη, ή μόνο
ως υποχρέωση να μην εισάγει διακρίσεις
εις βάρος τρίτων που ζητούν να γίνουν
μέλη.
Σε
κάθε περίπτωση, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί,
ο ελεύθερος χαρακτήρας του συνεταιρισμού
θα απαιτούσε ένα τεχνικό νομικό μέσο
που διευκολύνει νέες εισόδους μελών,
δηλαδή, η μεταβλητότητα του κεφαλαίου,
η οποία στην πραγματικότητα προβλέπεται
από όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές εθνικές
συνεταιριστικές νομοθεσίες (σε πολλές
περιπτώσεις και στον ίδιο τον ορισμό
του συνεταιρισμού).
Πώς
έχουν ερμηνεύσει και εφαρμόσει οι
νομοθέτες την 1η
Αρχή της
ICA;
Ο
Κανονισμός SCE
επιδιώκει ένα είδος συμβιβασμού μεταξύ
συνεταιριστικής αυτονομίας και του
συμφέροντος τρίτων σε έναν κανόνα που
μπορεί να βρεθεί σε αρκετές Ευρωπαϊκές
χώρες82.
Το άρθρο 14,
παρ.
1,
του Κανονισμού SCE,
από τη μία πλευρά αναφέρει ότι η αίτηση
για εγγραφή υπόκειται σε έγκριση από
τους διαχειριστές,
και
από την άλλη πλευρά, ότι στην περίπτωση
άρνησης, παρέχεται το δικαίωμα των
υποψηφίων να απευθυνθούν προς τη γενική
συνέλευση.
Ως
εκ τούτου, ο ελεύθερος χαρακτήρας του
συνεταιρισμού σίγουρα δεν ερμηνεύεται
με τρόπο που να υποχρεώνει ένα συνεταιρισμό
να αποδεχθεί τρίτους, ούτε με τρόπο που
να επεκτείνει σε τρίτους το δικαίωμα
να γίνουν δεκτοί.
Στην
πραγματικότητα, παρέχεται μόνο έμμεση
προστασία του συμφέροντος τρίτων, μέσω
του δικαιώματος να προσφύγει στη γενική
συνέλευση (η οποία, φυσικά, μπορεί να
απορρίψει την αίτηση). Τίθεται το ερώτημα
κατά πόσον οι τρίτοι μπορούν με κάποιο
τρόπο να εναντιωθούν σε μια καιροσκοπική,
αδικαιολόγητη άρνηση αποδοχής83.
Σε
κάθε περίπτωση, θα ήταν σημαντικό η
συνεταιριστική νομοθεσία να απαγορεύει
ρητά τις διακρίσεις με βάση στοιχεία
όπως το φύλο και η φυλή, που αναφέρει η
1η
Αρχή της ICA,
όπως μερικοί συνεταιριστικοί νόμοι ήδη
το κάνουν84.
Άλλοι
συνεταιριστικοί νόμοι παρέχουν
ασθενέστερους κανόνες στον τομέα αυτό
ή πλήρως εξουσιοδοτούν το συνεταιριστικό
καταστατικό να ρυθμίσει το θέμα, το
οποίο είναι αμφισβητήσιμο από την άποψη
της συνεταιριστικής ταυτότητας και του
σεβασμού των Αρχών της ICA.
5.
Συμπεράσματα
Η
συγκριτική ανάλυση της νομοθεσίας που
διεξήχθη σε αυτή την εργασία, έχει δείξει
ότι, στην
Ευρώπη
μόνο,
πολλές διαφορετικές συνεταιριστικές
νομικές ταυτότητες μπορεί να βρεθούν,
και ότι, κατά συνέπεια, οι Αρχές της ICA
δεν ακολουθούνται αυστηρά ή ερμηνεύονται
διασταλτικά από τους Ευρωπαίους εθνικούς
νομοθέτες.
Βεβαίως,
αυτή η κατάσταση δεν βοηθά τη διαφοροποίηση
των συνεταιρισμών από το επικρατούν
και κυρίαρχο μοντέλο της εταιρείας του
επενδυτή-ιδιοκτήτη, την κερδοσκοπική
εταιρεία, γεγονός το οποίο μπορεί να
έχει αρνητικό αντίκτυπο στην πολυφωνία
της αγοράς. Πράγματι, μια ειδική νομική
μεταχείριση των συνεταιρισμών, για
παράδειγμα, αναφορικά με τη φορολογική
νομοθεσία και τη νομοθεσία του
ανταγωνισμού, είναι πιο δύσκολο να
δικαιολογηθεί όταν η νομική ταυτότητά
τους είναι ασαφής, ποικιλόμορφη σε
μεγάλο βαθμό μεταξύ των χωρών, και σε
ορισμένες περιπτώσεις μακριά από το
υπόδειγμα που προτείνουν οι Αρχές της
ICA.
Αυτό,
μεταξύ άλλων, απαιτεί την προώθηση των
νομικών μελετών, ιδίως των συγκριτικών,
από τη συνεταιριστική κίνηση και τις
αντιπροσωπευτικές οργανώσεις της.
Επιπλέον,
και πρωταρχικά, πρέπει να γίνουν
περισσότερα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα
των Αρχών της ICA.
Η
αποτελεσματικότητά τους δεν εξαρτάται
μόνο από την υποτιθέμενη ποιότητα των
αρχών του δημόσιου διεθνούς δικαίου,
ως συνέπεια της επίσημης ενσωμάτωσής
τους στη Σύσταση 193/2002 της ΔΟΕ, αλλά
επίσης και από την πληρότητα και τη
σαφήνειά τους, καθώς και από την ικανότητα
της ICA
να επιβάλλει αυτό πρότυπο, το οποίο
προϋποθέτει ίσως μια διακυβέρνηση της
συνεταιριστικής κίνησης λιγότερο
εθνοκεντρικής από ό,τι φαίνεται να είναι
σήμερα.
Επιπλέον,
παρά το γεγονός ότι η παρούσα εργασία
έχει χρησιμοποιήσει τις Αρχές της ICA
ως σημείο αναφοράς για τη συγκριτική
νομική ανάλυση της συνεταιριστικής
ταυτότητας, δεν μπορεί κανείς να
αποκλείσει ότι άλλοι όροι της σύγκρισης
μπορεί να φαίνονται πιο κατάλληλοι στο
μέλλον, ειδικά αν η
ICA
δεν
κάνει επαρκείς προσπάθειες να ορίσει
λεπτομερώς και να ανακαινίσει τις Αρχές
της, βελτιώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητά
τους.
Οι
μελετητές του συνεταιριστικού δικαίου
θα πρέπει επίσης να μελετήσουν περισσότερο
το ζήτημα της ομοιομορφίας και της
διαφορετικότητας στη συνεταιριστική
νομοθεσία.
Αυτό
είναι ένα θέμα που έχει ελκύσει την
προσοχή των μελετητών του εταιρικού
δικαίου85,
αλλά δεν έχει ακόμη εξεταστεί από
μελετητές της συνεταιριστικής νομοθεσίας.
Η
κοινή ιδέα ότι υπάρχει μια τοπική
παράδοση στη συνεταιριστική νομοθεσία,
η οποία πρέπει να προστατευθεί σε κάθε
περίπτωση, θα μπορούσε να αμφισβητηθεί
προς το συμφέρον της ίδιας της
συνεταιριστικής κίνησης και του
πλουραλισμού στην αγορά86.
Ίσως,
μια παγκόσμια αγορά επιβάλλει μια
παγκόσμια συνεταιριστική ταυτότητα,
και η έλλειψη μιας ομοιόμορφης
συνεταιριστικής νομικής ταυτότητας
είναι ένα σοβαρό εμπόδιο για την ανάπτυξη
των συνεταιρισμών και την επίτευξη
αποτελεσματικού πλουραλισμού στην
αγορά.
Παράρτημα:
ICA
Δήλωση
για την
Συνεταιριστική
Ταυτότητα
ΟΡΙΣΜΟΣ
"Συνεταιρισμός
είναι μια αυτόνομη ένωση προσώπων που
συγκροτείται εθελοντικά για την
αντιμετώπιση των κοινών οικονομικών,
κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών
και επιδιώξεών τους διαμέσου μιας
συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης
επιχείρησης"
ΑΞΙΕΣ:
"Οι
συνεταιρισμοί στηρίζονται στις αξίες
της αυτοβοήθειας, της αυτευθύνης, της
δημοκρατίας, της ισότητας, της ισοτιμίας
και της αλληλεγγύης. Ακολουθώντας την
παράδοση των πρωτεργατών, τα μέλη των
συνεταιρισμών στηρίζονται στις ηθικές
αξίες της εντιμότητας, της διαφάνειας,
της κοινωνικής υπευθυνότητας και της
φροντίδας για τους άλλους".
ΑΡΧΕΣ:
Οι
συνεταιριστικές αρχές αποτελούν τις
κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες
οι συνεταιρισμοί θέτουν σε εφαρμογή
τις αξίες τους.
1.
ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Οι
συνεταιρισμοί είναι εθελοντικές
οργανώσεις, ανοικτές σε όλα τα πρόσωπα
που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις
υπηρεσίες τους και επιθυμούν να αποδεχθούν
τις ευθύνες του μέλους, χωρίς διακρίσεις
φύλου, κοινωνικού επιπέδου, φυλής,
πολιτικών πεποιθήσεων ή θρησκείας.
2.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ
ΜΕΛΩΝ
Οι
συνεταιρισμοί είναι δημοκρατικές
οργανώσεις διοικούμενες από τα μέλη
τους, τα οποία συμμετέχουν ενεργά στη
διαμόρφωση της πολιτικής τους και στη
λήψη των αποφάσεων. Άνδρες και γυναίκες
που προσφέρουν υπηρεσίες ως αιρετοί
εκπρόσωποι είναι υπόλογοι στα μέλη.
Στους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς τα
μέλη έχουν ίσα δικαιώματα ψήφου (κάθε
μέλος μία ψήφο) και στους συνεταιρισμούς
ανωτέρου βαθμού οργανώνονται επίσης
με δημοκρατικό τρόπο.
3.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
Τα
μέλη συμμετέχουν ισότιμα και διαχειρίζονται
δημοκρατικά το κεφάλαιο του συνεταιρισμού.
Ένα μέρος τουλάχιστον από το κεφάλαιο
αυτό αποτελεί συνήθως την κοινή περιουσία
του συνεταιρισμού. Τα μέλη συνήθως
απολαμβάνουν περιορισμένη αποζημίωση
ή καθόλου για το κεφάλαιο που καταθέτουν
για να γίνουν μέλη. Τα μέλη διαθέτουν
τα πλεονάσματα για οποιονδήποτε ή για
όλους από τους ακόλουθους σκοπούς: α)
Ανάπτυξη του συνεταιρισμού, ενδεχομένως
με τη δημιουργία αποθεματικών, από τα
οποία μέρος τουλάχιστον θα είναι
αδιανέμητα, β) Απόδοση στα μέλη ανάλογα
με τις συναλλαγές τους με τον συνεταιρισμό
και γ) Υποστήριξη άλλων δραστηριοτήτων
που εγκρίνονται από τα μέλη.
4.
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ
Οι
συνεταιρισμοί είναι αυτόνομες οργανώσεις
αυτοβοήθειας, διοικούμενες από τα μέλη
τους. Εάν συνάπτουν συμφωνίες με άλλους
φορείς, συμπεριλαμβανομένων των
κυβερνήσεων, ή αντλούν κεφάλαια από
εξωτερικές πηγές, είναι σ’ αυτό ελεύθεροι,
ακολουθώντας κανόνες που διασφαλίζουν
τη δημοκρατική διοίκηση από τα μέλη και
διατηρούν τη συνεταιριστική αυτονομία.
5.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
Οι
συνεταιρισμοί παρέχουν εκπαίδευση και
κατάρτιση στα μέλη τους, στα αιρετά μέλη
της διοίκησης, στα διευθυντικά στελέχη
και στους υπαλλήλους, ώστε να μπορούν
να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην
ανάπτυξη των συνεταιρισμών τους. Παρέχουν
πληροφόρηση στο κοινό - ιδιαίτερα στους
νέους και στους διαμορφωτές της κοινής
γνώμης - σχετικά με τη φύση και τα οφέλη
της συνεργασίας.
6.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ
Οι
συνεταιρισμοί υπηρετούν με τη μέγιστη
αποτελεσματικότητα τα μέλη τους και
ισχυροποιούν τη συνεταιριστική κίνηση
όταν συνεργάζονται μεταξύ τους δια
μέσου οργανώσεων τοπικού, εθνικού,
περιφερειακού και διεθνούς επιπέδου.
7.
ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Οι
συνεταιρισμοί εργάζονται για τη βιώσιμη
ανάπτυξη των κοινοτήτων τους, με πολιτικές
που εγκρίνονται από τα μέλη τους.
Μετάφραση
Κ. Παπαγεωργίου
1
Βλέπε,
πρόσφατα,
Henrÿ
H.,
International
Guidelines for Cooperative Policy and Legislation: UN Guidelines and
ILO Recommendation 193, εργασία
που
παρουσιάστηκε
σε
συνάντηση
ομάδας
εμπειρογνωμόνων
των
Ηνωμένων
Εθνών
"Cooperatives
in Social Development: Beyond 2012", Ulaanbaatar (3-6 May
2011);).
Βλέπε
επίσης
Cracogna
D,
Legal,
Judicial and Administrative Provisions for Successful Cooperative
Development, εργασία
που
παρουσιάστηκε
στη
συνεδρίαση
της
ομάδας
εμπειρογνωμόνων
με
τίτλο
"Supporting Environment for Cooperatives: A Stakeholder
Dialogue on Definitions, Prerequisites and Process of Creation"
που
διοργανώθηκε
από
τα
Ηνωμένα
Έθνη
και
την
κυβέρνηση
της
Μογγολίας,
Ulaanbaatar
(15-17 Μαΐου
2002), που
διατίθεται
στο
σε
http://www.un.org/esa/socdev/social/papers/coop
cracogna.pdf
.
2
Αλλά
βλ. FICI
Α,
Ευρωπαϊκή
Συνεταιριστική Νομοθεσία,
επικείμενο.
3
Βλ
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 8
Σεπτεμβρίου 2011 (C-78/08
έως C-80-08),
και ιδίως το σημείο 55 ff.
Στο
http://curia.europa.eu/iuris/document/document.isf?text=&docid=1
09241
& pageIndex = 0 & doclang = EN & mode =
doc
& dir = & OCC =first&part= 1 & cid = 607.787
.
Η
απόφαση αυτή εξετάζεται πιο προσεκτικά
στο Fici
Α,
European
Cooperative
Law.
4
Σημαντικές,
αν
και
δεν
είναι
πρόσφατες,
εξαιρέσεις
στα
αγγλικά
περιλαμβάνουν
Μünkner
H-H.,
New
Trends in Co-operative Law of English-Speaking Countries of Africa,
Marburg, 1971; Münkner
H-H.
& Ullrich
G.
(eds.), Co-operative
Law in East, Central and Southern African Countries. A Comparative
Approach,
Berlin, 1980; Münkner
H-H.
& Ullrich
G.
(eds.), Co-operative
Law in Southeast Asia. A Comparative Approach,
Berlin, 1981. Για
μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση, αλλά στα
ιταλικά, δείτε Verrucoli
P.,
Societa
cooperative.
IV)
Diritto comparato e straniero,
in Enciclopedia
Giuridica
Treccani, XXIX,
Roma, 1993. See also Henrÿ
H., Guidelines
for Cooperative Legislation,
2nd
edition, Geneva, 2005.
5
Όπως
ορθώς τόνισε o
Henrÿ,
,
International
Guidelines
for
Cooperative
Policy
and
Legislation:
UN
Guidelines
and
ILO
Recommendation
193,
η
απόδοση
μιας
διακριτής νομικής προσωπικότητας στους
συνεταιρισμούς αποτελεί προϋπόθεση
για την απαίτηση ίσης μεταχείρισης σε
σχέση με (κερδοσκοπικές) επιχειρήσεις,
για παράδειγμα, στον τομέα της φορολογίας.
Πράγματι,
η διακριτή ταυτότητα μπορεί να
δικαιολογήσει μια ειδική και
διαφοροποιημένη μεταχείριση των
συνεταιρισμών σε σχέση με τις εταιρείες,
ενώ
η ίδια μεταχείριση των συνεταιρισμών
με τις εταιρείες θα προκαλέσει διαφορά
με δεδομένη την ιδιαιτερότητα των
συνεταιρισμών.
Η
αρχή της ισότητας επιβάλλει οι παρόμοιες
περιπτώσεις να αντιμετωπίζονται με
παρόμοιο τρόπο, ενώ διαφορετικές
καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται
με διαφορετικό τρόπο.
Ευτυχώς,
η απόφαση EUCJ
της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 φαίνεται να
συμφωνεί με αυτή τη λογική.
6
Βλέπε,
αντίστοιχα,
Spear
R.,
Co-operative
Hybrids,
εργασία
που
παρουσιάστηκε
στο
Συνέδριο
της
Επιτροπής
Έρευνας
της
ICA με
την
CRESS Rhone-Alpes και
το
Πανεπιστήμιο
της
Λυών
2 "Co-operatives'
contributions to a plural economy"
"(2-4
Σεπτ.
2010), που
διατίθενται
σήμερα
στο
http:
//www.cress-rhone-
alpes.org/cress/IMG/pdf/Spear
pap.pdf.
Henrÿ,
International
Guidelines for Cooperative Policy and Legislation: UN Guidelines and
ILO Recommendation 193;
Somerville
P.,
Co-operative
Identity,
in 40.1 Journal
of Co-operative Studies,
2007, p. 10. Η
νορβηγική
συζήτηση
που
προηγήθηκε
της
ισχύουσας
νομοθεσίας
για
τους
συνεταιρισμούς
είναι
επίσης
σημαντική
από
την
άποψη
αυτή:
βλ
Fjortoft
T.
&
Gjems-
Onstad
-
O.,
Cooperative
Law in Norway - Time for Codification?,
in 45 Scandinavian
Studies in Law,
2003, p. 119 ff.,
στο
45
Scandinavian
Studies in Law,
2003, p. 119 ff. (see,
in
particular,
p.
123-124, όπου
η κωδικοποίηση του συνεταιριστικού
δικαίου θεωρείται ως ένα αναγκαίο μέσο
για να διατηρηθεί η ιδιαιτερότητα των
συνεταιρισμών, εμποδίζοντας έτσι τον
ισομορφισμό).
7
"Οι
Συνεταιριστικές επιχειρήσεις οικοδομούν
έναν καλύτερο κόσμο» είναι, ως γνωστόν,
το σύνθημα του Διεθνούς Έτους των
Συνεταιρισμών του ΟΗΕ, του 2012, του οποίου
σκοπός είναι να αναδείξει τη συμβολή
των συνεταιρισμών στην κοινωνικο-οικονομική
ανάπτυξη, αναγνωρίζοντας, ιδίως, τις
επιπτώσεις τους στη μείωση της φτώχειας,
τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και
την κοινωνική ένταξη (βλέπε
http:
//www.201
2.coop/
).
8
Βλέπε,
ιδίως, Henrÿ,
International
Guidelines
for
Cooperative
Policy
and
Legislation:
UN
Guidelines
and
ILO
Recommendation
193,
όπου υποστηρίζεται ότι:
«Η
ευθυγράμμιση του συνεταιριστικού νόμου
με τον νόμο της μετοχικής εταιρείας,
όχι μόνο παραβιάζει την συνεταιριστική
ταυτότητα η οποία πρέπει να διατηρηθεί
υπό το δημόσιο το διεθνές δίκαιο,
αποδυναμώνει επίσης τη δυνατότητα των
συνεταιρισμών να συμβάλουν στη βιώσιμη
ανάπτυξη".
9
Στην
ιστοσελίδα της ICA
μπορεί κανείς να διαβάσει: «επίκεντρο
των προτεραιοτήτων και των δραστηριοτήτων
της ICA
σχετικά με την προώθηση και την υπεράσπιση
της συνεταιριστικής
ταυτότητας,
που διασφαλίζει ότι η συνεταιριστική
επιχείρηση είναι μια αναγνωρισμένη
μορφή επιχείρησης, που είναι σε θέση
να ανταγωνιστεί στην αγορά" (βλέπε
http://www.ica.coop/ica/index.html).
Επιπλέον,
το καταστατικό της ICA
περιλαμβάνει στην «Δήλωση αποστολής
της» τα εξής: «[Η ICA]
είναι ο θεματοφύλακας των συνεταιριστικών
αξιών και αρχών και υποστηρίζει το
διακριτό τους οικονομικό και κοινωνικό
τους μοντέλο, το οποίο παρέχει στα άτομα
και στις κοινότητες ένα όργανο
αυτοβοήθειας και επιρροής της ανάπτυξής
τους (βλ
http://www.ica.coop/ica/2009-ica-statutes.pdf).
10
Για
τη διευκόλυνση του αναγνώστη (δεδομένου
επίσης ότι θα αποτελέσει ένα από τα
κύρια σημεία της εργασίας), η δήλωση
περιλαμβάνεται (όπως διαπιστώθηκε στο
http://
www.ica.coop/ica/2009-ica-statutes.pdf)
ως ένα παράρτημα της παρούσας εργασίας.
11
Ενώ
ένα διαφορετικό πρόβλημα μπορεί να
προκύψει εδώ, δηλαδή, ότι η νομική
ταυτότητα δεν αντιστοιχεί ή παύει να
αντιστοιχεί στην ταυτότητα που
οριοθετείται από τη συνεταιριστική
κίνηση.
12
Βλ.
Henrÿ,
International
Guidelines for Cooperative Policy and Legislation: UN Guidelines and
ILO Recommendation 193.
Η
Σύσταση αυτή μπορεί να βρεθεί στο
http://www.ilo.org/ilolex/cgi-
lex
/ convde.pl?R.
193;
.
13
Αυτό
είναι σύμφωνο με την ιδέα ότι οι Αρχές
της ICA
είναι μόνο "γενικές κατευθυντήριες
γραμμές" για τους νομοθέτες, όπως
ορθώς επισήμανε ο Cracogna,
International
Guidelines
for
Cooperative
Policy
and
Legislation:
UN
Guidelines
and
ILO
Recommendation
193,
σελ.
4,
και όχι νομικές διατάξεις με την αυστηρή
έννοια του όρου.
Αν
κάποιος θέλει να διατηρήσει τη φύση
τους ως νομικά δεσμευτικές διατάξεις,
αυτός/αυτή θα πρέπει να αφιερώσει μια
εστιασμένη προσπάθεια να τους προσδώσει
ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο.
1414
Από
κανονιστική άποψη, η δομή της ιδιοκτησίας
είναι το βασικό στοιχείο που πρέπει να
ληφθεί υπόψη, κατά τη διαφοροποίηση
της νομικής μεταχείρισης των επιχειρήσεων
(δηλαδή, εισηγμένες εταιρείες και μη
εισηγμένες εταιρείες, όπου οι "εισηγμένες"
θα πρέπει να χρησιμοποιείται με την
ευρύτερη έννοια ώστε να περιλαμβάνουν
επίσης τις εταιρείες με ένα μεγάλο και
διασκορπισμένο πλήθος των μετόχων:
δείτε προσφάτως σχετικά με τη σημασία
της διάκρισης αυτής για τη ρύθμιση της
εταιρείας το
Report
of
the
Reflection
Group
on
the
Future
of
EU
Company
Law,
Brussels,
5 April
2011, in
http://ec.europa.eu/internal
market/company/docs/modern/reflectiongroup
report
en.pdf),
καθώς
υπάρχει ένα μοναδικό είδος σχέσης
μεταξύ της εταιρείας και των μελών της
(επένδυση κεφαλαίου, ακόμη και αν για
διαφορετικά κίνητρα των μελών) και η
φύση των μελών και το προϊόν είναι
άσχετα με το θέμα αυτό.
15
Από
την άποψη αυτή, είναι δυνατόν να
παρουσιαστούν και να ταξινομηθούν
τουλάχιστον έξι μοντέλα της συνεταιριστικής
νομοθεσίας ως εξής:
1)
Απουσία
συνεταιριστικού νόμου (Ιρλανδία)
2)
Συνεταιριστική
ρύθμιση
σε
έναν επίσημα ανεξάρτητο νόμο
(π.χ.,
Αυστρία,
Γερμανία)
3)
Συνεταιριστική
ρύθμιση
στο
εμπορικό κώδικα
(π.χ.
Τσεχική
Δημοκρατία,
Σλοβακία)
4)
Συνεταιρισμός
ρύθμιση σε έναν εταιρικό νόμο
(π.χ.,
Λουξεμβούργο)
ή στον κώδικα των εταιρειών
(π.χ.
Βέλγιο)
ή στον νόμο για τα φυσικά πρόσωπα και
τις εταιρείες
(π.χ.,
Λιχτενστάιν)
5)
Ρύθμιση
των Συνεταιρισμών
στον
αστικό κώδικα
(π.χ.,
Ιταλία, Ολλανδία)
6)
Ρύθμιση
των Συνεταιρισμών σε έναν συνεταιριστικό
κώδικα (π.χ. Πορτογαλία).
Φυσικά,
αυτό είναι μόνο μια τυπική διάκριση, η
οποία εξετάζει τη θέση των συνεταιριστικών
ρυθμίσεων.
Μπορεί
βεβαίως να συμβεί οι κανόνες που διέπουν
τους συνεταιρισμούς να είναι ουσιαστικά
ταυτόσημοι, παρά τη θέση τους.
Τα σημεία
2) και 6), στην πραγματικότητα, διαφέρουν
μόνο στην πιο εμφατική χρήση του όρου
"κώδικας" στην ονομασία της πράξης
για τους συνεταιρισμούς.
Για
περισσότερες λεπτομέρειες και σχόλια
δείτε Fici,
European
Cooperative
Law.
16
Για
όλες αυτές τις πτυχές δείτε την
Μελέτη
σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού
1435/2003
περί του καταστατικού του Ευρωπαϊκού
συνεταιρισμού (SCE),
Σύνοψη
και μέρος I,
τον Οκτώβριο του 2010.
Η
Μελέτη αυτή είναι το αποτέλεσμα ενός
έργου ετήσιας διάρκειας που εκτελείται
από μια κοινοπραξία που αποτελείται
από
τους φορείς Cooperatives
Europe,
EKAI
foundation
and
EURICSE
(ο τελευταίος ως ηγέτης της Κοινοπραξίας),
με την επιστημονική διεύθυνση του
συγγραφέα της παρούσας μελέτης, σε
εκτέλεση της σύμβασης παροχής υπηρεσιών
με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η
μελέτη παραδόθηκε τον Οκτώβριο του
2010 και περιλαμβάνει τόσο μια μελέτη
σχετικά με την εφαρμογή του Κανονισμού
της SCE
και μια μελέτη για τους εθνικούς
συνεταιριστικούς νόμους των 30 ευρωπαϊκών
χωρών που συμμετέχουν, καθώς και μια
σύνθεση και συγκριτική μελέτη, που
αναδεικνύει αφενός τις αδυναμίες του
Κανονισμού της SCE
και την ανάγκη για τροποποίησή του, και
από την άλλη πλευρά, τη μεγάλη ποικιλία
των συνεταιριστικών νομοθεσιών στην
Ευρώπη.
Η
Μελέτη
μπορεί να βρεθεί στη διεύθυνση
http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/files/scse,
final study part ii
national reports.pdf.
και
http://www.euricse.eu/it/node/256.
Δείτε
επίσης Fici,
European
Cooperative
Law.
1617
Χωρίς
να αναφέρουμε εδώ την ιδιαίτερη κατάσταση
που δημιουργήθηκε από την παρουσία
μέσα σε ένα ενιαίο κράτος των διαφορετικών
επιπέδων της συνεταιριστικής νομοθεσίας,
κρατικές και περιφερειακές, όπως είναι
η περίπτωση της Ισπανίας.
1718
Μια πρόσθετη
αμφιβολία προκύπτει: Είναι η ποικιλία
των εθνικών συνεταιριστικών νόμων
πραγματικά το αποτέλεσμα πολιτιστικής
και ιστορικής κληρονομιάς ή είναι, στην
πραγματικότητα, μια συνέπεια της
αποτυχίας της παγκόσμιας συνεταιριστικής
κίνησης να παρέχει μια σαφή και ενιαία
συνεταιριστική ταυτότητα;
1819
Αυτό
δεν συνεπάγεται απαραιτήτως την επίτευξη
ομοιομορφίας στο συνολικό συνεταιριστικό
κανονισμό, αλλά μόνο στον νομικό ορισμό
της συνεταιριστικής ταυτότητας.
Αυτός
είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο
οι νομικές μελέτες για την συνεταιριστική
ταυτότητα είναι σημαντικές και πρέπει
να ενθαρρύνονται.
1920
Μια
ταυτότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως
διακριτή μόνο στο βαθμό που άλλες
ταυτότητες είναι γνωστές και σαφώς
καθορισμένες.
Συνεπώς,
μια πρόσθετη προϋπόθεση για μια αξιόπιστη
και προσεκτική μελέτη για την
συνεταιριστική ταυτότητα είναι η γνώση
της νομοθεσίας που διέπει τις άλλες
νομικές μορφές (επιχειρηματικής)
οργάνωσης, κυρίως εταιρειών, δεδομένου
ότι η ταυτότητα είναι μια σχεσιακή
έννοια και οι συνεταιρισμοί θα πρέπει
να διακρίνονται, ιδιαίτερα από εταιρείες.
21
Σε
αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί
ότι η Euricse
ξεκίνησε πρόσφατα ένα πρόγραμμα
αποκαλούμενο "Ομάδα μελέτης για το
Ευρωπαϊκό Συνεταιριστική Νομοθεσία"
(SGECOL),
με στόχο να δημιουργήσει μια μόνιμη
ομάδα επιστημόνων που ειδικεύονται
στη συνεταιριστική νομοθεσία.
Επί
του παρόντος, η SGECOL
αποτελείται από το συντάκτη της παρούσας
εργασίας ως συντονιστή,
την Gemma
Fajardo
του Πανεπιστημίου της Βαλένθια, τον
Hagen
Henry
του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι,
τον David
Hiez
του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου,
τον
Hans
H.
Μünkner
του Πανεπιστημίου του Μάρμπουργκ, τον
Ian
Snaith
του Πανεπιστημίου του Leicester.
Η
εναρκτήρια συνάντηση πραγματοποιήθηκε
στο Τrento
στις 29-30 Νοεμβρίου 2011. Περισσότερες
πληροφορίες σχετικά με αυτή την ομάδα
και τα έργα της μπορούν να βρεθούν στο
http://euricse.eu/en/node/1960.
22
Δείτε
τα παραδείγματα του νόμου για τους
κυπριακούς Συνεταιρισμός 22/1985 (ενότ.
6), του νόμου για τους Συνεταιρισμούς
της Μάλτας XXX
/ 2001 (άρθ. 21, παρ. 2), τον Κώδικα για τους
Πορτογαλικούς Συνεταιρισμούς 51/1996
(άρθ. 3), τον νόμο για τους Συνεταιρισμούς
της Ρουμανίας 1/2005 (άρθ. 7, παρ. 3),
την Πράξη 27/1999 (άρθ. 1, παρ. 1) για τους
Ισπανικούς Συνεταιρισμούς.
23
Σχετικά
με τα όρια μιας καθαρά λειτουργικής
προσέγγισης, καθώς και την ανάγκη να
εμπλακεί το στοιχείο της εσωτερικής
οργάνωσης ή της δομής στον ορισμό των
διαφόρων επιχειρηματικών οργανώσεων
και ειδών εταιρειών και των διαφορών
μεταξύ τους, δείτε Μarasa
G.,
Le
societa,
2nd
edition,
στο Iudica
& Zatti
(επιμ.), σε
Trattato
di
diritto
privato,
Milano,
2000, σ.
39
ff.
24
Βλέπε
για παράδειγμα άρθ.
2521,
παρ.
3,
υποσημ.
3,
Ιταλικού αστικού κώδικα (όπου ρυθμίζει
θέματα συνεταιρισμών).
25
Από
αυστηρά νομική άποψη, είναι προφανές
ότι οι συνεταιρισμοί, ως ένα είδος
ιδιωτικής οργάνωσης, ιδρύονται εθελοντικά
από τα μέλη τους.
Οι Αρχές
της ICA,
δίνοντας έμφαση στην ελεύθερη διαδικασία
του σχηματισμού των συνεταιρισμών,
σκοπεύουν να τονίσουν τον ιδιωτικό
τους χαρακτήρα, και ως εκ τούτου τον
μη-δημόσιο χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη
την αβέβαιη φύση των συνεταιρισμών σε
ορισμένες χώρες και περιόδους (π.χ.,
στις προηγουμένως Σοβιετικές χώρες).
26
Μερικές
φορές, η έννοια αυτή εκφράζεται επίσης
από τον τύπο "αρχή της ταυτότητας"
για να επισημανθεί ότι σε έναν συνεταιρισμό
ιδιοκτήτες και χρήστες ταυτίζονται:
βλέπε
Μünkner
H.H.,
Δέκα
Διαλέξεις για το Συνεταιριστικό Δίκαιο,
1982,
σελ.
52,
Id.,
Principios
cooperativos
y
Derecho
Cooperativo,
1988,
σ.
32
ff.,
Μünkner
H.H.
& Vernaz
C,
Σχολιασμένο
Συνεταιριστικό Γλωσσάρι,
Marburg,
2005, σ.
140,
σύμφωνα με τους οποίους: "Μερικοί
επιστήμονες της συνεταιριστικής θεωρίας
θεωρούν αυτή την αρχή ως το πιο σημαντικό
χαρακτηριστικό στοιχείο που διακρίνει
τους συνεταιρισμούς από άλλες μορφές
οργάνωσης. Αυτό σημαίνει ότι ως θέμα
αρχής οι υποστηρικτές (κάτοχοι μερίδων
και φορείς λήψης αποφάσεων) και οι
χρήστες των υπηρεσιών της συνεταιριστικής
επιχείρησης (στην περίπτωση των
συνεταιρισμών προσφοράς υπηρεσιών:
επιχειρήσεις των μελών ή νοικοκυριά,
στην περίπτωση των συνεταιρισμών
εργαζομένων: οι εργαζόμενοι), είναι τα
ίδια πρόσωπα,
δηλαδή
ταυτίζονται".
Αυτό
θα πρέπει επίσης να εξηγήσει τον
χαρακτηρισμό των συνεταιρισμών ως
"οργανώσεων αυτοβοήθειας" (βλέπε
Δήλωση της ICA
στο σημείο «Αξίες»), δεδομένου ότι
ιδρύονται από τα μέλη να ικανοποιήσουν
τις κοινές τους ανάγκες.
Ωστόσο,
αυτός ο προσδιορισμός φαίνεται πολύ
γενικός, καθόσον όλοι οι οργανισμοί,
συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών,
ιδρύονται για να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες των μελών (στην περίπτωση των
εταιρειών, για να επενδύσουν τα κεφάλαιά
τους), αν και, φυσικά, η φύση των αναγκών
των μελών στις εταιρείες είναι
διαφορετικές από των συνεταιρισμών,
οι οποίες, μεταξύ άλλων, (από κοινού
έλεγχος από τα μέλη, δημοκρατία,
"εξωτερική" διάθεση μέρους του
πλεονάσματος, κλπ.), συμβάλλουν στον
καθορισμό της «κοινωνικής λειτουργίας»
των συνεταιρισμών σε σχέση με επιχειρήσεις
(στο σημείο αυτό βλέπε παρακάτω στο
κείμενο).
27
Μέλη
μη χρήστες αναπόφευκτα θα είναι τα μέλη
που παρέχουν μόνο κεφάλαιο και δεν
συναλλάσσονται με τον συνεταιρισμό,
ως εκ τούτου, δεν διακρίνονται από τους
μετόχους μιας εταιρείας, ακόμη και αν
οι τελικοί λόγοι για την παροχή κεφαλαίων
στο συνεταιρισμό μπορεί να ποικίλλει
(σε αυτό
το σημείο βλέπε παρακάτω στο κείμενο).
28
Σε
περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει
κανείς να ενημερωθεί περαιτέρω σχετικά
με τους όρους και τα όρια της επιτρεπόμενης
δραστηριότητας με μη μέλη (στο σημείο
αυτό βλέπε παρακάτω στο κείμενο).
29
Σε
γενικές γραμμές, η τριπλή μορφή
συνεταιρισμών, καταναλωτών, εργαζομένων,
παραγωγών, βοηθά να κατανοήσουμε
καλύτερα τον συνεταιριστικό κόσμο, και
να τον ρυθμίσουμε επαρκώς.
30
Αξίζει
να σημειωθεί, ότι οι Κraakman
R.,
Armour
J.
et
al.,
Η ανατομία του Εταιρικού Δικαίου.
Μια
συγκριτική και λειτουργική προσέγγιση,
2nd
edition,
Oxford,
2009, σ.
15,
υποστηρίζoυν
ότι «οι εταιρείες είναι ουσιαστικά ένα
ιδιαίτερο είδος συνεταιρισμού παραγωγών,
στον οποίο ο έλεγχος και τα κέρδη
συνδέονται με παροχή ενός συγκεκριμένου
είδους εισροής, δηλαδή του κεφαλαίου".
Με
άλλα λόγια - κατά την άποψη των συντακτών
είναι «συνεταιρισμοί κεφαλαίου» για
τους οποίους ο νόμος προβλέπει μια
ειδική θεσπισμένη μορφή.
Πρέπει
να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός
υπήρχε για περισσότερα από 100 χρόνια,
έχοντας αρχικά εκφρασθεί (όσο γνωρίζουν
οι συγγραφείς) από έναν Ιταλό οικονομολόγο,
σύμφωνα με τον οποίο είναι αδύνατο να
γίνει διάκριση των συνεταιρισμών από
άλλες επιχειρήσεις (βλ. Pantaleoni
Μ,
Esame
critico
dei Principi teorici della Cooperazione,
σε
Giornale
degli Economisti,
1898,
σελ.
202 επ.).
Φυσικά,
στο κείμενο, υιοθετείται μια πολύ
αυστηρή έννοια της «κοινωνικής
επιχείρησης», σύμφωνα με την ιταλική
νομική παράδοση.
Κοινωνικές
επιχειρήσεις - όπως δείχνουν οι ιταλικοί
νόμοι 381/91 σχετικά με τους κοινωνικούς
συνεταιρισμούς και 155/06 σχετικά με τις
κοινωνικές επιχειρήσεις - είναι μόνο
οι οργανώσεις που δρουν προς το γενικό
συμφέρον και όχι προς το συμφέρον των
μελών τους (το συμφέρον των μελών μπορεί
να υπηρετείται μόνον εφ' όσον τα ίδια
τα μέλη ανήκουν στην κατηγορία των
δικαιούχων της κοινωνικής επιχείρησης,
ενεργώντας προς το συμφέρον των οποίων
η κοινωνική επιχείρηση επιδιώκει το
γενικό συμφέρον).
31
Η
κοινωνική λειτουργία των συνεταιρισμών
αναγνωρίζεται, για παράδειγμα, ρητά
στο άρθ.
45
του ιταλικού Συντάγματος.
32
Γι’
αυτό
το
σημείο
δείτε
Fici
Α,
“Cooperatives
and Social Enterprises: Comparative and Legal Profile”,
στο
Roelants
B.
(ed.), “Cooperatives
and Social Enterprises. Governance and Normative Frameworks”,
Brussels, 2009, p. 77 επ.
33
Η
εικόνα άλλαξε εν μέρει με την εισαγωγή
στην Ευρώπη των γενικών νόμων για
«κοινωνικές επιχειρήσεις», όπου αυτή
η ιδιότητα δεν εξαρτάται από τη χρήση
της συνεταιριστικής μορφής, έτσι ώστε
οι κοινωνικές επιχειρήσεις σε διάφορες
μορφές (ένωση, ίδρυμα, συνεταιρισμός,
ακόμα και εταιρεία) μπορούν να ιδρυθούν:
δείτε Fici,
«Cooperatives
and Social Enterprises: Comparative and Legal Profile».
34
Σχετικά
με τις νομικές πτυχές των ιταλικών
κοινωνικών συνεταιρισμών, δείτε, στα
αγγλικά,
Lolli
R.,
Social
Cooperatives
in
the
Context
of
Recent
Italian
Regulations,
στο Hiez
D.
(ed.),
Droit
comparé
des
coopératives
Européennes,
Brussels,
2009,
p.
73 ff.
Παλαιότερα αλλά στα Ιταλικά βλ. Fici
A.,
Cooperative
sociali e riforma del diritto societario,
in Rivista
di diritto privato, 2004,
n. 1, p. 75 ff.
35
Η
αποζημίωση αυτή λαμβάνει στην
συνεταιριστική νομοθεσία και θεωρία
διάφορα ονόματα: επιστροφές στους
συναλλασσόμενους (βλέπε, για παράδειγμα,
άρθρο 93, παρ 2, της νομοθεσία για τους
συνεταιρισμούς της Μάλτας XXX/2001),
συνεταιριστικές επιστροφές, κλπ.
Δυστυχώς,
σε άλλα τμήματα της νομοθεσίας που
ονομάζονται "μερίσματα", το οποίο
είναι κάτι που δεν βοηθά να γίνει
διάκριση από την αποζημίωση των κεφαλαίων
[βλ.
άρθ. 66
του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του
Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003 περί του
καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής
εταιρείας (SCE
Κανονισμός)].
36
Όπως
έχει ήδη επισημανθεί, εξωτερικές /
αλτρουιστικές διαθέσεις του συνεταιριστικού
πλεονάσματος είναι άλλο ένα στοιχείο
της κοινωνικής λειτουργίας των
συνεταιρισμών.
37
Επίσης,
στον πυρήνα της εγγενούς κοινωνικής
λειτουργίας του συνεταιρισμού είναι:
το σχολείο δημοκρατίας, το σχολείο
επιχειρηματικότητας, το όργανο της
οικονομικής δημοκρατίας ή ο εκδημοκρατισμός
της αγοράς.
38
Βλέπε,
για παράδειγμα, όσον αφορά τις εταιρείες
περιορισμένης ευθύνης, του άρθ.
2351,
παρ.
1,
του Ιταλικού Αστικού Κώδικα.
39
Βλέπε
αιτιολογική σκέψη
8
του
προοιμίου του Κανονισμού SCE,
που αναφέρεται στο σημείο 56 της αποφάσεως
EUCJ
της 8ης Σεπτεμβρίου 2011.
40
Μια
ενδεχόμενη δημοκρατική μέθοδος σε αυτή
την περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ότι
κάθε συνεταιρισμός, που ανήκει στους
δευτεροβάθμιους ή υψηλότερου επιπέδου
συνεταιρισμούς, διαθέτει αριθμό ψήφων
ανάλογο με τον αριθμό των μελών του.
41
Αυτό
το σημείο θα απαιτούσε περαιτέρω ανάλυση
με ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα των
συνεταιριστικών ομάδων που σχηματίζονται
από συνεταιρισμούς ελεγχόμενους από
ένα μόνο συνεταιρισμό.
Σε
αυτό το σημείο βλ. άρθ.
2545-f,
του Iταλικού
αστικού κώδικα, που ασχολείται με την
"κοινή συνεταιριστική ομάδα".
42
Πρέπει
να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ορισμένες
ευρωπαϊκές χώρες απαιτούν ότι μόνο τα
μέλη θα μετέχουν στο διαχειριστικό ή
διοικητικό όργανο ενός συνεταιρισμού:
δείτε για αναφορές
στο
Study
on
the
Implementation
of
the
Regulation
1435/2003 on
the
Statute
for
European
Cooperative
Society
(SCE),
μέρος
I.
Μια διαφορετική λύση υπάρχει στο ιταλικό
δίκαιο, όπου τουλάχιστον η πλειονότητα
των διαχειριστών πρέπει να είναι
μέλη-χρήστες (άρθ. 2542, παρ. 2, Αστικού
Κώδικα), και στον Κανονισμό SCE
σε σχέση με το εποπτικό όργανο στο
δυαδικό σύστημα (άρθ. 39, παρ. 3, του
Κανονισμού SCE)
και του διοικητικού οργάνου στο μονιστικό
σύστημα (άρθ. 42, παρ. 2, του Κανονισμού
SCE).
43
Βλέπε,
για παράδειγμα, άρθ.
1,
παρ.
2,
και άρθ.
3,
παρ.
5,
του Κανονισμού SCE:
η δεύτερη διάταξη ορίζει ότι: «Οι
διακυμάνσεις στο ποσό του κεφαλαίου
δεν απαιτούν τροποποίηση του καταστατικού
ή γνωστοποίηση", η οποία είναι η
νομική ουσία της μεταβλητότητας του
κεφαλαίου.
44
Αν
και σε συνεταιρισμούς υπάρχει η αντίθετη
αρχή, ότι οι μεταβιβάσεις μερίδων θα
πρέπει να εγκριθεί από τους διαχειριστές:
βλέπε, για παράδειγμα, άρθ.
2530,
παρ.
1,
του Ιταλικού Αστικού Κώδικα.
Ωστόσο,
στη συνεταιριστική νομοθεσία, η εν λόγω
ρυθμιστική πτυχή θα πρέπει να εξεταστεί
σε σχέση με εκείνη της παραίτησης
μέλους, δεδομένου ότι ένα φιλελεύθερο
καθεστώς παραίτησης μέλους (η οποία,
στην πραγματικότητα, μπορεί να βρεθεί
σε μερικούς συνεταιριστικούς νόμους)
μπορεί να αντισταθμίσει το περιοριστικό
καθεστώς μεταβίβασης των μερίδων.
45
Φυσικά,
οι τρίτοι, μετά την είσοδο, θα αποδεχθούν
επίσης κινδύνους και τις απώλειες, αλλά
το γεγονός ότι ζητούν εθελοντικά την
εισδοχή καθιστά σαφές τι σκοπεύει να
τονίσει το κείμενο.
46
Για
παράδειγμα, προκειμένου να προστατεύσει
τα υπάρχοντα μέλη, το άρθρο 2441,
παρ.
1,
του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, τους
χορηγεί το δικαίωμα προτίμησης να
αποκτήσουν τις νέες μετοχές ανάλογα
με τον αριθμό των κατεχομένων μετοχών,
το οποίο μπορεί να αφαιρεθεί μόνο όταν
το συμφέρον της εταιρείας το απαιτεί
(βλ. άρθ. 2441, παρ. 5.
47
Δείτε
De
Βarbieri
E.W.,
Fostering
Co-operative
Growth
through
Law
Reform
in
Ireland:
Three
Recommendations
from
Legislation
in
the
United
States,
Norway
and
Brussels,
στο 42.1 Journal
of
Co-operative
Studies,
2009, σελ. 37 επ., υποστηρίζοντας
ότι «η Ιρλανδία έχει ανάγκη από ένα
νόμο που προστατεύει την συνεταιριστική
ταυτότητα και δίνει στο κοινό μια σαφή
τρόπο για να προσδιορίσει έναν
συνεταιρισμό από έναν άλλο τύπο εταιρικής
οντότητας» (σ. 39).
Carey
Ε.,
Co-operative
Identity - Do You Need a Law About It?, ibidem,
σ.
49 επ.
48
Βλ.
με
αυτή
την
έννοια
Carey,
Co-operative
Identity - Do You Need a Law About It?,
σ..
50.
49
Η
ιρλανδική διαβούλευση θα επωφεληθεί
από τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε
στη Νορβηγία, πριν και ενόψει της
κωδικοποίησης της συνεταιριστικής
νομοθεσίας: βλ Fj0rtoft
&
Gjems-Onstad,
Cooperative
Law
in
Norway
- Time
for
Codification?.
50
Δεδομένου
ότι αναφέρεται σε νόμο με τη στενή
έννοια (ως ένα σύνολο δεσμευτικών
κανόνων που εγκρίθηκε επισήμως από τις
αρχές, ικανού να τους επιβάλει
καταναγκαστικά), το συμπέρασμα αυτό
εξακολουθεί να ισχύει και στην περίπτωση
που κάποιος θεωρεί το ενδεχόμενο το
συνεταιριστικό καταστατικό να ενσωματώσει
όλα τα στοιχεία της συνεταιριστικής
ταυτότητας της ICA,
γεγονός το οποίο σίγουρα μπορεί να
συμβεί και θα μπορούσε ακόμη και να
είναι ο κανόνας σε ορισμένες χώρες όπου
η συνεταιριστική ρύθμιση απουσιάζει
ή είναι αδύναμη.
Πρέπει
να σημειωθεί ότι, σε αυτές τις χώρες, η
εθελοντική τήρηση από τους συνεταιρισμούς
των συνεταιριστικών αρχών και αξιών
είναι ένα από τα επιχειρήματα που οι
αντιτιθέμενοι στην κωδικοποίηση της
συνεταιριστικής νομοθεσίας χρησιμοποιούν
για να αρνηθούν την ανάγκη για αυτήν
την κωδικοποίηση.
51
Βλέπε
Ηiez
D.,
Λουξεμβούργο, σε
μελέτη
για την εφαρμογή του Kανονισμού
1435/2003 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής
συνεταιριστικής εταιρείας (SCE),
μέρος
ΙΙ,
Eθνικές
εκθέσεις, Οκτώβριος 2010.
Ηiez
D.,
Les
coopératives luxembourgeoises: l'exemple d'un système libéral,
στο
Hiez
(ed.),
Droit
comparé des coopératives européennes,
p. 145 ff.
52
Βλ.
Hiez,
Les
coopératives Luxembourgeoises: l'Exemple d'un système libéral,
σ.
154
επ..
53
Δείτε
D'
Hulstere
D.,
Belgium,
in Study
on the Implementation of the Regulation 1435/2003 on the Statute for
European Cooperative Society
(SCE),
part II. National reports,
October 2010, Coipel
M.,
Les
avatars
de
la
coopérative
en droit
belge,
στο
Hiez
(ed.),
Droit
comparé
des coopératives européennes,
σ..
125 επ.,
για
τη
Βελγική
συνεταιριστική
νομοθεσία
βλ.
επίσης
Coates
A.
& Van
Opstal
W.,
The
Joys and Burdens of Multiple Legal Frameworks for Social
Entrepreneurship - Lessons from the Belgian Case,
paper presented at the 2nd
EMES International Conference on Social Enterprise, Trento (1-4 July
2009), in www.emes.net.
54
Βλ.
Jakobsen
G,
Δανία,
στη
Study
on the Implementation of the Regulation 1435/2003 on the Statute for
European Cooperative Society (SCE),
part II. National
reports,
October
2010.
55
Για
να θεωρείται ένας ιταλικός συνεταιρισμός
«κυρίως αμοιβαία οντότητα" πρέπει
να ανταποκρίνεται σε αρκετές απαιτήσεις:
περιορισμένη δραστηριότητα με μη μέλη,
περιορισμένη
διανομή μερισμάτων σε καταβεβλημένο
κεφάλαιο,
διανομή
του πλεονάσματος σύμφωνα με την ποσότητα
ή την ποιότητα των εργασιών του μέλους
με τον συνεταιρισμό,
υποχρεωτικά
και μη διανεμητέα αποθεματικά κεφάλαια,
αφιλοκερδής
διανομή των περιουσιακών στοιχείων σε
περίπτωση διάλυσης,
κ.λπ.
56
Μια
εξήγηση
της
ιταλικής
κατάσταση
μπορεί
να
βρεθεί
στο
Fici
Α.,
Italian
Co-operative Law Reform and Co-operative Principles,
Euricse Working Papers, No 2/2010, in www.ssrn.com.
57
Όπως
έχει ήδη επισημανθεί στο κείμενο, οι
Αρχές της ICA
σιωπούν στο σημείο του παραδεκτού ή
όχι της συνεταιριστικής δραστηριότητας
με μη μέλη.
58
Με
την έννοια ότι, σε ένα συνεταιρισμό που
συναλλάσσεται με μη μέλη, η άρνηση να
τα κάνει δεκτά ως μέλη δεν θα ήταν νόμιμη
(φυσικά, αν οι χρήστες που δεν είναι
μέλη το ζητήσουν),
δηλαδή,
ένας συνεταιρισμός μπορεί μόνιμα να
συναλλάσσεται με μη μέλη μόνο εφόσον
η εγγραφή μελών είναι πραγματικά και
αποτελεσματικά ελεύθερη.
59
Βλέπε,
για παράδειγμα, κεφ.
1,
ενότ.
2
του φινλανδικού νόμου 1488/2001: «Ο σκοπός
ενός συνεταιρισμού είναι η προώθηση
των οικονομικών και επιχειρηματικών
συμφερόντων των μελών του μέσω της
άσκησης οικονομικής δραστηριότητας
όπου τα μέλη κάνουν χρήση των υπηρεσιών
που παρέχονται από τον συνεταιρισμό ή
υπηρεσιών που ο συνεταιρισμός φροντίζει
μέσω θυγατρικής ή άλλως. Όμως, μπορεί
να ορίζεται από τους κανόνες του
συνεταιρισμού ότι ο κύριος σκοπός του
είναι η κοινή επίτευξη ενός ιδεολογικού
στόχου".
Και
το κεφ.
2
ενότ.
6,
παρ.
1
(2), δηλώνει ότι: «Διατάξεις για τα
ακόλουθα μπορούν να περιληφθούν στους
κανόνες του συνεταιρισμού: [...] (2) ότι
οι υπηρεσίες του συνεταιρισμού
προσφέρονται, επίσης, σε μη μέλη".
60
Σύμφωνα
με το άρθ.
1,
παρ.
3,
του Κανονισμού SCE,
«Ένας SCE
έχει ως κύριο σκοπό την ικανοποίηση
των αναγκών των μελών του ή / και την
ανάπτυξη των οικονομικών και κοινωνικών
δραστηριοτήτων τους, ιδίως μέσω της
σύναψης συμφωνιών με αυτά για την
προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών ή την
εκτέλεση έργου του είδους που διεξάγει
η SCE
ή το αναθέτει".
Αλλά
το άρθ.
1,
παρ.
4,
ορίζει: «Ένας SCE
δεν θα πρέπει να επεκτείνει τα οφέλη
από τις δραστηριότητές του σε μη μέλη
ή να τους επιτρέπει να συμμετέχουν
στις δραστηριότητές του, εκτός αν το
καταστατικό της ορίζει διαφορετικά».
61
Βλέπε
επίσης άρθ.
2,
παρ.
2,
του συνεταιριστικού νόμου της Σλοβενίας
του 1992.
62
Ενότ.
1,
παρ.
2,
του συνεταιριστικού νόμου της Νορβηγίας
της 29ης Ιουνίου 2007. Βλέπε επίσης τον
Αυστριακό συνεταιριστικό νόμο [ενότ.
1
και ενότ.
5,
παρ.
1
(1), Συνεταιριστικός νόμος του 1873] και
τη γερμανική συνεταιριστική νομοθεσία
[άρθ.
5,
παρ.
1
(5), Συνεταιριστικός νόμος του 1889].
Αν
η προαναφερόμενη διάταξη του Νορβηγικού
νόμου μπορεί να ερμηνευθεί υπό την
έννοια αυτή, ίσως θα ήταν δυνατό να
ερμηνευθεί επίσης ο Κανονισμός για
τους SCE
με τον ίδιο τρόπο, υπογραμμίζοντας την
αναφορά σε «κύριο αντικείμενο» στο
άρθ.
1,
παρ.
3.
63
Κάποιος
μπορεί επίσης να προσθέσει σε αυτά τα
ερωτήματα τα εξής: μπορεί ένα μέλος-χρήστης
επίσης να είναι ένα μέλος-επενδυτής;
Και
αν ναι, πώς θα πρέπει αυτός / αυτή να
αντιμετωπίζονται σε σύγκριση με τα
άλλα μέλη-επενδυτές;
Παρόμοια
ή διαφορετικά;
Από
την άποψη αυτή, βλέπε για παράδειγμα
το άρθ.
2514,
του Ιταλικού αστικού κώδικα, το οποίο
περιορίζει την αποζημίωση των
χρηματοπιστωτικών μέσων μόνο όταν
εισφέρονται από το μέλη-χρήστες
(soci
cooperatori).
64
Παραδείγματα
περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους
συνεταιριστικούς νόμους Βουλγαρίας,
Κύπρου, Δανίας, Μάλτας, Νορβηγίας.
65
Παραδείγματα
περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους
συνεταιριστικούς νόμους Αυστρίας,
Φινλανδίας, Γερμανίας.
66
Ο
Κανονισμός SCE,
για παράδειγμα, αναφέρει ότι τα μέλη
επενδυτές μπορεί να μην έχουν συνολικά
δικαιώματα ψήφου ανερχόμενα σε
περισσότερο από το 25% του συνόλου των
δικαιωμάτων ψήφου (βλέπε άρθρο. 59, παρ.
3 Καν. 1435/2003).
Ένα
άλλο παράδειγμα παρέχεται από το άρθρο
2526, παρ.
2,
του Ιταλικού αστικού κώδικα, όπου
αναφέρεται ότι οι κάτοχοι των
χρηματοοικονομικών μέσων (και τα μέλη
των επενδυτών μεταξύ τους) δεν μπορούν
να έχουν περισσότερο από το 1/3 του
συνόλου των ψήφων σε κάθε συνέλευση
των μελών.
Δείτε
επίσης επί αυτού του θέματος τους νόμους
Γαλλίας, Ουγγαρίας και Ηνωμένου
Βασιλείου.
67
Για
περισσότερες
λεπτομέρειες
δείτε
το
Study
on the Implementation of the Regulation 1435/2003 on the Statute for
European Cooperative Society (SCE),
part I.
68
Ή
τουλάχιστον να διανέμεται ένα υψηλότερο
ποσό των επιστροφών στους συναλλασσόμενους
από τα μερίσματα.
69
Υπάρχουν
βέβαια και σημαντικές εξαιρέσεις, αν
και μερικές φορές μόνο για την
επιλεξιμότητα των συνεταιρισμών για
μια συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση.
Για
παράδειγμα, ο ιταλικός "κυρίως
αμοιβαίος συνεταιρισμός" μπορεί να
διανείμει μέρισμα για το καταβεβλημένο
κεφάλαιο μόνο μέχρι σε περιορισμένο
βαθμό (βλ. άρθ. 2514, του Ιταλικού Αστικού
Κώδικα), αλλά το όριο αυτό δεν ισχύει
για επιστροφές στους συναλλασσόμενους,
οι οποίες στην ιταλική νομοθεσία
διαφοροποιούνται σαφώς από τα μερίσματα
(βλ. άρθ. 2545-στ, του Ιταλικού Αστικού
Κώδικα).
Ένα
άλλο σημαντικό παράδειγμα παρέχεται
από τα άρθρα 14 και 15 του γαλλικού
Συνεταιριστικού νόμου 47/1775.
Βλέπε
επίσης τα άρθρα 48 και 58
του
Ισπανικού Συνεταιριστικού νόμου
27/1999.
70
Ούτε
η διατύπωση του άρθ.
67,
παρ.
1,
φαίνεται
καθαυτή
επαρκής
για να θεωρηθεί υποχρεωτική η διανομή
των επιστροφών στους συναλλασσόμενους
σε έναν SCE.
71
Σύμφωνα
με το άρθ.
67,
παρ.
3,
ο Κανονισμός SCE,
επιτρέπει (αλλά δεν υποχρεώνει) στο
συνεταιριστικό καταστατικό να απαγορεύσει
οποιαδήποτε διανομή.
72
Ένα
σχετικό σημείο αφορά το πώς και σε ποιο
βαθμό τα υποχρεωτικά αποθεματικά
κεφάλαια πρέπει να αυξάνονται μέσω του
προορισμού σε αυτά μέρους του ετήσιου
πλεονάσματος.
Τα
ποσοστά του ετήσιου πλεονάσματος που
θα προορίζονται για το υποχρεωτικό
αποθεματικό διαφέρουν μεταξύ των χωρών
[από 5% έως 50%: δείτε
Study
on
the
Implementation
of
the
Regulation
1435/2003 on
the
Statute
for
European
Cooperative
Society
(SCE),
μέρος
Ι].
Επιπλέον,
πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ εκείνων
των συνεταιριστικών νόμων που θέτουν
ένα όριο στη συσσώρευση των αποθεματικών
(σχεδόν όλοι οι νόμοι), και εκείνων των
συνεταιριστικών νόμων (όπως ο Ιταλικός)
που δεν το πράττουν.
Στην
πρώτη περίπτωση, ο ρόλος και η λειτουργία
των αποθεματικών μπορεί να είναι
ασθενέστερος, δεδομένου ότι κατά κανόνα
το όριο προσδιορίζεται ως ποσοστό επί
του κεφαλαίου, και δεδομένου ότι κατά
κανόνα δεν υπάρχει ελάχιστο κεφάλαιο
και το κεφάλαιο είναι μεταβλητό σε
συνεταιρισμούς.
73
Τα
παραδείγματα περιλαμβάνουν, μεταξύ
άλλων, τους συνεταιριστικούς νόμους
της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Νορβηγίας
και του Ηνωμένου Βασιλείου.
74
Αυτό
μπορεί να θεωρηθεί ως το μοντέλο που
επικρατεί στην Ευρώπη.
Βλέπε,
για παράδειγμα τους συνεταιριστικούς
νόμους της Βουλγαρίας, (άρθρα 14, 33, 34,
48, του νόμου 113/1999), της Τσεχίας (άρθρα
233 και 235, του Εμπορικού Κώδικα), της
Ελλάδας (άρθ. 19, παρ. 3, του νόμου 2810/2000
για τούς αγροτικούς συνεταιρισμούς
και άρθ. 19, παρ. 4, του νόμου 1667/1986 για
τους αστικούς συνεταιρισμούς), της
Πολωνίας (άρθ. 26, παρ. 2, του νόμου του
1982) και της Σλοβακίας (άρθρα 233 και 235,
του Εμπορικού Κώδικα).
75
Βλ.
τους συνεταιριστικούς νόμους της
Ουγγαρίας (ενότ. 67, παρ. 2 και ενότ. 71,
παρ. 5, του νόμου Χ / 2006) και της Ρουμανίας
(άρθ. 87, παρ. 2 Κ.Ν. 2005).
76
Βλ.
συνεταιριστικούς νόμους Γαλλίας,
Ιταλίας (με περιορισμένη αναφορά στους
"κυρίως αμοιβαίους συνεταιρισμούς"),
Μάλτας, Πορτογαλίας, και Ισπανίας.
Η
αρχή της αφιλοκερδούς διανομής
συνεπάγεται ότι όλα τα κατάλοιπα (μετά
τις πληρωμές των χρεών και την επιστροφή
του καταβεβλημένου κεφαλαίου στα μέλη)
περιουσιακά στοιχεία - και όχι μόνο τα
υποχρεωτικά αποθεματικά - δεν μπορούν
να διανεμηθούν στα μέλη, αλλά μόνο σε
άλλους συνεταιρισμούς, στη συνεταιριστική
κίνηση ή για το γενικό συμφέρον.
Η
αφιλοκερδής διανομή προβλέπεται, αν
και μέσω ενός μη υποχρεωτικού κανόνα,
από τον Κανονισμό SCE
(βλ. 75).
Το
σημείο αυτό είναι σημαντικό από την
άποψη της συνεταιριστικής ταυτότητας:
το 2004 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
σχετικά με την προώθηση των συνεταιριστικών
εταιρειών στην Ευρώπη [C0M
(2004)
18
της
23/2/2004],
σε
http://ec.europa.eu/enterprise/policies/sme/files/craft/social
economy
/ doc
/ coop-communication-en
en.pdf,
αναφέρονται τα εξής: «Η Επιτροπή
ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν
ότι τα περιουσιακά στοιχεία της
συνεταιρισμούς με την διάλυση ή μετατροπή
θα πρέπει να διανέμεται σύμφωνα με την
αρχή της «αφιλοκερδούς διανομής»,
δηλαδή είτε σε άλλους συνεταιρισμούς,
όπου τα μέλη μπορούν να συμμετέχουν ή
να συνεταιριστικές οργανώσεις που
επιδιώκουν όμοιους ή γενικών στόχων
ενδιαφέροντος. Αυτά τα περιουσιακά
στοιχεία έχουν συχνά δημιουργηθεί κατά
τη διάρκεια γενεών, και παραμένουν ως
συλλογική ιδιοκτησία και είναι
«κλειδωμένα» για τους στόχους αυτών
των συνεταιρισμών. Ωστόσο, θα πρέπει
να είναι δυνατόν να προβλεφθεί για τα
περιουσιακά στοιχεία ενός συνεταιρισμού
να διανέμονται στα μέλη του κατά τη
διάλυση, σε σαφώς καθοριζόμενες
περιπτώσεις. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται
να παρέχουν επαρκή προστασία στα
συνεταιριστικά περιουσιακά στοιχεία,
εξασφαλίζοντας ότι σε περίπτωση
προσφορών εξαγοράς και της επακόλουθης
μετατροπής ενός συνεταιρισμού στη
μορφή της εταιρείας περιορισμένης
ευθύνης με μετοχές, οι επιθυμίες των
μελών και οι στόχοι του συνεταιρισμού
να είναι σεβαστά".
77
Βλέπε
το Ιταλικό παράδειγμα της υποχρέωσης
του συνεταιρισμού να περιέρχεται σε
«αμοιβαία κεφάλαια» 3% των ετήσιων
καθαρών κερδών (άρθ.
2545-δ,
παρ.
2, του Αστικού Κώδικα και άρθ. 11, παρ. 4,
του νόμου 59/1992).
Τα
αμοιβαία κεφάλαια τα διαχειρίζονται
(φορείς που ελέγχονται από) συνεταιριστικές
ομοσπονδίες με στόχο την προώθηση και
την υποστήριξη της ανάπτυξης των
συνεταιρισμών (βλέπε άρθ. 11, του νόμου
59/1992).
Σύμφωνα
με την ιταλική νομοθεσία, αμοιβαία
κεφάλαια είναι επίσης οι αποδέκτες των
συνεταιριστικών καταλοίπων των
περιουσιακών στοιχείων μετά τη διάλυση
(άρθ. 2514, Αστικού Κώδικα, αλλά με
περιορισμένη αναφορά στους "κυρίως
αμοιβαίους συνεταιρισμούς").
78
Βλέπε,
για παράδειγμα, τους συνεταιριστικούς
νόμους της Βουλγαρίας και της Κύπρου.
Υπάρχουν
επίσης συνεταιριστικοί νόμοι που
θεωρούν τον κανόνα υποχρεωτικό μόνο
κατά την ψηφοφορία για συγκεκριμένα
θέματα (βλέπε ενότ. 240, παρ. 1, του Τσεχικού
Εμπορικού Κώδικα).
79
Βλέπε,
για παράδειγμα, τον Βελγικό Εταιρικό
Κώδικα (άρθ. 382, παρ.
1) και τον Αστικό Κώδικα της Ολλανδίας
(άρθ. 38, παρ. 1).
80
Τα
παραδείγματα περιλαμβάνουν, μεταξύ
άλλων, κεφ.
4,
ενότ.
7,
υποσημ.
2,
του Φινλανδικού Συνεταιριστικού νόμου
1488/2001, το άρθ. L
524-4 του Γαλλικού Αγροτικού Κώδικα,
το 3-δις και το άρθ. 9,
παρ.
2,
του Γαλλικού Συνεταιριστικού νόμου
47-1775, το άρθ.
43,
παρ.
3,
του Γερμανικού νόμου του 1889, το άρθρο
8, παρ.
1,
του Ελληνικού νόμου 2810/2000 για τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς, το άρθ.
2526,
παρ.
2,
το άρθ. 2538, παρ.
3,
το άρθ. 2543, παρ.
2,
του Ιταλικού Αστικού Κώδικα, το άρθ. 38
του
Νορβηγικού Συνεταιριστικού νόμου της
29ης Ιουνίου 2007, το άρθ. 26, του Ισπανικού
Συνεταιριστικού νόμου 27/1999.
Είναι
αξιοσημείωτο ότι, όταν οι περισσότερες
ψήφοι παρέχονται σε ένα μέλος ανάλογα
με τον όγκο της δραστηριότητας του
μέλους με το συνεταιρισμό, αυτό είναι
ένα κριτήριο για τη χορήγηση περισσότερων
ψήφων που είναι απόλυτα συνεπές με τον
τυπικό στόχο ενός συνεταιρισμού, όπως
συζητήθηκε παραπάνω στο κείμενο.
Σε
αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί
επίσης ότι στη ρύθμιση του Ηνωμένου
Βασιλείου για "bona
fide
συνεταιρισμών» (σ.μ.: συνεταιρισμούς
που τηρούν τις συνεταιριστικές Αξίες
και Αρχές και δεν αποδίδουν κέρδη σε
αναλογία με το επενδεδυμένο κεφάλαιο)
αναφέρεται ρητά ότι η δύναμη σε αριθμό
ψήφων δεν θα πρέπει να στηρίζεται σε
εισφορά κεφαλαίου από τα μέλη (βλ FSA
σημειώσεις, σημείο 9).
81
Βλέπε,
για παράδειγμα, τους συνεταιριστικούς
νόμους που αναφέρονται στην προηγούμενη
υποσημείωση.
82
Βλέπε,
μεταξύ άλλων, τους συνεταιριστικούς
νόμους της Βουλγαρίας (άρθρο 8,
Συνεταιριστική Πράξη 113/1999.), Ελλάδας
(άρθρα 5 και 6, νόμου 2810/2000 για τους
αγροτικούς συνεταιρισμούς, άρθρο 2,
νόμου 1667/1986 για τους αστικούς
συνεταιρισμούς), της Ουγγαρίας (ενότ.
43, νόμου X
/ 2006), της Ιταλίας (άρθ. 2528, Αστικού
κώδικα), της Μάλτας (άρθ. 52, παρ. 2, του
νόμου XXX/2001),
της Πορτογαλίας (άρθ. 31, του Κώδικας
Συνεταιρισμών), της Ισπανίας (άρθ. 13,
νόμου 27/1999).
83
Ενδιαφέρουσες
διατυπώσεις την άποψη αυτή μπορούν να
βρεθούν στη ρύθμιση του Ηνωμένου
Βασιλείου "bona
fide
συνεταιρισμούς», όπου αναφέρεται,
αφενός, ότι η ένταξη μελών «δεν πρέπει
να περιορίζεται τεχνητά ώστε να αυξηθεί
η αξία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων
των υφιστάμενων μελών» (βλέπε FSA
υποσημειώσεις, σημείο 9), και από την
άλλη πλευρά ότι «για παράδειγμα, ο
αριθμός των μελών ενός συλλόγου μπορεί
να περιορίζεται από το μέγεθος των
χώρων του, ή των μελών ενός συνεταιρισμού
αυτοστέγασης να περιορίζεται από τον
αριθμό των σπιτιών που θα μπορούσαν να
χτιστούν σε μια συγκεκριμένη έκταση"
(αυτόθι).
Βλέπε
επίσης στον Νορβηγικό Συνεταιριστικό
νόμο της 29ης Ιουνίου 2007, όπου αναφέρεται
ότι η άρνηση της εισδοχής απαιτεί
«βάσιμους λόγους» (άρθρο 14).
84
Βλ.
άρθ.
16,
του Πολωνικού Συνεταιριστικού νόμου
του 1982. Βλέπε άρθ. 2527, παρ.
1,
του Ιταλικού Αστικού Κώδικα.
85
Αναφορές
είναι άσκοπες, καθώς υπάρχουν πολλά
άρθρα του εταιρικού δικαίου που
επικεντρώνονται σε αυτό το θέμα.
Ωστόσο,
ως έναρξη, δείτε τις εργασίες που
δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του
Ινστιτούτου Ευρωπαϊκής Εταιρικής
Διακυβέρνησης (www.ecgi.org
).
86
Και
πάλι, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η
ομοιομορφία στο συνεταιριστικό νόμο
μπορεί να περιοριστεί στα κεντρικά
στοιχεία της συνεταιριστικής ταυτότητας,
χωρίς να περιλαμβάνονται εκείνες τις
πτυχές (που αφορούν κυρίως τη διακυβέρνηση)
που δεν σχετίζονται με το συγκεκριμένο
προφίλ του συνεταιριστικού κανονισμού.
Με
άλλα λόγια, η ομοιομορφία και η
ποικιλομορφία στον συνεταιριστικό
νόμο μπορούν να συνυπάρχουν.